Το Εθνικό Ζήτημα στην εποχή μας
Η κρίση του ευρωατλαντισμού και η Ελλάδα
Πέτρος Παπακωνσταντίνου
Τιμή 5 ευρώ, 88 σελίδες
Εκδόσεις Τόπος, 2018
Το νέο βιβλίο «Το Εθνικό Ζήτημα στην εποχή μας, η κρίση του ευρωατλαντισμού και η Ελλάδα» (εκδόσεις Σύγχρονη Ριζοσπαστική Θεωρία) του Πέτρου Παπακωνσταντίνου είναι χωρισμένο σε δύο μέρη.
Στα τρία πρώτα κεφάλαια του πρώτου μέρους ο συγγραφέας ασχολείται με «τις αλλαγές που έφερε η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση στη συγκρότηση των εθνών», την «άνοδο και την πτώση του ευρωπαϊκού σχεδίου» και την «κρίση της παγκοσμιοποίησης τα τελευταία χρόνια» ενώ στο τέταρτο εστιάζει «στα καίρια θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας».
Τα τρία κεφάλαια του Παραρτήματος που εμπεριέχονται στο δεύτερο θεωρητικό μέρος του βιβλίου, έχουν σαν θέμα «Πατρίδες και Τάξεις, Το έθνος και οι εθνικισμοί στην Ιστορία και τη θεωρία» και αποτελούν κατά τον συγγραφέα «τα ιστορικά και ενοιολογικά θεμέλια της ανάλυσης που έχει προηγηθεί».
Κυρίαρχη θέση του συγγραφέα είναι ότι το «έθνος είναι ο μεγάλος επιζών από τις ιδεολογικές καταρρεύσεις της εποχής μας» και την στηρίζει σε γεγονότα όπως η ανάδειξη Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, το Brexit, η άνοδος εθνικιστικών κομμάτων σε μια σειρά από χώρες της Ευρώπης αλλά και το κίνημα ανεξαρτησίας σην Καταλονία.
Πρόκειται για μια λάθος ανάλυση. Σε αντίθεση με όλες τις θεωρίες που ήθελαν την παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού να οδηγεί στην παρακμή των εθνών-κρατών τις δύο προηγούμενες δεκαετίες, αυτό δεν συνέβη ποτέ πραγματικά. Οι «σύγχρονες αυτοκρατορίες του κεφαλαίου» συνέχισαν όλο αυτό το διάστημα και εξακολουθούν σήμερα να έχουν την στήριξη ισχυρότατων εθνών-κρατών. Προφανώς υπάρχει «αλλαγή σκηνικού», αλλά αυτή δεν αφορά το πλαστό δίπολο παγκοσμιοποίηση εναντίον έθνους-κράτους.
Το κυρίαρχο ζήτημα που αναδεικνύεται σήμερα είναι η αδυναμία του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο να βρει διεξόδους στην μακρόσυρτη κρίση που αντιμετωπίζει μετά και το τελευταίο του κραχ το 2007-8. Αυτή η αδυναμία έχει δύο ταυτόχρονες συνέπειες:
Επιθέσεις ενάντια στην εργατική τάξη, που όμως δεν μένουν αναπάντητες, οδηγώντας σε ταξική πόλωση και φέρνοντας στο προσκήνιο μια νέα αριστερή ριζοσπαστικοποίηση. (Ειδικότερα στην Ελλάδα, είναι ανέκδοτο να μιλάμε για το «έθνος» ως μεγάλο επιζώντα: Οκτώ χρόνια σκληρών αντιμνημονιακών μαχών, χιλιάδων απεργιών και δεκάδων πανεργατικών απεργιών, γκρέμισαν κυβερνήσεις και άλλαξαν άρδην το πολιτικό σκηνικό, που είχε διαμορφωθεί εδώ και δεκαετίες προς τα αριστερά, χωρίς να έχουν κανένα κυρίαρχο «πατριωτικό» πρόσημο).
