24 Ιούλη 1974. Ο Καραμανλής με τον πρόεδρο της Χούντας Γκιζίκη.
Τα Συντάγματα είναι νομικές εκφράσεις της αστικής ηγεμονίας αλλά και των ταξικών συσχετισμών. Ο Μπάμπης Κουρουνδής εξηγεί τι σημαίνει αυτό μέσα στις σημερινές συνθήκες.
Η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2007-2008 επεκτάθηκε γρήγορα σε πολιτικό και θεσμικό επίπεδο. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που αυτοδιαφημίζεται ως όαση φιλελευθερισμού και δημοκρατίας και μάλιστα πολλές φορές εξάγει τις αξίες της σε μακρινές χώρες με επεμβάσεις και πολέμους, εμφανίστηκαν φαινόμενα που έμοιαζαν ξεχασμένα στο παρελθόν. To βέτο του Προέδρου της Δημοκρατίας στο διορισμό «ευρωσκεπτικιστή» υπουργού Οικονομικών στην Ιταλία και η καθαίρεση της τοπικής κυβέρνησης της Καταλωνίας από την κεντρική κυβέρνηση του ισπανικού κράτους, είναι τα πιο πρόσφατα παραδείγματα. Έτσι, τα Συντάγματα, που αποτυπώνουν εξ ορισμού ένα πλαίσιο διευθέτησης των βασικών πολιτικών ζητημάτων με γνώμονα το μακροπρόθεσμο συμφέρον της κυρίαρχης τάξης, αναδείχθηκαν ξανά σε πεδίο σύγκρουσης. Δεν είναι περίεργο. Η αστική διαχείριση της κρίσης συγκρούεται πλέον πολύ συχνά με δικαιώματα ή διαδικασίες που είχαν κατοχυρωθεί εδώ και δεκαετίες και θεωρούνταν αυτονόητα και χρήσιμα για τη νομιμοποίηση του συστήματος. Παρακάτω θα δούμε πώς αυτή η αλλαγή εκφράστηκε πρόσφατα στην Ιταλία και στην Ισπανία, ώστε να προσεγγίσουμε τη σχετική συζήτηση που έχει ανοίξει στην Ελλάδα. Για να κατανοήσουμε τις νέες εξελίξεις όμως, πρέπει πρώτα να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στη γέννηση, τη διαμόρφωση και τη διαδρομή των Συνταγμάτων μέχρι σήμερα.
Η γέννηση των Συνταγμάτων
Τα Συντάγματα δεν υπήρχαν πάντα: μάταια θα τα αναζητούσε κάποιος στις αρχαίες πόλεις-κράτη, στις κινέζικες δυναστείες ή στο Μεσαίωνα. Τα Συντάγματα είναι καρπός των αστικών επαναστάσεων. Στην εποχή της μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, το απολυταρχικό κράτος είχε στην κορυφή του τον μονάρχη, ο οποίος συγκέντρωνε στο πρόσωπό του όλες τις εξουσίες, νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική. Η αστική τάξη, καθώς γινόταν οικονομικά κυρίαρχη, διεκδίκησε να έχει μερίδιο στη νομή της πολιτικής εξουσίας, ώστε να έχει άμεση πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων. Τα Συντάγματα ήταν ακριβώς οι νομικές εκφράσεις της οικονομικής και πολιτικής ανόδου της αστικής τάξης. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πρώτα συνταγματικά κείμενα διαμορφώθηκαν στα πλαίσια της αμερικανικής επανάστασης του 1776 και της γαλλικής του 1789. Σε αυτά, αποτυπώνονται με αυξημένη τυπική ισχύ (ανώτερη δηλαδή από τους κοινούς νόμους), οι θεμελιώδεις κανόνες που ρυθμίζουν την άσκηση και τη συγκρότηση της κρατικής εξουσίας.
