Άρθρο
Ντόναλντ Τραμπ: Η σήψη της κυρίαρχης τάξης

Αυγούστος 2018. Αντιφασιστική διαδήλωση στο Σικάγο ένα χρόνο μετά τη δολοφονία της Χέδερ Χάγιερ στη Σάρλοτσβιλ.

Όσο οι καπιταλιστές βουλιάζουν στην κρίση τόσο η αντίσταση των εργατών και του αντιρατσιστικού κινήματος δυναμώνει και στις ΗΠΑ. Η Μαρία Στύλλου εξηγεί πώς και γιατί.

 

Ο Τραμπ κέρδισε την προεδρία των ΗΠΑ στις εκλογές του Νοέμβρη του 2016 με κεντρικό σύνθημα ότι είναι αυτός που θα μπορούσε να αποκαταστήσει την ηγεμονία της Αμερικής σε όλον τον κόσμο. Να ξαναστήσει την οικονομία μετά την κρίση, να ξαναφέρει τις ΗΠΑ στο κέντρο των διεθνών εξελίξεων, να ξαναγίνει η κυρίαρχη δύναμη διεθνώς, να καθορίσει τις αγορές. Δυο χρόνια μετά, τα σχέδια του βρίσκονται στον αέρα, και ο ίδιος κινδυνεύει όχι μόνο να χάσει τις εκλογές του φετινού Νοέμβρη, αλλά πολύ περισσότερο να έχει την τύχη του Νίξον μετά το σκάνδαλο του Γουότεργκέϊτ. 

Το 1974, σύσσωμο το Κογκρέσο αποφάσισε να διώξει τον Νίξον από την προεδρία γιατί θεωρούσε ότι οι επιλογές του δημιουργούσαν προβλήματα στην Αμερική. Ο λόγος που αυτό μπορεί να μην συμβεί στον Τραμπ μετά τις εκλογές του Νοέμβρη – ενδιάμεσες εκλογές για ανανέωση της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας – είναι όχι μόνο γιατί εξαρτάται από το ποια θα είναι τα αποτελέσματα, αλλά γιατί και τα δύο κόμματα, και το Ρεπουμπλικανικό και το Δημοκρατικό, είναι σε κρίση και δεν έχουν εναλλακτική πρόταση. 

Ενδεικτικό της κατάστασης τους είναι ακόμα και η αντιμετώπιση που είχαν μετά το θάνατο του Μακέιν. Αυτός ο δεξιός, πολεμοκάπηλος και ρατσιστής, μέλος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και ανταγωνιστής του Τραμπ, είχε κηδεία αντίστοιχη εθνικού ήρωα. Του την εξασφάλισε η ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος με πρωταγωνιστή τον Ομπάμα που έβγαλε διθυραμβικό επικήδειο για τον Μακέιν ως “ήρωα του πολέμου του Βιετνάμ”. 

Στον πόλεμο του Βιετνάμ, ο Μακέιν υπηρέτησε στον αμερικάνικο στρατό και πρωτοστάτησε στις επιθέσεις και στις σφαγές των Βιετναμέζων. Έγινε γνωστός για δολοφονίες των αμάχων που στήριζαν τους Βιετκόνγκ στο Νότιο Βιετνάμ. Γι’ αυτά του τα εγκλήματα είχε συλληφθεί από τους Βιετναμέζους και φυλακιστεί για πέντε χρόνια. Αλλά όταν γύρισε στην Αμερική καπηλευόταν τον τίτλο του “βετεράνου” και εκλέχτηκε γερουσιαστής ξανά και γανά.

Το σκάνδαλο Γουότεργκέϊτ και η αποπομπή του Νίξον

Ο Νίξον εκλέχτηκε για πρώτη φορά πρόεδρος τον Νοέμβρη του 1968. Κέρδισε με πολύ μικρή διαφορά από το Δημοκρατικό Κόμμα με υποψήφιο τον Χιούμπερτ Χάμφρεϋ. Ο Χάμφρεϋ ήταν αντιπρόεδρος και αντικατάστησε τον L.B.J., τον Λίντον Τζόνσον, που έμεινε στην ιστορία γνωστός από το σύνθημα του αντιπολεμικού κινήματος «Hey LBJ, how many kids did you kill today?” (Τζόνσον πες μας πόσα παιδιά δολοφόνησες σήμερα). Το ’68 έγιναν οι πιο επεισοδιακές προεδρικές εκλογές, με το Δημοκρατικό Κόμμα διασπασμένο και με ένα του κομμάτι να στηρίζει τον Eugene McCarthy (Γιουτζήν Μακάρθυ), που ήταν ενάντια στον πόλεμο.

