Ο Νίκος Λούντος ανατρέχει στην πορεία της κρίσης που ανέδειξε την ακροδεξιά στην προεδρία της πιο μεγάλης χώρας της Λατινικής Αμερικής. Και προδιαγράφει τις συγκρούσεις που έρχονται.
Την 1η Γενάρη ανέλαβε την προεδρία της Βραζιλίας ο Ζαΐρ Μπολσονάρο. Η νίκη του στο δεύτερο γύρο των εκλογών στα τέλη Οκτώβρη άνοιξε όλων των ειδών τις συζητήσεις. Σηματοδοτεί το κλείσιμο της διακυβέρνησης της χώρας από το Κόμμα των Εργαζομένων (PT) από το 2003 και μαζί έρχεται να επισφραγίσει το τέλος μιας περιόδου όπου οι εναλλακτικές, αριστερές ή κεντροαριστερές κυβερνήσεις έδιναν τον τόνο στη Νότια Αμερική.1
Όμως, η νίκη του Μπολσονάρο είναι κάτι παραπάνω από ένα ακόμη κομμάτι του τέλους του “ροζ κύματος” και γι’αυτό τα ερωτήματα για το πού πάει η Βραζιλία είναι ακόμη βαθύτερα. Πρώην λοχαγός του βραζιλιάνικου στρατού, αμετανόητος νοσταλγός της Χούντας του ‘64-’85, δηλωμένος ρατσιστής και σεξιστής, εκλέχθηκε στη βάση μιας ακροδεξιάς προεκλογικής εκστρατείας. Δηλώνει περήφανος που είναι ομοφοβικός και ότι θα προτιμούσε γιο εξαρτημένο από τα ναρκωτικά ή νεκρό σε ατύχημα αντί για ομοφυλόφιλο, η απάντησή του σε βουλεύτρια του PT ήταν “δεν θα σε βιάσω γιατί δεν το αξίζεις”, επικροτεί τα αφεντικά που δεν προσλαμβάνουν γυναίκες γιατί αυτές “απολαμβάνουν υπερβολικά εργατικά δικαιώματα”, οι Αφροβραζιλιάνοι που ζουνε στα χωριά “δεν κάνουν ούτε για να γεννάνε παιδιά”.2
Στο κοινοβούλιο αφιέρωσε την ψήφο του για τη δίωξη της πρώην προέδρου Ντίλμα Ρουσέφ στον συνταγματάρχη Ούστρα, τον αρχιβασανιστή της χούντας, υπεύθυνο της DOI-CODI (της βραζιλιάνικης ΕΑΤ-ΕΣΑ) για τέσσερα χρόνια μετά το ‘74 στου οποίου τα χέρια πέθαναν από βασανιστήρια 60 αγωνιστές, ανάμεσα στους εκατοντάδες που πέρασαν από τα κολαστήρια. Απείλησε πρόσφατα ότι θα στείλει όλους τους πολιτικούς του αντιπάλους στη φυλακή, ενώ πολλά χρόνια πριν φανταστεί ότι θα γίνει πρόεδρος, είχε πει πως το πρώτο πράγμα που θα έκανε θα ήταν να καταργήσει τη Βουλή και να κηρύξει δικτατορία. “Τα πράγματα θα αλλάξουν όταν κάποιος κάνει αυτό που το στρατιωτικό καθεστώς δεν έκανε. Να σκοτώσει 30 χιλιάδες”.
Κέρδισε ο φασισμός στη Βραζιλία; Επεκτείνεται το ρεύμα του “ακροδεξιού λαϊκισμού” (όπως αποκαλούν τα ΜΜΕ τα φασιστικά και ακροδεξιά κόμματα) και εκτός Ευρώπης; Ο Μπολσονάρο είναι η λατινοαμερικανική εκδοχή του Τραμπ; Όλα αυτά τα ερωτήματα είναι απολύτως δικαιολογημένα, αλλά είναι καλύτερο να ξεκινήσουμε από το πώς εξελίχθηκε συγκεκριμένα στη Βραζιλία ένας χείμαρρος πολιτικών εξελίξεων τα τελευταία τέσσερα χρόνια που κατέληξε στην εκλογή Μπολσονάρο. Όχι για να περιγράψουμε κάποιου είδους “βραζιλιάνικη εξαίρεση”, αντίθετα, για να δούμε με ποιο τρόπο οι εξελίξεις στη Βραζιλία είναι κομμάτι της πολιτικής αποσταθεροποίησης που εξελίσσεται σε παγκόσμιο επίπεδο με ρίζα την οικονομική κρίση.
Η πορεία προς ένα καθεστώς εξαίρεσης στη Βραζιλία ξεκίνησε πριν γίνει γνωστό το όνομα του Μπολσονάρο. Η Ντίλμα Ρουσέφ διαδέχθηκε τον Λούλα ως υποψήφια του Κόμματος των Εργαζόμενων (PT), κέρδισε τις εκλογές του 2010 με 12 εκατομμύρια ψήφους διαφορά και ξανακέρδισε τις εκλογές του 2014 πιο δύσκολα αλλά καθαρά, με 3 εκατομμύρια ψήφους διαφορά. Μέσα σε τρεις μήνες τα ποσοστά αποδοχής της Ρουσέφ κατέρρεαν, ξέσπασαν μαζικές διαδηλώσεις για να παραιτηθεί.
