Ο Πάνος Γκαργκάνας στέκεται στα μηνύματα της Επανάστασης που σταμάτησε τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τιμούμε αυτόν το Νοέμβρη τα 100χρονα της επανάστασης στη Γερμανία που τερμάτισε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι μια επέτειος φορτωμένη μηνύματα καθώς σε όλη την Ευρώπη και όχι μόνο, ζούμε μια περίοδο κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης που ακόμη και οι πιο συντηρητικοί σχολιαστές αναρρωτιούνται πού οδηγεί. Στο Βερολίνο, την πόλη όπου πριν από έναν αιώνα έκαναν την πρώτη εμφάνισή τους οι πρόδρομοι των ναζιστικών ταγμάτων εφόδου, τα Freikorps, χιλιάδες βγήκαν στους δρόμους πρόσφατα στη μεγαλύτερη αντιφασιστική διαδήλωση των ημερών μας.
Στην Ελλάδα, ο Γερμανικός Νοέμβρης πάντα συμπίπτει με την επέτειο της ίδρυσης του ΣΕΚΕ τις ίδιες μέρες που έπεφτε ο Κάιζερ. Η εμφάνιση της Αριστεράς εδώ στο προσκήνιο είναι άρρηκτα δεμένη με την ώθηση που έδωσαν οι εξεγερμένοι ναύτες στο Κίελο και οι εργάτες στους δρόμους του Βερολίνου. Εκεί βρίσκονται οι επαναστατικές ρίζες της Αριστεράς και τα διδάγματα της Γερμανικής επανάστασης παραμένουν πολύτιμα: ποιος πρέπει να είναι ο στρατηγικός φάρος της Αριστεράς, η «ομαλή» κοινοβουλευτική πορεία της σοσιαλδημοκρατίας ή οι επιλογές της Λούξεμπουργκ και του Λήμπνεχτ, του Λεβινέ και της Τσέτκιν;
Στα εκατό χρόνια που πέρασαν από τότε, ορισμένα ζητήματα έρχονται και ξανάρχονται σε αυτή τη συζήτηση και αξίζει τον κόπο να ανατρέξουμε στην εμπειρία της Γερμανικής επανάστασης για να τα αντιμετωπίσουμε.
Είναι οι επαναστάσεις επίκαιρες στον πιο αναπτυγμένο καπιταλισμό ή πρέπει να τις προσδοκούμε μακριά του, στην υπανάπτυκτη περιφέρεια και στο κοινωνικό περιθώριο;
Μπορεί μια εργατική τάξη που ζει και δουλεύει στις πιο προχωρημένες συνθήκες και απολαμβάνει κατακτήσεις να γίνεται επαναστατική ή έχει να χάσει τόσα πολλά ώστε ξεχνάει την προτροπή του Μαρξ ότι δεν έχει να χάσει παρά μόνο τις αλυσίδες της;
Πόσο καθοριστικός είναι ο ρόλος της Αριστεράς στην έκβαση των επαναστατικών γεγονότων; Μπορεί να κάνει διαφορά ή αποτελεί έναν παράγοντα που εξαρτιέται παθητικά από την ωριμότητα των συνθηκών;
Ας δούμε τι απαντάει η ιστορία της Γερμανικής επανάστασης.
Οι αντιφάσεις του ανερχόμενου καπιταλισμού
Η επανάσταση του 1918 συγκλόνισε την ανερχόμενη δύναμη του παγκόσμιου καπιταλισμού της εποχής της. Αν στις μέρες μας τα μάτια είναι στραμμένα στην Κίνα, στην επέκταση της οικονομίας της που φτάνει να διεκδικεί την πρώτη θέση από τις ΗΠΑ και στις γεωστρατηγικές εντάσεις που προκύπτουν από αυτό, πριν από έναν αιώνα το επίκεντρο ήταν η ανάδυση της Γερμανίας.
Ο Γερμανικός καπιταλισμός ερχόταν στο προσκήνιο με καθυστέρηση. Η Βρετανία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ κατείχαν ήδη κορυφαίες θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη των Μεγάλων Δυνάμεων, όχι μόνο οικονομικά αλλά και γεωπολιτικά. Στην Αμερική υπήρχε ήδη το «δόγμα Μονρόε» που είχε βαφτίσει τη Λατινική Αμερική ως αυλή των ΗΠΑ. Στην Αφρική και στην Ασία, Βρετανοί και Γάλλοι αποικιοκράτες είχαν αρπάξει τη μερίδα του λέοντα. Σε έναν τέτοιο κόσμο το Γερμανικό κεφάλαιο προχωρούσε με άλματα αλλά ταυτόχρονα συναντούσε διεθνείς ανταγωνιστές που του έκλειναν το δρόμο όχι μόνο με οικονομικά αλλά και με διπλωματικά και στρατιωτικά μέσα.
Αρχικά όλα αυτά έμοιαζαν δευτερεύοντα μέσα στην ευφορία της «Μπελ Επόκ». Η Γερμανία έμπαινε στα προνόμια της λέσχης των πλουσίων και επιφανειακά άφηνε πίσω της την εποχή του Γαλλογερμανικού πολέμου του 1871 και της Παρισινής Κομμούνας. Το 1918 είχαν περάσει 47 ολόκληρα χρόνια, σχεδόν μισός αιώνας από τότε που υπήρχαν επαναστατημένοι εργάτες σε οδοφράγματα στην καρδιά της Ευρώπης. Η Ρωσία του 1905 και του 1917 υποτίθεται ότι ήταν αποτέλεσμα της καπιταλιστικής υπανάπτυξής της και ότι δεν αφορούσε κοινωνίες όπου ο καπιταλισμός είχε ανθίσει.
