Άρθρο
Γιατί χρειαζόμαστε ένα επαναστατικό κόμμα;

Η Λίλιαν Μπουρίτη απαντάει στο πιο καίριο ερώτημα που απασχολεί τον κόσμο της Αριστεράς.

 

Η κατρακύλα του ΣΥΡΙΖΑ και η προσπάθεια χτισίματος της αριστερής αντιπολίτευσης ανοίγει τη συζήτηση για το αν χρειάζεται να οργανωθούμε σε επαναστατικό κόμμα σε πολύ περισσότερους εργαζόμενους και νεολαίους απ'ό,τι παλιότερα. Ξέρουμε ότι σε αυτή τη συζήτηση υπάρχουν πολλά ερωτήματα και αντιρρήσεις. Ερωτήματα μήπως αρκούν τα κινήματα και η συμμετοχή μας σε αυτά και δεν είναι απαραίτητο το επαναστατικό κόμμα. Αντιρρήσεις μήπως τα εγκλήματα του Στάλιν ήταν η αναπόφευκτη κατάληξη των επαναστατικών κηρυγμάτων και του κόμματος του Λένιν. Απορίες μήπως τα αριστερά κόμματα είναι δεδομένο ότι θα οδηγήσουν στην προδοσία της τάξης και στα ξεπούληματα που κάνει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ. Για να απαντήσουμε γιατί το επαναστατικό κόμμα είναι αναγκαίο και με ποιον τρόπο αυτό το κόμμα λειτουργεί χρειάζεται να ξεκινήσουμε από την αποδοχή ότι αυτό που έλειψε δεν είναι οι επαναστάσεις. Η ιστορία του καπιταλισμού είναι γεμάτη από επαναστάσεις. Αυτό που πραγματικά έλειψε είναι οι νικηφόρες επαναστάσεις. Συγκεκριμένα, είχαμε μόνο μία νικηφόρα επανάσταση, την επανάσταση που συγκλόνισε τον κόσμο στη Ρωσία το 1917. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σε αυτή την επανάσταση υπήρχε ένα επαναστατικό κόμμα, το κόμμα των μπολσεβίκων που η ύπαρξή του και το ρίζωμά του όχι μέσα στη φωτιά της μάχης, αλλά από πριν, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη νίκη της Ρώσικης επανάστασης.

Ο Κρις Χάρμαν στο βιβλίο του για τη Γερμανική επανάσταση γράφει χαρακτηριστικά: “Ανάμεσα στο 1918-1923, η γερμανική κοινωνία γέννησε εκατομμύρια άντρες και γυναίκες που ποθούσαν αυτή την επαναστατική αλλαγή. Η τραγωδία της Γερμανικής επανάστασης ήταν ότι το κόμμα που θα μπορούσε να αξιοποιήσει και να συντονίσει αυτή την ενέργεια εμφανίστηκε πολύ αργά. Συχνά η ιστορία συγκρίνεται με ένα τρένο που όμως δεν περιμένει τους επαναστάτες να επιβιβαστούν. Οσοι χάνουν τη στάση αναγκάζονται, όπως ο περιπλανώμενος Ιουδαίος του μύθου, να υποφέρουν στην αιωνιότητα.” Είναι μια ζωντανή περιγραφή για το πόσο απαραίτητο είναι να χτίζουμε το επαναστατικό κόμμα από πριν, σε περιόδους που δεν είναι επαναστατικές.

Το επαναστατικό κόμμα δεν είναι σαν τα υπόλοιπα κόμματα. Ο Γκράμσι περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο ότι είναι ένα κόμμα-αντικόμμα, ένα κόμμα που έχει την ιδιομορφία ότι ο τελικός του σκοπός όταν θα φτάσουμε στην αταξική κοινωνία είναι να αυτοκαταργηθεί. “Εφόσον το κόμμα είναι μόνο η νομενκλατούρα μιας τάξης, είναι προφανές ότι για το κάθε κόμμα που βάζει σαν στόχο την κατάργηση του διαχωρισμού σε τάξεις, η ολοκλήρωση και τελειοποίησή του συνίσταται στο να πάψει πλέον να υπάρχει, αφού οι τάξεις και οι εκφραστές τους δεν θα υπάρχουν πια.” Γκράμσι, “ο Σύγχρονος Πρίγκηπας”