Η φιλελεύθερη ιδεολογία της αστικής τάξης εκείνης της περιόδου αποτυπώθηκε στα Συντάγματα σε δύο βασικούς πυλώνες. Ο πρώτος ήταν η κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων, ιδίως της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας, που χρησίμευε στους καπιταλιστές για τη συσσώρευση κεφαλαίου χωρίς φεουδαρχικά εμπόδια. Ο δεύτερος ήταν η αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Οι αστοί διεκδίκησαν και πέτυχαν την καθιέρωση του δικαιώματος να εκλέγουν και να εκλέγονται μέλη ενός αντιπροσωπευτικού σώματος, του Κοινοβουλίου. Μέσα απ’ αυτό, μοιράστηκαν αρχικά με το μονάρχη και την αριστοκρατία την άσκηση της εξουσίας, κυρίως της νομοθετικής. Έτσι, τα φιλελεύθερα πολιτεύματα του 19ου αιώνα, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη Βρετανία, δεν ήταν και δημοκρατικά. Το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι περιοριζόταν με βάση την περιουσία, αποκλείοντας την εργατική τάξη, τους φτωχούς, τους άνεργους και φυσικά τις γυναίκες. Στη Γαλλία πχ το 1830, σε πληθυσμό 25 εκατομμυρίων περίπου, ο αριθμός των πολιτών που είχαν δικαίωμα ψήφου ήταν περίπου 130.000 και ο Γκυζό απαντούσε «Πλουτίστε» σε όσους διεκδικούσαν την επέκτασή του.1
Τα δημοκρατικά δικαιώματα δεν παραχωρήθηκαν. Κατακτήθηκαν σε σύγκρουση με την αστική τάξη. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Αγγλίας, όπου το εργατικό κίνημα των Χαρτιστών αγωνίστηκε σκληρά, με απεργίες, διαδηλώσεις και εξεγέρσεις, πετυχαίνοντας σταδιακές διευρύνσεις του δικαιώματος ψήφου και εκλογής (για τους άνδρες).
Η εξέλιξη των Συνταγμάτων
Όταν οι απολογητές του συστήματος υμνούν τη δημοκρατία είναι σαν να απονέμουν στον καπιταλισμό παράσημα για μάχες που έχασε. Το καθολικό δικαίωμα ψήφου (για τους άνδρες) καθιερώθηκε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες μετά το κύμα των επαναστάσεων που συνόδευσαν τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε η ρωσική επανάσταση, η οποία όχι μόνο έδωσε δικαίωμα ψήφου σε όλους τους πολίτες (και στις γυναίκες), αλλά και αποτέλεσε παράδειγμα ώστε αστικά Συντάγματα, όπως το γερμανικό Σύνταγμα της Βαϊμάρης του 1919, να κατοχυρώσουν κοινωνικά δικαιώματα.2
Το καθολικό δικαίωμα ψήφου και εκλογής για άνδρες και γυναίκες, καθώς και η καθιέρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων, γενικεύτηκε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και τον πρωταγωνιστικό ρόλο που είχαν παίξει η εργατική τάξη και οι γυναίκες στα κινήματα της Αντίστασης. Το γαλλικό Σύνταγμα του 1946, το ιταλικό Σύνταγμα του 1948, αλλά και τα Συντάγματα της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, που ψηφίστηκαν το 1975, 1976 και 1978 αντίστοιχα, μετά την πτώση των δικτατοριών, ήταν Συντάγματα συμβιβασμού. Οι συμβιβασμοί αυτοί, με τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο αποτυπώθηκαν σε κάθε χώρα, ήταν άνισοι: οι αστικές τάξεις αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν ελευθερίες και δικαιώματα στους από κάτω για να αποφύγουν την επαναστατική αμφισβήτηση της κυριαρχίας τους, αλλά διατήρησαν την εξουσία τους και τη δυνατότητα να την ασκήσουν πιο αυταρχικά όταν ο ταξικός συσχετισμός δύναμης το επιτρέπει.
