Άρθρο
Πόλεις σε Πόλεμο 1939-1945: Συνέντευξη με τον Ιάσονα Χανδρινό από τον Λέανδρο Μπόλαρη

Στα πρώτα χρόνια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης βρέθηκε κάτω από την εξουσία των ναζί. Μεγάλες, γνωστές μας πόλεις έζησαν την εμπειρία του πολέμου και της Κατοχής μέχρι την στιγμή της Απελευθέρωσης, το 1944-45. Το βιβλίο του Ιάσονα Χανδρινού Πόλεις σε Πόλεμο 1939-1945, ευρωπαϊκά αστικά κέντρα υπό γερμανική κατοχή, μελετάει συγκριτικά αυτήν την περίοδο προσπαθώντας να εντοπίσει τα κοινά σημεία της κοινωνικής ζωής εκείνης της περιόδου.

Το κάνει εξετάζοντας τη ζωή στις υπό κατοχή χώρες σε τέσσερις άξονες-κεφάλαια: την καθημερινότητα, που βέβαια δεν ήταν η ίδια για όλους/ες σε όλες τις πόλεις, την Εξουσία, ουσιαστικά τον τρόπο με τον οποίο οι ναζί οργάνωσαν τις σχέσεις με τους κρατικούς μηχανισμούς που κληρονόμησαν ή δημιούργησαν, την Οικονομία που εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους οι ναζί προσπάθησαν να κινητοποιήσουν πλουτοπαραγωγικές πηγές και εργατικό δυναμικό για την πολεμική τους προσπάθεια. Το τελευταίο κεφάλαιο, η Αντίσταση είναι η κορύφωση του βιβλίου.

Τα κινήματα της αντιφασιστικής Αντίστασης που διαμορφώθηκαν στις συνθήκες του πολέμου και της Κατοχής, εκφράσανε ελπίδες εκατομμυρίων ανθρώπων για μια ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή, διαμόρφωσαν μια μεγάλη Αριστερά και η κατάληξή τους καθόρισε την πορεία του μεταπολεμικού κόσμου. Αν η Αθήνα της Αντίστασης και του «Κόκκινου Δεκέμβρη» είναι η μια γνωστή περίπτωση, στις σελίδες του βιβλίου ανακαλύπτουμε την Κοπεγχάγη, το Παρίσι, το Άμστερνταμ, τη Νάπολη.

 

Τι σε ώθησε να διευρύνεις τον ορίζοντα της μελέτης σου από την Αθήνα της Κατοχής και της Αντίστασης στις ευρωπαϊκές πόλεις στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο;

Νομίζω ότι ήταν μια φυσική εξέλιξη, με την έννοια της μετάβασης από το ειδικό στο γενικό. Στην πραγματικότητα αυτό που είχα στο μυαλό μου ήταν η Αντίσταση. Ήθελα να την αναζητήσω σε όλες τις μορφές της (διαδηλώσεις, συνδικαλιστικοί αγώνες, ένοπλες ομάδες) στα ευρωπαϊκά κέντρα, να βρω ομοιότητες και διαφορές με την ελληνική περίπτωση. Η έρευνα στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό σε γερμανικά αρχεία τα οποία αποδείχτηκαν τόσο πλούσια, ώστε μου έδωσαν νέες διαστάσεις και τελικά με οδήγησαν σε μια συνολικότερη πραγμάτευση του θέματος «κατεχόμενες πόλεις».

Διαβαζοντας τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, έρχεται στο νου η επισήμανση που έκανε ο Λ. Τρότσκι τον Ιούνη του 1940: «Οι Ναζί θα προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν τους φυσικούς πόρους και το βιομηχανικό δυναμικό των χωρών που κατέκτησαν και αναπόφευκτα θα εξαρτιόνται γι’ αυτό τον σκοπό από τους ντόπιους αγρότες και εργάτες. Οι οικονομικές δυσκολίες ξεκινούν πάντα μετά τη νίκη. Είναι αδύνατο να βάλεις ένα στρατιώτη με ντουφέκι δίπλα σε κάθε Πολωνό, Νορβηγό, Δανό, Ολλανδό, Βέλγο, Γάλλο εργάτη και αγρότη. Ο εθνικοσοσιαλισμός δεν έχει τη συνταγή μετατροπής των ηττημένων λαών από εχθρούς σε φίλους». Πώς κυβερνούσαν οι Ναζί τις κατεκτημένες πόλεις, με ποιους μηχανισμούς;

