Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: Μετά το 1922 - Η παράταση του διχασμού

Μετά το 1922 - Η παράταση του διχασμού
Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος

Τιμή 18.80 ευρώ, 489 σελίδες
Εκδόσεις Πατάκη, 2017

 

Το βιβλίο αυτό είναι ουσιαστικά ο δεύτερος τόμος που συμπληρώνει το έργο που ξεκίνησε ο Μαυρογορδάτος για την ιστορία του Εθνικού Διχασμού.1 Συνεχίζει την ίδια φόρμουλα που υπήρχε και στο προηγούμενο βιβλίο, δηλαδή υπάρχει ένα μεγάλο πρώτο μέρος 125 σελίδων που συνοψίζει τις πολιτικές εξελίξεις από την κατάρρευση της Μικρασιατικής εκστρατείας μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά και ακολουθούν κεφάλαια που καταπιάνονται με τα κοινωνικά ζητήματα της περιόδου: την ανταλλαγή πληθυσμών, την τύχη των προσφύγων, την αντιμετώπιση των μειονοτήτων, την ενσωμάτωση των «Νέων χωρών», την εξέλιξη των κοινωνικών τάξεων. Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου στέκεται στη «θνησιγενή» όπως την ονομάζει Δημοκρατία του Μεσοπολέμου.

Ο συγγραφέας έχει την εντιμότητα να αναγνωρίσει, από την πρώτη σελίδα του πρώτου κεφάλαιου, το χρέος του προς τον Γρηγόριο Δαφνή και το κλασικό του έργο «Η Ελλάς μεταξύ δυο πολέμων 1923-1940». Ο Πλαστήρας και οι άλλοι στρατιωτικοί πρωταγωνιστές της «Επανάστασης» μετά την Μικρασιατική ήττα, οι φράξιες των βενιζελικών και οι προσπάθειες να κυβερνήσουν χωρίς τον Βενιζέλο, η δικτατορία του Πάγκαλου και η επιστροφή του Βενιζέλου την κρίσιμη τετραετία 1928-32, η κρίση του βενιζελισμού, η άνοδος του Τσαλδάρη και η πορεία προς την κατάρρευση της Δημοκρατίας και την επιβολή της δικτατορίας του βασιλιά και του Μεταξά καταγράφονται συστηματικά. 

Μέσα στις σελίδες του βιβλίου μπορεί να βρει κανείς με ακρίβεια όχι μόνο τα στοιχεία των εκλογικών αναμετρήσεων της εποχής, τις μηχανορραφίες των επίδοξων και των πραγματικών πραξικοπηματιών και τις διασυνδέσεις των κομμάτων με τους στρατιωτικούς, αλλά και τα φιλόδοξα προγράμματα για την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού μέσα στα νέα διευρυμένα γεωγραφικά όρια του κράτους του με την ενσωμάτωση των προσφύγων, την αγροτική και την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, τις αλλαγές στο τραπεζικό σύστημα με την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος και της Αγροτικής Τράπεζας. Και βέβαια τα όρια που μπήκαν σε εκείνες τις φιλοδοξίες μέσα από την μεγάλη διεθνή οικονομική κρίση που άνοιξε το Κραχ του 1929 και η οποία κορυφώθηκε με την πορεία προς τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Σε αυτή τη μεγάλη περιγραφή ξεχωρίζουν κάποια στοιχεία που πρέπει να υπογραμμιστούν. 

Ένα πρώτο είναι οι αναλογίες ανάμεσα στην Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων εκείνης της εποχής και τη σημερινή εποπτεία της Τρόικας στα χρόνια των Μνημονίων. Η ΕΑΠ ιδρύθηκε με πρωτόκολλο μεταξύ της Κοινωνίας των Εθνών και της ελληνικής κυβέρνησης στις 29 Σεπτέμβρη του 1923 και λειτούργησε για εφτά χρόνια. Είχε στην αρμοδιότητά της την αξιοποίηση του διεθνούς δανείου 10 εκατομμυρίων στερλινών που πήρε η Ελλάδα για την στήριξη των προσφύγων. Τα πέντε μέλη της εγκρίνονταν από το Συμβούλιο της ΚτΕ και ήταν δυο έλληνες με πρόταση της κυβέρνησης, ένας βρετανός και άλλα δυο μέλη με πρόταση του Συμβουλίου της ΚτΕ μεταξύ των οποίων και ο Πρόεδρος της ΕΑΠ που ήταν υποχρεωτικά αμερικανός. Πρόεδρος ορίστηκε ο Χένρι Μόργκεντάου, επιχειρηματίας στο χώρο των ακινήτων που είχε διατελέσει πρέσβης των ΗΠΑ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και πατέρας του διάσημου Χένρι Μόργκεντάου τζούνιορ, υπουργού Οικονομικών του Ρούσβελτ.