Έτσι προέκυψαν οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες στη Δυτική Ευρώπη με τον τρόπο που τις γνωρίζουμε σήμερα. Η σταθερότητα της αστικής δημοκρατίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο δεν καθορίστηκε βέβαια τόσο από τις ρυθμίσεις των Συνταγμάτων, όσο από το ευνοϊκό περιβάλλον που της παρείχε η «χρυσή τριακονταετία» του καπιταλισμού, μια μακρά περίοδος οικονομικής ανάπτυξης που έκανε τις κρίσεις να μοιάζουν φαντάσματα του παρελθόντος. Ακόμα και όταν τα κινήματα του 1968 ράγισαν την εικόνα της συναίνεσης και η κρίση του 1973 ακύρωσε την υπόσχεση της διαρκούς ευημερίας, ακολούθησε μια αρκετά μακρόσυρτη περίοδος οικονομικών υφέσεων, που έδωσε χρόνο για την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού χωρίς συνταγματικές ρήξεις. Επιπλέον, η άνοδος στην κυβέρνηση σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων (σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στη Γαλλία, με τη συμμετοχή και των κομμουνιστικών κομμάτων) σήμανε την πανηγυρική νομιμοποίηση της αστικής δημοκρατίας από πολιτικούς φορείς που στηρίζονταν από την οργανωμένη εργατική τάξη. Το αποτέλεσμα ήταν το σύστημα να απορροφά σε γενικές γραμμές τους κλυδωνισμούς χωρίς να καταφεύγει σε πραξικοπήματα και δικτατορίες. Αυτή η βιτρίνα έχει ραγίσει στα χρόνια της πρόσφατης κρίσης και η αστική τάξη δείχνει να μη χωράει στα Συντάγματα συμβιβασμού της προηγούμενης φάσης, όπως φαίνεται από τις πρόσφατες εξελίξεις στην Ισπανία και στην Ιταλία.
H περίπτωση της Ισπανίας
Το Σύνταγμα που βρίσκεται σε ισχύ στην Ισπανία ψηφίστηκε το 1978 και ήταν καρπός του ιδιαίτερου χαρακτήρα που πήρε η μετάβαση από τη δικτατορία στον κοινοβουλευτισμό. Οι απεργίες και το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Βάσκων κλόνισαν το καθεστώς και ανάγκασαν το βασιλιά Χουάν Κάρλος, που είχε πάρει τα ηνία της χώρας μετά το θάνατο του Φράνκο το 1975, να προχωρήσει τη μετάβαση προς την κοινοβουλευτική δημοκρατία για να μην ριψοκινδυνέψει μια ριζική ανατροπή του καθεστώτος σαν αυτήν που είχε προηγηθεί το 1974 στη γειτονική Πορτογαλία με την επανάσταση των γαρυφάλλων. Ο βασιλιάς και οι δυνάμεις του δικτατορικού καθεστώτος διατήρησαν την κατάσταση στον έλεγχό τους με τη βοήθεια του ΚΚ, το οποίο αποδέχθηκε τη μοναρχία και το “Σύμφωνο της Μονκλόα” (ένα «κοινωνικό συμβόλαιο» μεταξύ εργοδοτών, συνδικάτων και κομμάτων για τον περιορισμό των εργατικών διεκδικήσεων λόγω της κρίσης) με αντάλλαγμα τη νομιμοποίησή του.3
Η αστική τάξη έκανε παραχωρήσεις, έμεινε όμως σταθερά ακλόνητη στις στρατηγικές της επιλογές. Έτσι, απέναντι στα κινήματα αυτοδιάθεσης στην Καταλωνία ή στη χώρα των Βάσκων, το άρθρο 2 του ισπανικού Συντάγματος διακήρυξε την «αδιάσπαστη ενότητα του ισπανικού έθνους». Ταυτόχρονα βέβαια, αναγνωρίστηκε το δικαίωμα των «εθνοτήτων» για αυτονομία με ιδιαίτερο Καταστατικό Χάρτη (Estatuto), αλλά τέθηκε υπό την αίρεση του άρθρου 155 παρ. 1 που προβλέπει ότι «Εάν μία Αυτόνομη Κοινότητα δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που της επιβάλλονται από το Σύνταγμα ή άλλους νόμους ή πράττει με τρόπο ο οποίος ζημιώνει το γενικό συμφέρον της Ισπανίας, η Κυβέρνηση, αφού υποβάλει επίσημη διαμαρτυρία στον Πρόεδρο της Αυτόνομης Κοινότητας και στο βαθμό που δεν θα ικανοποιηθεί από την απάντησή του, μπορεί, με την απόλυτη πλειοψηφία της Γερουσίας, να υιοθετήσει μέσα τα οποία η ίδια κρίνει απαραίτητα ώστε να επιβάλει την εκπλήρωση αυτών των υποχρεώσεων και τον σεβασμό του προαναφερθέντος γενικού συμφέροντος».
