Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: «Η αυτοκτονία του δήμου - Πολιτική κρίση και συνταγματικός λόγος στη Βαϊμάρη»

«Η αυτοκτονία του δήμου - Πολιτική κρίση και συνταγματικός λόγος στη Βαϊμάρη»
Αλέξανδρος Κεσσόπουλος

Τιμή 21 ευρώ, 304 σελίδες
Εκδόσεις Ευρασία

 

Όταν ξέσπασε το Νοέμβρη του 1918, ακριβώς πριν από 100 χρόνια, η επανάσταση που ανέτρεψε τον Κάιζερ στη Γερμανία, μέσα στις φλόγες του αγώνα η εργατική τάξη δημιούργησε όργανα πάλης και εξουσίας: τα συμβούλια των φαντάρων και των εργατών αντιπροσώπων. Μπορούσαν να πάρουν την εξουσία ακολουθώντας το παράδειγμα των Ρώσων συντρόφων τους ένα χρόνο πριν, ή υπήρχε –και ήταν προτιμότερη– μια άλλη “ρεαλιστικότερη” και “ομαλότερη” κοινοβουλευτική προοπτική; Η ηγεσία της Σοσιαλδημοκρατίας, του κόμματος με τη μεγαλύτερη επιρροή στην εργατική τάξη, αντιμέτωπη με την προοπτική της «Δημοκρατίας των Συμβουλίων», έριξε το βάρος της στην παγίωση μιας αστικής, κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Ως συνέπεια αυτής της πολιτικής, η Ρόζα Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκε –μαζί με εκατοντάδες επαναστάτες– το Γενάρη του 1919 όταν η κυβέρνηση του SPD έστειλε τα Freikorps, σώματα εθελοντών αξιωματικών και στρατιωτών του παλιού στρατού, να καταστείλουν μια πρόωρη εξέγερση στο Βερολίνο. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες συνήλθε η Εθνοσυνέλευση που συνέταξε το Σύνταγμα, με το οποίο διαμορφώθηκε το θεσμικό πλαίσιο του νέου καθεστώτος που έμεινε γνωστό ως η Δημοκρατία της Βαϊμάρης.

Εστιάζοντας σε αυτό το θεσμικό πλαίσιο και στο Σύνταγμα, το βιβλίο του Αλέξανδρου Κεσσόπουλου «Η αυτοκτονία του δήμου» αναλύει την ιστορική διαδρομή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης –κυρίως στην περίοδο 1930-1933– «από το θρίαμβο μέχρι την κατάλυσή της». Αναζητά τις αιτίες της κατάρρευσης της Δημοκρατίας και της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία και θέτει εξ αρχής το ερώτημα: «Για ποιους λόγους διερράγη η σχέση αντιπροσώπευσης μεταξύ της κοινωνίας και των δημοκρατικών κομμάτων στις αρχές της δεκαετίας του ’30, ενώ επί 11 χρόνια λειτουργούσαν σχετικά ομαλά;».

Στο βιβλίο αφήνεται να εννοηθεί ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να προκύψει από την επανάσταση που ανέτρεψε τον Κάιζερ το 1918 στη Γερμανία. «Δεν θα ήταν υπερβολή», γράφει συμπερασματικά ο συγγραφέας, «να υποστηριχθεί ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης αποτέλεσε τη χαμένη άνοιξη της σύγχρονης ευρωπαϊκής πολιτικής ιστορίας… Παιδί όχι μόνο της επανάστασης του Νοέμβρη που ανέτρεψε τη μοναρχία, αλλά και της απόφασης των εργατικών συμβουλίων να εκχωρήσουν την εξουσία τους σε μια συντακτική Εθνοσυνέλευση… η ιστορική σύγκλιση των χώρων της μεταρρυθμιστικής αριστεράς και του φιλελεύθερου κέντρου έμελλε ν’ αφήσει το αποτύπωμά της στην ίδια την πολιτική ζωή κατά τη σχετικά ομαλή δεκαετία του ‘20». Το Σύνταγμα, υποστηρίζει, ήταν το πιο δημοκρατικό που είχε αναδείξει η κοινοβουλευτική δημοκρατία (απλή αναλογική, καθολικό εκλογικό δικαίωμα, ψήφος στις γυναίκες, καθιέρωση κράτους πρόνοιας κλπ) που διευκόλυνε τη δυνατότητα κυβερνητικών συνασπισμών κομμάτων, αλλά ταυτόχρονα εξασφάλιζε και τη σταθερότητα του συστήματος απέναντι “στα άκρα” παραχωρώντας υπερεξουσίες (άρθρο 48) στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Μια πρώτη παρατήρηση που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι ότι δεν είναι αλήθεια πως η Βαϊμάρη «λειτουργούσε ομαλά» –τουλάχιστον μέχρι και το 1923. Τις “μέρες του Σπάρτακου” το Γενάρη, ακολούθησαν οι μήνες του εμφύλιου πόλεμου και η σύντομη εγκαθίδρυση της Σοβιετικής Δημοκρατίας στη Βαυαρία το 1919, η γενική απεργία και η μαζική εργατική αντίσταση που απέτρεψε το πραξικόπημα του Καπ το 1920, το καυτό καλοκαίρι και ο Γερμανικός Οκτώβρης το 1923.

