Άρθρο
Η Γερμανία σε κρίση

Ο Σωτήρης Κοντογιάννης αναλύει την πολιτική κρίση και εξηγεί την προοπτική για να φράξουμε το δρόμο στο φασιστικό AfD.

 

Τα αποτελέσματα των βαυαρικών εκλογών της 14ης Οκτωβρίου δεν ήταν έκπληξη: οι προβλέψεις των προηγούμενων εβδομάδων και ημερών επιβεβαιώθηκαν, με μικρές μόνο αποκλίσεις. Αλλά αυτό δεν τα έκανε ούτε κατά ένα χιλιοστό λιγότερο σοκαριστικά.

Το CSU (Χριστιανοκοινωνική Ένω­ση), το κόμμα του Χορστ Ζέεχοφερ, το “αδελφό” κόμμα της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) της Άνγκελα Μέρκελ, κατάφερε μεν να παραμείνει πρώτο στο τοπικό κοινοβούλιο αλλά με τα ποσοστά του άγρια ψαλιδισμένα. Στις εκλογές του 2013 είχε πάρει το 47,7% των ψήφων. Τώρα έπεσε στο 37,2%, δέκα μονάδες χαμηλότερα. Με εξαίρεση τις (καταστροφικές για το ίδιο το CSU) εκλογές του 1950, ήταν το χειρότερο αποτέλεσμα σε ολόκληρη την ιστορία του.

Το CSU κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή της Βαυαρίας σχεδόν χωρίς διακοπή από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι σήμερα: μόνο μια φορά (το 1954) έχει βρεθεί εκτός κυβέρνησης. Μέσα στα τελευταία πενήντα χρόνια έχει χάσει μόνο μια φορά την απόλυτη πλειοψηφία στη βαυαρική Βουλή. Τώρα πήρε τις 85 από τις 180 έδρες – δεκαέξι λιγότερες από το 2013.

Τα αποτελέσματα ήταν ακόμα πιο καταστροφικά για το βαυαρικό SPD (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα): από τη δεύτερη θέση έπεσε τώρα στην πέμπτη, πίσω από τους “Πράσινους” (Die Grünen), τους “Φιλελεύθερους Δημοκράτες” (FDP) και την ρατσιστική, ακροδεξιά “Εναλλακτική για τη Γερμανία” (AfD). Στις εκλογές του 2013 το SPD είχε πάρει το 20,6%. Τώρα έπεσε στο 9,7%. Στην ουσία κατέρρευσε.

Ο Ζέεχοφερ ήταν μέχρι τον περασμένο Μάρτη πρωθυπουργός της Βαυαρίας. Και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να κατέχει τη θέση του υπουργού Εσωτερικών στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Μέρκελ. Τα καταστροφικά αποτελέσματα της 14ης Οκτωβρίου θα αλλάξουν, με βεβαιότητα, αυτό το πολιτικό σκηνικό. Πόσο βαθιά, αυτό κανένας δεν το ξέρει ακόμα. Τα σενάρια δίνουν και παίρνουν. Σενάρια όχι μόνο για τον Ζέεχοφερ και την τοπική κυβέρνηση του Μονάχου αλλά και για την ίδια την Μέρκελ και την κυβέρνηση του Βερολίνου. Η Γερμανία, η “καρδιά” της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, έτοιμη να βυθιστεί σε μια άγρια πολιτική κρίση.

Η κατάρρευση του “πολιτικού κέντρου”

Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αποδίδουν, με έναν κατά κανόνα μηχανικό τρόπο, την πολιτική αυτή κρίση στις επιτυχίες της ακροδεξιάς. Ο συνδυασμός της οικονομικής ύφεσης από τη μια και της πίεσης από τις προσφυγικές ροές από την άλλη, γράφουν, ξαναφέρνει στο προσκήνιο τα φαντάσματα της δεκαετίας του 1930. Η ιστορία επαναλαμβάνεται.

