Ο Πάνος Γκαργκάνας εξηγεί γιατί η νέα χρονιά ανοίγει νέες δυνατότητες για την επαναστατική αριστερά.
Το 2019 είναι χρονιά εκλογών. Ο Τσίπρας και ο Μητσοτάκης ήδη ξεκίνησαν την προεκλογική εκστρατεία τους παραμονές Χριστουγέννων, το σαββατοκύριακο 15-16 Δεκέμβρη: ο ένας με την ομιλία του στο Αλεξάνδρειο της Θεσσαλονίκης και ο άλλος στο συνέδριο της ΝΔ.
Ο Αλέξης Τσίπρας θυμήθηκε το ΕΑΜ, τη σφαγή στον Χορτιάτη, τον Γρηγόρη Λαμπράκη, τους Γκοτζαμάνηδες αλλά και τη σύμπλευση της ΝΔ με τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής για το Μακεδονικό και υποσχέθηκε ότι βάζει πλώρη να αποκαταστήσει τις αδικίες που επέβαλαν τα μνημόνια σε βάρος των κοινωνικά ασθενέστερων. Όλη η ομιλία του ήταν μια προσπάθεια να αποκαταστήσει την επικοινωνία με ένα εργατικό ακροατήριο που βρίσκεται στα αριστερά της κυβέρνησής του.
Αλλά ακόμη και η ανοιχτά νεοφιλελεύθερη ΝΔ του Μητσοτάκη ανακάλυψε την ανάγκη να προσθέσει στο πρόγραμμά της υποσχέσεις για αυξήσεις στον κατώτατο μισθό «με ρυθμό διπλάσιο από την αύξηση του ΑΕΠ». Ήταν και αυτή μια ομολογία ότι η ερχόμενη εκλογική μάχη θα γίνει κάτω από τη σκιά της εργατικής οργής που δεν έχει εκτονωθεί ούτε από τις απογοητεύσεις με τους συμβιβασμούς του ΣΥΡΙΖΑ ούτε από τις εθνικιστικές υστερίες των μακεδονομάχων.
Αν υπήρχε έστω η παραμικρή αμφιβολία για το πόσο καθοριστικό είναι το βάρος αυτής της οργής, ήρθε το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων στη Γαλλία να στείλει μήνυμα παντού. Όποια πολιτική ηγεσία αγνοεί αυτόν τον παράγοντα κινδυνεύει να χάσει τη μπάλα, όπως ο Μακρόν.
Για να προσανατολιστούμε σωστά, λοιπόν, στις μάχες που έρχονται είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε τις ρίζες και την έκταση αυτών των εξελίξεων, αρχίζοντας από τις διεθνείς διαστάσεις.
Ένας αποσταθεροποιημένος καπιταλισμός
Πριν από ένα χρόνο, τα αστικά επιτελεία διατηρούσαν τις ελπίδες τους ότι η αμερικάνικη οικονομία, ενισχυμένη από τις φοροαπαλλαγές του Τραμπ για τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων, θα λειτουργούσε σαν ατμομηχανή αλλά και σαν υπόδειγμα για μια παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη. Και ότι μια τέτοια εξέλιξη θα λειτουργούσε κατευναστικά και στο επίπεδο των διακρατικών ανταγωνισμών και για το ξεπέρασμα της κρίσης του πολιτικού συστήματος σε μια σειρά χώρες.
Η πορεία αποδείχθηκε διαφορετική, πρώτα απ’ όλα στην ίδια την Αμερική. Η δραστική μείωση των φορολογικών συντελεστών για τα κέρδη των επιχειρήσεων διαφημίστηκε ως θετικό μέτρο για όλους γιατί θα αποτελούσε κίνητρο για την αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης. Τι έγινε στην πράξη; Οι μεγαλύτεροι αποδέκτες αυτού του μποναμά ήταν τα μεγαθήρια των νέων τεχνολογιών: Apple, Alphabet, Cisco, Microsoft, Oracle συνολικά διέθεσαν 42,6 δισεκατομμύρια δολάρια για επενδύσεις αλλά ταυτόχρονα ξόδεψαν 115 δις δολάρια για επαναγορά των μετοχών τους στα χρηματιστήρια!1 Κερδοσκοπία-επενδύσεις 3-1.
Το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης κατέγραψε μέσα στη χρονιά ρεκόρ μακρόχρονης ανοδικής πορείας αλλά αυτό απλά μεγάλωσε την απόστασή του από τις εξελίξεις της πραγματικής οικονομίας. Στις 27 Νοέμβρη η Τζένεραλ Μότορς ανακοίνωσε ότι κλείνει εφτά από τα εργοστάσιά της διεθνώς, από τα οποία τέσσερα μέσα στις ΗΠΑ. Προχωράει σε 14.000 απολύσεις στη Βόρεια Αμερική. Είχε προηγηθεί η Φορντ που δήλωσε ότι σταματάει την παραγωγή επιβατικών αυτοκινήτων στη Βόρεια Αμερική. Και οι δυο παραδοσιακά εμβληματικές αμερικάνικες επιχειρήσεις υπολογίζουν ότι πρέπει να κάνουν αναδιαρθρώσεις όσο ακόμη «τα πράγματα πάνε καλά», γιατί έρχονται δυσκολίες.