Ο συναινετικός χαρακτήρας της ισπανικής «μεταπολίτευσης» είχε ως αποτέλεσμα ότι το «βαθύ κράτος» έμεινε στα χέρια των έμπειρων στελεχών του παλιού καθεστώτος και η δράση του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος των Βάσκων αντιμετωπίστηκε μ’ ένα μείγμα σκληρής καταστολής και διαπραγματεύσεων. Το «καθεστώς του 1978» φάνταζε ακλόνητο μέχρι το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, που υπέσκαψε τα θεμέλια των πολιτικών συμβιβασμών του παρελθόντος. Όπως το εργατικό κίνημα και οι «αγανακτισμένοι» συγκρούστηκαν με το Μνημόνιο Ραχόι, έτσι και το κίνημα στην Καταλωνία διεκδίκησε το δικαίωμά του στην εθνική αυτοδιάθεση.4
Όταν ο εκλεγμένος πρόεδρος της τοπικής κυβέρνησης της Καταλωνίας Πουτζδεμόν προχώρησε σε δημοψήφισμα για την κήρυξη της ανεξαρτησίας, ο Ραχόι απάντησε με την ενεργοποίηση του άρθρου 155 και την ανάληψη της ουσιαστικής διακυβέρνησης της Καταλωνίας από την κεντρική κυβέρνηση. Το άρθρο 155 ήταν μια αυταρχική δυνατότητα που, όπως είδαμε, υπήρχε εξαρχής στο ισπανικό Σύνταγμα αλλά είχε περιπέσει σε αχρησία. Η ενεργοποίησή της από τον Ραχόι, με την επίσημη στήριξη της ΕΕ, αποτελεί την πιο τρανή απόδειξη ότι η κυρίαρχη τάξη δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο για να διαφυλάξει την «αδιάσπαστη ενότητα του ισπανικού έθνους», τα ιερά και τα όσια του ισπανικού κράτους. Ταυτόχρονα όμως, φανερώνει πανηγυρικά το αδιέξοδο της άρχουσας τάξης. Η διόγκωση της καταστολής σε βάρος της συναίνεσης δεν είναι δείγμα δύναμης αλλά αδυναμίας. Η άδοξη πτώση της κυβέρνησης Ραχόι μετά την καταδίκη της για σκάνδαλα δείχνει ότι η πολιτική κρίση και αστάθεια δεν είναι δυνατό να ξεπεραστεί εύκολα.
Η περίπτωση της Ιταλίας
Αν στην περίπτωση της Ισπανίας η δεξιά κυβέρνηση κλιμάκωσε τον αυταρχισμό της με την ενεργοποίηση ενός άρθρου του Συντάγματος που είχε περιπέσει σε αχρησία, στη γειτονική Ιταλία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ΠτΔ) προχώρησε στην ευθεία καταστρατήγηση του Συντάγματος στο όνομα της «ευρωπαϊκής προοπτικής» της χώρας. Συγκεκριμένα, ο πρόεδρος Ματαρέλα αρνήθηκε στον πρωθυπουργό Τζουζέπε Κόντε την τοποθέτηση του Πάολο Σαβόνα στη θέση του υπουργού Οικονομικών, με την αιτιολογία ότι οι απόψεις του δημιουργούν ανησυχία για τη συνέχεια της συμμετοχής της Ιταλίας στην Ευρωζώνη. Σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ. 2 του ισχύοντος ιταλικού Συντάγματος όμως, «ο πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον πρόεδρο του υπουργικού συμβουλίου και, μετά από πρότασή του, τους υπουργούς».