Η άνθιση του καπιταλισμού στη Γερμανία ήταν εντυπωσιακή. Μια συνοπτική περιγραφή δίνει την εξής εικόνα:
«Τα νούμερα του εξωτερικού εμπορίου αντανακλούσαν την τεράστια επέκταση της Γερμανικής οικονομίας. Η αξία των εξαγωγών αυξήθηκε από 173.230.000 στερλίνες το 1872 σε 538.515.000 στερλίνες το 1914. Σημειώθηκε μια σημαντική αλλαγή στον χαρακτήρα αυτού του εμπορίου. Το 1873 μόνο το 38% του εξωτερικού εμπορίου ήταν τελικά βιομηχανικά προϊόντα. Το 1913 το μερίδιό τους είχε ανεβεί στο 63%. Στη δεκαετία του 1880 η Γερμανία ήταν ακόμη καθαρός εισαγωγέας κεφαλαίων. Το 1914 είχε γίνει καθαρός εξαγωγέας με επενδύσεις στην Αμερική (βόρεια και Λατινική), την Εγγύς και την Άπω Ανατολή που έφταναν συνολικά τα 1.250 εκατομμύρια στερλίνες. (…) Το 1913 το Γερμανικό μερίδιο στο παγκόσμιο εμπόριο είχε σχεδόν φτάσει στο ύψος του Βρετανικού και ήταν ήδη διπλάσιο του Γαλλικού. Η Γερμανία είχε εξελιχθεί στον πιο σοβαρό ανταγωνιστή της Βρετανίας και το Μάρκο ανταγωνιζόταν την Στερλίνα».1
Σε πείσμα των αντιλήψεων που φαντάζονται ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη φέρνει έναν καλύτερο κόσμο επειδή με αυτόν τον τρόπο «θα γίνουμε ευρωπαίοι» και θα ζούμε σε ένα «περιβάλλον ειρήνης και σταθερότητας» (για να θυμηθούμε κάποια κλισέ της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας), οι πιο αναπτυγμένες κοινωνίες μέσα στον καπιταλισμό αντιμετωπίζουν και τις πιο άγριες αντιφάσεις. Στις αρχές του εικοστού αιώνα αυτό σήμαινε μια κούρσα που οδηγούσε στο σφαγείο του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου.
«Ο πραγματικός ανταγωνιστής της Βρετανίας ήταν η Γερμανία. Η Γερμανική βιομηχανία είχε ξεπεράσει τη Βρετανική ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα κιόλας. Στον τομέα των χημικών (λιπάσματα, χρώματα, φαρμακευτικά κλπ) δυο γερμανικά μεγαθήρια, η Basf και η Bayer είχαν μονοπωλήσει, ουσιαστικά, την παγκόσμια αγορά. Στην παραγωγή χάλυβα η πρωτοκαθεδρία ανήκε και πάλι σε μια γερμανική εταιρεία, την Hoesch-Krupp AG. Ακόμα και στην παραγωγή άνθρακα η Γερμανία απειλούσε τη βρετανική πρωτιά: το 1900 η Γερμανία παρήγαγε 60 εκατομμύρια τόνους άνθρακα. Το 1913, στις παραμονές του πολέμου, είχε φτάσει στα 114 εκατομμύρια τόνους – στο 50% σχεδόν της Βρετανικής παραγωγής δηλαδή. Το ίδιο συνέβη και στον τομέα των συγκοινωνιών: το 1888 μια θυγατρική της γερμανικής Deutsche Bank υπέγραψε συμφωνία με τον Σουλτάνο για την κατασκευή της πρώτης σιδηροδρομικής γραμμής στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μέσα στα επόμενα χρόνια γερμανικές, γαλλικές και βρετανικές εταιρείες άρχισαν έναν άγριο αγώνα δρόμου για την «σιδηροδρομική κατάκτηση» της Οθωμανικής Μέσης Ανατολής».2
Οι πιέσεις για μετατροπή του οικονομικού ανταγωνισμού σε στρατιωτικό κλιμακώνονταν από την ίδια την πρόοδο της τεχνολογίας μέσα στον καλπασμό της οικονομίας. Όπως παρατηρεί ο Σωτήρης Κοντογιάννης στο ίδιο άρθρο του «το πετρέλαιο από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε αρχίσει να εκτοπίζει τον άνθρακα σαν πηγή ενέργειας. Αυτή η αλλαγή, όμως, στην τεχνολογία έβαζε τεράστιες πιέσεις στα στρατιωτικά επιτελεία. Το μεγαλύτερο πρόβλημα το είχε η Βρετανία – η κυριότερη ναυτική δύναμη της εποχής της. Το 1911 το βρετανικό πολεμικό ναυτικό χρησιμοποιούσε ακόμα κάρβουνο για να κινεί τα πλοία του – παρά τα προφανή πλεονεκτήματα του πετρελαίου (ήθελε πολύ λιγότερο χώρο, η καύση του ήταν πιο καθαρή και η απόδοσή του πολύ μεγαλύτερη). Υπήρχε όμως και ένα σοβαρό μειονέκτημα: η Βρετανία είχε ανθρακωρυχεία. Αλλά δεν είχε πετρελαιοπηγές. Στροφή στο πετρέλαιο θα σήμαινε εξάρτηση από τις εισαγωγές – πράγμα που θεωρούσαν απαράδεκτο οι αξιωματικοί. Ούτε μπορούσαν, όμως, να μείνουν πίσω, αφού αυτό θα έφερνε τον στόλο της σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους ανταγωνιστές της – με πρώτη και κύρια τη Γερμανία που είχε αρχίσει ήδη από το 1897 να χτίζει έναν σύγχρονο στόλο στη Βόρεια Θάλασσα».3
Εκείνη την εποχή οι στόλοι ήταν το καμάρι της πολεμικής βιομηχανίας και των στρατιωτικών επιτελείων. Η άλλη όψη αυτού του νομίσματος, όμως, ήταν ο ρόλος των ναυτών στις επαναστάσεις της εποχής. Η ανταρσία στο Θωρηκτό Ποτέμκιν έχει γίνει θρύλος χάρη στην ομώνυμη ταινία του Σεργκέι Άιζενστάιν. Οι ναύτες του Γερμανικού στόλου στο Κίελο έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στο ξεκίνημα της επανάστασης το φθινόπωρο του 1918.