Στην πραγματικότητα, όμως, δεν υπάρχει καμιά νομοτελειακή σύνδεση ανάμεσα στην οικονομική κρίση, τη μετανάστευση και την άνοδο της ακροδεξιάς. Αυτός που ευθύνεται για τις επιτυχίες των ναζιστικών κομμάτων είναι ο “επίσημος” ξενοφοβικός λόγος των κυβερνήσεων που προσπαθούν να μετατρέψουν τους πρόσφυγες σε αποδιοπομπαίους τράγους για την κατάσταση της οικονομίας. Η πρώτη και κύρια υπεύθυνη για την άνοδο του AfD είναι η κυβέρνηση της Μέρκελ -μια κυβέρνηση που παίζει συνειδητά το χαρτί του ρατσισμού με στόχο την διάσπαση της εργατικής τάξης και την αποδυνάμωση των αντιστάσεων ενάντια στην πολιτική της.

Το AfD ήταν πράγματι ένας από τους μεγάλους νικητές των εκλογών της Βαυαρίας. Κατέβηκε για πρώτη φορά (το 2013 δεν είχε συμμετάσχει) και πήρε το 10,2% των ψήφων και 22 έδρες στην βουλή του κρατιδίου. Αλλά δεν ήταν ο μόνος “μεγάλος νικητής”: οι Πράσινοι υπερδιπλασίασαν τα ποσοστά τους -από το 8,6% που είχαν πάρει το 2013 βρέθηκαν τώρα στο 17,5%. Οι Πράσινοι είναι σήμερα μετά το CSU το δεύτερο ισχυρότερο κόμμα στη Βουλή της Βαυαρίας.

Η άνοδος της ακροδεξιάς είναι μια από τις συνέπειες της διάλυσης του “πολιτικού κέντρου”, των παλιών παραδοσιακών κομμάτων του “δικομματισμού” και όχι η αιτία της. Στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2009 τα δυο μεγάλα “μπλοκ” της Γερμανίας, η “κεντροδεξιά” (CDU/CSU) και η “κεντροαριστερά (SPD) είχαν πάρει, αθροιστικά, το 79,2% των ψήφων. Στις εκλογές του 2013 έπεσαν στο 67%. Στις τελευταίες εκλογές του 2017 στο 54%. Τώρα, ένα σχεδόν χρόνο αργότερα, τα ποσοστά τους βρίσκονται, σύμφωνα με το τελευταίο γκάλοπ του “Πολιτικού Βαρομέτρου” (Politbarometer) στο 41%.

Η οικονομική ύφεση έπαιξε (και παίζει) έναν βασικό ρόλο στη συρρίκνωση της εμβέλειας των κομμάτων της εξουσίας. Ο νεοφιλελευθερισμός -που έχει γίνει πλέον το επίσημο δόγμα τόσο της κεντροδεξιάς όσο και της κεντραριστεράς- παίζει κατά πάσα πιθανότητα ακόμα μεγαλύτερο. Και το ίδιο ισχύει για την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Κομισιόν και όλο αυτό το αντιδημοκρατικό, ανεξέλεγκτο και αυθαίρετο συνονθύλευμα που την περιβάλλει. 

Η “δημοκρατία” στην οποία επιτίθεται η ακροδεξιά έχει εδώ και πολύ καιρό εκφυλιστεί, στα μάτια ενός μεγάλου κομματιού των ψηφοφόρων, σε μια σκέτη τυπικότητα. Όποιο και από τα δυο μεγάλα κόμματα και αν ψηφίσουν, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο: περικοπές, επιθέσεις στο κοινωνικό κράτος, μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό, επιθέσεις στα εργατικά δικαιώματα. Ούτε οι Φιλελεύθεροι ή οι Πράσινοι έχουν να προσφέρουν κάτι ριζικά διαφορετικό: οι Φιλελεύθεροι είναι το παραδοσιακό δεκανίκι της κεντροδεξιάς. Οι Πράσινοι της κεντροαριστεράς. Διόλου παράξενο τα ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές μειώνονται σταθερά: στις ομοσπονδιακές εκλογές του 1972 η αποχή ήταν κάτω από 10%. Σήμερα βρίσκεται κοντά στο 25%. Πολλοί ψηφοφόροι δεν πάνε καθόλου να ψηφίσουν. Άλλοι επιλέγουν απλά τους δηλωμένους, αυθεντικούς εχθρούς της δημοκρατίας.