Ο Μαυρογορδάτος είναι απλόχερα επαινετικός για το έργο της ΕΑΠ τονίζοντας ότι επιτεύχθηκε ο σπουδαιότερος στόχος για τους πρόσφυγες που ήταν «να γίνουν το ταχύτερο ιδιοκτήτες μικροαστοί (της πόλης και του χωριού), στηρίγματα του αστικού καθεστώτος, και όχι προλετάριοι ανατροπείς του» (σελ. 139). Ωστόσο ο ίδιος αναφέρει περίπου τριάντα σελίδες παρακάτω πώς «οι αποζημιώσεις των αγροτών προσφύγων τελικά συμψηφίστηκαν σχεδόν εξολοκλήρου με τα χρέη τους» καθώς και ότι «η εκτίμηση των χαμένων περιουσιών έδωσε λαβή σε καταχρήσεις και απάτες μεγάλων διαστάσεων». Πολύ απλά, ο συγγραφέας φαίνεται να αγνοεί μια βασική διαπίστωση που από τη μεριά μας έχουμε κάνει πριν από πενήντα σχεδόν χρόνια.2

Δεύτερο στοιχείο είναι ο κυνισμός και στα δυο σκέλη της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που προώθησε ο Βενιζέλος με υπουργό Παιδείας τον Γεώργιο Παπανδρέου. Το ένα σκέλος ήταν η καθιέρωση φραγμών προς τη Μέση και την πανεπιστημιακή εκπαίδευση: «μειώθηκαν στη διάρκεια της τετραετίας [1928-32] οι μαθητές της Μέσης Εκπαίδευσης κατά 41%» και «θεσπίστηκαν για πρώτη φορά εισιτήριες εξετάσεις και προκαθορισμένος αριθμός εισακτέων κατά σχολή» (σελ. 337). Το άλλο σκέλος ήταν η καθιέρωση του υποχρεωτικού εξατάξιου δημοτικού σχολείου με στρατηγικό στόχο «να εξαναγκάση τους νέους να τραπώσι προς την γην». Ακόμη και ο ακραία φιλικός προς τον Βενιζέλο συγγραφέας αισθάνεται την ανάγκη να τονίσει ότι «ποτέ άλλοτε στη νεοελληνική ιστορία δεν καταδίκασε με τέτοια ωμότητα πρωθυπουργός το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα και τις λαϊκές προσδοκίες κοινωνικής ανόδου μέσα από αυτό».

Δεμένο με τα δυο προηγούμενα είναι το στοιχείο της αφομοίωσης των πληθυσμών, τόσο των παλιών κατοίκων των «Νέων χωρών» που απέμειναν μετά την ανταλλαγή πληθυσμών, όσο και των προσφύγων. Ο Μαυρογορδάτος είναι κατηγορηματικός: «η βενιζελική εκπαιδευτική πολιτική με βασικό άξονα την εξαετή υποχρεωτική εκπαίδευση στη δημοτική υπηρετούσε συνειδητά και τον στόχο της αφομοίωσης- αρχικά των αλλοεθνών ή ξενογλώσσων, στη συνέχεια και των προσφύγων (ιδίως των τουρκόφωνων)» (σελ.288). Οι πολεμικές εξορμήσεις του ελληνικού καπιταλισμού το 1912-1922 είχαν δημιουργήσει ένα κράτος περίπου διπλάσιο σε έκταση και σε πληθυσμό, οι εσωτερικές εξορμήσεις του το επόμενο διάστημα έπρεπε να κάνουν έλληνες τους υπηκόους του. Ο Μαυρογορδάτος επικροτεί και αυτό το επίτευγμα ταυτίζοντας την ασφάλεια των συνόρων με την εθνική ομοιογένεια του πληθυσμού! Ο αστικός φιλελευθερισμός υποστηρίζει την ελευθερία του επιχειρείν και των αγορών, αλλά αισθάνεται ασφαλής μόνο υποχρεώνοντας τις μειονότητες να υποταχθούν στην εθνική ομοιογένεια.

Δεν είναι, όμως, η ανοιχτή στράτευση του συγγραφέα στο βενιζελικό πρόγραμμα του αστικού εκσυγχρονισμού η μόνη αδυναμία του βιβλίου. Τα προβλήματα που προκύπτουν από τον προσανατολισμό του Μαυρογορδάτου στην κοινωνιολογία του Μαξ Βέμπερ και στην έννοια του «χαρισματικού» ηγέτη ήταν ορατά ήδη στον προηγούμενο τόμο. Εδώ, στο δεύτερο βιβλίο κάθε δυνατότητα ταξικής ανάλυσης έχει χαθεί και ο συγγραφέας χάνει τη μπάλα σε κάθε απόπειρα ερμηνείας των εξελίξεων. Δεν υπάρχει κυρίαρχη τάξη την οποία υπηρετούν και τα δυο βασικά κόμματα της περιόδου, δεν υπάρχει συνέχεια του κράτους και των μεγάλων πολιτικών επιλογών, υπάρχει μόνο ένας μεταφυσικός διχασμός όπου η μια πλευρά έχει όραμα και πρόγραμμα και η άλλη αποτελεί ένα οπορτουνιστικό αντιπολιτευτικό συνονθύλευμα.