Ο Νίξον ήρθε αντιμέτωπος με το αντιπολεμικό κίνημα, ενώ παράλληλα είχε να λύσει τα προβλήματα του αμερικανικού καπιταλισμού, το κόστος του πολέμου, τα προβλήματα στην οικονομία και την κρίση στο δολάριο. Η Αμερική έχανε τον πόλεμο. Εκτός από το στρατό του Βόρειου Βιετνάμ είχε να πολεμήσει και ενάντια σε ένα κίνημα αντίστασης, γιατί μέσα στις πόλεις στο Νότιο Βιετνάμ ένα μεγάλο κομμάτι των κατοίκων είχαν περάσει με τους Βιετκόγκ. Μέσα στα στρατεύματα κατοχής του Βιετνάμ, είχαν κλιμακωθεί οι αντιδράσεις, λιποταξίες, εξεγέρσεις των αμερικανών φαντάρων, ακόμα και δολοφονίες αξιωματικών τους. 

Παράλληλα, μέσα στην Αμερική το αντιπολεμικό κίνημα συνδεόταν με το αντιρατσιστικό κίνημα των Μαύρων και ο συνδυασμός έφτανε σε μεγάλες εξεγέρσεις στις φτωχογειτονιές των μεγάλων πόλεων. Πάνω σε όλα αυτά, είχαν ξεκινήσει μεγάλες απεργίες στην αυτοκινητοβιομηχανία, στους φορτηγατζήδες, στους ταχυδρομικούς. 

Ο Νίξον κέρδισε ξανά τις εκλογές το 1972 αλλά δυο χρόνια αργότερα αναγκάστηκε να παραιτηθεί πληρώνοντας δυο πράγματα – τη διαφαινόμενη ήττα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στο Βιετνάμ, και την κρίση του δολαρίου διεθνώς. Έσπασε τη σταθερή σύνδεση με το χρυσό και το δολάριο έπαψε πια να είναι το νόμισμα που ήταν υποχρεωμένες οι κεντρικές τράπεζες να χρησιμοποιούν σαν κοινό αποθεματικό. Το σκάνδαλο Γουότεργκέϊτ ήταν η σταγόνα για να πληρώσει ο Νίξον την κρίση και την αβεβαιότητα που αντιμετώπιζε η Αμερική.

Ο Νίξον το 1972 αποφάσισε να στήσει επιχείρηση παρακολούθησης των κεντρικών γραφείων του Δημοκρατικού Κόμματος στη Ουάσινγκτον – Γουότεργκέϊτ ονομαζόταν το κτίριο που είχαν τα γραφεία τους. Την επιχείρηση ανέλαβε η «ομάδα υδραυλικών του Λευκού Οίκου», έτσι ονομαζόταν μια ομάδα του FBI που έκανε τη δουλειά της παρακολούθησης κλέβοντας έγγραφα, φωτογραφίζοντας ό,τι χρειαζόταν και βάζοντας κοριούς στους τοίχους, στις πόρτες και στα τηλέφωνα. Η ομάδα αυτή πιάστηκε στα πράσα πριν από τις εκλογές του 1972, αλλά μέχρι να αρχίσει να ξετυλίγεται το νήμα και η σύνδεση αυτής της ομάδας με τον πρόεδρο, ο Νίξον κατάφερε να κερδίσει και τις προεδρικές εκλογές τον Νοέμβρη του 1972. 

Το 1973 δημιουργήθηκε, μετά από απανωτές αποκαλύψεις, επιτροπή από τη Γερουσία, που άρχισε να εξετάζει τη σύνδεση του ίδιου του προέδρου με την ομάδα που οργάνωνε την παρακολούθηση. Ζήτησαν από τον Νίξον να δώσει τις κασέτες όπου είχε καταγραφεί η επικοινωνία του με την ομάδα, δεν τις έδωσε και έτσι μπήκαν τα δικαστήρια και έβγαλαν απόφαση που τον ανάγκασαν να τις δώσει. Μετά απ’ αυτό, ο δρόμος για την αποπομπή του ήταν ορθάνοιχτος. Ο ίδιος παραιτήθηκε τον Αύγουστο του 1974, λίγους μήνες πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές εκείνης της χρονιάς. 