Την εκτίμηση ότι έρχονται δυσκολίες δεν φάνηκε να συμμερίζεται η Fed, η αμερικάνικη κεντρική τράπεζα που συνέχισε την αύξηση των επιτοκίων. Η επιμονή σε αυτή την κατεύθυνση, όμως, προκάλεσε αρνητικές αντιδράσεις στα χρηματιστήρια. Ο Δεκέμβρης κατέγραψε τη μεγαλύτερη πτώση των μετοχών από τον Δεκέμβρη του 1931.2 Θεωρητικά, η οικονομία πάει τόσο καλά ώστε να χρειάζεται πιο σκληρή νομισματική πολιτική για να μην «υπερθερμανθεί». Ωστόσο, ο ίδιος ο Τραμπ έκανε δημόσια επίθεση στον διοικητή της Fed απαιτώντας να μην ανέβουν τα επιτόκια. Η άρχουσα τάξη της υπερδύναμης δεν είναι σίγουρη αν η οικονομία χρειάζεται φρένο ή γκάζι.
Οι αβεβαιότητες, όμως, δεν περιορίζονται στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Η άρχουσα τάξη είναι διχασμένη και πάνω στο ζήτημα των εμπορικών πολέμων. Χαρακτηριστικές είναι οι εξελίξεις μετά τη Σύνοδο των G20 στην Αργεντινή το πρώτο σαββατοκύριακο του Δεκέμβρη. Εκεί έγινε συνάντηση Τραμπ-ΣιΤζιπίνγκ και ανακοινώθηκε τρίμηνη ανακωχή στην επιβολή δασμών στο εμπόριο ΗΠΑ-Κίνας. Αλλά λίγες μέρες αργότερα οι «εχθροπραξίες» κλιμακώθηκαν με την σύλληψη στον Καναδά της Μενγκ Ουανγκζού, οικονομικής διευθύντριας της κινεζικής Huawei (και κόρης του αφεντικού της εταιρείας) ύστερα από ένταλμα των ΗΠΑ.
Η Huawei βρίσκεται στο στόχαστρο των αμερικάνικων πολυεθνικών γιατί είναι ανερχόμενη δύναμη στον χώρο των τηλεπικοινωνιών. Την κατηγορούν για «κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας» επειδή εξαγοράζει εταιρείες προχωρημένης τεχνολογίας στις χώρες της Δύσης και την χαρακτηρίζουν ως στρατιωτική απειλή για όσες χώρες χρησιμοποιούν τα συστήματά της γιατί μέσα από αυτά η Κίνα μπορεί να υποκλέπτει κρίσιμες πληροφορίες.
Αλλά δεν είναι όλο το αμερικάνικο κατεστημένο σύμφωνο με την κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου. Σύμφωνα με τους Financial Times3, υπάρχουν ισχυροί γεφυροποιοί όπως ο Χένρι Πόλσον (πρώην υπουργός και πρώην διευθύνων σύμβουλος της Goldman Sachs), ο Μάικλ Μπλούμπεργκ (πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης) και ο Στήβεν Σβάρτζμαν (συνιδρυτής της Blackstone). Όλοι αυτοί έχουν πρόσβαση στον υπουργό Οικονομικών του Τραμπ, τον Στήβεν Μνούτσιν, ενώ αντίθετα χαρακτηρίστηκαν ως «άμισθοι πράκτορες ξένης δύναμης» από τον σύμβουλο του Λευκού Οίκου Πήτερ Ναβάρο που εκπροσωπεί τη σκληρή πτέρυγα της αμερικάνικης κυβέρνησης. Κανένας δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια προς τα πού θα γείρει η πλάστιγγα στο τέλος της τρίμηνης ανακωχής του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας.
Όλα αυτά αποτελούν ένα εξαιρετικά αποσταθεροποιητικό σκηνικό για τις άρχουσες τάξεις παντού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα προβλήματα που έχουν προκύψει στις σχέσεις Γαλλίας-Ιαπωνίας. Εδώ και δεκαετίες η γαλλική Ρενό και η ιαπωνική Νίσαν είχαν αναπτύξει μια ισχυρή συνεργασία που τις έχει αναδείξει στις κορυφαίες θέσεις της παγκόσμιας αυτοκινητοβιομηχανίας. Ξαφνικά φέτος το φθινόπωρο ο διευθύνων σύμβουλος της Ρενό, ο Κάρλος Γκοσν, ο άνθρωπος που προώθησε αυτή τη συνεργασία και έγινε διευθύνων και της Νίσαν, βρίσκεται κρατούμενος στις φυλακές της Ιαπωνίας με κατηγορίες ότι απέκρυπτε τις πραγματικές του αποδοχές και χρησιμοποιούσε αθέμιτα τα περιουσιακά στοιχεία της Νίσαν. Η απειλή δασμών και ανακατατάξεων στα διεθνή δίκτυα παραγωγής εξαρτημάτων και ανταλλακτικών και εμπορίας αυτοκινήτων φαίνεται να τινάζει στον αέρα έναν από τους πιο πετυχημένους γάμους.
Ακόμη πιο κραυγαλέα περίπτωση είναι η αδυναμία Βρετανίας-ΕΕ να καταλήξουν σε ένα συναινετικό διαζύγιο. Οι διαπραγματεύσεις για το Brexit έχουν οδηγηθεί σε αδιέξοδο με διαλυτικές συνέπειες για την πολιτική σταθερότητα στη Βρετανία και όχι μόνο. Το Brexit ήταν από την αρχή μια αντιφατική υπόθεση, καθώς προέκυψε από ένα δημοψήφισμα στο οποίο εκφράστηκε η εργατική αγανάκτηση, ενώ το βρετανικό κατεστημένο ήταν διχασμένο. Στην πορεία, η κυβέρνηση της Τερέζα Μέι προσπάθησε να συνδυάσει την τυπική συμμόρφωση με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος με την συνέχιση της παρουσίας των βρετανικών επιχειρήσεων στην αγορά της ΕΕ.