Ο Λένιν είναι αυτός που είχε και θεωρητικά και πρακτικά τη μεγαλύτερη συμβολή από όλους τους επαναστάτες της περιόδου για το τι σημαίνει χτίσιμο του επαναστατικού κόμματος. Είναι μια ιδέα που δεν του ήρθε από τον ουρανό. Πάτησε πάνω στους ώμους του Μαρξ, ο οποίος στο κομμουνιστικό μανιφέστο έδωσε τους πρώτους ορισμούς για το πώς εννοούν το επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης οι κομμουνιστές. “Οι κομμουνιστές αγωνίζονται για την επίτευξη των άμεσων στόχων, για την επιβολή των στιγμιαίων συμφερόντων της εργατικής τάξης. Μέσα όμως στο σημερινό κίνημα εκπροσωπούν επίσης και φροντίζουν για το μέλλον αυτού του κινήματος”. “Οι κομμουνιστές δεν έχουν συμφέροντα διαφορετικά από το προλεταριάτο σαν σύνολο”. “Οι κομμουνιστές επομένως, αποτελούν από τη μια μεριά, στην πρακτική, το πιο προχωρημένο και αποφασισμένο τμήμα των εργατικών κομμάτων σε κάθε χώρα, το τμήμα εκείνο, που σπρώχνει μπροστά όλα τα άλλα. Και από την άλλη, θεωρητικά, διαθέτουν σε σύγκριση με τη μεγάλη μάζα του προλεταριάτου το πλεονέκτημα να κατανοούν καθαρά την πορεία, τους όρους και τα τελικά αποτελέσματα του προλεταριακού κινήματος”.

Ο Μαρξ είχε πει δύο πολύ βασικά πράγματα: Ότι η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας κι ότι αυτό γίνεται σε συνθήκες που δεν επιλέγει η ίδια. Σε συνθήκες δηλαδή, που οι κυρίαρχες ιδέες είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης. Και το ερώτημα και το στοίχημα είναι πώς γεφυρώνονται αυτά τα δύο. Πώς δηλαδή η εργατική τάξη η σημερινή, που είναι κυριαρχούμενη από την αστική τάξη, θα φτάσει μέσα από την κίνησή της, να αλλάξει τον ίδιο της τον εαυτό και να αλλάξει όλη την κοινωνία, να την απελευθερώσει. Η αναγκαιότητα της δημιουργίας λοιπόν του επαναστατικού κόμματος πηγάζει από τον τρόπο, που είναι υποχρεωμένη να ξεκινήσει την πάλη της η εργατική τάξη κάτω από συνθήκες που δεν είναι δικής της επιλογής. Και η δυνατότητα της δημιουργίας του στηρίζεται στην ανατρεπτική ικανότητα της εργατικής τάξης να αλλάξει τον ίδιο το σημερινό εαυτό της μέσα στην απελευθερωτική πορεία της.

Πατώντας πάνω σε αυτή την αναγκαιότητα και στους ώμους του Μαρξ οι επαναστάτες της επόμενης περιόδου, όπως ο Λένιν, μπήκαν ακόμα πιο συγκεκριμένα να προχωρήσουν τις απαντήσεις πιο πέρα από εκεί που τις άφησαν ο Μαρξ κι ο Ένγκελς. 

Πρώτα από όλα υποχρεώθηκαν να αναλύσουν το φαινόμενο της ύπαρξης εργατικών κομμάτων και συνδικάτων. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού τραβούσε τους εργαζόμενους στην πολιτική ζωή κι άνοιγε δυνατότητες για την πολιτική εκπαίδευσή τους, αλλά αυτές τις δυνατότητες έτρεχαν να τις καλύψουν τα αστικά εργατικά κόμματα. Αυτά ήταν τα κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς, με κορυφαίο παράδειγμα τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία (SPD), ένα τεράστιο κόμμα που έγινε ρεφορμιστικό, που έλεγε ότι δεν χρειάζεται να γίνει επανάσταση, ότι υπάρχει ειρηνικός δρόμος προς το σοσιαλισμό. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού και η πρόοδος θα λύσει τα προβλήματα, εμείς χρειάζεται απλά να ακολουθήσουμε το ρεύμα. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ηγέτης του, ο Κάουτσκι: οι σιδερένιοι νόμοι της ιστορίας θα φέρουν το σοσιαλισμό. Ήταν μια παθητική αντίληψη για την ιστορία. Το ίδιο παθητική αντίληψη είναι και ο αυθορμητισμός, η αναρχική αντίληψη που έλεγε ότι ο αυθορμητισμός των μαζών θα λύσει τα πάντα. Οι εργάτες κοιμούνται, κάποια στιγμή θα ξυπνήσουν και θα εξεγερθούν.