Δεν θα μπορούσε να βρει κανείς ακριβέστερη περιγραφή από αυτή του Τρότσκι. Στην πραγματικότητα δεν υφίσταται κατοχική πολιτική έξω από την ανάγκη των κατακτητών να μη διακόπτεται πουθενά η παραγωγή ούτε λεπτό. Από την άλλη, οι Ναζί δεν είχαν επεξεργαστεί κανένα λειτουργικό σχέδιο για κάτι τέτοιο. Δεν είχαν ούτε τη συνταγή ούτε το ενδιαφέρον να κάνουν τους υπόδουλους λαούς εθνικοσοσιαλιστές. Ο «χασάπης της Πράγας» και νούμερο 3 στην ιεραρχία του Γ’ Ράιχ, Ράινχαρντ Χάιντριχ, έλεγε πως δεν τον ενδιέφερε η φιλία των Τσέχων, παρά μόνο το ατσάλι τους. Σήμερα, αντιλαμβανόμαστε τον δοσιλογισμό κάπως αφηρημένα, ως συνάντηση κατακτητών-κατακτημένων στη βάση κοινών ιδεών, όπως ο αντισημιτισμός, ο αντικομμουνισμός ή η απέχθεια για την δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό. Στην πραγματικότητα, ήταν το δυναμικό πεδίο της πραγματικής οικονομίας που έδωσε ώθηση στην συνεργασία με τους Γερμανούς. Η ιεραρχικά δομημένη συνεργασία πολιτικών και ελίτ, δημοσίων υπαλλήλων και εργατών δεν ήταν ιδεολογική σύγκλιση. Ήταν η αναπόφευκτη προσαρμογή των κατεχόμενων κοινωνιών στα σκληρά δεδομένα της πολεμικής οικονομίας και, αντίστροφα, σεβασμός των Ναζί στον άγραφο νόμο ότι, ακόμα και υπό Κατοχή, οι μισθοί και τα μεροκάματα πρέπει να καταβάλλονται, οι δρόμοι των πόλεων να καθαρίζονται και, φυσικά, το κέρδος να παραμένει κέρδος.

Στο κεφάλαιο για την Αντίσταση, γράφεις ότι: «Ο διαπαραταξιακός χαρακτήρας της Αντίστασης δεν αντιφάσκει με το γεγονός ότι η Αντίσταση είχε ταξικές διαβαθμίσεις». Και σε ένα άλλο σημείο αναφέρεσαι στη «συμβιωτική σχέση ανάμεσα στην αντίσταση και τα εργατικά στρώματα» τόσο στις ιταλικές όσο και σε άλλες πόλεις. Μπορείς να φέρεις μερικά παραδείγματα και να εξηγήσεις αυτή τη διαπίστωση;