Η δύναμη της πιο «προνομιούχας» εργατικής τάξης
«Στις 24 Οκτώβρη του 1918 ο Λούντεντορφ, ο αρχηγός του γερμανικού στρατού έδωσε εντολή στο γερμανικό ναυτικό να βγει στη Βαλτική, να αναμετρηθεί με τον βρετανικό στόλο ώστε να αποκαταστήσει την “τιμή του”.
Οι ναύτες στο ναύσταθμο του Κιέλου, στη βορειοανατολική Γερμανία, στασίασαν. Συνέλαβαν τους αξιωματικούς τους, ύψωσαν κόκκινες σημαίες στα πλοία και κέρδισαν στο πλευρό τους τη φρουρά της πόλης. Έστειλαν αποσπάσματα σε όλη την ακτή για να κερδίσουν και τις άλλες φρουρές.
Δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ένα χρόνο πριν, το 1917, οι ναύτες –πολλοί ήταν επιστρατευμένοι εργάτες- είχαν κατέβει σε “απεργία” και είχαν γνωρίσει σκληρή καταστολή. Η κινητοποίησή τους είχε μείνει απομονωμένη. Τον Μάρτη του 1918, το Βερολίνο και άλλες πόλεις συγκλονίστηκαν από απεργίες με κέντρο τη βαριά βιομηχανία πυρομαχικών. Στις αρχές του Νοέμβρη, όμως, η ανταρσία των ναυτών συντονίστηκε με τον ξεσηκωμό των εργατών. Όταν η κυβέρνηση βρέθηκε μπροστά στην γενική απεργία στο Βερολίνο ύψωσε λευκή σημαία.
Οι στρατηγοί έλπιζαν να συνεχίσουν τον πόλεμο για μερικούς μήνες. Οι μονάδες του στρατού υποχωρούσαν συντεταγμένα. Αλλά μόλις περνούσαν τα γερμανικά σύνορα, η πειθαρχία γινόταν καπνός. Οι στρατιώτες εκλέγανε επιτροπές και οι αξιωματικοί ήταν ανίσχυροι να επιβληθούν. Η κυβέρνηση έλπιζε ότι έλεγχε τουλάχιστον τις “ελίτ” μονάδες του στρατού στην πόλη. Διαψεύστηκε οικτρά. Ένας δημοσιογράφος ανέφερε ότι:
“Το σύνταγμα Κάιζερ Αλεξάντερ πέρασε στην επανάσταση: οι στρατιώτες ξεχύθηκαν από τις πύλες του στρατοπέδου και συναδελφώθηκαν με το πλήθος που κραύγαζε απ’ έξω. Οι φαντάροι χειρονομούσαν εκφράζοντας έντονα συναισθήματα κι οι κοπέλες τούς αγκάλιαζαν και έβαζαν λουλούδια στις στολές τους. Κάποιοι από το προσωπικό μού ανέφεραν ότι οι φαντάροι ξήλωναν τα διακριτικά και τις χρυσές επωμίδες από τους αξιωματικούς”.
Στις 11 Νοέμβρη οι στρατηγοί αναγκάζονται να υπογράψουν ανακωχή. Ο πόλεμος είχε τελειώσει κι αυτό ήταν έργο των “ανώνυμων” ανθρώπων, των εργατών, των ναυτών, των φαντάρων που ξεσηκώθηκαν».4
Δεν θα μπορούσε να υπάρχει πιο συγκλονιστική αντίθεση με την εικόνα που επικρατούσε τον Αύγουστο του 1914, όταν ξεκινούσε ο Πόλεμος. Τότε επικρατούσε πατριωτικός ενθουσιασμός και οι αυταπάτες ότι ο πόλεμος θα ήταν περίπατος γιατί σε λίγους μήνες ο γερμανικός στρατός θα έμπαινε νικητής στο Παρίσι. Οι κορυφαίες εκπρόσωποι της αντιπολεμικής αριστεράς, η Ρόζα Λούξεμπουργκ και η Κλάρα Τσέτκιν βρίσκονταν στα πρόθυρα της κατάθλιψης. Αντίθετα, οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας που στήριξε τον πόλεμο μπορούσαν να αισθάνονται δικαιωμένοι: το γερμανικό προλεταριάτο είχε να υπερασπίσει πλούσιες κατακτήσεις, οικονομικές και πολιτικές. Κι όμως, η πορεία των γεγονότων δικαίωνε τη Ρόζα.