Η διατύπωση αυτή, σύμφωνα με όλους τους κλασικούς ιταλούς συνταγματολόγους της μεταπολεμικής περιόδου, καθιστά υποχρεωτική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την πρόταση του πρωθυπουργού.5
Το βέτο του Ματαρέλα παραβίασε την κοινοβουλευτική αρχή, που εξαρτά την κυβέρνηση από την εμπιστοσύνη της Βουλής και όχι του ΠτΔ και συνεπάγεται εξ ορισμού τον καθοριστικό ρόλο του πρωθυπουργού. Στο βαθμό μάλιστα που η άρνηση του Ματαρέλα δεν αποτελούσε αντίρρηση ως προς το πρόσωπο του Σαβόνα αλλά προς την πολιτική που είχε χαράξει η νέα κυβέρνηση και ο ίδιος δήλωσε ότι θα εφάρμοζε, αποτελούσε ευθεία παραβίαση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας στην οποία βασίζονται όλα τα σύγχρονα Συντάγματα.
Το βέτο Ματαρέλα παρουσιάστηκε στην Ιταλία και διεθνώς ως μια προληπτική απάντηση απέναντι στο «λαϊκισμό» της κυβέρνησης συνεργασίας των «5 Αστέρων» με τη ακροδεξιά Λέγκα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση μάλιστα, έτρεξε να χαιρετίσει την κίνηση Ματαρέλα, με τον Επίτροπο Προϋπολογισμού Γκίντερ Έτινγκερ να τονίζει ότι οι χρηματαγορές «θα μάθουν στους Ιταλούς πώς να ψηφίζουν». Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος εμπνεύστηκε από το βέτο Ματαρέλα για να γράψει άρθρο με τον εύγλωττο τίτλο «Ποιος δικαιούται να προστατεύσει τον λαό από τις επιλογές του; Το ιταλικό παράδειγμα».6
Η «αντιλαϊκιστική» ρητορεία, πέρα από το ότι είναι απαράδεκτη από τη σκοπιά του Συντάγματος και γενικά της δημοκρατίας, είναι πέρα για πέρα υποκριτική. Ο ιταλός πρόεδρος έθεσε «βέτο» στην υπουργοποίηση ενός «ευρωσκεπτικιστή», αλλά όχι στην τοποθέτηση του ανοιχτά ξενοφοβικού γραμματέα της Λέγκας Ματέο Σαλβίνι στο υπουργείο Εσωτερικών. Για τον Ματαρέλα, στο σκληρό πυρήνα του ιταλικού Συντάγματος ανήκει η συμμετοχή στην Ευρωζώνη (η οποία ιδρύθηκε το 2002 και για την οποία δεν αναφέρει τίποτα το ιταλικό Σύνταγμα) και όχι τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών και των Ρομά που ήδη έχουν μπει στο στόχαστρο του Σαλβίνι. Με άλλα λόγια, όπως πριν από 150 χρόνια ο λαός θεωρούνταν ανώριμος για να έχει το δικαίωμα ψήφου, τώρα θεωρείται ανώριμος στο βαθμό που το ασκεί με τρόπο που δεν εγκρίνει η κυρίαρχη τάξη, η οποία θα πρέπει «να τον προστατεύσει από τις επιλογές του».