Απέναντι σε αυτές τις δύο αντιλήψεις “αυτοματισμού” για την προοπτική της εργατικής τάξης έρχεται η μεγάλη συμβολή του Λένιν. Και βάζει σαν θεμέλιο της θεωρίας του το ζήτημα της παρέμβασης. Βάζει το ζήτημα ότι η παρέμβαση, το συνειδητό μετράει, ότι χρειάζονται επιλογές σε όλες τις διχάλες. Από τις μικρές ως τις μεγάλες. Από το πώς οργανώνουμε μια απεργία, μέχρι το πώς οργανώνουμε μια εξέγερση. Αυτή η παρεμβατική αντίληψη για την επαναστατική διαδικασία στηρίζεται στο ότι ο μαρξισμός βλέπει την εργατική τάξη σαν το υποκείμενο αυτής της διαδικασίας από την αρχή μέχρι το τέλος.

Μέσα στη νέα περίοδο με την ύπαρξη των ρεφορμιστικών κομμάτων της Δεύτερης Διεθνούς κι απέναντι στη διαβρωτική δύναμη του καπιταλισμού να μετατρέπει τα εργατικά κόμματα σε αστικούς θεσμούς, οι επαναστάτες βρέθηκαν υποχρεωμένοι να οριοθετήσουν το επαναστατικό κόμμα από τα αστικά εργατικά κόμματα. Ο Λένιν ήταν ο πρώτος που διακήρυξε το χαρακτηριστικό της ανεξαρτησίας του επαναστατικού κόμματος σε αντιπαράθεση με τις ρεφορμιστικές πολιτικές δυνάμεις. Στην πορεία ακολούθησαν κι άλλοι επαναστάτες, όσο κι αν άργησαν να ξεκαθαρίσουν οργανωτικά τους λογαριασμούς τους με τους ρεφορμιστές. Πάνω σε αυτή την ανάγκη πατάει η διαμάχη της ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας το 1903 και τα κριτήρια που βάζει ο Λένιν για το ποιος είναι μέλος του κόμματος. Στρέφεται ενάντια στα ρεφορμιστικά στοιχεία που ένιωθαν ότι είχαν την ελευθερία να στήνουν γέφυρες με την αστική τάξη στο όνομα της εργατικής τάξης, έξω από τον έλεγχο των πρωτοπόρων τμημάτων της. Λέει ότι μέλος είναι αυτός που αποδέχεται τις αρχές και το πρόγραμμα του κόμματος και δρα κάτω από τη διεύθυνση της τοπικής οργάνωσης και των καθοδηγητικών της οργάνων. Στην ουσία ο Λένιν λέει ότι δεν θέλουμε μέλη αφ'υψηλού, αλλά μέλη ενεργά που να μπορούν να βγουν έξω να συνομιλήσουν με την τάξη και να οργανώσουν τους αγώνες της.