Αυτή η συρρίκνωση του “πολιτικού κέντρου” δεν είναι γερμανικό φαινόμενο. Κάθε άλλο: είναι ένα φαινόμενο που έχουμε ήδη δει, σε πολλές περιπτώσεις με δραματικές συνέπειες, σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Στη Γαλλία το “κενό” καλύφθηκε (προς το παρόν) από το “Εμπρός!“ του Εμμανουέλ Μακρόν και όχι από το ακροδεξιό “Εθνικό Μέτωπο” της Μαρίν Λεπέν. Στην Ιταλία κατέληξε στην συγκυβέρνηση του “λαϊκιστικού” Κινήματος των Πέντε Αστέρων του Λουίτζι ντι Μάιο και της φασιστικής Λέγκας του Ματέο Σαλβίνι. Στην Αυστρία στην συγκυβέρνηση του “κεντροδεξιού” Λαϊκού Κόμματος του Σεμπάστιαν Κουρτς με το νεοναζιστικό Κόμμα Ελευθερίας (FPÖ) του Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε. Είναι η δεύτερη φορά στην μεταπολεμική ιστορία της Αυστρίας όπου το FPÖ, ένα κόμμα που δύσκολα μπορεί να κρύψει τις σχέσεις του με τον εθνικοσοσιαλισμό, μπαίνει στην κυβέρνηση. Την πρώτη φορά, το 1999, η Κομισιόν τιμώρησε την Αυστρία με απομόνωση. Τώρα, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά: αντιμέτωπες με την κατάρρευση του “πολιτικού κέντρου” οι άρχουσες τάξεις της Ευρώπης είναι διατεθειμένες να συνεργαστούν ακόμα και με τον διάβολο.

AfD: Ένα φασιστικό κόμμα

Η Μέρκελ απορρίπτει μέχρι τώρα κατηγορηματικά οποιαδήποτε συνεργασία “με τα άκρα” -το AfD και την Die Linke, την Αριστερά. Αυτό, όμως, τώρα μπροστά στην απειλή της ακυβερνησίας έχει αρχίσει να αλλάζει: ο Κρίστιαν Χάρτμαν, ο νέος επικεφαλής του CDU στη Σαξονία άφησε, σε μια τηλεοπτική συνέντευξη στις αρχές του φθινοπώρου το ενδεχόμενο μιας εκλογικής συνεργασίας με το AfD ανοιχτό. Η Σαξονία, ένα κρατίδιο της ανατολικής Γερμανίας στα σύνορα με την Πολωνία και την Τσεχία, είναι ένα από τα “κάστρα” της ακροδεξιάς. Το ρατσιστικό, αντιμεταναστευτικό, ισλαμοφοβικό PEGIDA (Πατριώτες Ευρωπαίοι ενάντια στον εξισλαμισμό της δύσης) ιδρύθηκε πριν από τέσσερα ακριβώς χρόνια στην Δρέσδη, την πρωτεύουσα της Σαξονίας. Και το Κέμνιτς βρίσκεται στη Σαξονία. Το Κέμνιτς ήρθε στη δημοσιότητα στα τέλη Αυγούστου όταν 6000 ρατσιστές, νεοναζί και χούλιγκανς έκαναν μια προκλητική παρέλαση μέσα από τους κεντρικούς δρόμους της πόλης, με συνθήματα ενάντια στους πρόσφυγες, ναζιστικούς χαιρετισμούς και απειλές ενάντια σε όποιον δεν έμοιαζε “άριος”. Ανάμεσα στους διαδηλωτές ήταν και πολλά από τα ηγετικά στελέχη του AfD.