Τα ίδια τα στοιχεία που παρουσιάζει ο Μαυρογορδάτος αναδεικνύουν τα όρια και τις αντιφάσεις της προσέγγισής του. Παραθέτει, παραδείγματος χάρη, όσα είπε ο Μεταξάς σε κλειστή σύσκεψη με τους εκδότες των εφημερίδων στις 30 Οκτωβρίου 1940:

«Εγώ, κύριοι, όπως επαρκώς σας εξήγησα, ετήρησα μέχρι σήμερον την πολιτικήν του αειμνήστου Βασιλέως Κωνσταντίνου, δηλαδή την πολιτικήν της αυστηράς ουδετερότητος. Έκανα το παν δια να κρατήσω την Ελλάδα μακράν της συγκρούσεως των μεγάλων κολοσσών.

Ήδη, μετά την άδικον επίθεσιν της Ιταλίας, η πολιτική την οποίαν ακολουθώ είναι η πολιτική του αειμνήστου Βενιζέλου. Διότι είναι η πολιτική του συνταυτισμού της Ελλάδος με την τύχην της Δυνάμεως, δια την οποίαν η θάλασσα είναι ανέκαθεν, όπως είναι και δια την Ελλάδα, όχι το εμπόδιον που χωρίζει, αλλά η υγρά λεωφόρος που συνδέει. […] Δια την Ελλάδα η Αγγλία είναι η φυσική φίλη και επανειλημμένως εδείχθη προστάτρια, ενίοτε δε η μόνη προστάτρια» (σελ.95).

Οι συνέχειες ανάμεσα στις πολιτικές των δυο παρατάξεων του διχασμού, αυτές που δείχνουν την ένταξή τους στο ίδιο ταξικό στρατόπεδο, υπάρχουν στο βιβλίο, αλλά υποβαθμίζονται και ερμηνεύονται άλλοτε ως αδυναμίες του Τσαλδάρη που ήταν «αναξιόπιστος» και άλλοτε ως «μεγαλείο» του Μεταξά!

Με τέτοιες προσεγγίσεις, σημαντικά φαινόμενα ερμηνεύονται επιφανειακά: ο ρατσισμός τον οποίο αντιμετώπισαν όλη εκείνη την περίοδο όχι μόνο οι εβραίοι, οι σλαβόφωνοι ή οι τσάμηδες αλλά και οι πρόσφυγες αποδίδεται στον … «επαρχιωτισμό» της ελληνικής κοινωνίας, έστω κι αν υπάρχουν σελίδες ολόκληρες που περιγράφουν ρατσιστικές πρωτοβουλίες βενιζελικών παραγόντων, κομματαρχών του Λαϊκού κόμματος και των ίδιων των κυβερνήσεων.

Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν ο συγγραφέας επιχειρεί να αναφερθεί στο άλλο ταξικό στρατόπεδο, στην εργατική τάξη και το κίνημά της. Ο Μαυρογορδάτος έχει την άποψη ότι το ΣΕΚΕ και το ΚΚΕ ήταν απομονωμένο όταν ήταν διεθνιστικό και εργατικό και απέκτησε επιρροή μόνο όταν απαλλάχτηκε από τις «δογματικές ταξικές παρωπίδες» του. Θεωρεί καμπή σε αυτή την εξέλιξη το Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα (το οποίο αναφέρει ως λάθος του Σοφούλη και «μεγάλη και ιστορική» επιτυχία του ΚΚΕ) και φτάνει στο σημείο να βλέπει τις ρίζες του κινήματος της Αντίστασης στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής στο «ρεύμα που προήλθε από το Κίνημα του 1935» (σελ.449). 

Τελικά, και τα δυο αυτά βιβλία, και το «1915» και το «1922», δίνουν πολλές χρήσιμες εικόνες και πληροφορίες για όποιον θέλει να μελετήσει την ιστορία του Μεσοπολέμου στην Ελλάδα φεύγοντας από τα κλισέ της «ψωροκώσταινας». Αλλά για να σχηματίσει πραγματική εικόνα χρειάζεται να πάει σε βιβλία που δεν υπάρχουν στις αναφορές του Μαυρογορδάτου: στον Πουλιόπουλο, στον Ψυρούκη, στον Λιβιεράτο…

 

Σημειώσεις

1. 1915 - Ο εθνικός διχασμός. Παρουσίαση στο «Σοσιαλισμός από τα κάτω» Νο 127, Μάρτης-Απρίλης 2018

2. Πέτρου Ιατρίδη, «Αγρότες και επανάσταση», περιοδικό Επανάσταση Νο7, χειμώνας 1970-71, σελ.29. «Ιστορικά ποτέ δεν υπήρξε στην Ελλάδα μια τάξη ανεξάρτητων μικροπαραγωγών. Η καθυστέρηση με την οποία έγινε η αγροτική μεταρρύθμιση εξασφάλισε την υποδούλωση των αγροτών στο μονοπωλιακό κεφάλαιο από την αρχή. Σαν θεσμός, η μικροϊδιοκτησία ήταν ξεπερασμένη πριν ακόμη καθιερωθεί».