“Περισσότεροι από δύο εκατομμύρια άνθρωποι διαδήλωσαν στις πόλεις της Βραζιλίας πριν δέκα μέρες. Στο Σάο Πάολο οι διαδηλωτές ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο. Διάφοροι σχολιαστές ισχυρίζονται ότι ήταν οι μεγαλύτερες διαδηλώσεις από το 1985 όταν έπεσε η στρατιωτική χούντα. ΜΜΕ όπως η Γουόλ Στρητ Τζέρναλ, ο Εκόνομιστ και άλλα παρείχαν εκτενή και επιδοκιμαστική κάλυψη. Ο λόγος είναι απλός: οι διαδηλώσεις απαιτούσαν την καθαίρεση της Ντίλμα Ρούσεφ, της προέδρου της Βραζιλίας που είναι επικεφαλής του Κόμματος των Εργατών (ΡΤ), του αριστερού κόμματος που κυβερνάει τη χώρα από το 2002.
Τις διαδηλώσεις πυροδότησαν οι εξελίξεις στο σκάνδαλο της Petrobras, της κρατικής εταιρείας ενέργειας. Πρόκειται για έναν κολοσσό, μια κρατική πολυεθνική που δραστηριοποιείται στη Λ. Αμερική και σε όλο τον κόσμο. Είναι η ενσάρκωση του success story του βραζιλιάνικου καπιταλισμού, ενός τοπικού ιμπεριαλισμού στην πραγματικότητα, και μάλιστα υπό αριστερή κυβέρνηση”.3
Οι διαδηλώσεις προκάλεσαν αντιδιαδηλώσεις. Όχι στενά για την υπεράσπιση της Ρουσέφ. Αλλά γιατί η δεξιά και η ακροδεξιά ήδη είχε αγκαλιάσει το αίτημα για την καθαίρεση της προέδρου και άρχισαν να πρωταγωνιστούν οι νοσταλγοί της χούντας:
“Στις διαδηλώσεις της 15 Μάρτη κυριαρχούσαν τα συνθήματα όπως «Κάτω η Ντίλμα» αλλά δίπλα σε αυτά ακούγονταν άλλα όπως «Λιγότεροι φόροι, λιγότερο κράτος» ή «Πατρίδα μου είναι η Βραζιλία όχι η Βενεζουέλα και η Κούβα».
Τους τελευταίους μήνες πυκνώνουν οι εκκλήσεις από στρατηγούς και πολιτευτές της δεξιάς για την ανάγκη ο στρατός να «σώσει τη χώρα από τον κομμουνισμό».”4
“Την Κυριακή 16 Αυγούστου συγκέντρωσαν εκατοντάδες χιλιάδες σε 200 πόλεις. Το Μάρτη ισχυρίζονται ότι είχαν συγκεντρώσει εκατομμύρια. Ωστόσο το ρυθμό τον δίνει η σκληρή δεξιά. Ένα κομμάτι κατεβαίνει διεκδικώντας στρατιωτικό πραξικόπημα κατά της Ρουσέφ, νοσταλγώντας τη χούντα του ‘64-’85. Μια ματιά στις φωτογραφίες δείχνει ότι τα πλήθη είναι αμιγώς λευκά, σε μια χώρα όπου ο μισός πληθυσμός έχει πιο σκούρο δέρμα.”
“Οι οργανώσεις που πήραν την πρωτοβουλία να οργανώσουν την Πέμπτη 20 Αυγούστου κινητοποιήσεις απέναντι στις διαδηλώσεις της δεξιάς, με πρώτο το Κόμμα για το Σοσιαλισμό και την Ελευθερία (PSOL), ξεκαθάρισαν ότι δεν διαδηλώνουν υπέρ της κυβέρνησης. Κατέβηκαν με συνθήματα αφενός απέναντι στους νοσταλγούς της χούντας, αλλά και ενάντια στις επιθέσεις της Ρουσέφ απέναντι στην εργατική τάξη. Ταυτόχρονα ζητούσαν την παραίτηση του προέδρου της βουλής Εντουάρντο Κούνια”.5
Υποκριτική “πάλη”κατά της διαφθοράς
Στα τέλη του 2015 η δυσωδία στις πολιτικές εξελίξεις ήταν ασφυκτική. Ο δικαστής Σέρζιο Μόρο είχε ξεκινήσει τη δίωξη με το όνομα “Πλυντήριο αυτοκινήτων” προσπαθώντας να βάλει φυλακή τον Λούλα, όχι απλώς να ρίξει την Ρουσέφ. Ο Μόρο μετατρεπόταν σε ήρωα της δεξιάς στους δρόμους και σήμερα επιβραβεύεται για το κατόρθωμά του παίρνοντας τη θέση του Υπουργού Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Μπολσονάρο. Στο κοινοβούλιο τα πράγματα ήταν ακόμη πιο σάπια. Το κλειδί για τη δίωξη της Ρουσέφ το κρατούσε στα χέρια του ο πρόεδρος της Βουλής Κούνια. Ο Κούνια, που παρότι το κόμμα του στήριξε την Ρουσέφ στις προεδρικές, εκλέχθηκε πρόεδρος της Βουλής σε συμμαχία με τη Δεξιά, είναι γνωστός αρχισυντηρητικός, περιβόητος για τους “αγώνες” του ενάντια στα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων. Ήδη όμως είχε