Τέτοιοι συνδυασμοί έχουν ξαναγίνει στο παρελθόν. Η Βρετανία δεν μπήκε στο κοινό νόμισμα, το Ευρώ, αλλά το Σίτι του Λονδίνου εξελίχθηκε σε νούμερο ένα χρηματοπιστωτικό κέντρο συναλλαγών σε Ευρώ. Σήμερα, όμως, τέτοιες συμβιβαστικές φόρμουλες αποδεικνύονται δύσκολες. Οι λόγοι γι’ αυτό είναι πολλοί. Από την πλευρά του βρετανικού καπιταλισμού, η προοπτική αποκλεισμού από τη μεγαλύτερη αγορά του κόσμου (η ενιαία αγορά της ΕΕ κατέχει αυτή τη θέση) μέσα σε συνθήκες απειλούμενων εμπορικών πολέμων κινδυνεύει να γίνει αυτοκτονική. Από την πλευρά της ΕΕ, κάθε παραχώρηση στη Βρετανία μπορεί να μοιάζει κακό προηγούμενο την ώρα που αντιμετωπίζει φυγόκεντρες τάσεις π.χ. από την Ιταλία. Οι ευρύτερες συνθήκες κρίσης του συστήματος τροφοδοτούν αλλά και ανατροφοδοτούνται από τις επιμέρους περιπτώσεις.
Αυτό με τη σειρά του επιτείνει την πολιτική αστάθεια γιατί οι άρχουσες τάξεις και οι πολιτικοί εκφραστές τους εμφανίζονται ανίκανοι να ανοίξουν διέξοδο. Δεν είναι μόνο η Τερέζα Μέι που έχει μετατραπεί σε ανήμπορη πρωθυπουργό. Το ίδιο ισχύει για την Άνγκελα Μέρκελ που αναγκάστηκε να παραδώσει την ηγεσία του κόμματός της και πλέον μετράει αντίστροφα για να παραδώσει την Καγκελαρία. Και βέβαια ισχύει για τον μέχρι πρόσφατα «ανανεωτή» του πολιτικού σκηνικού της Ευρώπης, τον Μακρόν.
Η εργατική τάξη είναι εδώ
Για να κατανοήσουμε τις εξελίξεις, όμως, δεν αρκεί να πάρουμε υπόψη μόνο τις αντικειμενικές συνθήκες της μακρόσυρτης κρίσης των από πάνω. Χρειάζεται να σταθούμε ξεχωριστά στις αναζητήσεις και στις προσδοκίες των απλών ανθρώπων, της εργατικής τάξης και των γειτονικών της κοινωνικών στρωμάτων.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα έχουν επικρατήσει οι αντιλήψεις ότι η εργατική τάξη είναι ανήμπορη να παίξει κάποιο ρόλο, είτε γιατί είναι ηττημένη, είτε επειδή έχει χάσει το παραδοσιακό κοινωνικό της βάρος.
Ιστορικά, η αφετηρία για να απλωθούν τέτοιου είδους θεωρίες μέσα στην σύγχρονη Αριστερά βρίσκεται ίσως στην παρέμβαση του Έρικ Χόμπσμπομ. Πριν από σαράντα χρόνια, το 1978, ήταν εισηγητής σε μια διάλεξη με τίτλο «Η ανοδική πορεία της εργατικής τάξης σταμάτησε;» και λίγο αργότερα, το 1981, κυκλοφόρησε βιβλίο με τον ίδιο τίτλο. Καθώς το διεθνές κίνημα του Μάη 68 (και της δικής μας Μεταπολίτευσης) υποχωρούσε, η κεντρική ιδέα, με το κύρος του Χόμπσμπομ, βρήκε απήχηση σε κομμουνιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αλλά και σε τμήματα της νέας αριστεράς του Μάη. Ποια ήταν η κεντρική ιδέα;
«Ο πυρήνας της αριστεράς από την εποχή της πτώσης του Φιλελευθερισμού τον 19ο αιώνα αποτελέστηκε και σε μεγάλο βαθμό ακόμα αποτελείται από κόμματα και κινήματα της εργατικής τάξης που αναπτύχθηκαν σε μαζική κλίμακα στα περισσότερα μέρη της Ευρώπης πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και διασπάστηκαν σε Σοσιαλδημοκρατικά και Κομμουνιστικά μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Τα κόμματα αυτά στηρίχτηκαν κατά κύριο λόγο στους χειρώνακτες μισθωτούς, ασχολήθηκαν κύρια με τα αιτήματα αυτής της τάξης… Θεωρούσαν ότι αυτή η τάξη θα αναπτύσσεται αναπόφευκτα, τόσο αριθμητικά όσο και από άποψη σοσιαλιστικής ταξικής συνείδησης, και ότι εξίσου αναπόφευκτα προορίζεται από την ιστορία να ξεσηκωθεί και να θριαμβεύσει συμπαρασύροντας μαζί της και τον υπόλοιπο λαό…
Η προοπτική αυτή δεν φαίνεται πλέον τόσο πιθανή. Η χειρωνακτική εργατική τάξη, ο πυρήνας των παραδοσιακών σοσιαλιστικών κομμάτων σήμερα συρρικνώνεται αντί να επεκτείνεται. Έχει μετασχηματιστεί και ως ένα σημείο διασπαστεί από τις δεκαετίες όπου το βιοτικό επίπεδο είχε φτάσει σε επίπεδα που ούτε οι πιο καλοπληρωμένοι του 1939 δεν τα είχαν ονειρευτεί.