Και δεύτερον, όξυνση των ανταγωνισμών ανάμεσα στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αλλά και τους τοπικούς υποϊμπεριαλισμούς της περιφέρειας, στο πλαίσιο των οποίων «ανθίζει» ο εθνικισμός, που καλλιεργείται από τα πάνω από αστικές κυβερνήσεις και αντιπολιτεύσεις. Με στόχο αφενός να στηρίξει τις «εθνικές διεκδικήσεις» της κάθε αστικής τάξης απέναντι στους ανταγωνιστές της, αφετέρου να εκτονώσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια καλώντας σε «ομοψυχία» απέναντι σε «εθνικές απειλές» εκτός των συνόρων αλλά και εντός ενάντια σε μειονότητες, πρόσφυγες και μετανάστες.
Ο συγγραφέας υποτιμάει το μέγεθος και τον ταξικό χαρακτήρα του εργατικού κινήματος ενώ αντιστρόφως, το «εθνικό» λαϊκό αίσθημα παρουσιάζεται σαν μια αυθόρμητη δύναμη από τα κάτω που η Αριστερά πρέπει να αγκαλιάσει, αντιπαραθέτοντας σε έναν αντιδραστικό εθνικισμό έναν αριστερό πατριωτισμό. Στην Ελλάδα, εντοπίζει σαν βασικές προτεραιότητες αυτού του πατριωτισμού την ανάκτηση της «εθνικής λαϊκής κυριαρχίας» η οποία ήδη έχει χαθεί ή απειλείται από τρεις παράγοντες: το ΝΑΤΟ, το νέο «γερμανικό οικονομικό ράιχ» της ευρωζώνης αλλά και την Τουρκία.
Υπάρχουν σήμερα, παλαιά και νέα ζητήματα εθνικής καταπίεσης ανοιχτά σε πολλές μεριές του πλανήτη; Προφανώς! Αλλά το ελληνικό κράτος δεν είναι ούτε Παλαιστίνη ούτε Κουρδιστάν ούτε Καταλονία, ώστε οι κομμουνιστές να χρειάζεται να υποστηρίξουν κριτικά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα (με στόχο όχι βέβαια μια νέα «εθνική κυριαρχία» αλλά την μετατροπή τους σε ταξικά, όπως υποστήριζαν ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι).
Η συμμετοχή της Ελλάδας στους διεθνείς οργανισμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ είναι η απόδειξη ότι ο ελληνικός καπιταλισμός ως το παλαιότερο σύγχρονο εθνικό κράτος των Βαλκανίων παίζει κυρίαρχο ρόλο όχι μόνο στην επικράτεια αλλά σε όλη τη γειτονιά. Δεν είναι ούτε αποικία ούτε καταπιεσμένη εθνότητα ή υπό κατοχή κράτος. Το γεγονός ότι σήμερα είναι ο αδύναμος κρίκος της καπιταλιστικής φούσκας και της ΕΕ και το ότι η εργατική τάξη της Ελλάδας καλείται να πληρώσει τα σπασμένα, δεν ακυρώνει τη θέση του σαν ένα κυρίαρχο καπιταλιστικό κράτος.
Ούτε πρόκειται να ακυρωθεί αυτή η θέση αν αύριο βρεθεί να είναι ο αδύναμος κρίκος μιας ιμπεριαλιστικής αλυσίδας συμμαχιών με τις ΗΠΑ και «αξόνων» όπως αυτός που έχει χτίσει με το δολοφόνο κράτος του Ισραήλ και την δικτατορία του Σίσι στην Αίγυπτο. Αν απειλείται κάποιος από την συμμετοχή του ελληνικού κράτους σε αυτούς τους οργανισμούς και αυτούς τους άξονες, δεν είναι τα «εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα» αλλά η εργατική τάξη που όπως παλαιότερα έτσι και σήμερα πληρώνει τα σπασμένα των εξορμήσεων και των διεκδικήσεων του ελληνικού καπιταλισμού.
Για τον συγγραφέα, η έξοδος από το ΝΑΤΟ και το κλείσιμο των βάσεων δεν τίθενται σε ένα αντικαπιταλιστικό, αντιιμπεριαλιστικό πλαίσιο αλλά στην κατεύθυνση «μιας ανεξάρτητης Ελλάδας» με «αμοιβαία επωφελείς σχέσεις» με τις ΗΠΑ, τις χώρες της ΕΕ, τη Ρωσία και την Κίνα, μιας Ελλάδας που «οφείλει να αξιοποιήσει τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς των μεγάλων δυνάμεων χωρίς να προσδένει τη μοίρα της σε κανένα κέντρο». Προσάπτει «έλλειψη τόλμης» στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που δεν εφάρμοσε τα «σχέδια β», εστιάζοντας κυρίως στην έξοδο από το κοινό νόμισμα, φέρνοντας παραδείγματα από χώρες εκτός της ευρωζώνης που «τα πήγαν καλά».