Το κλειδί που επιτρέπει στο Λένιν να προτείνει μια ανεξάρτητη οργάνωση των επαναστατών ήταν η αντίληψή του για την εργατική πρωτοπορία. Ο Λένιν δεν έχτισε μια οργάνωση-φρούριο που είναι συνειδητοποιημένη και προσπαθεί να πείσει τις καθυστερημένες μάζες. Έχτισε ανεξάρτητο επαναστατικό κόμμα, αλλά όχι το κόμμα της “θείας επιφοίτησης” που τα ξέρει όλα, αλλά αντίθετα ένα κόμμα που όχι μόνο διδάσκει, αλλά και μαθαίνει από την εργατική τάξη. Η εργατική τάξη ποτέ δεν κινείται σαν στρατός, σαν μια ομοιόμορφη μάζα. Από τη μία, η θέση της στην παραγωγή, οι εμπειρίες της από την εκμετάλλευση αλλά και η αίσθηση της συλλογικής της δύναμης την οδηγεί ενστικτωδώς σε σύγκρουση με τους καπιταλιστές. Ο κομμμουνισμός δεν είναι μόνο ένα όραμα, υπάρχει μέσα στους αγώνες. Από την άλλη η θέση της εργατικής τάξης σαν τάξη που κυριαρχείται ιδεολογικά και πολιτικά από την αστική τάξη τη σπρώχνει στην αντίθετη κατεύθυνση, τη σπρώχνει προς τα πίσω σαν βαρίδι. Μόνο όταν φτάσει να τσακίσει το αστικό κράτος θα αρχίσει να ξεφεύγει από αυτές τις πιέσεις. Στο μεταξύ αυτό το μπρος-πίσω σημαίνει ότι μέσα στην εργατική τάξη υπάρχουν πολλά επίπεδα συνείδησης. Υπάρχουν πιο προχωρημένα και πιο καθυστερημένα κομμάτια.

Αυτή η κίνηση αναδεικνύει συνεχώς ένα προχωρημένο κομμάτι, μια εργατική πρωτοπορία, που είναι η φυσική ηγεσία της αυτενέργειας της τάξης. Το επαναστατικό κόμμα προσανατολίζεται στο να κερδίσει την εργατική πρωτοπορία. 

Οι τύχες του κόμματος είναι δεμένες με την τύχη της τάξης, αλλά ταυτόχρονα δεν συγχέει τον εαυτό του με την τάξη. Δεν υποκαθιστά, ούτε εκπροσωπεί, αλλά παλεύει συνεχώς να ανεβάσει την αυτοπεποίθηση, την οργανωτικότητα και την ενεργητικότητα της τάξης στο επίπεδο των πρωτοπόρων τμημάτων της. Όταν μιλούσε για εργατική πρωτοπορία ο Λένιν δεν εννοούσε απλά τους μαχητικούς εργάτες, εννοούσε τους εργάτες εκείνους που γίνονταν η φωνή του κάθε καταπιεσμένου, αυτούς που έδιναν ταυτόχρονα τη μάχη ενάντια στο ρατσισμό και στην καταπίεση, χωρίς να φοβούνται μην χάσουν τη δημοφιλία τους. 

Όταν μιλούσε για εργατική πρωτοπορία ο Λένιν δεν εννοούσε ούτε ότι είναι στατική έννοια, ούτε ότι είναι ξεκομμένη από την υπόλοιπη τάξη. Αντίθετα έδωσε μεγάλες μάχες ενάντια στο σεχταρισμό και μεγάλη μάχη για το συνεχή διάλογο του κόμματος με την τάξη. Το 1903 έβαζε αυστηρά κριτήρια για το ποιος είναι μέλος, δυο χρόνια αργότερα όμως, όταν έγινε η επανάσταση του 1905, έδωσε μάχη με τα στελέχη του κόμματος ότι δεν πρέπει να είναι συντηρητικοί κι ότι πρέπει να ανοίξουν τις πύλες του κόμματος σε αυτούς τους εργάτες που έκαναν την επανάσταση. 

Και το 1912, όταν το εργατικό κίνημα της Ρωσίας άρχισε να συνέρχεται από το σοκ της ήττας της επανάστασης του 1905 και ένα κύμα απεργιών σάρωσε τη Ρωσία, έψαξε τρόπο για να συνδεθεί το κόμμα των μπολσεβίκων με αυτή τη νέα ριζοσπαστικοποίηση. Τότε ήταν που κυκλοφόρησε η πρώτη νόμιμη εφημερίδα των μπολσεβίκων, η Πράβδα και κατάφερε να γίνει όντως όχι απλά συλλογικός προπαγανδιστής, αλλά συλλογικός οργανωτής, η σκαλωσιά όπως έλεγε ο Λένιν γύρω από την οποία χτιζόταν το επαναστατικό κόμμα. Μια εφημερίδα που κατόρθωσε να έχει σε κάθε φύλλο της εντυπωσιακό αριθμό ραπόρτων και άρθρων γραμμένα από τους ίδιους τους εργάτες (35 τέτοια άρθρα κατά μέσο όρο κάθε μέρα), που κατόρθωσε να φτάσει την κυκλοφορία της στα 40.000 φύλλα και ταυτόχρονα να δίνει κατεύθυνση και προσανατολισμό σε κάθε διχάλα που εμφανιζόταν στο κίνημα και στην Αριστερά. Διακινώντας και οργανώνοντας γύρω από την επαναστατική εφημερίδα, χιλιάδες εργάτες εκπαιδεύτηκαν και ήταν αυτή η μαγιά των αγωνιστών που μπήκε επικεφαλής στην επανάσταση των εκατομμυρίων του 1917 που συγκλόνισε τον κόσμο.