Όμως, γενικότερα είναι λάθος αφετηρία μια εικόνα της Βαϊμάρης σαν ένα καθεστώς που, μετά την εξουδετέρωση των “ακραίων” επαναστατικών δυνάμεων, διασφάλιζε τη δυνατότητα μιας αιώνιας σοσιαλδημοκρατικής ευδαιμονίας. Το νέο καθεστώς σημαδεύτηκε εξ αρχής από την αντεπανάσταση. Δεν ήταν γενικά “προϊόν ενός συμβιβασμού”, αλλά ενός συμβιβασμού που αποκατέστησε την κυριαρχία αυτών που είχαν πάρει το φιλί της ζωής από τους Σοσιαλδημοκράτες το Νοέμβρη-Δεκέμβρη 1918: τους μεγάλους βιομήχανους, τους γαιοκτήμονες, τους στρατηγούς, την ανώτερη κρατική γραφειοκρατία. Τα κόμματα που εκπροσωπούσαν ανοικτά αυτές τις δυνάμεις κυριάρχησαν σε όλες τις κυβερνήσεις από το 1923 μέχρι το 1933, με εξαίρεση ένα σύντομο σοσιαλδημοκρατικό διάλειμμα το 1928-30. Η κυρίαρχη τάξη, για ένα διάστημα, αναγκάστηκε να ανεχτεί μια σειρά παραχωρήσεις, με σφιγμένα δόντια, επειδή η Γερμανική επανάσταση παρά την ήττα της είχε αλλάξει τον ταξικό συσχετισμό δύναμης. Όλα αυτά, όμως, τα τίναξε στον αέρα η έλευση της οικονομικής κρίσης το 1930.

Το βιβλίο περιγράφει το πώς με τον ερχομό της οικονομικής κρίσης η “οικονομική ελίτ” απαίτησε άμεσα μέτρα άγριας λιτότητας κατά παράκαμψη του κοινοβούλιου. Το 1930, η κυβέρνηση που είχε επικεφαλής τους Σοσιαλδημοκράτες καθαιρέθηκε και η ενεργοποίηση του άρθρου 48 οδήγησε στη συστηματική λήψη τέτοιων μέτρων από τον υπερσυντηρητικό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στρατάρχη φον Χίντενμπουργκ. Στην πραγματικότητα, όπως αποδέχεται ο συγγραφέας, η Βαϊμάρη μετατράπηκε σε ένα αυταρχικό Προεδρικό Καθεστώς (που έβρισκε νομιμοποίηση μέσα από το ίδιο το Σύνταγμα). Το SPD αποφάσισε να δώσει έμμεση ψήφο ανοχής στις κυβερνήσεις που ακολούθησαν, σαν το “μικρότερο κακό” προκειμένου να μην διαταραχθεί η σταθερότητα του καθεστώτος από τα “δύο άκρα”: «Από τη στιγμή που η Σοσιαλδημοκρατία αποφάσισε να ανεχθεί αυτές τις πρακτικές, τέθηκε μοιραία σε κίνηση η διαδικασία διάρρηξης των δεσμών αντιπροσώπευσης ανάμεσα στην κοινωνική πλειοψηφία και το σύνολο των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου». Έτσι “αυτοκτόνησε ο δήμος” και άνοιξε ο δρόμος, μέσα και από μια σειρά ανοικτά αντισυνταγματικές “εκτροπές”, για την άνοδο των Ναζί μέχρι την ορκωμοσία του Χίτλερ ως καγκελάριου από τον φον Χίντενμπουργκ το Γενάρη του 1933.