Από το 1972 που κέρδισε τις εκλογές μέχρι το 1974, πέρασαν δυο ολόκληρα χρόνια μέχρι να αναγκαστεί να παραιτηθεί. Παρ' όλ’ αυτά, γλύτωσε τη φυλακή όπου είχαν ήδη κλειστεί πολλοί συνεργάτες του. 

Η κρίση σήμερα

Ο Τραμπ πηγαίνει σ’ αυτήν την εκλογική αναμέτρηση με ανοιχτή τη δικαστική έρευνα για το σκάνδαλο της συνεργασίας του με τις ρώσικες μυστικές υπηρεσίες στις εκλογές του 2016 , με στόχο να χάσει η Κλίντον και να βγει ο ίδιος. Σ’ εκείνες τις εκλογές ο Τραμπ, εκτός από την προεδρία, κατάφερε να εξασφαλίσει και την πλειοψηφία και στη Βουλή και στη Γερουσία. Στις ενδιάμεσες εκλογές που γίνονται το Νοέμβρη, αυτό που παίζεται είναι εάν θα μπορέσει να κρατήσει αυτήν την πλειοψηφία και στα δυο σώματα.

Η εκδοχή να τη χάσει είναι πιθανή μετά από τον ξεσηκωμό που έχει γίνει, τα σκάνδαλα που έχουν αποκαλυφθεί σε βάρος του και τις αντιδράσεις που έχει προκαλέσει σε κομμάτια της κυρίαρχης τάξης. Φοβάται ότι άμα τη χάσει μπορεί να επισπευσθεί η ανάκριση και πιθανόν η δικαστική δίωξη του. 

Η παρομοίωση με τον Νίξον και το σκάνδαλο στο Γουότεργκέϊτ που γίνεται πια ανοιχτά σε όλη την Αμερική, εκτός από την επιθυμία μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης, εκφράζει και τα αδιέξοδα και την κρίση και των δυο κομμάτων της κυρίαρχης τάξης στην Αμερική. 

Στα μέσα του Αυγούστου φέτος ο Ντόναλντ Τραμπ δέχτηκε μέσα σε μια μέρα δυο σκληρά χτυπήματα που από μόνα τους βάζουν το ζήτημα πόσο μπορεί ακόμα ένας απατεώνας, σεξιστής, ρατσιστής και βουτηγμένος στα σκάνδαλα, να είναι πρόεδρος στην Αμερική. Ο Πολ Μάναφορτ, υπεύθυνος για την εκλογική του καμπάνια, και ο Μάϊκλ Κοέν, ο προσωπικός του δικηγόρος, έμπλεξαν στα δικαστήρια. Ο Μάϊκλ Κοέν, για να γλυτώσει τις ποινές από μια πρώτη δίκη και από τις άλλες που εκκρεμούν, συνεργάστηκε με τον ανακριτή και αποκάλυψε σκάνδαλα του Τραμπ που τα χειριζόταν ο ίδιος. Ο Μάναφορτ που κουβαλάει επίσης μια πρώτη καταδίκη δεν συνεργάστηκε προς το παρόν, μπορεί όμως κι αυτός να προχωρήσει σε αποκαλύψεις για να ελαφρύνει τη θέση του. 