αποκαλυφθεί ως ένας από τους βασικούς εμπλεκόμενους στα σκάνδαλα της Πετρομπράς. Ξέπλυνε μίζες 5 εκατομμυρίων δολαρίων μέσα από 100 διαφορετικές εταιρείες σε Ευρώπη και Αμερική -ανάμεσά τους μια από τις αγαπημένες του “εταιρείες”, η πεντηκοστιανή εκκλησία “Σύναξη του Θεού”. Είχαν έρθει στο φως τέσσερις λογαριασμοί του στην Ελβετία και ένας στη Νέα Ζηλανδία με 37 φορές περισσότερο χρήμα από όσο δήλωνε στη Βραζιλία. Πίσω από την εταιρεία με το όνομα του Ιησού Χριστού (Jesus.com) υπήρχε ένας στόλος εννιά λιμουζίνων.6
Οι βουλευτές και τα κόμματα που λύσσαγαν για την καθαίρεση της Ρουσέφ ήταν αποδεδειγμένα βουτηγμένοι στα σκάνδαλα, με πρώτο και κύριο τον Κούνια. Ο Κούνια άρχισε να παζαρεύει μεταξύ του PT και της Δεξιάς για να γλυτώσει ο ίδιος τη φυλακή. Τελικά, ήταν οι πιέσεις των δικαστών που ξεκλείδωσαν την κατάσταση προς όφελος της δεξιάς. Ο Λούλα πήγε φυλακή στις αρχές Απρίλη, ο Κούνια ξηλώθηκε από πρόεδρος της Βουλής, και η καθαίρεση της Ρουσέφ ολοκληρώθηκε. Ο Μισέλ Τέμερ από αντιπρόεδρος της Ρουσέφ έγινε πρόεδρος με τις ευλογίες δικαστών και δεξιάς. Οι ίδιες δυνάμεις είχαν προστατεύσει τον Τέμερ από διώξεις και καθαίρεση. Ο Τέμερ ήταν ανοιχτά μπλεγμένος σε σκάνδαλα εκατομμυρίων μέσω της Petrobras και χρηματοδότησης του κόμματός του από την μεγαλύτερη κατασκευαστική εταιρεία Oderbrecht. Δεν θα περνούσε πολύς καιρός για να έρθει στο φως ένα βίντεο όπου μια βαλίτσα με 150 χιλιάδες δολάρια κατευθυνόταν για δώρο στον Τέμερ, από την JBS, τη μεγαλύτερη κρεατοβιομηχανία της Βραζιλίας και ολόκληρου του κόσμου.7
Έτσι, μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο διακυβέρνησης ο Τέμερ είχε βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο. Τα ποσοστά στήριξης έφτασαν να είναι μονοψήφια και μετρούσε μέρες μέχρι να καταρρεύσει.
Οι εξελίξεις λοιπόν είχαν οδηγήσει τις πιο διεφθαρμένες δυνάμεις της Βραζιλίας να ανατρέπουν την Ρουσέφ και να βάζουν φυλακή τον Λούλα στο όνομα της “πάλης κατά της διαφθοράς”, αλλά ο εκλεκτός των ισχυρών που θα έκανε τη βρόμικη δουλειά αποδείχθηκε εντελώς αδύναμος πολύ γρήγορα. Ήρθε αντιμέτωπος με μια σειρά γενικών απεργιών, τον Απρίλη, τον Ιούνη και τον Ιούλη του 2017 και έψαχνε διέξοδο διαφυγής. Τελικά πήρε πίσω τον διακηρυγμένο βασικό στόχο της προεδρίας του, την επίθεση στις συντάξεις. Ήταν ήδη πολιτικά νεκρός και η άρχουσα τάξη είχε μείνει χωρίς έτοιμη εναλλακτική.8 Προαναγγελόταν μία εκλογική αναμέτρηση όπου όλα ήταν πιθανά, και εκεί άρχισε να ανατέλλει το άστρο του Μπολσονάρο. Κατέβηκε με σημαία τη μάχη κατά της διαφθοράς ενώ ήταν ήδη βουλευτής 20 χρόνια των Προοδευτικών. Οι Προοδευτικοί είναι άμεσος διάδοχος του επίσημου κόμματος της δικτατορίας. Από τους 50 διερευνώμενους για το σκάνδαλο “Πλυντήριο Αυτοκινήτων” οι 31 ήταν “Προοδευτικοί”.9
Στην πραγματικότητα κατέβηκε με όπλο το δηλητήριο του ρατσισμού, του μίσους για τους φτωχούς, και την επίθεση στο κράτος πρόνοιας και τη δημοκρατία, ένα δηλητήριο που το είχε ήδη σκορπίσει η επίσημη δεξιά και τα ΜΜΕ της. Η κατάσταση όμως της Δεξιάς ήταν πραγματικά ελεεινή. Ο Ζεράλντο Αλκμίν, ο υποψήφιος του PSDB δεν έφτασε ούτε το 5%. Τα τελευταία 25 χρόνια, το PSDB ποτέ δεν είχε μείνει εκτός δεύτερου γύρου, ούτε έπεσε κάτω από το 30%. Το αουτσάιντερ Μπολσονάρο άρχισε σιγά σιγά να συγκεντρώνει τη στήριξη ακόμη και δυνάμεων της άρχουσας τάξης που αρχικά έπαιρναν αποστάσεις από την ωμότητά του.