To AfD ιδρύθηκε τον Απρίλη του 2013 με μια ευρωσκεπτικιστική ατζέντα. Μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν, μετατράπηκε σε μαγνήτη για τους κάθε λογής ακροδεξιούς και φασίστες. Η ηγεσία του βρίσκεται σήμερα, ύστερα από μια σειρά εσωτερικών αντιπαραθέσεων που εξανάγκασε πολλά από τα ιδρυτικά του στελέχη σε αποχώρηση, στα χέρια ενός σκληρού, νεοναζιστικού πυρήνα. Η κίνηση Marx21, (μια αντικαπιταλιστική πτέρυγα μέσα στην Die Linke) θεωρεί ότι θα πρέπει να το αντιμετωπίζουμε πλέον σαν ένα φασιστικό κόμμα. Καθόλου άδικα.

Τα κεντρικά πρόσωπα του νεοναζιστικού πυρήνα μέσα στο AfD, που αυτονομάζεται “η Πτέρυγα”, είναι ο Μπγερν Χέκε (Björn Höcke) και ο Αντρέ Πόγκενμπουργκ (Andre Poggenburg), οι επικεφαλής των κοινοβουλευτικών ομάδων του κόμματος στην Θουριγγία και τη Σαξονία.

Ο Χέκε έχει ένα πλούσιο ναζιστικό παρελθόν πίσω του. Το 2012 αρθρογραφούσε, με το ψευδώνυμο Λάντολφ Λάντιχ, σε διάφορα έντυπα του εκτός νόμου Εθνικοδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (NPD) – κάτι που ο ίδιος φυσικά σήμερα αρνείται. Τον Νοέμβρη του 2015, τη χρονιά του πρώτου μεγάλου προσφυγικού κύματος, υποστήριξε σε μια δημόσια ομιλία ότι οι Αφρικανοί είναι γενετικά κατώτεροι από τους Ευρωπαίους – για αυτό η Γερμανία θα έπρεπε να σφραγίσει τα σύνορά της για να προστατεύσει την ανωτερότητα της φυλής της. Τον Νοέμβρη του 2016, υπερασπίστηκε δημόσια την Ούρσουλα Χάβερμπεκ, μια αθεράπευτη 90χρονη απολογήτρια του ναζισμού που βρίσκεται στις φυλακές καταδικασμένη για την παραβίαση του νόμου “περί της άρνησης του Ολοκαυτώματος”. Τον Γενάρη του 2017, αποκάλεσε ο ίδιος το μνημείο των θυμάτων του Ολοκαυτώματος του Βερολίνου “μνημείο ντροπής”.

Και ο Πόγκενμπουργκ είναι σκληροπυρηνικός ναζί. Το καλοκαίρι του 2015 δέκα στελέχη του AfD της Σαξονίας αποχώρησαν από το κόμμα με μια δημόσια επιστολή με την οποία δήλωναν ότι τους ήταν αδύνατο να συνεργαστούν με έναν τέτοιο φασίστα. Σε μια ομιλία του -που θύμισε τις σκοτεινές ημέρες της εποχής του Χίτλερ- ο Πόγκενμπουργκ αποκάλεσε τους αριστερούς φοιτητές “σκουπίδια” και ζήτησε να διωχθούν από τα πανεπιστήμια και να “σταλούν να κάνουν κάποια πρακτική δουλειά” - σε κάποιο στρατόπεδο με την επιγραφή στην πόρτα “Arbeit macht frei” υπονοούσε, αλλά δεν τόλμησε να το πει.

Ο Χέκε και ο Πόγκενμπουργκ έγραψαν (με τη βοήθεια ενός ακόμα διαβόητου αρχιναζί, του Γκέτς Κούμπιτσεκ) ένα κείμενο αρχών, την επονομαζόμενη Διακήρυξη της Ερφούρτης, η οποία έγινε στη συνέχεια το μανιφέστο της “Πτέρυγας”. Το κεντρικό σημείο της διακήρυξης αφορούσε τις σχέσεις του AfD με το “πεζοδρόμιο”: το κόμμα δεν θα έπρεπε να περιοριστεί στην κοινοβουλευτική δράση αλλά να συνδεθεί με τα αντιδραστικά, ρατσιστικά κινήματα στο δρόμο -όχι μόνο το PEGIDA αλλά και τις ναζιστικές συμμορίες “με τις αρβύλες”.