Πραγματικά η εργατική τάξη στη Γερμανία στις αρχές του εικοστού αιώνα είχε μεγάλες κατακτήσεις, ήταν η αιχμή του δόρατος για το διεθνές εργατικό κίνημα. «Μετά την ίδρυση του SPD το 1875, ακολούθησαν τα επόμενα 25 χρόνια όλες οι ευρωπαϊκές χώρες. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην δημιουργία συνδικάτων. (…) Από την ίδρυση της ισπανικής ΓΣΕΕ το 1888 και της γερμανικής το 1891 μέχρι την ιταλική το 1906, οι εργάτες απέκτησαν την δυνατότητα πανεθνικού συντονισμού και οργάνωσης: η γενική απεργία ήταν πλέον κάτι εφικτό. (...) Η μαζικοποίηση των συνδικάτων και η δημιουργία σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων έφερε με τη σειρά της σημαντικές επιτυχίες και κατακτήσεις. Στα 20 χρόνια μέχρι το 1914, στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης οι εργάτες κατάφεραν να κερδίσουν το δικαίωμα στην ψήφο, την αναγνώριση των συνδικάτων και του δικαιώματος στην απεργία, και μια σειρά από πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες. Η κατάκτηση της ψήφου είχε άμεση αντανάκλαση στα ποσοστά των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Το SPD από 9% στις εκλογές του 1877, εκτοξεύτηκε στο 20% το 1890, το 31.7% το 1903, ενώ στις εκλογές του 1912 πήρε 35% και αναδείχτηκε πρώτο κόμμα στο κοινοβούλιο. Η σταθερή αύξηση των μελών των σωματείων και των κομμάτων και η ραγδαία εκλογική άνοδος δημιουργούσαν την πεποίθηση ότι ήταν απλά θέμα χρόνου μέχρι οι σοσιαλιστές να κατακτήσουν την πλειοψηφία στην κοινωνία».5
Η εργατική τάξη στη Γερμανία του 1914 με τα μαζικά συνδικάτα και το SPD είχε αποκτήσει όχι μόνο οικονομικά επιδόματα αλλά και δικές της εφημερίδες, λέσχες, αθλητικά σωματεία ακόμη και «σοσιαλιστικά» γραφεία κηδειών. Θα μπορούσε να θεωρηθεί πρότυπο «ενσωματωμένης» εργατικής τάξης. Κι όμως αυτοί οι «προνομιούχοι» εργάτες έγιναν φλογεροί επαναστάτες που έδωσαν ξανά και ξανά μάχες μέχρι την τελική ήττα της επανάστασης το 1923.
Οι «Μέρες του Σπάρτακου» στο Βερολίνο τον Γενάρη του 1919 είναι ίσως η πιο γνωστή στιγμή όπου τα πιο ανυπόμονα τμήματα της επαναστατημένης εργατικής τάξης προχώρησαν σε μια πρόωρη εξέγερση που στοίχισε τη ζωή της Ρόζας. Λιγότερο γνωστές είναι οι μέρες όπου τον Απρίλη του 1919 στους δρόμους του Μονάχου επικρατούσαν τα εργατικά συμβούλια μέχρι να τα πνίξουν στο αίμα τα Freikorps.6 Παρά τις αντεπαναστατικές εξορμήσεις, το πραξικόπημα με επικεφαλής τον εκπρόσωπο των αριστοκρατών γεωκτημόνων Γιούνκερ Wolfgang Kapp την επόμενη χρονιά αποκρούστηκε χάρη στην εργατική αντίσταση. Ενώ η επίσημη κυβέρνηση εγκαταλείπει τα υπουργεία στα χέρια των πραξικοπηματιών, μια γενική απεργία τους φράζει το δρόμο.7 Και μια νέα επαναστατική κατάσταση ξεπρόβαλε το 1923 μέσα από τη ραγδαία επιδείνωση της κρίσης που προκαλούσε η επιβολή αποζημιώσεων στη Γερμανία από τους νικητές του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου.8
Οι επαναστατικές ανατάσεις της εργατικής τάξης ήταν αλλεπάλληλες. Η διαδικασία που ξεκίνησε με την ανατροπή του Κάιζερ τον Νοέμβρη του 1918 και έκλεισε με την ήττα του Γερμανικού Οκτώβρη το 1923 είναι αποκαλυπτική για τον καθοριστικό ρόλο που παίζουν οι επιλογές της Αριστεράς για την έκβαση των επαναστατικών εξάρσεων της εργατικής τάξης.
Η οργάνωση της εργατικής πρωτοπορίας
Μια επαναστατική πτέρυγα της Αριστεράς άρχισε να διαμορφώνεται νωρίς στη Γερμανία σε αντιπαράθεση με τις ρεφορμιστικές στρατηγικές που οδήγησαν τη σοσιαλδημοκρατία στο συμβιβασμό με τον πόλεμο. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ έγραψε το περιβόητο βιβλίο της με τίτλο «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση» ήδη το 1898 σαν απάντηση στις αναθεωρητικές («ρεβιζιονιστικές») απόψεις του Έντουαρντ Μπέρνστάιν.