Νεοφιλελεύθερη προσαρμογή
Όλη αυτή η πολιτική κρίση δεν είναι συγκυριακή. Το βάθος της ξεκινάει από την αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού εδώ και δυο δεκαετίες. Η στροφή από τον προστατευτισμό προς τον ανοιχτό νεοφιλελευθερισμό προχώρησε γρήγορα στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, αλλά κατέρρευσε με το σοκ του 1999, όταν τα ξένα κεφάλαια αποχώρησαν μαζικά από τη χώρα και το ρεάλ, το βραζιλιάνικο νόμισμα αφέθηκε να βυθιστεί, σπάζοντας το δόγμα της σταθερής ισοτιμίας με το δολάριο. Οι ελπίδες ότι πάνω στη βάση των νεοφιλελεύθερων ανοιγμάτων το βραζιλιάνικο πολιτικό σύστημα θα έδιωχνε από πάνω του τη σκουριά της χούντας και θα εκμοντερνιζόταν αποδείχθηκαν μάταιες. Τα κόμματα που στήριξαν το νεοφιλελευθερισμό πολυδιασπάστηκαν και μετατράπηκαν όλο και περισσότερο σε μηχανισμούς εξυπηρέτησης συμφερόντων. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για το αδιανόητο, τον ερχομό του PT στην εξουσία, που με βραζιλιάνικους όρους ήταν “ακροαριστερό” μιας και είχε βγει μέσα από τους εργατικούς αγώνες την τελευταία δεκαετία της χούντας.10
Όμως, το PT είχε ήδη αποδεχθεί το μεγαλύτερο μέρος της νεοφιλελεύθερης “αλήθειας” και παραδόξως έμοιαζε αρχικά να είναι αυτό που θα κατάφερνε τον πολυπόθητο πολιτικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό προς όφελος του κεφαλαίου. Ο βραζιλιάνικος καπιταλισμός νόμιζε ότι είχε βρει τη βασιλική οδό για να μετατραπεί σε παγκόσμιο παράγοντα. Φαινόταν να εκτοξεύεται στις αρχές της δεκαετίας του 2000 αλλά έσκασε στο έδαφος γρήγορα. Η προεδρία του Λούλα συνέπεσε με την άνοδο των παγκόσμιων τιμών, την αύξηση της κινέζικης κατανάλωσης και τη μεγάλη παγκόσμια κυκλοφορία κεφαλαίων. Σε συνδυασμό με το χαμηλό που είχε πιάσει το ρεάλ, η Βραζιλία μετατράπηκε σε βασικό διεθνή προμηθευτή πρώτων υλών και τροφίμων. Πούλαγε περισσότερο και ακριβότερα, και τα έσοδα μέσω φόρων αύξαναν το πλεόνασμα. Ένα μέρος αυτού του πλεονάσματος πήγε για να μειώσει τις ανισότητες. Η φτώχεια περιορίστηκε εντυπωσιακά, και ο πραγματικός κατώτατος μισθός μέσα στα έξι πρώτα χρόνια του Λούλα ανέβηκε κατά 50%. Παράλληλα, επεκτάθηκαν προγράμματα κοινωνικής στήριξης σε δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους, βγάζοντάς τους από τη φτώχεια. Ωστόσο, η ορθοδοξία του νεοφιλελευθερισμού παρέμενε ανέπαφη. Ο προϋπολογισμός παρέμενε πλεονασματικός, το ΔΝΤ έδινε συγχαρητήρια για τη μείωση του χρέους, ενώ τα κέρδη των αφεντικών δεν τα ακουμπούσε κανείς. Ο πλούτος παρέμενε συγκεντρωμένος και αυξανόταν στα ίδια χέρια. Το πλουσιότερο 1% απολάμβανε το 25% του εθνικού εισοδήματος, χωρίς διακυμάνσεις, ενώ στην κάτω μεριά της κοινωνικής πυραμίδας επιβαλλόταν “ισότητα”. Από τα 21 εκατομμύρια θέσεις εργασίας που φτιάχτηκαν τη δεκαετία του 2000, το 90% αντιστοιχούσε σε μία με μιάμιση φορά τον κατώτατο μισθό. Οι πιο καλοπληρωμένες δουλειές συμπιέστηκαν μέχρι εξαφάνισης. Με ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού να βγαίνει από τη φτώχεια, με τα κοινωνικά προγράμματα να μοιράζουν ένα μέρος των φορολογικών εσόδων και με τις πιστωτικές κάρτες να απλώνονται με εκθετικό ρυθμό, η κατανάλωση αυξήθηκε. Όλοι έμοιαζαν ικανοποιημένοι, και οι από πάνω και οι από κάτω, ενώ τα διεθνή κεφάλαια που εισέρρεαν στη Βραζιλία (από 15 δις δολάρια το 2003 έφτασαν τα 116 δις το 2010) έδιναν και αυτά την έγκρισή τους.11
