Ο Κώστας Πίττας θυμίζει το μεγαλείο των επαναστατών που δολοφονήθηκαν πριν 100 χρόνια.
Στις 15 Γενάρη του 1919, οι επαναστάτες ηγέτες του Σπάρτακου και του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ έπεφταν νεκροί στο Βερολίνο, δολοφονημένοι από τις ορδές των Freikorps, των αντεπαναστατικών παραστρατιωτικών σωμάτων που ανέλαβαν να πνίξουν στο αίμα την εξέγερση των εργατών της γερμανικής πρωτεύουσας που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως «Οι Μέρες του Σπάρτακου».
Το Νοέμβρη του 1918 η Γερμανική Επανάσταση είχε ανατρέψει το καθεστώς του Κάιζερ και έβαλε οριστικό τέλος στο μεγαλύτερο σφαγείο που είχε γνωρίσει μέχρι τότε η ανθρωπότητα, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τρομαγμένη η άρχουσα τάξη παρέδωσε την κυβέρνηση στους ηγέτες της Σοσιαλδημοκρατίας, θεωρώντας ότι το SPD ήταν η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να ελέγξει τα συμβούλια των στρατιωτών και εργατών που απλώνονταν απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας και απειλούσαν την ίδια την ύπαρξη του γερμανικού καπιταλισμού. Μπαίνοντας το 1919, η ελεγχόμενη από τους Σοσιαλδημοκράτες κυβέρνηση με μια προβοκάτσια προκάλεσε μια πρόωρη εξέγερση στο Βερολίνο και για να συντρίψει αυτήν την εξέγερση κάλεσε τα Freikorps που εισέβαλαν στην πρωτεύουσα στις 12 Γενάρη ξεκινώντας ένα όργιο λευκής τρομοκρατίας.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ κι ο Καρλ Λίμπκνεχτ είχαν αρνηθεί να φύγουν από το Βερολίνο, και μάλιστα η Ρόζα συνέχιζε να εκδίδει την εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος Rote Fahne από το μέρος που κρυβόταν. Στις 15 Γενάρη συνελήφθησαν στο κρησφύγετό τους και οδηγήθηκαν στο αρχηγείο των Freikorps. Μετά την ανάκριση, ο Λίμπκνεχτ οδηγήθηκε έξω από το κτίριο κι εκεί τον έριξαν αναίσθητο με μια κοντακιά στο κεφάλι. Τον μετέφεραν στην Tiergarten, την κεντρική συνοικία του Βερολίνου, όπου τον δολοφόνησαν. Λίγο μετά πήραν και τη Ρόζα, της έσπασαν το κρανίο με τον ίδιο τρόπο, την πυροβόλησαν στο κεφάλι και την πέταξαν σε ένα κανάλι του ποταμιού.1
Διεθνισμός και αντιπολεμική δράση
Δεν ήταν μόνο η στυγερή δολοφονία τους την ίδια μέρα που συνέδεσε τις πορείες αυτών των δυο μεγάλων μορφών του επαναστατικού κινήματος. Η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ ανήκαν από τις αρχές του 20ου αιώνα στην αριστερή επαναστατική πτέρυγα του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, ασκώντας συνεχώς κριτική στη ρεφορμιστική ηγεσία του. Οι δυο τους, με την Κλάρα Τσέτκιν, τον Φραντς Μέρινγκ και άλλους συντρόφους τους έφτιαξαν τη διεθνιστική ομάδα γύρω από το περιοδικό Internationale το φθινόπωρο του 1914, δημιούργησαν την Ένωση Σπάρτακος στις αρχές του 1916, ίδρυσαν το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας την 1η Γενάρη 1919, λίγες μέρες πριν το θάνατό τους.
Όμως ο βασικός συνδετικός κρίκος ανάμεσα στη Λούξεμπουργκ και τον Λίμπκνεχτ, αυτός που σε μεγάλο βαθμό καθόρισε την κοινή τους πολιτική πορεία, ήταν η αταλάντευτη αφοσίωσή τους στο διεθνισμό, η σύγκρουσή τους με τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και η αλύγιστη αντιπολεμική τους δράση όχι μόνο στη διάρκεια του πολέμου, αλλά και πολύ πριν αυτός ξεσπάσει.