Στην ελληνική Ιστορία, υπάρχει ένα άμεσο προηγούμενο της στάσης Ματαρέλα. Πρόκειται για τα Ιουλιανά του 1965, όταν ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος αρνήθηκε στον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου να αναλάβει το υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Το ζήτημα τότε και τώρα ήταν ακριβώς το εάν ο Ανώτατος Άρχοντας (βασιλιάς ή Πρόεδρος της Δημοκρατίας) μπορεί να έχει τον τελευταίο λόγο απέναντι στις επιλογές του εκλογικού σώματος. Με άλλα λόγια, όπως είχαμε δει και στο δημοψήφισμα του 2015 στην Ελλάδα, τον σκοτεινό αντιδημοκρατικό ρόλο που είχε παίξει το 1965 το Παλάτι, τον έχει αναλάβει σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση με τους δικούς της αντιδημοκρατικούς και ανέλεγκτους μηχανισμούς, από το «άτυπο» Eurogroup ως την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση στην Ελλάδα
Η Ελλάδα μπήκε πρώτη στο χορό των Μνημονίων και ήταν η χώρα στην οποία η πολιτική κρίση ξέσπασε πιο γρήγορα, πιο έντονα και πιο βαθειά. Η διαχείρισή της συνοδεύτηκε από μια σειρά καταστρατηγήσεις του Συντάγματος, από την πράξη νομοθετικού περιεχομένου για την ΕΡΤ που δεν είχε καν υπογραφεί από όλα τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου μέχρι την παραβίαση της ίσης αμοιβής για ίση εργασία με τον ορισμό χαμηλότερου κατώτατου μισθού για τους νέους εργαζόμενους κάτω των 25 ετών. Ωστόσο, το γεγονός ότι το Σύνταγμα εξακολουθεί να έχει τη σφραγίδα του μεταπολιτευτικού συμβιβασμού αποτελεί ένα ενοχλητικό πρόβλημα για την κυρίαρχη τάξη. Γι’ αυτό το λόγο, η πίεση για να ανοίξει η διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης έχει μεγαλώσει.
Όταν ο κόσμος στις πλατείες το 2011 απαιτούσε «πραγματική δημοκρατία», ο ΣΥΡΙΖΑ που τότε βρισκόταν στην αντιπολίτευση υποσχόταν ότι μια αριστερή κυβέρνηση θα διεύρυνε τη συμμετοχή του λαού στη λήψη αποφάσεων. Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είχε φτάσει στο σημείο να μιλάει για Συντακτική Συνέλευση, δηλαδή για μια πολιτική επανάσταση που θα άνοιγε το δρόμο στο συνολικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Ο Αλέξης Τσίπρας όμως, ανακοίνωσε ότι θα κινήσει τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος το καλοκαίρι του 2016, όταν είχε περάσει ήδη ένας χρόνος από τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ.7
Μπορεί οι προτάσεις του να περιείχαν μια χλωμή αντανάκλαση προτάσεων που είχαν ακουστεί στις πλατείες (πχ λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, αίτημα δημοψηφίσματος με υπογραφές κλπ), αλλά συνολικά κινούνται στην κατεύθυνση ενίσχυσης της κυβερνητικής σταθερότητας, των αρμοδιοτήτων του ΠτΔ και της δικαστικής εξουσίας. Έτσι, η καθιέρωση της «δημιουργικής πρότασης δυσπιστίας» σημαίνει ότι θα μπορούν να παραμένουν στην εξουσία ακόμα και κυβερνήσεις μειοψηφίας εάν η αντιπολίτευση είναι ετερόκλητη και δεν μπορεί να συμφωνήσει σε άλλον πρωθυπουργό. Ακόμα χειρότερα, η αύξηση των αρμοδιοτήτων του ΠτΔ, πχ με τη δυνατότητα να παραπέμπει ψηφισμένο νόμο σε ειδικό γνωμοδοτικό όργανο αποτελούμενο αποκλειστικά από δικαστές, κάθε άλλο παρά προοδευτική είναι.