Παρόλα αυτά, οι εγχώριες επενδύσεις δεν έλεγαν να πάρουν μπρος. Η αύξηση της κατανάλωσης και το διεθνές μπουμ των τιμών δεν έλυναν το πρόβλημα ότι οι καπιταλιστές προτιμούσαν να παίζουν κι αυτοί τα λεφτά τους στο διεθνές καζίνο παρά να τα επενδύσουν με επισφαλή κερδοφορία. Στη δεύτερη τετραετία του ο Λούλα κινήθηκε ακόμη πιο επιθετικά, αυξάνοντας τις κρατικές δαπάνες τόσο όσον αφορά το κοινωνικό κράτος, όσο κυρίως σε μεγάλα πρότζεκτ με στόχο να δελεαστεί και το ιδιωτικό κεφάλαιο να επενδύσει (εκεί εντάσσεται και το κυνήγι του Μουντιάλ του ‘14 και των Ολυμπιακών Αγώνων του ‘16). Δέκα φορές περισσότερο χρήμα έτρεχε για βοήθεια στις μεγάλες επιχειρήσεις παρά στο περιβόητο πρόγραμμα για τα εκατομμύρια των φτωχών.12
Οι καπιταλιστές με κέντρο το Σάο Πάολο αγκαλιάζουν με χαρά τις ευκαιρίες που τους δίνουν οι κρατικές επενδύσεις, αξιοποιούν το χρήμα που ρέει από την Βραζιλιάνικη Αναπτυξιακή Τράπεζα (που μετατρέπεται στη μεγαλύτερη του είδους της στον κόσμο) και το χέρι των βραζιλιάνικων κατασκευαστικών απλώνεται σε όλη τη Λατινική Αμερική ως την Πορτογαλία και τις πρώην “αδελφές” αποικίες στην Αφρική.13
Όμως ελάχιστη είναι η συνεισφορά τους σε επενδύσεις, και ιδιαίτερα σε υποδομές.
Η κρίση του 2008 και τα επακόλουθά της ήρθαν να αποτελειώσουν το πείραμα. Το 2010 η ανάπτυξη κορυφώθηκε με 7,5% για να πέσει στο 1,9% το 2012 και να μετατραπεί σε βαθιά ύφεση στη συνέχεια. Το γιατρικό που επέλεξε το PT ήταν περισσότερος νεοφιλελευθερισμός: λιτότητα, περιορισμός των δημόσιων επενδύσεων ώστε να μην χαθεί η βραζιλιάνικη αξιοπιστία προς τα διεθνή κεφάλαια. Η Ρουσέφ αν και κέρδισε τις δεύτερες εκλογές με υποσχέσεις για αριστερή στροφή, στα τέλη του 2014 αντικαθιστά τον “ετερόδοξο” Μαντέγκα με τον νεοφιλελεύθερο Ζοακίμ Λεβί στο τιμόνι του Υπουργείου Οικονομίας (σήμερα ο Μπολσονάρο διορίζει τον Λεβί πρόεδρο της Αναπτυξιακής Τράπεζας). Περικόπτονται συντάξεις, επιδόματα ανεργίας, δημόσιες δαπάνες την ώρα που ο πληθωρισμός φτάνει το 9% και η ανεργία αυξάνει.14 Τα ποσοστά δημοφιλίας της Ρουσέφ γίνονται μονοψήφια. Τα ΜΜΕ βρίσκουν γρήγορα τον ένοχο: είναι το διαφθαρμένο PT και οι υπέρογκες κρατικές δαπάνες. Η λύση είναι να διαλυθεί το ασφαλιστικό σύστημα που τρώει τον προϋπολογισμό. Αυτό που απαιτούσαν ήταν μια κυβέρνηση που θα καταργήσει όλη την κληρονομιά επιδομάτων προς τους φτωχούς, τις συντάξεις και θα περικόψει τους μισθούς για να γυρίσουν πίσω εκεί που ήταν πριν από το μπουμ των τιμών. Μια σειρά καπιταλιστές είναι καταχρεωμένοι και αν είναι να διασωθεί κάποιος, προτεραιότητα δεν έχουν τα ασφαλιστικά ταμεία αλλά οι ισολογισμοί των κατασκευαστικών.
Το ζήτημα που άνοιγε ήταν ποιος θα τα επιβάλει όλα αυτά. Το PT ήταν πρόθυμο τουλάχιστον κατά ένα μέρος, όμως η άρχουσα τάξη πλέον είχε χάσει την εμπιστοσύνη της. Όχι μόνο από φόβο ότι η Ρουσέφ και ο Λούλα θα μπορούσαν κάποια ανεξέλεγκτη στροφή, αλλά γιατί ήξεραν ότι οι οργανώσεις των κινημάτων, των εργατών και των φτωχών μπορούσαν να επιβάλουν όρια στο PT, με το οποίο συνέχιζαν να έχουν ισχυρούς δεσμούς. Χρειάζονταν κάποιον που να μπορεί να εξαπολύσει επίθεση χωρίς δισταγμό πάνω στις κατακτήσεις, και για να το κάνει αυτό χρειάζεται να εξαπολύσει επίθεση στην οργανωμένη Αντίσταση, στην Αριστερά, ακόμη και πάνω στο ίδιο το PT. Ο Τέμερ αποδείχθηκε λίγος, η παραδοσιακή δεξιά εξαφανισμένη και έτσι εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στον Μπολσονάρο.