Για να καταφέρνει να διατηρεί συνεχώς αυτή τη σχέση το κόμμα με την τάξη, για να μπορεί σε κάθε στροφή και διχάλα να παίρνει σωστές αποφάσεις σχετικά με το προς τα πού πρέπει να πάει το κίνημα, ο Λένιν έβαλε ότι το επαναστατικό κόμμα χρειάζεται να λειτουργεί με δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Δηλαδή να είναι ένα κόμμα ελεύθερου διαλόγου και συλλογικής δράσης. Άλλη μια παρεξηγημένη έννοια, λόγω της διαστρέβλωσής της από το σταλινικό καθεστώς. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός του Λένιν και των μπολσεβίκων δεν είχε καμία σχέση με την παντοδυναμία της καθοδήγησης. 

Το επαναστατικό κόμμα προσπαθεί συνεχώς να διασφαλίζει το διάλογο με την τάξη και οι λειτουργίες των επαναστατών προσαρμόζονται σε αυτή την ανάγκη. Αυτό είναι ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, η λειτουργία που εξασφαλίζει το συνεχή διάλογο με την τάξη. Μαζευόμαστε και συζητάμε, ό,τι αποφασίσουμε είναι αποφασιστικό για όλους και το εφαρμόζουμε όλοι. Γιατί έτσι μόνο θα μπορέσουμε να δοκιμάσουμε τα αποτελέσματα. Για αυτό ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός σημαίνει καταρχάς εξωστρέφεια. Σημαίνει ότι βγαίνουμε όλοι μαζί συλλογικά, με τον ίδιο τρόπο προς τα έξω. Και στη συνέχεια συζητάμε όλοι μαζί με βάση την επαναστατική θεωρία, τα αποτελέσματα της δοκιμής για να δούμε αν μια πρωτοβουλία θα την κρατήσουμε ή αν χρειάζεται να αλλάξουμε κάτι. Η ορθότητα μιας θεωρίας δεν υπάρχει στα μυαλά των ανθρώπων, υπάρχει έξω στην πραγματικότητα, μετριέται στην αντικειμενική πραγματικότητα. Επειδή δημιουργεί αυτή τη διαλεκτική σχέση με την τάξη, το κόμμα του Λένιν είναι ό,τι πιο δημοκρατικό υπάρχει.

Το ΣΕΚ πατάει πάνω σε αυτή τη γνήσια επαναστατική παράδοση. Η συνεχής προσπάθεια που κάνουμε να παρεμβαίνουμε με την Εργατική Αλληλεγγύη κάθε βδομάδα στους εργατικούς χώρους, στις σχολές και στις γειτονιές, να απαντάμε σε όλα τα διλήμματα που ανοίγονται αυτή την περίοδο και να διδασκόμαστε από αυτό το συνεχή διάλογο με την τάξη δεν είναι μια τυχαία επιλογή. Οι πρωτοβουλίες μας από τη μία προσπαθούν να ενώσουν όλη την αριστερά και όλους τους αγωνιστές στις μάχες ενάντια στα μνημόνια και στους φασίστες. Από την άλλη, επιδιώκουμε μέσα σε αυτές τις μάχες να κερδίσουμε τα πρωτοπόρα κομμάτια στην επαναστατική προοπτική. Το μεγάλωμα του ΣΕΚ θα παίξει καθοριστικό ρόλο στο να συνεχιστεί η αριστερή στροφή απέναντι στην κατρακύλα του ΣΥΡΙΖΑ και στο να φτάσει η εργατική τάξη να κάνει τη νέα έφοδό της στον ουρανό. Να φτιάξει μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση.