Άρθρο
Τα εργατικά́ συμβού́λια στη Δύ́ση

Βερολίνο 1918, Το πλακατ λέει “Όλη η εξουσία στα συμβούλια εργατών- στρατιωτών”

Ο Κώστας Βλασόπουλος θυμίζει την ανάδειξη εργατικών συμβουλίων στη Γερμανία και στην Ιταλία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

 

Η αναζήτηση μιας εναλλακτικής από τη φρίκη του καπιταλισμού είναι αναπόφευκτα δεμένη με το ορόσημο της Ρωσικής επανάστασης του 1917. Η ρωσική επανάσταση του 1917 όμως δεν ήταν ένα απομονωμένο φαινόμενο. Ήταν αναμφίβολα η πιο σημαντική κορυφή ενός κύματος επαναστάσεων και εξεγέρσεων που συγκλόνισε τον κόσμο μεταξύ 1917-1923. Σε αντίθεση με τη ρωσική επανάσταση, οι υπόλοιπες επαναστάσεις της περιόδου δεν κατάφεραν να ανατρέψουν τον καπιταλισμό. Αυτό όμως δεν μειώνει καθόλου τη σημασία τους για την αριστερά του σήμερα.

Από τη μία, δείχνουν ότι οι επαναστάσεις δεν αποτελούν σπάνιες εξαιρέσεις της ιστορίας, αλλά εμφανίζονται ως τεράστια κύματα όταν ο καπιταλισμός μπαίνει σε βαθιά κρίση, είτε μιλάμε για την κρίση του 1917-1923, είτε αυτή του σήμερα. Κατά δεύτερον, αυτές οι επαναστάσεις αναδεικνύουν ανάγλυφα τη δύναμη που μπορεί να ανατρέψει τον καπιταλισμό. Οι επαναστάσεις του 1917-1923 έφεραν για πρώτη φορά στην επιφάνεια τη μορφή με την οποία η εργατική τάξη μπορεί να πάρει την εξουσία. Τα εργατικά συμβούλια είναι παγκοσμίως γνωστά με το ρωσικό τους όνομα, «σοβιέτ»: όπως θα δούμε όμως, τα εργατικά συμβούλια εμφανίστηκαν σε όλες τις επαναστάσεις και αποτελούν τόσο πηγή έμπνευσης, όσο και και αναγκαίο εργαλείο για τους αγωνιστές του σήμερα. Τέλος, η ήττα των άλλων επαναστάσεων του 1917-1923 μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα ποιοί παράγοντες συντέλεσαν στην νίκη της επανάστασης στη Ρωσία, αλλά και να βγάλουμε πολύτιμα συμπεράσματα για τα λάθη που έκαναν οι επαναστάτες εκείνης της εποχής και που θα πρέπει να αποφύγουν οι επαναστάτες του σήμερα.

Πόλεμος και κρίση

Ο Λένιν έλεγε ότι οι επαναστάσεις συμβαίνουν όταν οι από πάνω δεν μπορούν να κυβερνήσουν όπως παλιά, και οι από κάτω δεν θέλουν να κυβερνηθούν άλλο όπως παλιά. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις σφυρηλατήθηκαν μέσα από την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση των αρχών του 20ου αιώνα. Οι αυξανόμενες συγκρούσεις για οικονομική και γεωπολιτική κυριαρχία οδήγησαν στην έκρηξη του Α’΄Παγκοσμίου Πολέμου το 1914. Η έναρξη του πολέμου ήταν μια οδυνηρή ήττα για την αριστερά της εποχής. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, που ορκίζονταν στην κληρονομιά του Μαρξ, και είχαν επανειλημμένα διακηρύξει ότι θα αντιστέκονταν στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, υποστήριξαν το καθένα τη δικιά του κυβέρνηση. Ακόμα χειρότερα, ένας εθνικιστικός πυρετός φαινόταν αρχικά να έχει κυριεύσει την εργατική τάξη.

Πολύ γρήγορα όμως τα πράγματα άλλαξαν ριζικά. Η φρίκη του πολέμου, με τα εκατομμύρια νεκρούς και τραυματίες στα χαρακώματα έστρεψαν εκατομμύρια φαντάρους να επιζητούν το τέλος των εχθροπραξιών. Αλλά και στα μετόπισθεν, η ριζική μείωση των μισθών, η κατάργηση εργατικών κατακτήσεων που είχαν κερδηθεί με αίμα, η λογοκρισία και η κρατική καταστολή έκαναν σταδιακά μεγάλα τμήματα των εργατών να στρέφονται προς τις απεργίες για αυξήσεις και να συνδέουν τη δραματική πτώση του βιοτικού επιπέδου τους με τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.1

Σε αυτές τις συνθήκες εμφανίστηκε ένα νέο εργατικό και αντιπολεμικό κίνημα και μια νέα αριστερά. Τον Γενάρη του 1917 ξεσπούν μαζικές απεργίες για αυξήσεις στη Βιέννη. Τον Απρίλη οι οργανώσεις βάσης των μεταλλεργατών του Βερολίνου κάλεσαν σε απεργία, που αγκάλιασε 300.000 απεργούς. Ταυτόχρονα ξέσπαγε μια μαζική απεργία στη Λειψία, όπου υιοθετήθηκε μια πλατφόρμα πολιτικών αιτημάτων, που περιλάμβαναν το καθολικό δικαίωμα ψήφου και την ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις, συνδέοντας τα οικονομικά με πολιτικά αιτήματα. Στο Τορίνο τον Αύγουστο η έκρηξη ξεκίνησε από μια διαδήλωση γυναικών που διεκδικούσαν ψωμί, για να τις ακολουθήσουν σύντομα 2.000 σιδηροδρομικοί που κατέβηκαν σε απεργία. Την επόμενη μέρα στην απεργία μπήκαν οι μεταλλεργάτες, και οι εργαζόμενοι στην αυτοκινητοβιομηχανία και την πολεμική βιομηχανία. Όταν το απόγευμα η κυβέρνηση έστειλε το στρατό και την αστυνομία να καταστείλουν τις κινητοποιήσεις, συνάντησαν οδοφράγματα στις εργατογειτονιές και επιθέσεις με μολότωφ. Μόνο η στρατιωτική καταστολή μπορούσε πια να σταματάει προσωρινά τις εργατικές κινητοποιήσεις που ξεσπούσαν σε όλη την Ευρώπη.

Ταυτόχρονα με αυτές τις μάχες προχωρούσε και το ξεκαθάρισμα μέσα στην αριστερά που έφερε η ψυχρολουσία της προδοσίας της σοσιαλδημοκρατίας. Χρειάζονταν οι επαναστάτες ένα ξεχωριστό κόμμα; Κι αν ναι, πώς θα κατάφερνε αυτό το κόμμα να πάρει με το μέρος του τις μάζες των εργατών που είχαν αυταπάτες; Μήπως η λύση ήταν, προκειμένου οι επαναστάτες να αποφύγουν την απομόνωση, να παραμείνουν, έστω και προσωρινά, σε ένα μαζικό κόμμα και να προσπαθήσουν να το τραβήξουν προς τα αριστερά; Αυτά ήταν ερωτήματα με ανοιχτές απαντήσεις για την αριστερά της εποχής, που ξεκαθάρισαν μέσα στον κουρνιαχτό των επαναστάσεων του 1917-1923.

Στις περισσότερες χώρες υπήρχαν μικρές ομάδες επαναστατών, όπως ο Λήμπκνεχτ και η Λούξεμπουργκ στη Γερμανία, που αρχικά ήταν τελείως απομονωμένοι και χωρίς κομματική οργάνωση. Η επανεμφάνιση των εργατικών αγώνων και η αντιπολεμική διάθεση έκανε όλο και μεγαλύτερα τμήματα να συγκρούονται με τη δεξιά σοσιαλδημοκρατία που υποστήριζε τον πόλεμο. Η πρώτη μεγάλη ρήξη ήρθε το Γενάρη του 1917, όταν ιδρύθηκε στη Γερμανία το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (USPD). Αντικατόπτριζε μια αριστερή στροφή με πολλά μπερδέματα, καθώς περιλάμβανε ρεφορμιστές, που ήθελαν να ξαναστήσουν την παλιά καλή σοσιαλδημοκρατία, τμήματα που κοιτούσαν αριστερά αλλά χωρίς ξεκάθαρο επαναστατικό προσανατολισμό, και επαναστάτες όπως η Λούξεμπουργκ.

Στη Ρωσία το κόμμα των μπολσεβίκων είχε εμφανιστεί ως ένα καθαρό επαναστατικό κόμμα πριν το 1914, και πήρε διεθνιστική θέση ενάντια στον πόλεμο. Το Φλεβάρη του 1917 μια αυθόρμητη διαδήλωση των γυναικών για το ψωμί οδήγησε σε εξέγερση των εργατών και των φαντάρων, που αρνήθηκαν να υπακούσουν στις εντολές και προχώρησαν στην επανάσταση, δημιουργώντας συμβούλια στρατιωτών και εργατών. Αυτά τα συμβούλια μοιράζονταν την εξουσία με την Προσωρινή κυβέρνηση, που προσπαθούσε να διατηρήσει τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα των ρώσων αστών. Μπορεί οι εξεγερμένοι να εναπόθεσαν αρχικά τις ελπίδες τους στην Προσωρινή κυβέρνηση, αλλά αυτή συνέχισε τη σφαγή στα χαρακώματα. Ο Λένιν υποστήριζε ότι χρειαζόταν μια δεύτερη επανάσταση που θα ανέτρεπε την αστική τάξη και θα πέρναγε όλη την εξουσία στα συμβούλια των εργατών και στρατιωτών. Οι μπολσεβίκοι κατάφεραν να κερδίσουν την πλειοψηφία των εργατών σε αυτή την προοπτική, και τον Οκτώβρη του 1917 πήραν την εξουσία. Τι θα γινόταν όμως όταν θα ξέσπαγαν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές επαναστάσεις;

Η Γερμανική επανάσταση

Η έκρηξη της γερμανικής επανάστασης ήταν συνδυασμός τόσο της αντίστασης των από κάτω, όσο και της αδυναμίας των από πάνω. Η εργατική αντίσταση στον πόλεμο και την ανέχεια που είχε κορυφωθεί το 1917-8, ήταν το απαραίτητο εύφλεκτο υλικό: ο σπινθήρας ήταν η συνειδητοποίηση ότι η Γερμανία οδηγόταν αναπόφευκτα στην ήττα. Η επιλογή του γερμανικού επιτελείου στις 2 Νοέμβρη 1918 να κινητοποιήσει το στόλο της Βαλτικής ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Οι ναύτες αντιλαμβάνονταν ότι θα έδιναν μαζικά τις ζωές τους σε μια απέλπιδα επιχείρηση εναντίον του βρετανικού στόλου. Η απειθαρχία στις εντολές δεν θα ήταν αρκετή: θα χρειαζόταν οργάνωση για να ανατραπεί η εξουσία του στρατιωτικού και πολιτικού κατεστημένου.

Οι ναύτες άρχισαν να στέλνουν επιτροπές στις μεγάλες πόλεις και να καλούν τους στρατιώτες και τους εργάτες να εξεγερθούν, δημιουργώντας συμβούλια στρατιωτών και εργατών. Κάθε καράβι, κάθε λόχος, κάθε εργοστάσιο καλούσε σε συνέλευση, όπου έπαιρνε αποφάσεις και εξέλεγε αναλογικά αντιπροσώπους σε επίπεδο πόλης, που διεκδικούσαν να πάρουν την εξουσία. Μέχρι τις 6 Νοέμβρη είχαν σχηματιστεί συμβούλια στις μεγάλες πόλεις του βορρά, όπως η Βρέμη και το Αμβούργο. Στις 7 είχαν επεκταθεί από το Ανόβερο μέχρι το Μόναχο, ενώ μέχρι τις 10 όλες οι μεγάλες γερμανικές πόλεις είχαν συμβούλια στρατιωτών και εργατών. Την επομένη, το γερμανικό επιτελείο κήρυσσε ανακωχή, δίνοντας με αυτό τον τρόπο τέλος στον πόλεμο, ενώ ο Κάιζερ αναγκαζόταν να εγκαταλείψει τη χώρα. Η Γερμανική επανάσταση είχε ξεσπάσει ορμητικά.

Τις πρώτες βδομάδες της γερμανικής επανάστασης κάποιοι από τους παλιούς μηχανισμούς εξουσίας κατέρευσαν σαν πύργοι από τραπουλόχαρτα κάτω από την πίεση των από κάτω. Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα ήταν αυτό της αστυνομίας του Βερολίνου. Στις 9 Νοέμβρη οι αστυνόμοι παρέδιδαν τα όπλα τους σε μια ένοπλη εργατική πολιτοφυλακή, με επικεφαλής τον αριστερό σοσιαλιστή Άϊχορν. Ένας βασικός μηχανισμός καταστολής του κράτους είχε διαλυθεί, και στη θέση του μπήκε ένας εργατικός θεσμός. Σε πολλές γερμανικές πόλεις ο έλεγχος είχε περάσει στα χέρια των συμβουλίων. Στην Κολωνία το συμβούλιο στρατιωτών και εργατών είχε δημιουργήσει επιτροπές ασφάλειας, διατροφής και στέγασης, υγιεινής και μεταφορών. Μέλη του συμβουλίου επέβλεπαν τον δήμαρχο, τους σιδηροδρόμους, τα ταχυδρομεία, την αστυνομία, τα δικαστήρια, τις τράπεζες και τη στρατιωτική ιεραρχία. Στο Βερολίνο, η εκτελεστική επιτροπή των συμβουλίων διεκδικούσε να εποπτεύει τις αποφάσεις της κυβέρνησης!2

Το αποτέλεσμα αυτής της έκρηξης αυτενέργειας των απλών ανθρώπων είναι η εμφάνιση μορφών δυαδικής εξουσίας. Από τη μια, εμφανίζονται εναλλακτικές μορφές εξουσίας των από κάτω, όπως τα εργατικά συμβούλια και οι πολιτοφυλακές. Ταυτόχρονα όμως, πολλοί από τους παλιούς μηχανισμούς εξουσίας εξακολουθούν να υπάρχουν: οι καπιταλιστές, οι καραβανάδες, οι κρατικοί αξιωματούχοι και οι μηχανισμοί εξουσίας τους δεν εξαφανίζονται από τη μια μέρα στην άλλη. Αυτή η δυαδική εξουσία είναι ασταθής και παροδική: το κρίσιμο στοίχημα μιας επαναστατικής διαδικασίας είναι αν οι παλιοί αστικοί μηχανισμοί θα ξαναπάρουν τον έλεγχο συντρίβοντας τους θεσμούς της εργατικής εξουσίας, ή αν οι εργάτες θα τσακίσουν το αστικό κράτος και θα πάρουν την εξουσία στα χέρια τους.

Η γερμανική άρχουσα τάξη έβλεπε έντρομη ότι η στρατιωτική ήττα είχε οδηγήσει στην εξέγερση των στρατιωτών και των εργατών. Αλλά αυτή η εξέγερση απειλούσε πια όχι μόνο το πολιτικό σύστημα, αλλά τον ίδιο τον καπιταλισμό. Μπροστά στον κίνδυνο, η μόνη λύση ήταν να ζητήσουν την βοήθεια της μοναδικής δύναμης που μπορούσε να ελέγξει τους εργάτες. Η άρχουσα τάξη παρέδωσε την εξουσία στον αρχηγό του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SPD) Φρήντριχ Έμπερτ. Την ίδια μέρα ο αρχηγός του γενικού επιτελείου υποσχόταν στον Έμπερτ στήριξη, αν άφηνε αναλλοίωτη την εξουσία των καραβανάδων, και βοήθεια για το τσάκισμα «του μπολσεβικισμού»· ο Έμπερτ δέχτηκε την προσφορά μετά χαράς.

Αυτή η προσπάθεια διάσωσης του καπιταλισμού είχε δύο σκέλη. Από τη μια βασιζόταν στην ανασύνταξη των αστικών θεσμών, και ιδιαίτερα του στρατού. Ο παλιός στρατός είχε διαλυθεί, και τα εναπομείναντα τμήματά του ελέγχονταν σε σημαντικό βαθμό από την αριστερά. Οι δεξιοί σοσιαλδημοκράτες άρχισαν να δημιουργούν καλοπληρωμένα τάγματα εθελοντών (Freikorps), που αποτελούνταν από αξιωματικούς και εθνικιστές, που θα χρησιμοποιούνταν για να τσακίσουν την ένοπλη εργατική τάξη και τους θεσμούς της.

Από την άλλη στηριζόταν στην πολιτική αδυναμία των αντιπάλων της. Η πτώση του Κάιζερ, η ανάδειξη μιας σοσιαλιστικής κυβέρνησης και τα εργατικά συμβούλια έκαναν τους περισσότερους εργάτες να νομίζουν ότι η επανάσταση ήταν ήδη τελειωμένη υπόθεση. Τα εργατικά συμβούλια ξεπηδούσαν σαν μανιτάρια· η μεγάλη πλειοψηφία των αντιπροσώπων τους όμως ανήκε ακόμα στο SPD, του οποίου η ηγεσία συνομωτούσε για να τα τσακίσει. Η πολιτική απειρία, η ευφορία της πρώτης νίκης, και το αίσθημα ενότητας της αριστεράς έκαναν τους περισσότερους εργάτες να αντιδρούν αρνητικά στους λίγους επαναστάτες όπως ο Λήμπκνεχτ, που προειδοποιούσαν για τον ρόλο του SPD και την ανάγκη να τσακιστεί το αστικό κράτος.

Σε αντίθεση με τη Ρωσία, όπου οι μπολσεβίκοι είχαν σφυρηλατήσει ένα μαζικό επαναστατικό κόμμα με ρίζες στην εργατική τάξη πριν την επανάσταση του 1917, στη Γερμανία η απουσία ενός διακριτού επαναστατικού κόμματος έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Στα τέλη Δεκέμβρη 1918 οι επαναστάτες έκαναν ένα μεγάλο βήμα μπροστά ιδρύοντας το ΚΚΓ. Εκατοντάδες χιλιάδες έσπαγαν από τα αριστερά με τη σοσιαλδημοκρατία μέσα στην επανάσταση: αυτό άνοιγε τεράστιες ευκαιρίες για τους επαναστάτες, αλλά δημιουργούσε και μεγάλα προβλήματα. Για τους χιλιάδες ένοπλους ριζοσπαστικοποιημένους εργάτες το να πάρεις την εξουσία φάνταζε απλό. Δεν χρειαζόταν να πειστούν τα εκατομμύρια που παρέμεναν επηρρεασμένα από τους ρεφορμιστές· αρκούσε απλά ένα έξυπνο στρατιωτικό κίνημα. Οι μπολσεβίκοι όμως είχαν καταφέρει να πάρουν την εξουσία μόνο αφού πρώτα είχαν κερδίσει με το μέρος τους την πλειοψηφία των εργατών στα σοβιέτ.

Η κυβέρνηση ήξερε ότι ο χρόνος κυλούσε εναντίον της και αποφάσισε να προβοκάρει το κίνημα σε μια πρόωρη σύγκρουση. Στις αρχές Γενάρη 1919 ανακοίνωσε την απόλυση του Άϊχορν από επικεφαλής της πολιτοφυλακής. Ήταν σαφής προσπάθεια επανασύστασης της αστυνομίας για να τσακίσει την εργατική αντίσταση. Δεκάδες χιλιάδες διαδήλωσαν την επόμενη μέρα, διεκδικώντας την κλιμάκωση. Μπροστά στην οργή των πιο ριζοσπαστικοποιημένων εργατών, ο Λήμπκνεχτ παρασύρθηκε στο να κηρύξει την ένοπλη εξέγερση χωρίς καν να ζητήσει την έγκριση της υπόλοιπης ηγεσίας του ΚΚΓ. Το μεγαλύτερο κομμάτι των εργατών όμως δεν είχε περάσει με το μέρος των επαναστατών και επέλεξε να μείνει ουδέτερο. Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τα Freikorps για να τσακίσει τους επαναστάτες, δολοφονώντας την Λούξεμπουργκ και τον Λήμπκνεχτ. Τους επόμενους μήνες τα Freikorps θα διέσχιζαν όλη τη Γερμανία, τσακίζοντας σε κάθε περιοχή τα εργατικά συμβούλια, τις απεργίες και την προσπάθεια εθνικοποίησης των μέσων παραγωγής όπως τα ορυχεία.

Μέσα σε λίγους μήνες τα εργατικά συμβούλια που είχαν ξεπηδήσει τον Νοέμβρη του 1918 είχαν τσακιστεί με βίαιο τρόπο. Το νεοσύστατο ΚΚΓ είχε κάνει ένα τραγικό λάθος στα πρώτα του βήματα και είχε χάσει τους πιο έμπειρους ηγέτες του. Όμως η γερμανική επανάσταση δεν είχε τελειώσει. Όχι μόνο η ριζοσπαστικοποίση συνεχιζόταν παρά την καταστολή, αλλά οι αυταπάτες που είχαν οι εργάτες στην αρχή άρχισαν σιγά σιγά να διαλύονται. Η επαναστατική φάση θα τερματιζόταν οριστικά μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1923. Σε αυτό το διάστημα το επαναστατικό ΚΚΓ απέκτησε εκατοντάδες χιλιάδες μέλη και μαζική επιρροή. Έχοντας όμως καεί με την πρόωρη εξέγερση του 1919, η ηγεσία του τα επόμενα χρόνια θα κάνει το ακριβώς ανάποδο λάθος: ακολουθώντας μια αναποφάσιστη τακτική προσμονής, θα αφήσει να χαθούν μια σειρά από σημαντικές ευκαιρίες επαναστατικής ανατροπής.

Η ιταλική «κόκκινη διετία»

Η ίδια διαδικασία επαναστατικής έκρηξης θα εξελιχτεί και στην ιταλική «κόκκινη διετία» του 1919-1920. Η Ιταλία ήταν μεταξύ των νικητών του πολέμου, και έτσι η κρίση δεν πυροδοτήθηκε από τη στρατιωτική ήττα, όπως στη Ρωσία του 1917 και τη Γερμανία του 1918. Όμως, η κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου είχε χτυπήσει σκληρά και τους Ιταλούς εργάτες, και είχε οδηγήσει σε σκληρές μάχες, όπως αυτή του Αυγούστου του 1917 στο Τορίνο, που αναφέρθηκε παραπάνω. Ταυτόχρονα, η εμπειρία των επαναστάσεων στη Ρωσία και τη Γερμανία, αποτελούσε μια τεράστια πηγή έμπνευσης για τους Ιταλούς εργάτες. Η γενική πολιτική απεργία τον Ιούλιο του 1919 σε συμπάρασταση στη ρώσικη επανάσταση ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του κλίματος.

Η μεταπολεμική απάντηση των εργατών ήταν ένα μαζικό κίνημα απεργιών σε όλους τους τομείς, διεκδικώντας αυξήσεις και βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Ταυτόχρονα όμως άνοιγαν και το κομβικό ζήτημα της οργάνωσης των εργατών και του εργατικού ελέγχου. Στη διάρκεια του πολέμου οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές είχαν επιλέξει να αγνοήσουν τα αιτήματα των εργατών και να συνεργαστούν με εργοδότες και κράτος στο όνομα της «εθνικής προσπάθειας». Ως απάντηση, στο Τορίνο, την καρδιά της ιταλικής βιομηχανίας, ξεκίνησε το κίνημα των εργοστασιακών συμβουλίων. 

Σε κάθε εργοστάσιο άρχισαν να εκλέγονται επιτροπές που ήταν ανακλητές και υπόλογες στους εργάτες, και όχι επαγγελματίες γραφειοκράτες. Τα εργοστασιακά συμβούλια διεκδικούσαν όχι μόνο μισθολογικά αιτήματα, αλλά έθεταν το ζήτημα του εργατικού ελέγχου στο χώρο δουλειάς. Αντί να αποφασίζουν τα αφεντικά και οι επιστάτες για το τι γίνεται μέσα στο εργοστάσιο, τα συμβούλια διεκδικούσαν ότι οι αποφάσεις θα καθορίζονταν από τις συνελεύσεις βάσης των εργατών.

Κομβικό ρόλο σε αυτό το κίνημα έπαιξε μια ομάδα επαναστατών με επικεφαλής τον Αντόνιο Γκράμσι, που εξέδιδε την εφημερίδα-φωνή των συμβουλίων «Νέα Τάξη» (Ordine Nuovo). Για τον Γκράμσι, η εμπειρία της ρωσικής επανάστασης έδειχνε ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να έρθει από τα πάνω, αλλά μέσα από την αυτενέργεια των εργατών. Τα εργοστασιακά συμβούλια ήταν το απαραίτητο βήμα για να μπορέσουν οι εργάτες να πάρουν τον έλεγχο της κοινωνίας. Ήταν αναμφίβολα μια ολόσωστη προσέγγιση. Η ανάλυσή του όμως έχανε τόσο την ανάγκη τσακίσματος του αστικού κράτους, όσο και την ανάγκη ενός επαναστατικού κόμματος που θα οργάνωνε τις μάχες για να κερδηθεί η τάξη στην επανάσταση. Σε αντίθεση με τα άλλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΙΣΚ) είχε πάρει θέση κατά του πολέμου, χωρίς όμως να οργανώσει την αντιπολεμική αντίσταση. Για επαναστάτες σαν τον Γκράμσι φαινόταν ότι η πίεση των εργοστασιακών συμβουλίων θα ήταν αρκετή ώστε το ΙΣΚ να κάνει πράξη όσα ευαγγελιζόταν στη θεωρία.

Η έκρηξη του 1920 έμελε να δείξει τόσο τον ηρωισμό των ιταλών εργατών, όσο και την αναγκαιότητα ενός επαναστατικού κόμματος. Τον Απρίλη οι εργάτες του Τορίνο προχώρησαν σε μια μαζική απεργία διεκδικώντας αυξήσεις και την αναγνώριση των εργατικών συμβουλίων. Το κράτος έστειλε τον στρατό να πολιορκήσει το Τορίνο για να τσακίσει την απεργία. Η επέκταση των απεργιών εκτός Τορίνο ήταν αναγκαία για να μην απομονωθεί το κίνημα. Η ηγεσία όμως του ΙΣΚ αρνήθηκε να κινητοποιηθεί, θεωρώντας την απεργία συνδικαλιστικό θέμα που αφορούσε τα συνδικάτα.