Δεν είναι πια δυνατόν να θεωρούμε ότι όλοι οι εργάτες βρίσκονται σε μια διαδικασία συνειδητοποίησης της ταξικής τους θέσης που τους οδηγεί πίσω από κάποιο σοσιαλιστικό εργατικό κόμμα».4
Λίγο αργότερα, με την κρίση και την κατάρρευση των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» μετά το 1989, η επιρροή αυτών των ιδεών επεκτάθηκε. Και πάνω τους προστέθηκαν θεωρίες περί ιστορικής ήττας της εργατικής τάξης. Βάραινε η αντίληψη ότι εγκαταστάθηκε ένας «μακρύς συντηρητικός χειμώνας». Και άνθισαν οι αναζητήσεις για «νέες μήτρες της Αριστεράς» πέρα από την εργατική τάξη. Στην Ελλάδα, οι μετατοπίσεις και η συνεργασία ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτερικού γέννησαν τον Συνασπισμό, τη μήτρα του ΣΥΡΙΖΑ.
Όσες εργατικές εκρήξεις ξέσπασαν τα επόμενα χρόνια -και ήταν πολλές π.χ. στη Γαλλία το 1995, στο Σιάτλ το 1999, σε πολλές χώρες με το αντιπολεμικό κίνημα του 2003, στην Ελλάδα ήδη το 1993 με τις απεργίες που γκρέμισαν τον παλιό Μητσοτάκη- αντιμετωπίζονταν από αυτές τις προσεγγίσεις ως προσωρινές αναλαμπές ή μάχες οπισθοφυλακής.
Το μοτίβο της υποτίμησης της εργατικής τάξης ενισχύθηκε συστηματικά από τα πάνω και από τα δεξιά. Μετά το ξέσπασμα της χειρότερης οικονομικής κρίσης το 2008, σχεδόν σύσσωμοι οι σχολιαστές στα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά ΜΜΕ αποφάνθηκαν ότι η κοινωνία συντηρητικοποιείται και ερμήνευσαν τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών του 2009 σαν επιβεβαίωση αυτής της εκτίμησης. Στην Ελλάδα του 2010, ο Μητσοτάκης πατήρ αποφάνθηκε ότι οι εργατικές αντιστάσεις στο πρωτοεμφανιζόμενο τότε μνημόνιο ήταν «αναντίστοιχες με το μέγεθος της κρίσης». Τα γεγονότα που ακολούθησαν έπεσαν σαν κεραυνός στα κεφάλια όλων αυτών.
Σήμερα ξέρουμε ότι η εργατική έκρηξη εκείνων των χρόνων με τις αλλεπάλληλες πανεργατικές απεργίες, τα συλλαλητήρια και τις πλατείες ήταν η μεγαλύτερη από την εποχή της Μεταπολίτευσης, προκάλεσε την κατάρρευση του παραδοσιακού δικομματισμού και εκτόξευσε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα ο ΣΥΡΙΖΑ εκθειάστηκε ως η νέα ριζοσπαστική αριστερά που βρήκε επιτέλους τις λύσεις. Αλλά το καλοκαίρι του 2015, όταν ο Τσίπρας μετέτρεψε το σαρωτικό ΟΧΙ του δημοψηφίσματος σε διαρκές ΝΑΙ στη μνημονιακή πολιτική, οι θεωρίες της ηττοπάθειας που ρίχνουν το φταίξιμο στον κόσμο επανήλθαν. «Η εργατική τάξη είναι αποδυναμωμένη και άφησε τον Τσίπρα να την κοροϊδέψει, ποιος ξέρει πόσα χρόνια θα χρειαστούν για να συνέλθει από αυτή την προδοσία» -κάπως έτσι συνοψίζεται μια σημερινή καρικατούρα που επαναλαμβάνει τον αποχαιρετισμό στην εργατική τάξη.
Η δυναμική της ριζοσπαστικοποίησης
Χρειάζεται να απεμπλακούμε από αυτή τη θεώρηση που μετατρέπει τον ιστορικό πρωταγωνιστή της ταξικής πάλης σε κομπάρσο και ξεπλένει τις πολιτικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες της αριστεράς από τις ευθύνες τους. Τα χαστούκια που δίνουν στον Μακρόν οι μαζικές κινητοποιήσεις στους δρόμους της Γαλλίας είναι μηνύματα αφύπνισης για την Αριστερά παντού. Η εργατική τάξη έχει αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια, αλλά δεν έχει χάσει τη δυνατότητα να ξεπροβάλει σαν καθοριστικός παράγοντας για τις εξελίξεις.
Οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις έχουν επιβάλει αλλαγές αλλά δεν έχουν καταφέρει ούτε να τερματίσουν την κρίση του συστήματος ούτε να επιβάλουν μια συντριπτική ήττα στην εργατική τάξη. Το αντίθετο συμβαίνει. Η αδυναμία ξεπεράσματος της κρίσης δίνει νέες ευκαιρίες για νέες ριζοσπαστικοποιήσεις και νέες εξορμήσεις προς τα αριστερά.