Αυτές οι προτάσεις το μόνο που κάνουν είναι να ανοίγουν το δρόμο σε ακόμα πιο συντηρητικές απόψεις. Έτσι, το σχέδιο με τίτλο «Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα»8 και την υπογραφή των Ν. Αλιβιζάτου, Π. Βουρλούμη, Γ. Γεραπετρίτη, Γ. Κτιστάκι, Σ. Μάνου, Φ. Σπυρόπουλου προτείνει την ακόμα μεγαλύτερη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, τόσο μέσα από την αναβάθμιση του Προέδρου της Δημοκρατίας που θα μπορεί ακόμα και να διαλύει τη Βουλή, όσο και με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της νομοθέτησης από τη Βουλή στην κυβέρνηση. Ακόμα, δεν παραλείπει να κατοχυρώσει την «κανονικοποίηση των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια», αλλά και τον «χρυσό κανόνα» των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Το «μέτωπο της λογικής» δεν περιμένει μάλιστα τη συνταγματική αναθεώρηση αλλά προσπαθεί από τώρα να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις της. Έτσι, μετά το βέτο Ματαρέλα, ο καθηγητής Ν. Αλιβιζάτος τόνισε με έμφαση ότι «το μοντέλο Ματαρέλα είναι εξαγώγιμο. Αρκεί οι φορείς του προεδρικού αξιώματος, στην Ελλάδα και αλλού, να το αντιληφθούν. Και να προετοιμάσουν εγκαίρως το έδαφος».9
Συνολικά, και παρά τις επιμέρους διαφορές τους, οι προτάσεις της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης για τη συνταγματική αναθεώρηση συγκλίνουν στη θωράκιση του κράτους, αφού το κέντρο βάρους της εξουσίας θα μετατοπιστεί σε πιο «στεγανά» κέντρα αποφάσεων. Η ενίσχυση του Προέδρου της Δημοκρατίας και της δικαστικής εξουσίας δεν είναι τίποτα άλλο παρά η καθιέρωση «θεσμικών αντιβάρων» απέναντι στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θεωρείται πιο ευάλωτη στις «λαϊκιστικές» πιέσεις. Ωστόσο, αυτά τα σχέδια έχουν πήλινα πόδια, όσο κι αν φαίνεται ότι έχουν ευρεία πλειοψηφία στη Βουλή. Ο κοινοβουλευτικός συσχετισμός δύναμης φαινόταν ευνοϊκός και το 2006, όταν η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή κίνησε τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος με βασικό πρόταγμα την αναθεώρηση του άρθρου 16 που απαγορεύει την ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων στην οποία συμφωνούσε και το ΠΑΣΟΚ. Παρά τη συμφωνία των δύο τότε μεγάλων κομμάτων όμως, το κίνημα, με αιχμή τις φοιτητικές καταλήψεις, κατάφερε να αναγκάσει το ΠΑΣΟΚ να αποχωρήσει από τη διαδικασία ακυρώνοντας έτσι ουσιαστικά την αναθεώρηση του Συντάγματος. Το ίδιο μπορεί και πρέπει να γίνει και τώρα. Το πραγματικό «αντίβαρο» στον αυταρχισμό της εκάστοτε κυβέρνησης και την κρίση των κομμάτων εξουσίας δεν είναι η ενίσχυση μη εκλεγμένων θεσμών, αλλά η ένταση της ταξικής πάλης για τη διεύρυνση της δημοκρατίας σε κάθε επίπεδο. n
Σημειώσεις
1. Α. Μάνεσης, «Η κρίση των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας και το Σύνταγμα», Σύγχρονα Θέματα, τχ 8, 1980, σελ. 20-35.
2. Α. Τάχος, Το πρώτο Σοβιετικό Σύνταγμα του 1918, Παρατηρητής, 1989.
3. Ch. Harman, The fire last time. 1968 and after, Bookmarks, 1998, σελ. 311-329.
4. Ν. Λούντος, Το Καταλανικό ζήτημα, Σοσιαλισμός από τα κάτω, τχ 125, σελ. 17-23.
5. Βλ. Χ. Ανθόπουλου, Ιταλία και Ελλάδα: 2018-1965, Εφημερίδα των συντακτών, 4/6/2018.
5. Το Βήμα, 3/6/2018.
7. Βλ. την ομιλία του στις 25/2016 σε http://www. syntagma-dialogos.gov.gr/?p=20077Το Βήμα, 3/6/2018.
8. Διαθέσιμο σε http://s.kathimerini.gr/resources/toolip/ doc/2016/06/08/syntagma_20160605.pdf
9. Καθημερινή, 5/6/2018.