Όταν στις 2 Δεκέμβρη του 1914 η κοινοβουλευτική ομάδα του SPD υπερψήφισε για δεύτερη φορά τις πιστώσεις για τον πόλεμο και ουσιαστικά συντάχθηκε με την γερμανική κυρίαρχη τάξη και τους στρατοκράτες του Κάιζερ, ο Καρλ Λίμπκνεχτ ήταν ο μόνος βουλευτής που καταψήφισε. Ξεκινά αμέσως την αντιπολεμική του δράση, συλλαμβάνεται και στέλνεται στο Ανατολικό Μέτωπο παρά την ασυλία που είχε ως βουλευτής. Αρνείται να πολεμήσει και μπαίνει σε βοηθητική υπηρεσία. Επανέρχεται στη Γερμανία το 1915 λόγω της χειροτέρευσης της υγείας του και ρίχνεται αμέσως στη δουλειά της οργάνωσης του αντιπολεμικού κινήματος, που είχε αρχίσει να κάνει τα πρώτα του βήματα μετά από την εμπειρία ενός χρόνου φρίκης στα μέτωπα και φτώχειας στα μετόπισθεν. Μιλάει ανοιχτά για τη μετατροπή του πολέμου σε ταξικό πόλεμο, διακηρύσσοντας ότι «ο βασικός εχθρός είναι στην ίδια μας τη χώρα». Την Πρωτομαγιά του 1916 συλλαμβάνεται ξανά, κατά τη διάρκεια αντιπολεμικής διαδήλωσης στο Βερολίνο, όταν ρίχνει το σύνθημα «Κάτω ο πόλεμος, κάτω η κυβέρνηση». Καταδικάζεται σε δυόμιση χρόνια φυλακή για εσχάτη προδοσία κι αργότερα η ποινή του αυξάνεται σε τέσσερα χρόνια. Την ίδια χρονιά διαγράφεται από το SPD, με την ηγεσία του οποίου έτσι κι αλλιώς είχε διαρρήξει τις σχέσεις του. Τον Οκτώβρη του 1918 κι ενώ η Γερμανία βρίσκεται σε επαναστατικό αναβρασμό, θα του δοθεί αμνηστία.
Η απόφαση της ηγεσίας του SPD να στηρίξει την άρχουσα τάξη της Γερμανίας στον πόλεμο ήταν τεράστιο πλήγμα και για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, ωστόσο ούτε αυτή παραδόθηκε στην απόγνωση. Στο διαμέρισμά της έγινε η συνάντηση, την ίδια κιόλας μέρα που το SPD υπερψήφιζε τις πολεμικές πιστώσεις στο κοινοβούλιο, της μικρής ομάδας των σοσιαλιστών που αποφάσισε να ριχθεί στον αγώνα ενάντια στον πόλεμο. Με δική της πρωτοβουλία αποφασίζουν την έκδοση της Internationale, που το καθεστώς την απαγορεύει και ο εισαγγελέας απαγγέλλει κατηγορία επί εσχάτη προδοσία στη Λούξεμπουργκ. Οδηγείται κι αυτή, όπως ο Λίμπκνεχτ, στη φυλακή μέχρι το Γενάρη του 1916. Μέσα στη φυλακή κατορθώνει να γράψει ένα συγκλονιστικό αντιπολεμικό και διεθνιστικό μανιφέστο με το ψευδώνυμο «Γιούνιους» (βλέπε παρακάτω). Αποφυλακίζεται το Γενάρη του 1916 και οργανώνει μαζί με τον Λίμπκνεχτ την αντιπολεμική διαδήλωση της Πρωτομαγιάς στο Βερολίνο. Δυο μήνες μετά συλλαμβάνεται ξανά για «προληπτικούς λόγους» και μένει στη φυλακή μέχρι τις 8 Νοέμβρη 1918, την παραμονή της ανατροπής του Κάιζερ από τη Γερμανική Επανάσταση.
Αυτή η σθεναρή αντιπολεμική δράση των δυο επαναστατών κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες, δεν έπεσε από τον ουρανό. Βρέθηκαν στην ίδια πλευρά των οδοφραγμάτων επειδή ο διεθνισμός και ο αντιμιλιταρισμός τους όπως και η στάση τους απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ήταν αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης επεξεργασίας επαναστατικής θεωρίας (και δράσης), έστω κι αν οργανωτικά περιοριζόταν στα όρια της κριτικής απέναντι στη ρεφορμιστική ηγεσία του κόμματος που ήταν μέλη.