Τα τμήματα που εργάζονται σε συνθήκες επισφάλειας έχουν αυξηθεί, αλλά η μείωση του εργατικού κόστους και η εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης δεν είναι αρκετή για να αποκαταστήσουν την κερδοφορία του κεφαλαίου τόσο ώστε να ξεπεραστεί η κρίση. Ακόμη και οι διεθνείς οργανισμοί επισημαίνουν ότι χωρίς επενδύσεις που να ανεβάζουν την παραγωγικότητα, η ανάκαμψη με κακοπληρωμένο ανακυκλούμενο εργατικό δυναμικό είναι επισφαλής. Το φαινόμενο εργαζόμενων που έχουν δουλειά αλλά βυθίζονται στη φτώχεια διευρύνεται και φέρνει μαζί του οργή και εκρήξεις.
Μεγάλα τμήματα σε αυτά τα «νέα» κακοπληρωμένα κομμάτια είναι οι γυναίκες, οι νέοι και οι μετανάστες. Η δική τους συμμετοχή στα εργατικά ξεσπάσματα φέρνει δίπλα στα αιτήματα ενάντια στη φτώχεια, για αυξήσεις στους μισθούς και για συλλογικές συμβάσεις, τα αιτήματα ενάντια στις σεξιστικές διακρίσεις και τον ρατσισμό. Και αυτό είναι δύναμη όχι μόνο απέναντι στις απόπειρες της ακροδεξιάς να δημαγωγήσει, αλλά και για την αριστερή πολιτικοποίηση των αγώνων.
Αυτή η δυναμική φαίνεται ανάγλυφα στην περίπτωση των Κίτρινων Γιλέκων. Στην αρχή ήταν ορατές οι προσπάθειες της ακροδεξιάς- μεγεθυμένες και από την προθυμία των ΜΜΕ να συκοφαντήσουν το ξέσπασμα. Αλλά στην πορεία είδαμε διαδηλωτές να κυνηγάνε τους φασίστες, είδαμε τα κόκκινα γιλέκα της CGT να ενώνονται με τα κίτρινα, είδαμε τους σιδηροδρομικούς που είχαν δώσει την προηγούμενη μεγάλη εργατική μάχη ενάντια στον Μακρόν να προσφέρουν δωρεάν μετακίνηση στους διαδηλωτές με τα τρένα, είδαμε τη νεολαία σε σχολές και σε σχολεία να εμπνέεται. Είδαμε τη νεολαία από τα banlieues του Παρισιού (αυτά που πανηγύριζαν για την κατάκτηση του Μουντιάλ από μια εθνική Γαλλίας γεμάτη από παιδιά μεταναστών) να κατεβαίνει με τα δικά της συνθήματα, είδαμε στις 18 Δεκέμβρη το μεγαλύτερο αντιρατσιστικό συλλαλητήριο εδώ και δέκα χρόνια.5
Αυτά τα ρεύματα υπάρχουν και μέσα στους αγώνες στην Ελλάδα. Το 2018 ξεκίνησε με μια ενορχηστρωμένη απόπειρα εθνικιστικής καπηλείας. Τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό προσπάθησαν να πάρουν την απογοήτευση από τους συμβιβασμούς της κυβέρνησης του Τσίπρα και να την πάνε δεξιά ανοίγοντας ευκαιρίες ακόμα και για τους δολοφόνους νεοναζί της Χρυσής Αυγής. Κι όμως, φτάνουμε στο τέλος της χρονιάς με την κυβέρνηση (και την αντιπολίτευση) υπό πίεση από τα αριστερά.
Οι υποσχέσεις για αύξηση στον κατώτατο μισθό δείχνουν από πού φυσάει ο άνεμος. Η πρώτη παραχώρηση του Μακρόν απέναντι στην ανυποχώρητη οργή των Κίτρινων Γιλέκων ήταν αυτή. Ακολούθησε η ισπανική κυβέρνηση με αύξηση του κατώτατου κατά 22% και ταυτόχρονα ο Μητσοτάκης αποφάσισε ότι αντί να καταγγέλλει την «παροχολογία του Τσίπρα» είναι καλύτερα να δώσει τη δική του υπόσχεση. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης που δείχνει πόσο πανικόβλητη είναι αυτή η κίνηση, αρκεί να παρατηρήσουμε ότι το ίδιο διάστημα ο ΣΕΒ διαμαρτύρεται ότι “με την αύξηση της απασχόλησης (+1,7%) να υπερβαίνει την άνοδο του ΑΕΠ (+1,1%) η παραγωγικότητα της οικονομίας υποχωρεί. Η μείωση της παραγωγικότητας, στην ουσία ενσωματώνει όλες τις διαρθρωτικές παθογένειες που εξακολουθούν να επηρεάζουν το παραγωγικό της χώρας, παρά τις μεταρρυθμίσεις που έχουν επιχειρηθεί τα τελευταία χρόνια”.6
Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για τις πιέσεις που ασκεί η εργατική αγανάκτηση είναι η λαϊκή κατακραυγή για την καθαρίστρια που φυλακίστηκε για 10 χρόνια επειδή πλαστογράφησε το απολυτήριο του Δημοτικού για να πιάσει δουλειά. Όπως ανέφερε η ανακοίνωση του Σωματείου Καθαριστριών Νομού Μαγνησίας: «Η αστική δικαιοσύνη, αφού εξάντλησε όλη την αυστηρότητά της σε μια φτωχή εργαζόμενη, καταδίκασε μια γυναίκα που αγωνιζόταν να ζήσει την οικογένειά της σε 10 χρόνια φυλακή! Διορίστηκε το 1996 σε διαγωνισμό του ΑΣΕΠ δηλώνοντας ότι είναι τελειόφοιτη της ΣΤ’ δημοτικού για να μπορέσει να βρει δουλειά να ζήσει τα παιδιά της και να βοηθήσει τον σύζυγό της που είχε 67% αναπηρία… Δεν έκλεψε! Δεν καταχράστηκε τα δημόσια χρήματα!».7
Όταν ξεκινούσαν οι μνημονιακές επιθέσεις του ΓΑΠ, του Παπαδήμου και των Σαμαροβενιζέλων με στόχο τη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, τέτοιες περιπτώσεις χρησιμοποιούνταν σαν πολιορκητικός κριός αυτής της εκστρατείας για να τρομοκρατήσουν τους εργαζόμενους που αντιστέκονταν. Σήμερα η κατακραυγή ανάγκασε τον Άρειο Πάγο να παρέμβει και να ζητήσει αναστολή εκτέλεσης της ποινής, πράγμα που έγινε.
Αυτή η μεταστροφή δεν ήρθε επειδή τάχα ο ΣΥΡΙΖΑ μας έβγαλε από τα μνημόνια. Όπως ομολογεί η αρμόδια υπουργός Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου απαντώντας σε σχετική ερώτηση νεοδημοκράτη βουλευτή:
«Συρρίκνωση -και σε καμία περίπτωση διόγκωση- προσωπικού στον δημόσιο τομέα στη διάρκεια των τελευταίων ετών, τόσο σε επίπεδο μόνιμων υπαλλήλων όσο και σε επίπεδο συμβασιούχων, δείχνουν τα στοιχεία του Μητρώου Ανθρώπινου Δυναμικού Ελληνικού Δημοσίου. (…) Μεταξύ Δεκεμβρίου 2014 και Αυγούστου 2018 το μόνιμο προσωπικό που απασχολείται σε δημόσιες υπηρεσίες -πλην νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου- μειώθηκε κατά 10.345 υπαλλήλους, ενώ οι συμβασιούχοι που η μισθοδοσία τους καλύπτεται από τον κρατικό προϋπολογισμό κατέγραψαν μείωση 1.149 εργαζομένων μεταξύ Αυγούστου 2015 και Αυγούστου 2018».8
Η πραγματική δύναμη που αλλάζει το κλίμα είναι η εργατική τάξη που επιμένει να αντιστέκεται. «Στις 19 και 20 Νοέμβρη οι σχολικές καθαρίστριες προχώρησαν σε 48ωρη απεργία με κύρια αιτήματα τη μονιμοποίησή τους και την ένταξή τους στα ΒΑΕ καταγγέλλοντας τις συνθήκες δουλειάς και αμοιβής, με συμβάσεις έργου, με 37 ευρώ μεικτά το μήνα για κάθε αίθουσα χωρίς να υπολογίζονται οι άλλοι χώροι (τουαλέτες, σκάλες, αυλές, γυμναστήρια, γραφεία), με εξαντλητικά ωράρια που φτάνουν το 8ωρο και όχι το 4ωρο για το οποίο πληρώνονται, με ανασφάλεια κάθε Ιούνη αν θα ανανεωθούν οι συμβάσεις, με αξιολογήσεις όχι μία αλλά πλέον τρεις φορές το χρόνο (!)».9
Και βέβαια οι σχολικές καθαρίστριες δεν είναι μόνες. Τις ίδιες μάχες ενάντια στις απολύσεις, για μονιμοποιήσεις και μαζικές μόνιμες προσλήψεις καταγράφουν και οι εργαζόμενες στο Βοήθεια στο Σπίτι, οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί, οι συμβασιούχοι των Δήμων και ξανά και ξανά οι εργαζόμενοι στα Νοσοκομεία, από τις καθαρίστριες και τους τραυματιοφορείς μέχρι τους επικουρικούς γιατρούς.
Ούτε περιορίζονται στον δημόσιο τομέα αυτές οι κινήσεις. Η απεργία στην COSCO έδειξε χειροπιαστά ότι οι μάχες απλώνονται στον ιδιωτικό τομέα, ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες, εκεί όπου οι ιδιωτικοποιήσεις χτυπάνε τον συνδικαλισμό. Οι συμβασιούχοι της ΔΕΣΦΑ και οι «εργολαβικοί» των ΕΛΠΕ ήρθαν να προστεθούν σε αυτόν τον κατάλογο.
Αν υπήρχαν αμφιβολίες για τα ρεύματα ριζοσπαστικοποίησης μέσα στην εργατική τάξη και στη νεολαία, οι αντιδράσεις στη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου ήρθαν να τις διαλύσουν. Όπως έγραφε ο Κώστας Τορπουζίδης στις σελίδες αυτού του περιοδικού στο προηγούμενο τεύχος.
«Η επιχείρηση να ενοχοποιηθεί το θύμα είχε όλες τις προϋποθέσεις να πετύχει και η τραγική δολοφονία του Ζακ να καταχωρηθεί σαν η δυσάρεστη κατάληξη απόπειρας ληστείας ενός ανυποψίαστου επαγγελματία.
Tα συστημικά και δεξιά ΜΜΕ είχαν στα χέρια τους όλα τα «στοιχεία» για να κατασκευάσουν την τέλεια υπόθεση «επιβολής του νόμου και της τάξης», αφού μάλιστα το θύμα είχε το ιδανικό προφίλ: ομοφυλόφιλος ακτιβιστής, οροθετικός, χρήστης ουσιών. Ρατσιστικές προκαταλήψεις και φοβίες χρησιμοποιήθηκαν από την πρώτη στιγμή για να δικαιολογηθεί η απερίγραπτη βιαιότητα των δύο δραστών και της αστυνομίας και να συγκαλυφθεί το έγκλημα. Και όπως φάνηκε σχεδόν αμέσως, οι αστυνομικές αρχές θα έβρισκαν πολύ βολική μια τέτοια εκδοχή.