Οι θεωρίες ότι η επέκταση των τραπεζών απομάκρυνε τον κίνδυνο των οικονομικών κρίσεων και ότι η εμφάνιση πολυμετοχικών επιχειρήσεων άνοιγε περιθώρια για εκδημοκρατισμό του καπιταλισμού έκαναν θραύση. Άλλωστε, τέτοιες αντιλήψεις θα έρχονταν ξανά και ξανά στη διάρκεια του εικοστού αιώνα και μέχρι και τις μέρες μας, άλλοτε σαν «επανάσταση των μάνατζερ» και άλλοτε σαν «μαγικά του Γκρίνσπαν», δηλαδή σαν ικανότητα των κεντρικών τραπεζών να κάνουν τις κρίσεις «παρελθόν». Σήμερα, δέκα χρόνια μετά το κραχ που ξεκίνησε η χρεοκοπία της Λήμαν Μπράδερς, αυτά μπορεί να ηχούν γελοία, αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι μέσα στα τελευταία εκατό χρόνια αποτέλεσαν μοτίβα που ενίσχυαν τις ρεφορμιστικές τάσεις. Η συμβολή της Ρόζας στην απόρριψή τους ήταν πρωτοπόρα και παραμένει πολύτιμη.
Το ίδιο πρέπει να πούμε για το άλλο κλασικό έργο της με τίτλο «Μαζική απεργία, κόμμα και συνδικάτα». Γραμμένο μετά την πρώτη επανάσταση στη Ρωσία το 1905, συνοψίζει την εμπειρία της σε μια φράση: επιτέλους ανακαλύφθηκε ο τρόπος κίνησης της εργατικής τάξης. Από την οικονομική πάλη στην πολιτική, από το επιμέρους στο γενικό, από το αυθόρμητο στην οργανωμένη εξέγερση. Η Ρόζα ήταν η αιχμή της κριτικής στον συντηρητισμό της συνδικαλιστικής και της κομματικής ηγεσίας πολύ πριν αυτές οι ηγεσίες φτάσουν να συνταχθούν με τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο το 1914.
Ωστόσο, υπάρχει μια καθοριστική διαφορά της Ρόζας με τον Λένιν, ο οποίος μπορεί να έτρεφε εκτίμηση για τον Κάουτσκι μέχρι αρκετά αργά, αλλά εργαζόταν συστηματικά για την κομματική οικοδόμηση των Μπολσεβίκων. Η Ρόζα προηγήθηκε στην κριτική των ρεφορμιστικών τάσεων του SPD, αλλά καθυστέρησε στην οικοδόμηση ανεξάρτητου επαναστατικού κόμματος. Ο Σπάρτακος ιδρύθηκε σαν επαναστατική οργάνωση το 1915 και μπήκε στη φωτιά της επανάστασης του 1918 με μόλις 4.000 μέλη.
Το αριθμητικό σκέλος δεν ήταν η καθοριστική πλευρά της υστέρησης. Η ραγδαία ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης βοήθησε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας KPD που προήλθε από τον Σπάρτακο και ιδρύθηκε την πρωτοχρονιά του 1919 να μεγαλώσει γρήγορα. Το SPD είχε ήδη διασπαστεί πάνω στο ζήτημα του πολέμου και το Ανεξάρτητο SPD (USPD) είχε συσπειρώσει μεγάλο τμήμα της βάσης. Το 1920 το συνέδριο του USPD αποφάσισε την προσχώρηση στην Τρίτη Διεθνή και η πλειοψηφία ενώθηκε με το KPD, δημιουργώντας ένα κόμμα με 400.000 μέλη. Το άλμα από τις τέσσερις στις τετρακόσιες χιλιάδες μέλη μιλάει από μόνο του για τις διεργασίες μέσα στην εργατική πρωτοπορία σε επαναστατικές συνθήκες.
Υπάρχει, όμως, μια άλλη πλευρά. Η ικανότητα ενός κόμματος πρωτοπόρων εργατών να χειριστεί πολιτικά τις καμπές της επαναστατικής διαδικασίας. Η εργατική επανάσταση δεν είναι ένα στιγμιαίο γεγονός. Περνάει μέσα από στροφές και γυρίσματα, επιθέσεις της αντεπανάστασης που πρέπει να αποκρουστούν και νέα προχωρήματα της τάξης που πρέπει να τραβήξουν την πλειοψηφία των εργατών με το μέρος τους μέχρι να φτάσει στην κορύφωση και την κατάκτηση της εξουσίας.
Η ικανότητα ενός επαναστατικού κόμματος να στηρίζει τους πρωτοπόρους εργάτες στο χειρισμό τέτοιων δύσκολων επιλογών δεν πέφτει από τον ουρανό. Κερδίζεται μέσα από τα χρόνια της κομματικής οικοδόμησης πριν από την επανάσταση που συσσωρεύουν εμπειρία και εκπαίδευση και στα μέλη και στην ηγεσία. Οι Μπολσεβίκοι είχαν τέτοιες κατακτήσεις περνώντας μέσα από την εμπειρία της «γενικής δοκιμής» του 1905, διατηρώντας την ανεξαρτησία τους και χτίζοντας ένα δίκτυο πρωτοπόρων εργατών στους χώρους δουλειάς με τη βοήθεια της Πράβδα. Οι Σπαρτακιστές υστερούσαν σε αυτόν τον τομέα και έχασαν πολλά από τα καλύτερα στελέχη τους νωρίς μαζί με τη Ρόζα και τον Λήμπνεχτ που δολοφονήθηκαν τον Γενάρη του 1919.