Η φασιστική απειλή
Ο νεοφιλελευθερισμός τους δεν μπορεί να σερβιριστεί σκέτος, χρειάζεται ρατσισμό, σεξισμό, ανορθολογισμό και κάθε είδους αντιδραστικό εργαλείο που διασπά και αποπροσανατολίζει. Η οικονομική κρίση δεν μετατρέπεται απλώς σε μια συγκυριακή πολιτική κρίση, ξεπερνάει πλέον και τα όρια της πολιτειακής κρίσης και φτάνει να γίνεται κρίση και επίθεση στην ίδια τη δημοκρατία και τα βασικά δικαιώματα. Δεν πρόκειται για διαφορετικό φαινόμενο από αυτό που εξελίσσεται και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, με την άρχουσα τάξη να προσπαθεί ασταμάτητα τα τελευταία χρόνια να αξιοποιεί το ρατσισμό, να στοχοποιεί την Αριστερά και είτε συνειδητά είτε στρώνοντας αντικειμενικά το δρόμο να ενισχύει την ακροδεξιά. Όπως ξέρουμε, όταν ανοίγει αυτός ο δρόμος, γίνονται πολύ ευδιαπέραστα τα όρια ανάμεσα στους προπαγανδιστές του ρατσισμού, τους επίδοξους σωτήρες κάθε είδους (στρατιωτικούς, πολιτικούς) και τους βαμμένους φασίστες που οπλοφορούν. Η εκλογική επιτυχία του Μπολσονάρο μεταφράστηκε γρήγορα σε επιθέσεις από φασιστικές συμμορίες και οι σβάστικες έκαναν την εμφάνισή τους. Οι δεξιές κινητοποιήσεις κατά της Ρουσέφ είχαν γίνει φυτώριο τέτοιων συμμοριών, από νοσταλγούς της χούντας μέχρι νεοναζί. Ωστόσο, ο Μπολσονάρο δεν διαθέτει έτοιμο κάνεναν τέτοιο μηχανισμό δρόμου. Το κόμμα στο οποίο μόλις είχε μεταπηδήσει για να κατέβει υποψήφιος (PSL) είναι άδειο πουκάμισο. Ο Μπολσονάρο ξεκίνησε μια εκστρατεία από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να γράψει “εκατομμύρια μέλη” αλλά δεν είχε τα αποτελέσματα που ήθελε.15 Το PSL πήρε 11,7% στις κάλπες για τη βουλή. Η προσπάθεια του Μπολσονάρο να μαζικοποιήσει το προσωπικό του κόμμα είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους επιχειρεί να διαφυλάξει την ανεξαρτησία του απέναντι σε όλες τις δυνάμεις του κατεστημένου που τον στήριξαν. Ο Βαλέριο Αρκάρι λέει πως “το βασικό σχέδιο του Μπολσονάρο είναι μια βοναπαρτιστική κυβέρνηση. Δεν σχεδιάζει φασιστική δικτατορία.16 Οικοδομεί ένα αυτοσχέδιο πολιτικό εργαλείο που έχει φασιστικό λεξιλόγιο, αλλά ο σκοπός δεν είναι ο φασισμός μα μια βοναπαρτιστική αυταρχική κυβέρνηση. Θέλει να αλλάξει την ισορροπία μεταξύ κυβέρνησης, βουλής, δικαστικού σώματος, στρατού, αστυνομίας και ΜΜΕ”.17
Την τελική ισορροπία μένει να τη δούμε, αλλά προς το παρόν και ο ίδιος και οι εν ενεργεία στρατιωτικοί προσπαθούν να τηρούν αποστάσεις ασφαλείας μεταξύ τους, ενώ το πάνω χέρι στη νέα κυβέρνηση το έχει δώσει σε νεοφιλελεύθερους.