Όμως, οι φρικιαστικές εικόνες που κατέγραψαν οι κάμερες και έφτασαν μέσα σε κάθε σπίτι και χώρο δουλειάς προκάλεσαν τόση οργή και αποτροπιασμό, που καμιά εξήγηση, ούτε καν κι αυτή της απόπειρας ληστείας δεν φαινόταν τόσο πειστική για να τις δικαιολογήσει.
Η συγκίνηση και δίκαιη οργή που προκάλεσε η δολοφονία ήταν πολύ ευρύτερη απ’ όσους γνώρισαν τον Ζακ προσωπικά και ήρθε σαν αποτέλεσμα της συνολικότερης πολιτικοποίησης που έχει υπάρξει στην ελληνική κοινωνία, η οποία αρνείται πλειοψηφικά και πολλές φορές ενεργά τη ρατσιστική και φασιστική βία και την αστυνομική καταστολή».
Η εκστρατεία για ένα δεύτερο, μεταθανάτιο λυντσάρισμα του Ζακ έσπασε τα μούτρα της. Μάταια οι μπάτσοι και η ακροδεξιά υπολόγιζαν ότι οι αντιδράσεις επειδή δολοφονήθηκε ένα «περιθωριακό άτομο», «κλεφτρόνι», «πρεζόνι» και «drag queen», θα έμεναν στο περιθώριο. Χιλιάδες βγήκαν να διαδηλώσουν και οι «θεσμοί» αναγκάστηκαν αμήχανα να ξεπερνούν τις προσπάθειες συγκάλυψης και να κινούν τις διαδικασίες για απονομή δικαιοσύνης.10
Είναι βέβαιο ότι αυτή η ευαισθητοποίηση δεν περιορίζεται «στα Εξάρχεια». Από αφορμή την έκδοση του βιβλίου της Μαρίας Στύλλου «Η Πάλη για την Απελευθέρωση των Γυναικών», το Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο σε συνεργασία με το Συντονιστικό των Νοσοκομείων και το Συντονισμό ενάντια στα Μνημόνια οργάνωσαν εκδηλώσεις στους χώρους δουλειάς με μεγάλη επιτυχία. Ίσως η πιο χαρακτηριστική ήταν αυτή που έγινε στο αμαξοστάσιο του Δήμου της Αθήνας όπου πάνω από εξήντα εργαζόμενες και εργαζόμενοι στο χώρο της καθαριότητας συζήτησαν για την αντίσταση στον σεξισμό.11
Οι προοπτικές
Αυτές οι τάσεις που εκδηλώνονται τόσο καθαρά δεν σημαίνουν ότι η επαναστατική αριστερά μπορεί να καθήσει με τα χέρια σταυρωμένα και να περιμένει την ωρίμανσή τους. Κάτι τέτοιο θα άφηνε το πεδίο ελεύθερο για τις λυσσαλέες προσπάθειες της δεξιάς και της ακροδεξιάς να τις πισωγυρίσουν. Ούτε μπορούμε να αγνοούμε το ρόλο της ρεφορμιστικής αριστεράς και του κοινοβουλευτικού δρόμου.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η κρίση του πολιτικού συστήματος σε συνδυασμό με τα ξεσπάσματα της εργατικής τάξης αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο για κυβερνήσεις της αριστεράς που θα φέρουν εμπειρίες αντίστοιχες με τις ελληνικές σε πολλές χώρες. Πόσο διαφορετικές από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι περιπτώσεις που διαφαίνονται στον ορίζοντα όπως μια κυβέρνηση Κόρμπιν στη Βρετανία, μια νίκη του Μελανσόν στη Γαλλία, μια συγκυβέρνηση Σοσιαλιστών-Ποδέμος στην Ισπανία;
Αν πάνε (και για να πάνε) τα πράγματα προς τα εκεί, η αντικαπιταλιστική αριστερά στην Ελλάδα έχει στις πλάτες της την ευθύνη να δείξει ότι η στροφή προς τα αριστερά δεν τελειώνει με τους συμβιβασμούς της κάθε ηγεσίας τύπου Τσίπρα.
Αυτή είναι μια δύσκολη παραγγελιά, αλλά ταυτόχρονα είναι μια ανοιχτή πρόκληση. Η εμπειρία των τελευταίων τεσσάρων χρόνων μας δείχνει ότι κάθε συμβιβασμός με τις πιέσεις της άρχουσας τάξης που έκανε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αξιοποιείται από τη δεξιά και την ακροδεξιά για να κλιμακώσει τις καπιταλιστικές απαιτήσεις. Αλλά ταυτόχρονα, είναι εφικτό για την τάξη μας και με τις πρωτοβουλίες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να αποκρούσουμε τέτοιες μεθοδεύσεις.