Δύσκολα μπορεί κανείς να υπερβάλλει για τον ρόλο της εργατικής τάξης στην Αντίσταση. Το διαφοροποιητικό στοιχείο, ασφαλώς, δεν είναι το μερίδιο συμμετοχής εργατών σε αντιστασιακές οργανώσεις αλλά η πρωταγωνιστική τους συμμετοχή σε ανοιχτές αντικατοχικές ενέργειες. To όπλο της απεργίας είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την αντίσταση στην πόλη. Πρώτον, είναι μια πανευρωπαϊκή γλώσσα διαμαρτυρίας. «Χτυπάει» τις αυτοκινητοβιομηχανίες της Φίατ στο Τορίνο, τα ναυπηγεία της Κοπεγχάγης και τα Λιπάσματα στη Δραπετσώνα (η πιο μαζική μέχρι τότε εργατική απεργία στην κατεχόμενη Ελλάδα, μέσα Αυγούστου του 1942). Δεύτερον, είναι επιτυχημένο μέσο πάλης επειδή, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, οι κατοχικές αρχές υποχωρούν καθώς αντιλαμβάνονται πως δεν έχουν την πολυτέλεια να αποξενώσουν τους εργάτες. Τρίτον, ενεργοποιεί μνήμες μαζικών αγώνων από την περίοδο του Μεσοπολέμου –που δεν ήταν και τόσο μακριά στο χρόνο–, συμπαρασύροντας κι άλλες ομάδες πληθυσμού, υπαλλήλους, φοιτητές, μαθητές κλπ. Και φυσικά είναι οι εργατικές συνοικίες που εξελίσσονται σε θερμοκοιτίδες ανυπακοής κατά του κατοχικού καθεστώτος. Εκεί αναζητούν καταφύγιο όσοι διώκονται, εκεί φιλοξενούνται παράνομοι μηχανισμοί, τυπογραφεία και γιάφκες, εκεί εδράζεται ο ακτιβισμός ένοπλων ομάδων, όπως το FTP-MOI στη Γαλλία, οι SAP στην Ιταλία, ο ΕΛΑΣ και η ΟΠΛΑ στην Ελλάδα. Κατεξοχήν παράδειγμα παραμένει η γενική απεργία του Φεβρουαρίου 1941 στο Άμστερνταμ, ως αποκορύφωμα συγκρούσεων ανάμεσα στα τάγματα εφόδου των Ολλανδών Ναζί και ομάδων εργατών και Εβραίων στις κόκκινες συνοικίες της πόλης, το Γιορντάαν και το Κάτενμπουργκ. Η σχέση εργατών και Ναζί ήταν μια ισορροπία τρόμου. Για αυτό θεωρώ ως πιο εύγλωττη απεικόνιση αυτού που περιέγραψα ως συμβιωτική σχέση ανάμεσα στην Αντίσταση και τα εργατικά στρώματα, την υπηρεσιακή αναφορά ενός Γερμανού στρατιωτικού ο οποίος περιέγραψε τι συνέβη στους δρόμους του Τορίνο το πρωί της 25ης Ιουλίου 1943, όταν κατέρρευσε το καθεστώς του Μουσολίνι: «Ούτε μετά από 20 χρόνια διακυβέρνησης δεν κατόρθωσε ο Φασισμός να εξαλείψει τις κοινωνικές συγκρούσεις που ήδη υπήρχαν ανάμεσα σε εργάτες και εργοδότες, με το να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των πρώτων. Δεν πρέπει να θεωρείται παράξενο, που στις 25 Ιουλίου ένα αρκετά μεγάλο πλήθος ανθρώπων ξέσπασε το μίσος και τα ένστικτα εκδίκησής του σε βίαιες ταραχές, μεταξύ άλλων με μια επιδρομή στις φυλακές της πόλης, με καταστροφή αφισών και στην καταδίωξη ντόπιων Φασιστών. Ούτε το γερμανικό προξενείο γλίτωσε. Το πλήθος εισέβαλλε στο κτίριο και κατέστρεψε το εσωτερικό των γραφείων με αποτέλεσμα ο πρόξενος να αναγκαστεί να βγει στο μπαλκόνι και να ανεμίζει την ιταλική σημαία».

«Προσδοκίες» είναι ο πολύ πετυχημένος τίτλος του επιλόγου στο βιβλίο, που αναφέρεται στην περίοδο αμέσως μετά την απελευθέρωση από τους ναζί. Σημειώνεις ότι: «οι ημερομηνίες απελευθέρωσης από τα γερμανικά στρατεύματα…υπήρξαν η ημερολογιακή αφετηρία μιας περιόδου οικονομικής ανέχειας, πολιτικής κρίσης και κοινωνικής αναταραχής». Χαρακτηρίζεις την απελευθέρωση «ηφαίστειο». Τι σήμαινε αυτό στην πράξη; Ποιες κοινωνικές, ταξικές δυνάμεις συγκρούστηκαν;

Η συντριβή του Ναζισμού ήταν πολύ βαθιά τομή. Αυτό που προηγήθηκε ήταν τόσο σαρωτικό, ώστε στο μεταίχμιο Κατοχής και Απελευθέρωσης δεν θα κρίνονταν μόνο ζητήματα πολιτικής εκπροσώπησης αλλά συνολικά οι δυνατότητες επιβίωσης και συνέχειας της πολιτικής και κοινωνικής τάξης. Ήδη από την περίοδο της Κατοχής ήταν εμφανές πως σταθερές ιδεολογικές αναφορές της ευρωπαϊκής ιστορίας, όπως ο φιλελευθερισμός, ο εθνικισμός, η ελεύθερη αγορά αλλά και η ίδια η έννοια του κράτους το οποίο είχε ταυτιστεί αμετάκλητα με τη ναζιστική βαρβαρότητα, είχαν κλονιστεί επικίνδυνα. Το κενό εξουσίας επιδείνωναν τεράστια υλικά προβλήματα. Στην Ιταλία, η εκτεταμένη ανεργία αλλά και η επιστροφή Φασιστών σε δημόσιες θέσεις, πυροδότησε μέχρι και «βιομηχανικές εξεγέρσεις» σε πολλές πόλεις. Τον Οκτώβριο του 1944, 30 νεκροί και 150 τραυματίες ήταν το αποτέλεσμα απεργιακών κινητοποιήσεων στο Παλέρμο. Στη Λιέγη ένα μήνα αργότερα, εργάτες απεργοί συγκρούστηκαν ακόμα και με τα αμερικανικά στρατεύματα που μόλις είχαν απελευθερώσει το Βέλγιο. Στην Ελλάδα, που μεγάλο μέρος του πληθυσμού των πόλεων ήταν εξαρτημένο από τα εφόδια του Ερυθρού Σταυρού, ο Ριζοσπάστης και η Ελεύθερη Ελλάδα στηλίτευαν την κυβερνητική πολιτική και τις συνθήκες τεχνητής φτώχειας που δημιουργούσε η κερδοσκοπική μανία ορισμένων βιομηχάνων. Όλα αυτά με φόντο ένα έντονο κύμα βίας κατά των συνεργατών των κατακτητών, με τις πόλεις να μην υπολείπονται της υπαίθρου σε πράξεις αντεκδίκησης, λυντσαρίσματα, ομαδικές συλλήψεις και εκτελέσεις. Η αμφισβήτηση των πολιτικών ελίτ ήταν σχεδόν καθολική, ενώ ακόμα και σε χώρες με λιγότερο έντονη κοινωνική πώλωση, όπως η Ολλανδία, όλοι περίμεναν να ξεσπάσουν αιματηρές ταραχές στους δρόμους των πόλεων.