Όμως, το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν και παραμένει η έλλειψη μιας αντικαπιταλιστικής στρατηγικής που θα συγκρουστεί με τους ιμπεριαλιστικούς θεσμούς και τον ίδιο τον ελληνικό καπιταλισμό, τους τραπεζίτες, το ΣΕΒ και τους εφοπλιστές, αξιοποιώντας την δύναμη της εργατικής τάξης και των φτωχών στρωμάτων.
Εκεί που μπατάρει εντελώς στη λάθος κατεύθυνση η θέση του Πέτρου Παπακωνσταντίνου είναι οι ανταγωνισμοί με την Τουρκία: «Οι απόψεις που θέτουν την Ελλάδα και την Τουρκία στο ίδιο περίπου επίπεδο, κάνοντας λόγο για “δύο ιμπεριαλιστικές χώρες” έτοιμες να ριχτούν σε ένα πόλεμο που θα είναι “άδικος και από τις δύο πλευρές” μόνο από κάποιον πεισματικό εθνομαζοχισμό θα μπορούσαν να αιτιολογηθούν» υποστηρίζει. Και αλλού: «Η συμπεριφορά των ελληνικών κυβερνήσεων είναι κατά βάση φοβική υπό το βάρος του Αττίλα και της κρίσης των Ιμίων».
Ένας πόλεμος σήμερα του ελληνικού καπιταλισμού και κράτους με τον τουρκικό θα είναι ένας δίκαιος πόλεμος, υποστηρίζει ο συγγραφέας. Παλαιές διεκδικήσεις και μονομερείς ενέργειες του ελληνικού καπιταλισμού να μετατρέψει, με την επέκταση στα 12 μίλια, το Αιγαίο σε ελληνική λίμνη και νέες όσον αφορά στα «κυριαρχικά δικαιώματα» στις ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου, καταπίνονται αμάσητες. Συνθήκες (που στέρησαν πχ το δικαίωμα στους Κούρδους να έχουν το δικό τους κράτος) και «Δίκαια της Θάλασσας» που έχουν τη βούλα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, θεωρούνται θέσφατα. Τα συμφέροντα του τουρκικού λαού -και σωστά- διαχωρίζονται από τα συμφέροντα και τις επιθετικές βλέψεις της τουρκικής άρχουσας τάξης, αλλά οι επιθετικές βλέψεις της ελληνικής άρχουσας τάξης ούτε καν υφίστανται.
Έχοντας ήδη μιλήσει για δίκαιο πόλεμο και «φοβικές συμπεριφορές», το συμπέρασμα ότι υπάρχει «απόλυτη προτεραιότητα στην προσπάθεια για την αποτροπή ενός πολέμου με την Τουρκία» μοιάζει αδειανό πουκάμισο, ιδιαίτερα όταν και αυτό είναι υπό αίρεση, καθώς αν οδηγηθούμε στον πόλεμο, τότε, «δεν υπάρχει δίλημμα»...
Στο όνομα τάχα του «αντιμπεριαλισμού», ο συγγραφέας αντί να κλείνει, ανοίγει το δρόμο σε αυτό που ρητά δηλώνει ότι θέλει να αποφύγει, δηλαδή τον εθνικισμό, κυρίαρχη έκφραση του οποίου στην Ελλάδα είναι ο αντιτουρκισμός.
Η παράδοση του επαναστατικού ντεφαιτισμού του Λένιν και των μπολσεβίκων κρίνεται ανεπίκαιρη για την Ελλάδα του σήμερα ενώ οι θέσεις τους για την εθνική αυτοδιάθεση και τα εθνικοαπλευθερωτικά κινήματα (όπως και αυτές του Μαρξ και του Ένγκελς για το εθνικό ζήτημα) διαστρέφονται και χρησιμοποιούνται επιλεκτικά κατά το δοκούν -αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο από μια σειρά προβλήματα και αντιφάσεις που αφορούν στο τελευταίο θεωρητικό Παράρτημα του βιβλίου.