Τυπικά, η ηγεσία του AfD βρίσκεται σήμερα στα χέρια δυο “μη εξτρεμιστικών” πολιτικών -του Γεργκ Μόιτεν και του Αλεξάντερ Γκάουλαντ. Ο Μόιτεν υποτίθεται ότι ανήκει στην νεοφιλελεύθερη, φιλοεπιχειρηματική πτέρυγα του κόμματος. Ο ίδιος διαδίδει ότι ήταν ψηφοφόρος του FDP μέχρι την ίδρυση του AfD. Πρόκειται για ψέμα: στις αρχές του 2017 συντάχθηκε ανοιχτά με τον Χέκε ενάντια στην παλιά ηγεσία -κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα την αποχώρηση της Φράουκε Πέτρι, του πιο διάσημου μέχρι τότε στελέχους του AfD από το κόμμα.

Ο Γκάουλαντ ήταν μέχρι το 2013 στέλεχος του CDU – μάλλον γιατί δεν υπήρχε ένα σοβαρό ναζιστικό κόμμα μέχρι τότε για να ενταχθεί. “Δεν θα ήθελα να μένω δίπλα του” δήλωσε για τον διάσημο αφρο-γερμανό ποδοσφαιριστή Ζερόμ Μποατένγκ. “Αντιμετωπίζω το Ισλάμ σαν ξένο σώμα το οποίο, μέσω του ρυθμού των γεννήσεων θα κατακτήσει αυτή τη χώρα” λέει για τους πρόσφυγες από τις εμπόλεμες ζώνες της Ασίας. Τον Γενάρη του 2017, πολλά στελέχη του AfD ζήτησαν την διαγραφή του Χέκε από το κόμμα, μετά τις εμπρηστικές του δηλώσεις για το μνημείο του Ολοκαυτώματος. Αυτός που τον έσωσε ήταν ο Γκάουλαντ.

Η πάλη ενάντια στο φασισμό και τον ρατσισμό

Η έξαρση του ρατσισμού και οι επιτυχίες του AfD, τόσο στο κοινοβούλιο όσο και στο δρόμο, έχουν ξεσηκώσει ένα τεράστιο κύμα αντίστασης από το ένα ως το άλλο άκρο της Γερμανίας. Το συλλαλητήριο που οργανώθηκε από τις αντιρατσιστικές και αντιφασιστικές κινήσεις στο Βερολίνο το Σάββατο 13 Οκτώβρη συγκέντρωσε πάνω από 240 χιλιάδες ανθρώπους -ένα νούμερο που ξεπέρασε κατά πολύ τις καλύτερες προσδοκίες των διοργανωτών. Πάνω από 50 χιλιάδες διαδηλωτές έφτασαν στο Κέμνιτς στις 3 Σεπτέμβρη, λίγες μέρες μετά την παρέλαση των νεοναζί, για να πάρουν μέρος στη μεγάλη αντιφασιστική συναυλία που οργανώθηκε σε “αλληλεγγύη με τους κατοίκους της πόλης που αντιστέκονται”. Το σύνθημα της συναυλίας ήταν “είμαστε περισσότεροι”.

Η πλειοψηφία του πληθυσμού της Γερμανίας μισεί το AfD. Στο Μόναχο, η “μεγάλη” προεκλογική συγκέντρωση του AfD εξελίχθηκε σε ένα μεγάλο φιάσκο: οι λιγοστοί οπαδοί του βρέθηκαν περικυκλωμένοι από μια τεράστια αντισυγκέντρωση χιλιάδων αντιφασιστών που δεν άφησαν, με τα σφυρίγματα τους, να ακουστεί ούτε μια λέξη από αυτά τα οποία έλεγε η ομιλήτρια. Στο Αμβούργο, 180 νεοναζί βρέθηκαν περικυκλωμένοι από δέκα χιλιάδες αντιφασίστες. Στο Ρόστοκ, 4.000 αντιφασίστες εμπόδισαν τον περασμένο Σεπτέμβρη μια παρέλαση 700 περίπου νεοναζί που είχε οργανωθεί από τον Χέκε.