Υπήρχε η δυνατότητα το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου να είναι όπως του Πρώτου, δηλαδή ένα κύμα επαναστάσεων; Ποιο ρόλο έπαιξαν οι επιλογές της Αριστεράς και των Κομμουνιστικών Κομμάτων;

Η Κατοχή γέννησε πρωτοφανείς κοινωνικές και ταξικές εντάσεις. Ωστόσο τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά σε σχέση με το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Στο έργο αναφοράς του για τον μεταπολεμικό κόσμο, ο Τόνυ Τζαντ σημείωσε πως το παλιό πολιτικό σκηνικό παλινορθώθηκε σε όλες τις χώρες, χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση. Ο αριστερός ριζοσπαστισμός ήταν δημοφιλής αλλά στην πραγματικότητα δεν είχε την δυνατότητα να αμφισβητήσει τη σταθερότητα των οικονομικών και κοινωνικών ελίτ και των πολιτικών τους εκπροσώπων που απλώς έπιασαν το νήμα της εξουσίας από εκεί που το είχαν αφήσει. Εξάλλου, η πρωτοφανής δημοφιλία που κέρδισαν τα κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά κόμματα στην παλαίστρα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα δεν συνεπαγόταν απαραίτητα και ιδεολογική ωρίμανση της εργατικής τάξης. Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε τρεις παράγοντες: Πρώτον, το ξέσπασμα κατά των δοσιλόγων και η ίδια η συντριβή της χιτλερικής Γερμανίας, έμοιαζαν να απορροφούν και τελικά να εκτονώνουν μεγάλο μέρος της εξεγερσιακής διάθεσης των μαζών. Δεύτερον, η οικονομική συντριβή των ευρωπαϊκών χωρών τις έκανε ευάλωτες στην επιρροή (και τελικά κυριαρχία) των ΗΠΑ. Η οικονομική βοήθεια που ερχόταν από την άλλη μεριά του Ατλαντικού και η ανάγκη της ανοικοδόμησης ήταν κάτι που δύσκολα μπορούσε κανείς να παραβλέψει ή να αρνηθεί. Τρίτον, η ίδια η πολιτική των κομμουνιστικών κομμάτων που είχαν πρωτοστατήσει στην Αντίσταση δεν ξεδιπλώθηκε πουθενά σε κατεύθυνση επαναστατικής αλλαγής. Τον Ιούλιο του 1945, ο ίδιος ο γενικός γραμματέας του ΚΚΓ, Μωρίς Τορέζ δήλωνε σε μια συγκέντρωση πως ύψιστο ταξικό καθήκον του Γάλλου εργάτη ήταν η διατήρηση της παραγωγής σε υψηλά επίπεδα και στόχος του Κόμματος η «εθνική αναγέννηση». Τα κομμουνιστικά κόμματα ακολούθησαν τον κοινοβουλευτικό δρόμο της συνεργασίας με τις αστικές δυνάμεις, ενώ η κατάληψη της ανατολικής Ευρώπης από τον Κόκκινο Στρατό ήταν τόσο η αιτία όσο και το αποτέλεσμα (στην πραγματικότητα το τίμημα) για την εγκατάλειψη της ριζοσπαστικής γραμμής στην Δύση. Με το τέλος του Πολέμου και μέσα από τον διπολισμό του Ψυχρού Πολέμου, η ταύτιση της κομμουνιστικής ιδεολογίας με την ΕΣΣΔ έγινε σχεδόν απόλυτη.