Παρά την ήττα του Απρίλη, το Σεπτέμβρη θα ξεσπάσει ένα τεράστιο κίνημα καταλήψεων εργοστασίων από ένοπλους εργάτες στη βόρεια Ιταλία. Και πάλι η ηγεσία του ΙΣΚ θα αρνηθεί να μπει επικεφαλής του κινήματος, παραχωρώντας την πρωτοβουλία στα συνδικάτα. Το τραγελαφικό αποτέλεσμα θα είναι ένα δημοψήφισμα που θα διοργανώσει η ιταλική ΓΣΕΕ, όπου 400.000 θα ψηφίσουν υπέρ της σοσιαλιστικής επανάστασης και 600.000 υπέρ μιας πιο σταδιακής διαδικασίας! Οι επαναστάσεις δεν γίνονται με ψηφοφορίες: αλλά το αποτέλεσμα αντανακλά τόσο το βάθος της ριζοσπαστικοποίησης, όσο και την απουσία μιας επαναστατικής ηγεσίας που να την οργανώσει. Ο Γκράμσι και οι σύντροφοί του θα βγάλουν το σωστό συμπέρασμα για την ανάγκη δημιουργίας ενός ξεχωριστού επαναστατικού κόμματος: το Γενάρη του 1921 θα ιδρυθεί το ΙΚΚ, το οποίο όμως θα έχει λίγο χρόνο ανάπτυξης πριν την κατάληψη της εξουσίας από τους φασίστες του Μουσολίνι το 1922.3

Επικεντρωθήκαμε στη Γερμανία και την Ιταλία, λόγω της σημασίας αυτών των επαναστάσεων. Όμως το 1917-1923 είδε πολλές άλλες επαναστάσεις και εξεγέρσεις, όπως η Αυστρία και η Ουγγαρία το 1919, ή η Βουλγαρία το 1923. Δυο κοινά χαρακτηριστικά σημαδεύουν αυτές τις επαναστάσεις. Το πρώτο είναι η αυτενέργεια της εργατικής τάξης: μέσω των συμβουλίων οι εργάτες έδειξαν ότι μπορούν να πάρουν την εξουσία συλλογικά και δημοκρατικά, τόσο στο επίπεδο του χώρου δουλειάς, όσο και συνολικά στην κοινωνία. Τα εργατικά συμβούλια όμως δεν ξεμπερδεύουν με τους καπιταλιστές αν δεν τσακίσουν το αστικό κράτος και δεν πάρουν όλη την εξουσία στα χέρια τους. Αλλιώς, οι αστοί θα καταφέρουν να τσακίσουν τα συμβούλια με λύσσα, έχοντας δει το χάρο με τα μάτια τους, την ίδια την εργατική τάξη και τους θεσμούς της. Αυτή είναι η εμπειρία τόσο της Ιταλίας του Μουσολίνι, όσο και της Γερμανίας του Χίτλερ. Αυτή θα ήταν ήδη η εμπειρία της Ρωσίας το 1917, αν οι μπολσεβίκοι δεν είχαν καταφέρει να κερδίσουν τους εργάτες στο σύνθημα «όλη εξουσία στα σοβιέτ» και να το κάνουν πράξη. Η μαζική ριζοσπαστικοποίηση του 1917-1923 χρειαζόταν και επαναστατική οργάνωση. Αυτό προσπάθησαν να κάνουν οι ιταλοί και γερμανοί επαναστάτες, αλλά δυστυχώς δεν είχαν το χρόνο και την εμπειρία που χρειαζόταν. Αλλά οι τεράστιες μάχες που έδωσαν είναι πολύτιμη κληρονομιά έμπνευσης και διδαγμάτων για όσους θέλουν να οργανώσουν τις μάχες του σήμερα και του αύριο.  

 

Σημειώσεις

1. Κ. Βλασόπουλος, «Η αντίσταση στον πόλεμο και οι επαναστάσεις, 1917-1918», Σοσιαλισμός από τα κάτω, 120, 2017, http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=941

2. C. Harman, The Lost Revolution: Germany 1918 to 1923, Λονδίνο, 1997.

3. D. Gluckstein, The Western Soviets. Workers’ Councils versus Parliament 1915-1920, Λονδίνο, 1985, σσ. 162-213.