Στην οικονομική πολιτική, η διαχείριση Τσίπρα-Τσακαλώτου αποδέχθηκε τη φόρμουλα της ΕΕ για υπερπλεονάσματα του προϋπολογισμού σε συνδυασμό με μετακύλιση των τοκοχρεολύσιων. Αυτό βαφτίστηκε έξοδος από τα μνημόνια και άνοιξε τη συζήτηση για τη συνέχεια. Ο ΣΕΒ, οι εφοπλιστές, οι τραπεζίτες και η ΝΔ μαζί τους βλέπουν μια ευκαιρία να γίνουν τα υπερπλεονάσματα νέα κίνητρα για το κεφάλαιο με μεγαλύτερες φοροαπαλλαγές, διεύρυνση των ιδιωτικοποιήσεων σε τομείς όπως η υγεία, η παιδεία, η ασφάλιση και στήριξη των τραπεζών για να απαλλαγούν από τα κόκκινα δάνεια. Η εργατική τάξη, αντίθετα, βλέπει μια ευκαιρία να πάρει πίσω αυτά που της λεηλάτησαν -μόνιμη και σταθερή εργασία, συλλογικές συμβάσεις με αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, χρηματοδότηση για τις κοινωνικές υπηρεσίες από τους παιδικούς σταθμούς μέχρι την τρίτη ηλικία περνώντας από δημόσια και δωρεάν Παιδεία και Υγεία. Αυτή η σύγκρουση είναι μπροστά μας.
Αντίστοιχα στην εξωτερική πολιτική, οι επιλογές Τσίπρα-Κοτζιά-Καμμένου μέσα σε συνθήκες κρίσης και αστάθειας στην περιοχή διαμόρφωσαν επιθετικές διεκδικήσεις για τον ελληνικό καπιταλισμό από τα Βαλκάνια μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο. Οι βόρειοι γείτονες πρέπει να αποδεχθούν τους ελληνικούς όρους για να προχωρήσει η ένταξή τους στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, η Τουρκία πρέπει να αποδεχθεί ότι ο άξονας Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ κάνει κουμάντο για τα συμφέροντα της Δύσης από το Αιγαίο μέχρι το Τελ Αβίβ. Αυτό βαφτίστηκε φιλειρηνική πολιτική ενός «πυλώνα σταθερότητας», αλλά στην πράξη ανοίγει τις ορέξεις για τις χειρότερες σοβινιστικές απαιτήσεις. Η Μακεδονία και η Αλβανία πρέπει να ζουν κάτω από τη διαρκή απειλή ότι ο κάθε Κατσίφας μπορεί να πάρει το όπλο του. Στο Αιγαίο, τα νησιά πρέπει να μάθουν να ζουν με την απειλή της «ισοπέδωσης» αν οι καραβανάδες της μιας ή της άλλης πλευράς κρίνουν ότι ήρθε η ώρα του casus belli. Αυτές τις απειλές υπόσχεται να παραδώσει στα πλαίσια μιας «συναίνεσης για τα εθνικά θέματα» σε μια επόμενη κυβέρνηση ο Τσίπρας.
Οι επόμενοι προεκλογικοί μήνες θα είναι γεμάτοι από μάχες των εργατών και της νεολαίας για να μην κατρακυλίσουν τα πράγματα προς τα εκεί. Μάχες απεργιακές για δουλειές και αυξήσεις αλλά και μια απεργιακή 8 Μάρτη των γυναικών. Συλλαλητήρια αντιρατσιστικά και αντιφασιστικά ενάντια σε όλες τις ακροδεξιές προκλήσεις με κορύφωση στις 16 Μάρτη σε συντονισμό με τα αντίστοιχα κινήματα σε πολλές χώρες. Η επαναστατική αριστερά έχει το καθήκον αλλά και τη δυνατότητα να αναδειχτεί σε δύναμη στήριξης της εργατικής πάλης στο εδώ και τώρα. Και ταυτόχρονα να ανοίγει δρόμους για τη συνολική διέξοδο από την κρίση με την εργατική ανατροπή ενός καπιταλισμού που παραπαίει.
Σημειώσεις
1. Rana Foroohar, Capital expenditure boom falls short, Financial Times, 26 November 2018
2. Markets head for grim year-end, πρωτοσέλιδος τίτλος στους Financial Times, 22-23 Δεκέμβρη.
3. Tom Mitchell and James Politi, Wall street’s man in the middle, Financial Times, 27 November 2018
4. Αναφέρεται στο άρθρο «Καιρός για αποχαιρετισμό της εργατικής τάξης;» στο περιοδικό Η Μαμή τεύχος 3, σελ. 36, https://issuu.com/ergatiki/docs/mami3
5. Δείτε τις ανταποκρίσεις του Νίκου Λούντου στο http://sekonline.gr/article.php?id=801
6. Σωτήρης Κοντογιάννης, Τα κέρδη ανέβηκαν αλλά ο ΣΕΒ θέλει κι άλλα, Εργατική Αλληλεγγύη Νο 1353, 12 Δεκέμβρη 2018, http://ergatiki.gr/article.php?id=19483&issue=1353
7. Λένα Βερδέ, Λευτεριά στην καθαρίστρια, Εργατική Αλληλεγγύη Νο 1351, 27 Νοέμβρη 2018, http://ergatiki.gr/article.php?id=19403&issue=1351
8. Συρρίκνωση του Δημοσίου αποδεικνύει το Μητρώο Ανθρώπινου Δυναμικού, Εφημερίδα των Συντακτών 29 Νοεμβρίου 2018, http://www.efsyn.gr/arthro/syrriknosi-toy-dimosioy-apodeiknyei-mitroo-anthropinoy-dynamikoy
9. Λένα Βερδέ, όπου και πιο πάνω
10. Κώστας Τορπουζίδης, Μπορούμε να απαντήσουμε ταξικά στην καταπίεση; Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο 131, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2018, http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1092
11. Η πάλη για την απελευθέρωση των γυναικών: Στο γκαράζ του Δήμου της Αθήνας, Εργατική Αλληλεγγύη Νο 1354, 19 Δεκέμβρη 2018, http://ergatiki.gr/article.php?id=19551&issue=1354