Η σημασία αυτής της δικαστικής εξέλιξης είναι διπλή. Από τη μια μεριά, ανοίγει το δρόμο για να βρεθεί και ο Τραμπ κατηγορούμενος στα δικαστήρια και άρα με ανοιχτή τη δυνατότητα να ξηλωθεί από πρόεδρος. Αλλά ταυτόχρονα, τα σκάνδαλα είναι αποκαλυπτικά για τη διαφθορά και την κρίση της άρχουσας τάξης. Ο Κοέν βοηθούσε τον Τραμπ να βουλώσει τα στόματα γυναικών που είχαν σχέσεις μαζί του. Ο Μάναφορτ είναι η προσωποποίηση της κατρακύλας της αμερικάνικης ηγεμονίας. Ήταν σύμβουλος του πρώην προέδρου της Ουκρανίας Γιανουκόβιτς. Δεν κατάφερε να τον βοηθήσει να ελέγξει την κατάσταση όπως επιδίωκαν οι κυβερνήσεις της Δύσης, αλλά επωφελήθηκε προσωπικά να συγκεντρώσει μεγάλη περιουσία με κομπίνες με εταιρίες οφσόρ και μεγαλοεπιχειρηματίες της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Μετά από αυτά έγινε σύμβουλος του Τραμπ. 

Οι εξελίξεις σπρώχνουν ένα κομμάτι του κατεστημένου (πολιτικού και οικονομικού) να πιστεύει ότι μπαίνει ο Τραμπ στην τροχιά του Γουότεργκέϊτ του Νίξον, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί και κομμάτι του Δημοκρατικού Κόμματος θέλουν να αποφύγουν μια τέτοια εξέλιξη, γιατί ανησυχούν πόσο ανεξέλεγκτη μπορεί να γίνει η κατάσταση στην Αμερική. 

Προσωρινή ανάκαμψη

Τυπικά, η Αμερική βρίσκεται σε οικονομική ανάκαμψη, οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι οι μεγαλύτεροι των τελευταίων χρόνων, η μείωση της φορολογίας, ο εμπορικός πόλεμος και τα ανεβασμένα επιτόκια έχουν προσελκύσει κεφάλαια προς τις ΗΠΑ, και για πρώτη φορά μετά από χρόνια η ανεργία έχει πέσει στο χαμηλότερο ποσοστό. Αυτή είναι η εικόνα που κυκλοφορεί για τις ΗΠΑ από τα πιο φιλικά του μέσα ενημέρωσης, αυτή την εικόνα πουλάει ο ίδιος ο Τραμπ και το επιτελείο του, αυτήν την εικόνα αποδέχονται όσοι εκτιμάνε ότι ένα χρηματιστήριο σε συνεχή άνοδο, όπως της Γουόλ Στρητ τους τελευταίους μήνες, δείχνει ευρωστία της οικονομίας και όχι κρίση. 

Στις αρχές Σεπτέμβρη συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από την κατάρρευση της Λήμαν Μπράδερς και το σερί των τραπεζικών καταρρεύσεων όχι μόνο στην Αμερική αλλά και στην Ευρώπη. Η αρθρογράφος των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς Τζίλιαν Τετ1 αφιερώνει άρθρο στην επέτειο της κατάρρευσης με τον τίτλο «Ο κόσμος κρατάει την αναπνοή του για το πού θα σκάσει η επόμενη φούσκα».

Για να συγκρίνει το τότε με το σήμερα, εξηγεί πως οι τραπεζικές κρίσεις, όπως αυτή της Λήμαν, έχουν δυο χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι η περίοδος πριν από την κρίση, που «χαρακτηρίζεται από λαιμαργία, υπεροψία και αδιαφάνεια – και που οι τραπεζίτες δεν μπορούν να εκτιμήσουν το ρίσκο» και ξαφνικά όταν κτυπάει η κρίση, επενδυτές, κυβερνήσεις και θεσμοί χάνουν την εμπιστοσύνη τους και παραλύουν. Αυτό συνέβηκε το 2007-8, το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και σήμερα, είναι η παρατήρηση της και προχωράει. «Ανάμεσα στο 2007 και στο 2017 το χρέος έχει ανέβει από 179% του ΑΕΠ παγκόσμια, στο 217%. Αλλά αυτή τη φορά το πανηγύρι του δανεισμού δεν συγκεντρώνεται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως την προηγούμενη φορά με τα στεγαστικά δάνεια. Αντίθετα, η αύξηση του χρέους γίνεται ανάμεσα στις μεγάλες επιχειρήσεις και την κυβέρνηση - με παράδειγμα την Τουρκία (που ήδη βρίσκεται σε κρίση) μέχρι την Αμερική όπου ο δανεισμός έχει επιταχυνθεί επί προεδρίας Τραμπ».

Ο μαρξιστής οικονομολόγος Μάϊκλ Ρόμπερτς2 προχωράει περισσότερο εκτιμώντας ότι «Η οικονομία στις ΗΠΑ έχει μετά από δέκα χρόνια μπει σε μια σχετική ανάκαμψη. Η διετία 2017-18, μετά από μια διετία ύφεσης το 2015-16, έχει πετύχει να έχει ανάπτυξη γύρω στο 3% και με τους επίσημους δείκτες η ανεργία να έχει φτάσει στο χαμηλότερο σημείο μέχρι τώρα. Η μείωση της φορολογίας έχει ανεβάσει τα κέρδη των επιχειρήσεων και έχει σημάνει περιορισμένο ανέβασμα των επενδύσεων. Αλλά θεωρώ ότι αυτό δεν θα κρατήσει για πολύ.»

Η οικονομική ανάπτυξη της Αμερικής επί Τραμπ θα φτάσει στο 4,2%, που είναι η μικρότερη μέχρι τώρα ανάπτυξη από το 1950 μέχρι σήμερα. 

Η αιτία της χαμηλής ανάπτυξης και της προσωρινότητας της οικονομικής αισιοδοσίας βρίσκεται στο ότι ένα μεγάλο μέρος της λεγόμενης Ποσοτικής Χαλάρωσης πήγε για κατανάλωση και όχι για επενδύσεις. Η μείωση των φόρων σήμανε μεγάλωμα της ανισότητας. Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι. Το εισόδημα του πλουσιότερου 10% έχει ξαναγυρίσει σε επίπεδα ανισότητας που υπήρχαν στον Μεσοπόλεμο, στη δεκαετία του 1920.

Ο Τζερόμ Πάουελ – ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας (Fed) των ΗΠΑ άνοιξε το συνέδριό της φέτος στο Τζάκσον Χόουλ, με τη διαπίστωση ότι είναι δύσκολο να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε με τα επιτόκια, εάν θα τα ανεβάσουμε ή όχι, γιατί η κατάσταση είναι αρκετά αβέβαιη. «Κανένας δεν ξέρει σήμερα πώς διαμορφώνεται η κατάσταση τα επόμενα χρόνια – εάν η οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται… Με οδηγό τα άστρα μπορούμε να κάνουμε καλύτερες εκτιμήσεις»…! 3

Ο Τζερόμ Πάουελ διορίστηκε από τον Τραμπ πρόεδρος της FED στις αρχές του 2018, και σήμερα έχουν πλακωθεί. Η αβεβαιότητα για την οικονομία που εκφράζει ο Πάουελ και η οποία παραλύει το επιτελείο της FED για το τι θα κάνει με τα επιτόκια, δείχνει την πραγματικότητα.

Η αβεβαιότητα στη FED μεγαλώνει και από το τι συνέπειες φαίνεται να έχουν οι εμπορικοί πόλεμοι και οι δασμοί. Η απόφαση για να ξεκινήσει η επιβολή δασμών πάνω στην εισαγωγή προϊόντων από Κίνα, Ε.Ε., Καναδά και ανοιχτό από ποια άλλη χώρα, προοριζόταν από το επιτελείο του Μνούτσιν (υπουργός Οικονομικών) ότι θα ήταν εργαλείο για ένα πρόγραμμα επενδύσεων μέσα στην ίδια την Αμερική – και ιδιαίτερα στις «ζώνες της σκουριάς», στις Πολιτείες με τη μεγαλύτερη ανεργία, που ήταν ένα από τα ισχυρά κάστρα του Τραμπ στις εκλογές. 

Οι εξελίξεις δεν το επιβεβαιώνουν. Οι επενδύσεις δε γίνονται κάτω από τον έλεγχο του Τραμπ, αλλά των επιχειρήσεων και στην πράξη δεν γίνονται. Οι μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες είναι αυτές που αποφασίζουν ότι ένα εργοστάσιο που δεν συμφέρει πια λόγω δασμών να βρίσκεται στο Μεξικό θα καταλήξει όχι στις ΗΠΑ αλλά σε κάποια άλλη βολική χώρα. 

Αργεντινή – Η κατάρρευση του πέσο

Το ακριβό δολάριο έχει επιταχύνει την κρίση στις αναδυόμενες οικονομίες, με κτυπητά παραδείγματα τις εξελίξεις στην Αργεντινή, στην Τουρκία και στη Βραζιλία.

Στην Αργεντινή, η κυβέρνηση του Μάκρι ανέβασε το επιτόκιο στο 60% για να μπορέσει να ελέγξει την κατρακύλα του νομίσματος, του πέσο, και επειδή αυτό δεν είναι αρκετό, αποφάσισε – ακολουθώντας τις επιλογές του ΔΝΤ, να προχωρήσει σε πρόγραμμα λιτότητας εφάμιλλο του 2000 στην Αργεντινή (που επίσπευσε την κατάρρευση της οικονομίας) και αντίστοιχο με τα Μνημόνια στην Ελλάδα από το 2010. 

Το πέσο σε σχέση με το δολάριο έχει υποτιμηθεί 50%. Ο Μάκρι είχε κερδίσει τις εκλογές στην αναμέτρηση με την Κριστίνα Φερνάντες-Κίρχνερ. Τώρα, το επιτελείο του και οι καπιταλιστές φοβούνται ότι θα χάσει τις εκλογές την επόμενη χρονιά. Στις δημοσκοπήσεις έχει πέσει στο 30% και φοβούνται ότι μετά τα μέτρα θα κατρακυλήσει ακόμα περισσότερο.

Στην Τουρκία αντίστοιχα κατρακυλάει η λίρα, ο πληθωρισμός έχει ανέβει, ο Ερντογάν «παρά τις αρχές του» υπολογίζει ότι πρέπει να ανεβάσει το επιτόκιο μην τυχόν και συγκρατήσει την κατάρρευση. 

Δυο παρατηρήσεις: Η άνοδος του επιτοκίου στην Αμερική, το δυνατό δολάριο και η φυγή κεφαλαίων από τις αναδυόμενες οικονομίες προς το δολάριο, προστέθηκαν στις αιτίες της κρίσης σε μια σειρά από οικονομίες, αλλά οι συνέπειες οικονομικές και πολιτικές δεν μπορούν να απομονωθούν μόνο εκεί που ξεσπάνε. Οξύνουν τα προβλήματα και στο κέντρο του συστήματος. Με την κρίση στην Τουρκία αγωνιούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Με την Αργεντινή καίγονται αρπακτικά Funds που τζογάρισαν στα ομόλογά της.

Μαζί μ’ αυτές τις εξελίξεις είναι η κλιμάκωση της πολιτικής αστάθειας. Πριν τρία χρόνια, οι αριστερές κυβερνήσεις στη Βραζιλία και στην Αργεντινή έχασαν την πλειοψηφία και τον έλεγχο τον απόκτησε η φιλελεύθερη δεξιά με πολύ στενές σχέσεις με τις αμερικάνικες τράπεζες, πολυεθνικές και κυβερνήσεις. Και τώρα βρίσκονται μπροστά στον κίνδυνο να ανατραπούν, όχι από την αντιπολίτευση, αλλά από το κίνημα που οργανώνει συλλαλητήρια και απεργίες.

Το κίνημα αντιστέκεται

Η εκτίμηση αυτού του περιοδικού μετά την εκλογή του Τραμπ ήταν ότι η προεδρία του θα είναι «αποσταθεροποιητική» για τις ΗΠΑ. Ο στόχος του ήταν ότι η πολιτική του θα εξασφαλίσει ξανά τη δυνατότητα των ΗΠΑ να καθορίσουν διεθνώς τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, και πάνω απ’ όλα να ξαναγίνει ηγεμονική δύναμη μετά από την ήττα στον πόλεμο του Ιράκ και στη χωρίς διέξοδο επέμβαση και στρατιωτική παρουσία στο Αφγανιστάν. Πάνω απ’ όλα να περιορίσει τη διεθνή οικονομική υπεροχή της Κίνας και να σταματήσει την προσπάθεια της να αποκτήσει τον έλεγχο στην περιοχή της. Όμως σε όλα αυτά έχει κολλήσει. 

Οι εξορμήσεις του Τραμπ έχουν επιδεινώσει τις σχέσεις των ΗΠΑ με τους συμμάχους τους στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ χωρίς να έχουν εξασφαλίσει επιτυχίες ούτε στη Μέση Ανατολή ούτε στην Ασία. Η επιθετική πολιτική απέναντι στην Κίνα και η αυξημένη αμερικανική παρουσία στη Νοτιοανατολική Ασία έχει ανεβάσει το επίπεδο των εξοπλισμών και ανταγωνισμού ανάμεσα σε Ινδία, Ιαπωνία, Αυστραλία και Κίνα. Η προοπτική τοπικών συγκρούσεων έχει γίνει πολύ πιο πιθανή και ανοιχτή. 

Αυτή η πολιτική του Τραμπ έχει μεγαλώσει τις αντιδράσεις μέσα στην Αμερική και στην ίδια την Ευρώπη. 

Πάνω απ’ όλα όμως έχει γίνει αφορμή για να εμφανιστούν οργανωμένες αντιστάσεις και ένα κίνημα που δυο χρόνια παλεύει ενάντια τον Τραμπ και τις επιλογές του. Πρώτα απ' όλα, ο ξεσηκωμός των γυναικών που ξαναγέμισαν τις πλατείες οργανώνοντας τα μεγαλύτερα συλλαλητήρια ενάντια στον σεξιστή πρόεδρο – με ένα εκατομμύριο στην Ουάσιγκτον και 500 χιλιάδες στο Σικάγο. 

Οι αντιδράσεις συνεχίστηκαν ενάντια στην απόφαση να κλείσει τα σύνορα στους Μουσουλμάνους, απόφαση που έβγαλε κινητοποιήσεις που σταμάτησαν τα αεροδρόμια. Ο Τραμπ προχώρησε σε νέες ρατσιστικές προκλήσεις καταργώντας το νόμο της προηγούμενης κυβέρνησης για άσυλο στους Dreamers, στα παιδιά μεταναστών που μεγάλωσαν στις ΗΠΑ. Αλλά όταν έφτασε να χρησιμοποιεί παιδιά σαν όμηρους φυλακισμένα σε κλουβιά, η κατακραυγή τον ανάγκασε να κάνει πίσω.

Δημιουργήθηκε επίσης ένα αντιφασιστικό κίνημα ενάντια στην ακροδεξιά, το Alt right, ιδιαίτερα όταν το περασμένο καλοκαίρι σε συνεγασία με την Κου-Κλουξ-Κλαν και μια ομάδα φασιστών, οργάνωσαν επίθεση και δολοφόνησαν την ακτιβίστρια Χέδερ Χάγιερ στη Σάρλοτσβιλ. Ένα χρόνο μετά τη δολοφονία, αντιφασιστικές και αντιρατσιστικές κινήσεις οργάνωσαν μια μεγάλη διαδήλωση που επισκίασε την ακροδεξιά. Μπορεί το Δημοκρατικό Κόμμα να μην παλεύει ενάντια στον Τραμπ, όμως οι αντιδράσεις από τα κάτω αρχίζουν να δίνουν ζωή σε κινήματα.

Οι διαδηλώσεις των γυναικών ήταν το ξεκίνημα για να δημιουργηθεί το δίκτυο metoo και στη συνέχεια οι κινητοποιήσεις μέσα στους εργατικούς χώρους για ισότητα ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες (μισθούς, συνθήκες, απασχόληση, άδειες εγκυμοσύνης, προαγωγή) απαιτώντας από τα συνδικάτα να βάλουν ξανά στο πρόγραμμα τους αυτές τις διεκδικήσεις και πάνω απ’ όλα τη σύγκρουση και την απαγόρευση των σεξουαλικών επιθέσεων και παρενοχλήσεων μέσα σε κάθε χώρο δουλειάς.

Οι διαδηλωτές ενάντια στην ισλαμοφοβία και τους ρατσιστικούς αποκλεισμούς, ανάγκασαν τον Τραμπ να επιτρέψει την επανένωση των παιδιών μεταναστών με τους γονείς τους. Η κίνηση «Black lives matter» που ξεκίνησε ενάντια στις δολοφονίες Μαύρων από αστυνομικούς έγινε κέντρο σ’ αυτές τις κινητοποιήσεις και άρχισε να συσπειρώνει πολύ κόσμο. 

Και το πιο σημαντικό απ' όλα, άνοιξαν εργατικές μάχες. Η κυρίαρχη άποψη είναι ότι στην Αμερική δεν υπάρχουν εργατικοί αγώνες γιατί δεν υπάρχουν συνδικάτα και η εργατική τάξη δεν έχει συλλογικό τρόπο να παλέψει. Στη σύνοδο της FED στο Τζάκσον Χόουλ, ο γνωστός οικονομολόγος Krueger παρουσίασε εισήγηση με την άποψη ότι σήμερα μόνο το 10% των εργαζομένων είναι μέλη στα συνδικάτα, κι αυτό είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο για την αύξηση των μισθών που παραμένουν καθηλωμένοι. Οι εργάτες/τριες πληρώνονται με χαμηλά μεροκάματα γιατί δεν υπάρχει τρόπος να παλέψουν και να διεκδικήσουν. Όμως αυτά που συμβαίνουν διαψεύδουν τη θεωρία του Krueger και δείχνουν το δρόμο. 

Κορυφαίο παράδειγμα είναι η απεργία των εκπαιδευτικών. Η απεργία των καθηγητών ξεκίνησε στη Δυτική Βιρτζίνια και στη συνέχεια στην Οκλαχόμα. Μετά από δεκαπέντε μέρες απεργίας που πέτυχαν την ικανοποίηση των αιτημάτων, τη σκυτάλη πήραν οι συνάδελφοι τους στο Κολοράντο, Κεντάκι, και Αριζόνα, προπύργια του Τραμπ στις τελευταίες εκλογές. Κατέβηκαν με αιτήματα: αυξήσεις, προσλήψεις, αίθουσες διδασκαλίας και βιβλία για τους μαθητές. Απαιτούσαν όπως και στην Ελλάδα, λεφτά για τα σχολεία και όχι φοροαπαλλαγές για τους πλούσιους. Η πρόεδρος της Ομοσπονδίας των εκπαιδευτικών, μιλώντας στις απεργίες και στις συγκεντρώσεις, έδωσε την εικόνα του τι σημαίνουν περικοπές στη δημόσια εκπαίδευση και ότι σήμερα ο προϋπολογισμός διαθέτει για δημόσια σχολεία λιγότερα από την περίοδο πριν το 2007 – πριν ξεκινήσει η ύφεση. Οι καθηγητές καταβάλουν κάθε χρόνο 656 δολάρια από την τσέπη τους για σχολικά υλικά.

«Ο χαρακτηρισμός της προεδρίας του Τραμπ ως αποσταθεροποιητικής είναι ίσως ο ηπιότερος χαρακτηρισμός απ’ αυτούς που κυκλοφορούν: Η λέξη χάος συνοδεύει συχνά-πυκνά τις ανταποκρίσεις από τη Ουάσιγκτον. Ήδη ο πρώτος μήνας συνοδεύτηκε από αλλεπάλληλα επεισόδια που κάθε άλλο παρά σταθερότητα σηματοδοτούν».4 Αν αυτά μπορούσαμε να γράφουμε στις σελίδες αυτού του περιοδικού πριν από δυο χρόνια, σήμερα τα πράγματα έχουν προχωρήσει. Η ηγεμονία της Αμερικής περνούσε κρίση πριν από τη εκλογή ενός προέδρου ρατσιστή, σεξιστή, με δεσμούς με την ακροδεξιά και με τις βλέψεις να γυρίσει την Αμερική και όλον τον κόσμο πίσω πολλές δεκαετίες. Ο Τραμπ είναι πάμπλουτος δισεκατομμυριούχος και έχει στόχο να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της τάξης στην οποία ανήκει. Η δική μας τάξη, όμως, έχει τη δύναμη να χαλάσει αυτά τα σχέδια, να το δείχνει μέσα κι έξω από την Αμερική και να νικήσει.

 

Σημειώσεις

1. Financial Times 2/9

2. Michael Roberts blog

3. Ομιλία του Τζέρομ Πάουελ στην ετήσια σύνοδο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (FED).

4. Πάνος Γκαργκάνας, άρθρο στο ΣΑΚ Νο 121 με τίτλο «Η προεδρεία Τραμπ – συνώνυμο της αποσταθεροποίησης;»