Οι φασίστες έχουν κάνει πάμπολλες προσπάθειες μέσα στις δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει από το τέλος του πολέμου μέχρι σήμερα για να ανασυνταχθούν. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, λίγους μήνες μετά την “επανένωση”, ένα κύμα ρατσιστικών επιθέσεων ενάντια σε άσυλα προσφύγων στο Ρόστοκ (Μεκλεμβούργο-Άνω Πομερανία) και την Χόιερσβέρντα (Σαξονία) συγκλόνισε τον κόσμο ολόκληρο. Όπως και σήμερα, έτσι και τότε το κράτος είχε αφήσει για πολλές μέρες τις νεοναζιστικές συμμορίες να σκορπούν τον τρόμο ανενόχλητες. Όπως και σήμερα, έτσι και τότε μεγάλα τμήματα του τοπικού πληθυσμού παρακολούθησαν τα πογκρόμ χωρίς να αντιδράσουν.

Οι νεοναζί, όμως, τελικά νικήθηκαν από τις μαζικές κινητοποιήσεις του αντιφασιστικού κινήματος. Η κορύφωσή του ήταν μια τεράστια σιωπηλή βραδινή ανθρώπινη αλυσίδα υπό το φως των κεριών -μια αλυσίδα κεριών (Lichterkette) όπως έμεινε στην ιστορία- 400 χιλιάδων αντιφασιστών στις 6 Δεκέμβρη του 1992 στο Μόναχο.

Το 2018 όμως δεν είναι 1992. Και η κρίσιμη διαφορά είναι η ύπαρξη του AfD, ενός κόμματος με πανεθνική εμβέλεια, παρουσία στο ομοσπονδιακό και τα τοπικά κοινοβούλια, κάλυψη από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και χρήματα. Το “Μανιφέστο της Ερφούρτης” είναι σαφές: το AfD θα πρέπει να συνδεθεί με τα “κινήματα στο πεζοδρόμιο”. Το όραμα του Χέκε και του Πόγκενμπουργκ δεν περιορίζεται απλά στη σύνδεση: ονειρεύονται ένα κόμμα που θα μπορεί να οργανώσει τις συμμορίες αυτές σε κανονικά τάγματα εφόδου. Όπως έκανε ο Χίτλερ τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, πριν του παραδώσει ο πρόεδρος της Δημοκρατίας την εξουσία.

Η αριστερά

Ο συνδυασμός της κατάρρευσης του “πολιτικού κέντρου” από τη μια και της ανόδου της φασιστικής ακροδεξιάς από την άλλη έχει προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις μέσα στα πολιτικά κόμματα της Γερμανίας. Το βαυαρικό CSU προσπάθησε να ανακόψει τις εκλογικές διαρροές του προς το AfD υιοθετώντας τη ρατσιστική του ατζέντα. Ο Ζέεχοφερ απείλησε τον περασμένο Ιούνιο να ρίξει την κυβέρνηση της Μέρκελ απαιτώντας το μονομερές κλείσιμο των συνόρων ανάμεσα στη Βαυαρία και την Αυστρία για τους πρόσφυγες. Η κυβερνητική κρίση αποφεύχθηκε τελικά ύστερα από μια υποχώρηση της Μέρκελ, που προβλέπει τη δημιουργία “hot spots” στα σύνορα όπου θα κρατούνται οι πρόσφυγες έως ότου εξεταστεί η “υπόθεσή” τους.