Οι δύσκολες επιλογές
Οι πολιτικές δυσκολίες που είχαν να αντιμετωπίσουν τα μέλη του KPD συνοψίστηκαν επιγραμματικά από τον Ευγένιο Λεβινέ ήδη από την άνοιξη του 1919.
«Οι Σοσιαλδημοκράτες ξεκινάνε, μετά το βάζουν στα πόδια και μας προδίδουν. Οι Ανεξάρτητοι καταπίνουν το δόλωμα, έρχονται μαζί μας, μετά μας εγκαταλείπουν και εμείς οι κομμουνιστές στηνόμαστε στον τοίχο. Οι κομμουνιστές είμαστε νεκροί με αναστολή. Αυτό το γνωρίζω πολύ καλά».9
Πραγματικά, οι λεγόμενες «Μέρες του Σπάρτακου» το Γενάρη του 1919 είχαν ξεκινήσει με μια προδοσία του SPD όταν η κυβέρνησή του απομάκρυνε τον αρχηγό της Αστυνομίας επειδή ήταν πολύ αριστερός για τα μέτρα της. Οι ηγέτες των Ανεξάρτητων μπήκαν στο κάλεσμα για απεργία και διαδηλώσεις ενάντια σε αυτή την πρόκληση, αλλά στη συνέχεια παρέλυσαν. Η περιγραφή της εργατικής συγκέντρωσης εκείνη τη μέρα είναι συγκλονιστική:
«Αυτό που έγινε τη Δευτέρα στο Βερολίνο ήταν ίσως η μεγαλύτερη προλεταριακή διαδήλωση στην ιστορία. Από το άγαλμα του Ρολάντ (μπροστά από το Δημαρχείο) μέχρι το Άγαλμα της Νίκης (στην Κένιγκπλατς) οι προλετάριοι στέκονταν σε σφιχτές γραμμές. Είχαν φέρει τα όπλα και τις κόκκινες σημαίες τους. Ήταν έτοιμοι να κάνουν τα πάντα. (…) Και μετά συνέβη το αδιανόητο. Από τις 9 το πρωί οι μάζες στέκονταν μέσα στο κρύο και την ομίχλη. Οι ηγέτες τους κάπου συνεδρίαζαν. Η ομίχλη σηκώθηκε και οιο μάζες στέκονταν ακόμη εκεί. Οι ηγέτες τους συνεδρίαζαν. Σήμανε μεσημέρι και στο κρύο προστέθηκε η πείνα. Και οι ηγέτες συνεδρίαζαν. (…) Πέρασαν όλο το απόγευμα και το βράδυ συνεδριάζοντας κι όταν ήρθε η αυγή συνέχιζαν τη συνεδρίαση».10
Οι Σπαρτακιστές είχαν ξεκαθαρίσει ότι στόχος της κινητοποίησης δεν ήταν μια πρόωρη εξέγερση για την κατάληψη της εξουσίας, αλλά η ανάκληση της απόλυσης του αρχηγού της αστυνομίας, ο αφοπλισμός των αντεπαναστατικών στρατευμάτων και ο εξοπλισμός του προλεταριάτου. Δεν είχαν όμως τη δύναμη να οργανώσουν μια συνταγμένη πορεία των κινητοποιήσεων που να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις της κυβέρνησης και να ξεπερνάει τις ταλαντεύσεις των κεντριστικών ρευμάτων. Η καταστολή που ακολούθησε στράφηκε κατά κύριο λόγο εναντίον τους. Η Ρόζα και ο Λήμπνεχτ πλήρωσαν με τη ζωή τους για τις «Μέρες του Σπάρτακου».
Το σενάριο επαναλήφθηκε λίγους μήνες αργότερα στη Βαυαρία. Το KPD βρέθηκε στην ανάγκη να υπερασπιστεί μια Δημοκρατία των Συμβουλίων που είχε προκηρυχθεί από στοιχεία που δεν ήξεραν (και εν μέρει δεν ήθελαν) να οργανώσουν το προλεταριάτο του Μονάχου να πάρει τον έλεγχο. Με τη βοήθεια των Σπαρτακιστών οι εργάτες άλλαξαν την κατάσταση και πρόλαβαν να δώσουν δείγματα πραγματικής εργατικής εξουσίας, αλλά δεν είχαν τα περιθώρια να σπάσουν την απομόνωση του Μονάχου. Έμειναν στην ιστορία σαν μια απόπειρα αντάξια της Παρισινής Κομμούνας που σφαγιάστηκε. Ο Λεβινέ εκτελέστηκε, όπως πλήθος προλετάριοι και Σπαρτακιστές της Βαυαρίας.
Η σφαγή των εργατικών συμβουλίων του Μονάχου δεν ήταν το τέλος της επανάστασης. Η μετατόπιση των εργατών προς τα αριστερά συνεχίστηκε και δυνάμωσε. Το Δεκέμβρη του 1919 ο αριθμός των συνδικαλισμένων εργατών σκαρφάλωσε στα 7,3 εκατομμύρια από τα 2,2 εκατομμύρια που ήταν το Δεκέμβρη του 1918. Στις εκλογές τον Ιούνη του 1920 το SPD έπεσε στα 5,5 εκατομμύρια ψήφους από τα 11,5 εκατομμύρια που είχε πάρει στις εκλογές του Γενάρη 1919, ενώ οι Ανεξάρτητοι ανέβηκαν από τα 2,3 στα 4,9 εκατομμύρια ψηφοφόρων.