Σε ολόκληρο τον κόσμο η άρχουσα τάξη είναι πρόθυμη να βάλει στην άκρη (ή στο γύψο) δημοκρατικούς θεσμούς και κατακτήσεις, ώστε να αντιμετωπίσει τους από κάτω με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε συνθήκες κρίσης. Στη Βραζιλία η άρχουσα τάξη έχει περισσότερη εμπειρία αυταρχισμού παρά δημοκρατίας. Στη δεκαετία του ‘20 φάνηκε αδύναμη να λύσει δημοκρατικά τις αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της, αντιπαραθέσεις που έδιναν περιθώριο για δυνάμωμα της Αριστεράς και των αγώνων που έφτασαν μέχρι και στο εσωτερικό του στρατού. Κατέφυγε στον αυταρχισμό για 15 χρόνια, με τον Ζετούλιο Βάργας από το 1930 ως το 1945 να κυβερνάει δανειζόμενος ιδέες από το Μουσολίνι, το Φράνκο και τον Χίτλερ. Ήταν το αντιφασιστικό κίνημα που έκοψε τα φτερά στις φασιστικές οργανώσεις και δεν έφτασαν να παίξουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο καθεστώς Βάργας. Το 1934, η σύγκρουση του κινήματος με τους “πρασινοχίτωνες” φασίστες στο Σάο Πάολο θα τους δώσει το προσωνύμιο “πράσινες κότες” για ευνόητους λόγους.18 Ωστόσο, ο Βάργας αντιμέτωπος με απεργίες από τις τράπεζες ως τα μέσα μεταφοράς, με τις γυναίκες να παίζουν όλο και πιο πρωτοπόρο ρόλο και ένα δημοκρατικό κίνημα να απλώνεται κλιμακώνει την καταστολή, προχωράει στη δημιουργία της “Εθνικής επιτροπής για την καταστολή του κομμουνισμού” και από το 1937 στην ίδρυση του “Νέου κράτους” σε ακόμη πιο αυταρχική βάση.19
Η επιστροφή στη δημοκρατία μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αποδείχθηκε εξίσου ασταθής. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘60, οι δομικές αλλαγές στον βραζιλιάνικο καπιταλισμό είχαν γεννήσει νέα μαζικά κινήματα που ριζοσπαστικοποιούνταν ταχύτατα, φοιτητικό κίνημα, εργατικό και ένα μαζικό κίνημα άκληρων αγροτών. Η κυβέρνηση του Ζοάο Γκουλάρ επιχειρεί κάποιες εκσυγχρονιστικές τομές που δίνουν ακόμη περισσσότερο θάρρος στα κινήματα. Όταν φτάνει να εθνικοποιήσει πετρελαϊκές επιχειρήσεις που υπολειτουργούσαν, να κάνει μια πολύ περιορισμένη αγροτική μεταρρύθμιση και να υποσχεθεί δικαίωμα ψήφου στους χαμηλόβαθμους αξιωματικούς και τους αγράμματους (δεν είχαν μέχρι τότε) προκαλεί την επέμβαση του στρατού και τη δικτατορία των 21 χρόνων ως το 1985. Η πρώτη φάση της δικτατορίας δεν είναι αρκετή για να σωπάσει τους αγώνες, παρότι τα συνδικάτα καταλήφθησαν από το κράτος και οι απεργίες σχεδόν απαγορεύτηκαν. Το 1968 ξεσπάνε δυο μεγάλες απεργίες σε συνδυασμό με ένα μαχητικό κίνημα στην ύπαιθρο και η δικτατορία με τη στροφή του Δεκέμβρη του ‘68 δίνει το πάνω χέρι στο μηχανισμό καταστολής και τους βασανιστές20 -αυτούς που νοσταλγεί σήμερα ο Μπολσονάρο.
Οι μάχες μπροστά
Το ότι θέλουν να τσακίσουν τις αντιστάσεις δεν σημαίνει ότι το έχουν κιόλας κάνει. Η περίοδος του PT στην κυβέρνηση μπορεί να ενσωμάτωσε ένα κομμάτι της γραφειοκρατίας αλλά δεν εξαφάνισε τα κινήματα. Γι’ αυτό εξάλλου τόσο μίσος απέναντι στη γυναικεία απελευθέρωση, στο συνδικαλισμό, στους άκληρους αγρότες. “Ξέρουμε τα μούτρα τους από το 1922”, λέει σήμερα ο Μπολσονάρο, αναφερόμενος στο έτος ίδρυσης του Κομμουνιστικού Κόμματος Βραζιλίας. Γι’ αυτό η Μαριέλε Φράνκο μπήκε στο στόχαστρο και δολοφονήθηκε, ως ακτιβίστρια των κοινοτήτων (φαβέλων), του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος και της Αριστεράς (PSOL). Το PSOL (Κόμμα για το Σοσιαλισμό και την Απελευθέρωση) βγήκε ενισχυμένο διπλασιάζοντας τις έδρες του στις εκλογές.
Οι υποσχέσεις του Μπολσονάρο προς την άρχουσα τάξη σημαίνουν άμεσες επιθέσεις.21 Πρώτα πρώτα στο ασφαλιστικό, όπου θέλουν να επιβάλουν κεφαλαιοποιητικό σύστημα και να μεταφέρουν την εξασφαλισμένη σύνταξη για όλους από τα 65 στα 85 χρόνια. Προεκλογικά εξήγγειλε 100 αποκρατικοποιήσεις, αν και ήδη έχει αρχίσει να κάνει πίσω. Πρώτη στη λίστα είναι η ηλεκτρική ενέργεια και τα ταχυδρομεία, ενώ θέλουν να ακολουθήσουν οι τηλεπικοινωνίας και οι σιδηρόδρομοι.22 Στο πολιτικό επίπεδο εξαγγέλλει επίθεση στα συνδικάτα των εκπαιδευτικών, στους μαθητές και τους φοιτητές, μέσω της εκστρατείας “σχολείο χωρίς κόμμα” και της καμπάνιας ενάντια στην “ιδεολογία του φύλου”. Αυτό που θέλουν είναι να καθορίζουν οι παπάδες και οι πάστορες τη διδακτέα ύλη. Η κλιμάκωση του ρατσισμού απέναντι στους Αφροβραζιλιάνους, με μεγαλύτερη στρατιωτικοποίηση στις φαβέλες συνοδεύεται πλέον και από επίθεση στις κοινότητες των ιθαγενών. Η Βραζιλία παρομοιάζεται “σπυριασμένη” από τις κοινότητες που δεν επιτρέπουν την εκμετάλλευση του Αμαζονίου και την ελεύθερη κίνηση των εταιρειών εξόρυξης, ξυλείας και κατασκευών.23
Ο αντιπρόεδρος του Μπολσονάρο λέει πως ένα από τα προβλήματα είναι πως η Βραζιλία έχει αποκοπεί από το αποικιακό παρελθόν της. Κι αυτή η επίδειξη ακροδεξιάς πυγμής πηγαίνει μαζί με δηλώσεις θαυμασμού προς τον Τραμπ και επισκέψεις του Νετανιάχου, στον οποίο έχει ήδη υποσχεθεί πως θα μεταφερθεί η βραζιλιάνικη πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ.