Ο Ζέεχοφερ έχει συμμαχήσει ανοιχτά με τις κυβερνήσεις της Αυστρίας και της Ιταλίας επιδιώκοντας ένα κοινό σχέδιο για την “αντιμετώπιση των προσφύγων”. Η ρατσιστική απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 28ης Ιούνη για την σκλήρυνση της αντιπροσφυγικής πολιτικής επιβλήθηκε κάτω από την πίεση όχι μόνο του Σαλβίνι και του Στράχε αλλά και του Ζέεχοφερ. Η γραμμή του αυτή, όμως, απέτυχε: σύμφωνα με τις σφυγμομετρήσεις το CSU έχασε περισσότερους ψηφοφόρους προς τους Πράσινους στις βαυαρικές εκλογές απ' ότι προς το AfD.

Δυστυχώς δεν είναι μόνο η δεξιά αυτή που προσαρμόζεται στον ρατσισμό. Το κόμμα της Αριστεράς συμμετέχει μέχρι τώρα ενεργά σε όλες τις αντιφασιστικές και αντιρατσιστικές κινητοποιήσεις που γίνονται στη Γερμανία. Η Die Linke έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην διοργάνωση της μεγάλης αντιφασιστικής συγκέντρωσης στο Κέμνιτς και της τεράστιας διαδήλωσης στο Βερολίνο. Ένα τμήμα της ηγεσίας, όμως, διαφωνεί ανοιχτά με αυτή τη γραμμή. Η Σάρα Βάγκενκνεχτ, ίσως το πιο διάσημο στέλεχος της Die Linke, κόντραρε στο τελευταίο συνέδριο του κόμματος τον Ιούνιο την γραμμή των “ανοιχτών συνόρων” και τάχθηκε υπέρ μιας πιο σκληρής αντιμετώπισης απέναντι στους “οικονομικούς μετανάστες”. Η Αριστερά, λέει η Βάγκενκνεχτ, έχει αυτοεγκλωβιστεί μέσα από την πολιτική “των δικαιωμάτων” σε έναν μικρόκοσμο. Το βασικό πρόβλημα της γερμανικής κοινωνίας, λέει, είναι η φτώχεια. Αυτό που χρειάζεται η κοινωνία είναι μια αριστερά που θα εστιάζει στα δικά της προβλήματα και δεν θα ασχολείται με την “διασπαστική” μάχη ενάντια στον ρατσισμό ή το AfD. Η Βάγκενκνεχτ δήλωσε ότι η μεγάλη πορεία στο Βερολίνο ήταν λάθος. Και δεν πήγε. Αλλά αυτή η στάση της την αποξένωσε από ένα μεγάλο κομμάτι των οπαδών της κίνησης που έχει δημιουργήσει για να προωθήσει το σχέδιό της. Πολλά στελέχη της κίνησης καλούσαν, παρά τη γραμμή της “αρχηγού” στην αντιφασιστική πορεία.

“Για να σταματήσουμε την ακροδεξιά στροφή και να στρέψουμε την δυσαρέσκεια απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική προς τα αριστερά”, γράφει η κίνηση Marx21, “θα πρέπει η Die Linke να γίνει η κινητήρια δύναμη της οικοδόμησης μιας πλατιάς και αποφασισμένης αντιρατσιστικής κίνησης και ταυτόχρονα η αιχμή του δόρατος της αντίστασης ενάντια στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό και τα κόμματα που τον στηρίζουν”.

Η Marx21 συμμετέχει μαζί με άλλες δυνάμεις της Die Linke, το Κεντρικό Συμβούλιο των Μουσουλμάνων, τη νεολαία των Συνδικάτων, τη νεολαία του SPD κλπ στην κίνηση Aufstehen Gegen Rassismus (Ξεσηκωθείτε ενάντια στον ρατσισμό), μια αντιφασιστική και αντιρατσιστική πρωτοβουλία που συσπειρώνει σε τοπικό επίπεδο ένα ευρύ φάσμα -από πρωτοβουλίες προσφύγων μέχρι κομμάτια της εκκλησίας. Η Aufstehen Gegen Rassismus συμμετέχει ενεργά σε όλες τις μεγάλες κινητοποιήσεις ενάντια στον ρατσισμό και τους φασίστες.