Το ΚΡD είχε δυσκολία να μεγαλώσει μέσα από αυτή τη στροφή αριστερά. Σίγουρα αυτό είχε να κάνει με την καταστολή που αντιμετώπιζε και η οποία ήταν πολύ σκληρή. Παρόλα αυτά το κόμμα μεγάλωνε αλλά όχι με τους ρυθμούς των Ανεξάρτητων. Μια εξήγηση γι’ αυτό δόθηκε από την εισήγηση για το οργανωτικό στο Δεύτερο Συνέδριο του KPD. Η αρχική σύνθεση των μελών «αποτελούνταν κυρίως από νέους ανθρώπους που τους είχε ριζοσπαστικοποιήσει ο πόλεμος. Για πολλούς απ’ αυτούς η διαδρομή ήταν από το σχολείο κατευθείαν στο μέτωπο και μετά στην ανεργία. Τέτοια μέλη έδιναν πολύ λίγη σημασία στην τακτική, στην καθημερινή δράση στα εργοστάσια και τα συνδικάτα, στους φαινομενικά κουραστικούς γύρους συνεδριάσεων και εκπαιδευτικών συζητήσεων, στη συστηματική εργασία για το κέρδισμα νέων μελών και το χτίσιμο οργανωτικών δομών. Ήθελαν οδομαχίες, όχι βαρετές συνεδριάσεις».11
Το KPD χρειάστηκε να δώσει μάχες στο εσωτερικό του ενάντια στην ανυπομονησία και στον αριστερισμό. Κάποιες φορές αυτό έγινε με λάθος τρόπο, με διαγραφές. Σε άλλες στιγμές έγιναν ακόμη χειρότερα λάθη. Την άνοιξη του 1920, η ηγεσία για να «προστατέψει» τα μέλη και την τάξη από τον κίνδυνο τυχοδιωκτικών ενεργειών αρνήθηκε τη συμμετοχή στην απεργία που σταμάτησε το πραξικόπημα του Kapp! To σεχταριστικό επιχείρημα ήταν ότι:
«το επαναστατικό προλεταριάτο δεν θα σηκώσει ούτε το δαχτυλάκι του για την κυβέρνηση που δολοφόνησε τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Καρλ Λήμπνεχτ. Δεν θα σηκώσει το δαχτυλάκι του για την κοινοβουλευτική δημοκρατία που αποτελεί μια μάσκα για τη δικτατορία της αστικής τάξης».12
Χρειάστηκε η βοήθεια της Τρίτης Διεθνούς για να φτάσει το KPD να κερδίσει στις γραμμές του την πλειοψηφία των μελών των Ανεξάρτητων που εμπνεύστηκε από τη Ρώσικη επανάσταση. Η σύνθεση των μελών άλλαξε, το κόμμα απόκτησε ρίζες πιο βαθιά μέσα στην τάξη. Αλλά η συγκρότηση μιας ηγετικής ομάδας ικανής να αποφεύγει και τον αριστερισμό και τα δεξιά λάθη αποδείχθηκε πιο δύσκολη υπόθεση.
Η κρίσιμη δοκιμασία ήρθε το 1923. Η οικονομική κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο με τον υπερπληθωρισμό που προκαλούσε η επιβολή πολεμικών αποζημιώσεων από τους αγγλογάλλους νικητές με τη Συνθήκη των Βερσαλιών. Η οργή της εργατικής τάξης έφερε μια νέα στροφή προς τα αριστερά που σε μεγάλο βαθμό είχε αποδέκτη αυτή τη φορά το KPD. Τον Αύγουστο ένα απεργιακό κύμα συγκλόνισε τη χώρα και είχε επικεφαλής Επιτροπές των εργοστασιακών συμβουλίων. Το κόμμα είχε τη δυνατότητα να οργανώνει «Προλεταριακές Εκατονταρχίες».
Στη Σαξονία και στη Θουριγγία σχηματίστηκαν τοπικές αριστερές κυβερνήσεις στις οποίες μπήκε και το KPD με στόχο όχι τη διαχείριση της κρίσης αλλά τον εξοπλισμό των εργατών για να πάρουν την εξουσία αποκρούοντας μια στρατιωτική επέμβαση από το Βερολίνο. Στις 21 Οκτώβρη ο στρατηγός Μίλερ προχώρησε να στείλει στρατεύματα στη Σαξονία, αλλά η κήρυξη της Γενικής Απεργίας που θα σηματοδοτούσε την εργατική εξέγερση ακυρώθηκε από τον ίδιο τον ηγέτη του ΚPD, τον Μπράντλερ. Το μόνο που ξεσηκώθηκε ήταν το Αμβούργο, αλλά ηττήθηκε απομονωμένο. Αντί για μια νικηφόρα Γερμανική Οκτωβριανή επανάσταση φτάσαμε σε μια τραγική ήττα που σηματοδότησε το τέλος του επαναστατικού κύματος.