Η άμεση ή έμμεση παραδοχή του συγγραφέα τόσο της αποτυχίας του Συντάγματος και των κοινοβουλευτικών θεσμών να αποτελέσουν ασπίδα απέναντι στους Ναζί, όσο και της “αυτοκτονικής” κοινοβουλευτικής τακτικής της ηγεσίας της Σοσιαλδημοκρατίας που στο τέλος την έφερε να δέχεται αμαχητί το ένα πλήγμα στη δημοκρατία και το εργατικό κίνημα μετά το άλλο, είναι σωστές. Όμως, το λογικό συμπέρασμα που θα έπρεπε να οδηγούν είναι ότι ούτε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν μια «χαμένη άνοιξη», ούτε η πολιτική του SPD έπεσε από τον ουρανό, αλλά ήταν συνέχεια της ίδιας ρεφορμιστικής στρατηγικής που είχε το Νοέμβρη του 1918 όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με το αμείλικτο δίλημμα “μεταρρύθμιση ή επανάσταση” και επέλεξε το πρώτο σκέλος του. Όπως έγραφε αυτό το περιοδικό το Γενάρη του 2012: «Αν έχουμε να βγάλουμε ένα συμπέρασμα από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης για το σήμερα, είναι ότι όποιος προσπαθεί να αναλάβει το ρόλο του γιατρού σε ένα βαθιά άρρωστο καπιταλιστικό σύστημα, το μόνο που καταφέρνει είναι να ρίχνει αναισθησιογόνα σε αυτούς που υφίστανται τις επιθέσεις του». Αυτό ακριβώς έκανε η ηγεσία του SPD.

«Η αυτοκτονία του δήμου» προσφέρει μια αναλυτική εικόνα των διεργασιών που συνέβαιναν σε θεσμικό και κυβερνητικό επίπεδο τα τελευταία χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η δραματική περιγραφή λεπτό προς λεπτό όσων προηγήθηκαν σε επίπεδο κορυφής της ανάδειξης Χίτλερ ως καγκελάριου, που καλύπτει εκατό σελίδες του τρίτου μέρους του βιβλίου, είναι λεπτομερής, συναρπαστική και γλαφυρή και δείχνει την καθοριστική στήριξη των καπιταλιστών στους Ναζί. Για την κυρίαρχη τάξη, οι Ναζί ήταν το μέσο που θα της εξασφάλιζε το ξερίζωμα των εργατικών οργανώσεων, το φίμωμα και τον κατακερματισμό της εργατικής τάξης. Το γεγονός ότι το ναζιστικό κόμμα μπήκε σε κρίση και έμοιαζε να φθίνει στο τέλος του 1932 ωθούσε τον Χίντενμπουργκ και τους καπιταλιστές να βιαστούν γιατί διαφορετικά μπορεί να έχαναν αυτό το «βαρύ ρόπαλο» ενάντια στο οργανωμένο εργατικό κίνημα.

Το 1930, η εργατική τάξη στη Γερμανία ήταν η πιο οργανωμένη σε ολόκληρο τον κόσμο. Στη συντριπτική της πλειοψηφία ήταν στραμμένη προς το Σοσιαλδημοκρατικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Το ενιαίο μέτωπο, η πολιτική που πρότεινε ο Τρότσκι, η κοινή δράση ενάντια στο φασισμό που θα κινητοποιούσε την οργανωμένη εργατική τάξη ενάντια στους Ναζί και ενάντια στις επιπτώσεις της κρίσης, θα μπορούσε να αντιστρέψει την πορεία προς τον γκρεμό. Το πραγματικό πρόβλημα ήταν ότι η ηγεσία του SPD ήταν κολλημένη στη “Συνταγματική νομιμότητα” και η ηγεσία του KPD στη σεχταριστική πολιτική της σταλινικής “τρίτης περιόδου” που αρνιόταν το ενιαίο μέτωπο και ενώ ο Χίτλερ βάδιζε προς την εξουσία συνέχιζε να λέει παλαβομάρες για τον κίνδυνο του «σοσιαλφασισμού». Κι αυτή ήταν μια πραγματική “αυτοκτονία” που το τίμημά της θα το πλήρωνε ολόκληρη η ανθρωπότητα.