Τα κινήματα και οι μαζικές οργανώσεις μπήκαν σε κίνηση ήδη πριν από τις εκλογές. Οι γυναίκες έκαναν την πιο μαζική παρέμβαση στην προεκλογική εκστρατεία με το κίνημα “Αυτόν Όχι” που ξεπέρασε κάθε προηγούμενο.24 Και αμέσως μετά τις εκλογές οργανώθηκαν αντιφασιστικές επιτροπές και πρωτοβουλίες αντίστασης στην κυβέρνηση σε Πανεπιστήμια και σε εργατογειτονιές. Οι συνομοσπονδίες των συνδικάτων έχουν προχωρήσει σε συμφωνία κοινής δράσης.
Σε αυτές τις μάχες θα κριθεί αν η άρχουσα τάξη είναι ικανή να πισωγυρίσει ακόμη και ό,τι η ίδια αποκαλεί “πολιτισμό” για να βγάλει το σύστημά της από το βάλτο.
Σημειώσεις
1. Για προηγούμενη εκτίμηση αυτής της πορείας, “Η πικρή εμπειρία της Λατινικής Αμερικής”, ΣΑΚ 161, Μάης 2016. (tinyurl.com/y78wht5l)
2. Mariana Simões, “Brazil’s Polarizing New President, Jair Bolsonaro, in His Own Words”, NYTimes 28 Οκτώβρη 2018 (tinyurl.com/y8rao3jw)
3. “Οργή για το κατάντημα του PT”, Εργατική Αλληλεγγύη 24 Μάρτη 2015 (tinyurl.com/ycqa68dg)
4. Στο ίδιο
5. “Αγώνας για να πάει η οργή αριστερά”, Εργατική Αλληλεγγύη 25 Αυγούστου 2015 (tinyurl.com/y8bvp2ew)
6. Perry Anderson, “Crisis in Brazil”, London Review of Books 38(8), 21 Απρίλη 2016. (tinyurl.com/y84almfh)
7. Στο ίδιο.
8. Βλ. Εργατική Αλληλεγγύη 3 Μάη, 7 Ιούνη, 5 Ιούλη 2017.
9. “A lista de investigados da Lava-Jato no STF”, O Globo (tinyurl.com/y87v4cjg)
10. Λέανδρος Μπόλαρης, “Η ώρα της Βραζιλίας”, ΣΑΚ 44 (Σεπτέμβρης 2002)
11. Τα στοιχεία εδώ και παρακάτω είναι από: Pedro Mendes Loureiro & Alfredo Saad-Filho, “The limits of pragmatism. The rise and fall of the Brazilian Workers’ Party (2002-2016)”, Latin American Perspectives 46(1), 2019, σ. 66-84.
12. Eduardo Albuquerque, “A historic turning point in Brazil”, ISJ 151 (Καλοκαίρι 2016) (tinyurl.com/y8j5qdqw)
13. Pedro Henrique Campos, “The transnationalization of Brazilian construction companies”, στο Patrick Bond & Ana Garcia (επιμ.), BRICS, An Anti-capitalist Critique, Pluto Press, 2015, σ. 48-60.
14. Mendes Loureiro & Saad-Filho
15. Valério Arcary, “Brazil. How big a defeat?”, ISJ 161 (Χειμώνας 2019) (tinyurl.com/yc2wdvep)
16. Περισσότερα για τον όρο βοναπαρτισμός και το “καθεστώς εξαίρεσης”, στο Θανάσης Καμπαγιάννης, “Δημοκρατία, φασισμός, δικτατορία”, ΣΑΚ 101 (Νοέμβρης 2013) http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=155
17. Οκτώβρη 2018 (https://www.laizquierdadiario.com/Cuando-en-Brasil-se-derroto-al-fascismo-en-las-calles)
18. Carlos “Titín” Moreira, “Cuando en Brasil se derrotó al fascismo en las calles”, 7
19. Boris Fausto & Sergio Fausto, A Concise history of Brazil, Cambridge University Press, 2014, σ.244-255.
20. Fausto & Fausto, σ. 308-325
21. “Para onde vai o pais con Bolsonaro”, Opinião Socialista 565, 29 Νοέμβρη 2018.
22. Οι Financial Times αμφιβάλλουν ότι όλος αυτός ο σχεδιασμός μπορεί πραγματικά να βγάλει τη Βραζιλία από την οικονομική στασιμότητα. Yerlan Syzdykov, “Bolsonaro’s bid to kick-start Brazil economy destined to disappoint”, 29 Νοέμβρη 2018.
23. Dom Philips, “Brazil’s biggest tribal reserve faces uncertain future under Bolsonaro”, Guardian 18 Δεκέμβρη 2018
24. “Οι γυναίκες ενάντια στην ακροδεξιά”, Εργατική Αλληλεγγύη 3 Οκτώβρη.