Το κόστος
Οι συνέπειες αυτής της αποτυχίας ήταν διπλές. Στην ίδια τη Γερμανία, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης που αναδείχθηκε πάνω στην ήττα της εργατικής επανάστασης μέσα σε δέκα χρόνια θα αυτοκτονούσε παραδίνοντας την εξουσία στους Ναζί του Χίτλερ. Σε διεθνές επίπεδο, η εργατική εξουσία των Σοβιέτ στη Ρωσία βρέθηκε απομονωμένη, αντιμέτωπη με τις πιέσεις που θα οδηγούσαν στον εκφυλισμό της.
Πολύ συχνά, ιστορικοί ακόμη και από τους κόλπους της αριστεράς χρεώνουν την πορεία της Ρωσίας προς το σταλινικό καθεστώς που επικράτησε στη δεκαετία του 1930 στην επιμονή των Μπολσεβίκων να διαλύσουν την Εθνοσυνέλευση και να αναδείξουν τα εργατικά συμβούλια σαν φορέα της σοσιαλιστικής εξουσίας. Αν, λένε, ο Λένιν είχε αφήσει τον κοινοβουλευτισμό να πάρει το δρόμο του μετά την ανατροπή του Τσάρου, τα πράγματα θα ήταν καλύτερα.
Η εμπειρία της Γερμανίας δείχνει πόσο λαθεμένες είναι αυτές οι θεωρίες. Η Βαϊμάρη αντιπροσώπευε αυτήν ακριβώς την επιλογή, η οποία επιβλήθηκε αιματηρά πνίγοντας τις ελπίδες για μια δημοκρατία των εργατικών συμβουλίων στο Βερολίνο δίπλα στη Μόσχα. Αντί για άνθιση της δημοκρατίας, αυτό που ακολούθησε ήταν μια συνεχής μάχη για να αποκρουστεί η δυναμική της αντεπανάστασης με τη μορφή των ναζιστικών ταγμάτων εφόδου και της εξόρμησης προς τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Χωρίς την ανατροπή του γερμανικού καπιταλισμού, τα συμφέροντα που ήθελαν πολεμική ρεβάνς παρέμειναν ζωντανά. Και οι σκοτεινές δυνάμεις που ενεργοποιήθηκαν για την επικράτηση της αντεπανάστασης βρήκαν γήπεδο για να δράσουν.
Οι επαναστατημένοι εργάτες της Ρωσίας αποτέλεσαν αναμφισβήτητα πηγή έμπνευσης για τις εξάρσεις των εργατών στη Γερμανία εκείνα τα χρόνια. Αλλά ταυτόχρονα η σχέση ήταν αμφίδρομη. Οι ηγέτες της Ρώσικης επανάστασης είχαν επίγνωση ότι χωρίς την εξάπλωση της επανάστασης στη Γερμανία, η οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια απομονωμένη Ρωσία ήταν αδύνατη. Όλα τα εκβιαστικά διλήμματα που αντιμετώπισε διαδοχικά ο Πολεμικός Κομμουνισμός και η Νέα Οικονομική Πολιτική θα ήταν πολύ μικρότερα αν οι εργάτες των δυο χωρών είχαν στη διάθεσή τους τις υλικές δυνατότητες που πρόσφερε η αναπτυγμένη γερμανική βιομηχανία. Χωρίς αυτούς τους πόρους η έφοδος στους ουρανούς έγινε πολύ πιο δύσκολη.
Σε πείσμα των θεωριών που ρίχνουν το φταίξιμο στον Λένιν και τους Μπολσεβίκους, η γερμανική εμπειρία επιβεβαιώνει ότι αυτό που χρειαζόταν και χρειάζεται η ανθρωπότητα για να προχωρήσει είναι επαναστατικά κόμματα ικανά να οδηγούν τις εργατικές επαναστάσεις στη νίκη. Ας κρατήσουμε αυτό που έγραψε η Ρόζα:
«Στη Ρωσία το πρόβλημα μπορούσε μόνο να τεθεί. Δεν μπορούσε να λυθεί στη Ρωσία. Και με αυτή την έννοια, το μέλλον ανήκει στον “μπολσεβικισμό”».13
Σημειώσεις
1. Από τον πρόλογο στη δεύτερη έκδοση στα ελληνικά του βιβλίου του Κρις Χάρμαν «Η χαμένη επανάσταση, Γερμανία 1918-1923»
2. Σ. Κοντογιάννης, «1914: Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος», Σοσιαλισμός από τα κάτω, 104, 2014, http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=139.
3. Στο ίδιο.
4. Λ. Μπόλαρης, «Γερμανία 1918: Η επανάσταση που σταμάτησε τον πόλεμο», http://ergatiki.gr/article.php?id=8952&issue=1097
5. Κ. Βλασόπουλος, «Η σοσιαλδημοκρατία πριν από το 1914», Σοσιαλισμός από τα κάτω, 106, 2014, http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=398
6. Rosa Levine-Meyer, Levine the Spartacist, Gordon and Cremonesi, London and New York 1978, σελ. 77-125
7. Pierre Broue, Revolution en Allemagne 1917-1923, Les editions de minuit, Paris 1971, σελ.342-348.
8. Στο ίδιο, σελ. 653 και πέρα.
9. Κρις Χάρμαν, Η χαμένη επανάσταση Γερμανία 1918-1923, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο 2008, σελ. 220
10. Στο ίδιο σελ. 127. Το απόσπασμα είναι από τις αναμνήσεις του Ράντεκ στο Βερολίνο.
11. Στο ίδιο σελ. 237-8.
12. Στο ίδιο, σελ. 297-8
13. www.marxists.org/archive/luxemburg/russian-revolution/ch08.htm