Ο Λίμπκνεχτ και ο Αντιμιλιταρισμός
Ο Καρλ Λίμπκνεχτ έγραψε το βιβλίο Μιλιταρισμός και Αντιμιλιταρισμός επτά χρόνια πριν το ξεκίνημα του σφαγείου του Παγκόσμιου Πόλεμου. Γεννήθηκε στη Λειψία στις 13 Αυγούστου 1871 και ήταν γιος του Βίλχελμ Λίμπκνεχτ, ενός ιδρυτικού μέλους του SPD. Ως δικηγόρος υπερασπιζόταν συχνά αριστερούς αγωνιστές και δεν έχανε την ευκαιρία να περνά πολιτικά μηνύματα, καταγγέλλοντας το στρατοκρατικό καθεστώς που κυβερνούσε τη Γερμανία. Το 1899 εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος στο Βερολίνο και το 1907 έγινε πρόεδρος της νεολαίας της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, θέση που διατήρησε έως το 1910. Εξαιτίας του βιβλίου Μιλιταρισμός και Αντιμιλιταρισμός, που το γράφει το 1906 στηριγμένος σε μια ομιλία του με θέμα «Νεολαία και Μιλιταρισμός» και εκδίδεται το 1907, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε φυλάκιση 18 μηνών. Τον επόμενο χρόνο εκλέγεται βουλευτής στο τοπικό κοινοβούλιο της Πρωσίας, παρότι βρισκόταν στη φυλακή. Η έναρξη του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου το 1914 τον βρίσκει βουλευτή του SPD στο γερμανικό κοινοβούλιο.
Στην πραγματικότητα, ο Λίμπκνεχτ έγραψε αυτό το βιβλίο, στα πλαίσια μιας προσπάθειας των επαναστατών μέσα στο SPD να σταματήσουν τον «πατριωτικό» κατήφορο της ηγεσίας του. Αποτελείται από δυο μέρη. Το πρώτο εξετάζει το ρόλο του μιλιταρισμού στον καπιταλισμό. Όχι μόνο το ρόλο της στρατοκρατίας ως δύναμης κρατικής καταστολής. Ο Λίμπκνεχτ ξεκαθαρίζει ότι η εργατική τάξη και όλος ο φτωχός λαός δεν έχει κανένα συμφέρον να στηρίξει την «πατρίδα του» σε αποικιακές εκστρατείες ή σε άλλες ιμπεριαλιστικές διαμάχες. Γράφει ότι «το προλεταριάτο δεν παραμένει απαθές μπροστά στους διεθνείς στόχους του στρατού… Όλα τα εθνικά συμφέροντα υποχωρούν μπροστά στα συμφέροντα του διεθνούς προλεταριάτου», γι’ αυτό «χρειάζεται μια συμμαχία διεθνής των εκμεταλλευομένων και των σκλαβωμένων».
Και συνεχίζει:
«Ακόμα και αν η λειτουργία του μιλιταρισμού ενάντια στον εξωτερικό εχθρό περιγράφεται σαν εθνική λειτουργία, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι μια λειτουργία που υπακούει στα συμφέροντα, την ευημερία και τη θέληση των λαών που ο καπιταλισμός εξουσιάζει και εκμεταλλεύεται… [Το προλεταριάτο] γνωρίζει ότι η πατρίδα για την οποία πρέπει να πολεμήσει δεν είναι η δική του πατρίδα και ότι η εργατική τάξη όλων των χωρών έχει μόνο έναν πραγματικό εχθρό: την αστική τάξη που το καταπιέζει και το εκμεταλλεύεται… Γνωρίζει ότι όταν το χρησιμοποιούν σ’ έναν πόλεμο, το βάζουν να πολεμήσει ενάντια στους αδελφούς και τους ταξικούς συντρόφους του και συνακόλουθα ενάντια στα δικά του συμφέροντα».2
Ταυτόχρονα, αυτό που επιδιώκει ο στρατός είναι «να φέρνει το στρατιώτη, ως ένα βαθμό, σε μια κατάσταση αποβλάκωσης, να ναρκώσει το μυαλό του, να καταστρέψει τα συναισθήματα και τη φαντασία του… Η πειθαρχία και ο έλεγχος που σφίγγει το στρατιώτη σαν μια σιδερένια τανάλια εξυπηρετεί τη δημιουργία της απαραίτητης ελαστικότητας και υποτακτικότητας της θέλησης».3
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ο Καρλ Λίμπκνεχτ επιχειρηματολογεί διεξοδικά για την ανάγκη της αντιμιλιταριστικής πάλης σαν εργαλείο δράσης ενάντια στην προοπτική του πολέμου. Χρησιμοποιεί το στρατοκρατικό μοτίβο «Αν θες ειρήνη, ετοιμάσου για πόλεμο» και το βάζει στο στόμα της εργατικής τάξης στο δικό της πόλεμο ενάντια στον καπιταλισμό: «Όπως και να’ ναι, η γερμανική σοσιαλδημοκρατία δεν μπορεί να αγνοεί πια το γεγονός ότι σε σχέση με το μιλιταρισμό το σύνθημα είναι: ‘Αν θες ειρήνη, ετοιμάσου για πόλεμο!’ Αρχίστε όσο νωρίτερα μπορείτε την αντιμιλιταριστική προπαγάνδα, έτσι ώστε οι κίνδυνοι που εγκυμονεί ο μιλιταρισμός για την εργατική τάξη να μειωθούν προκαταβολικά στο ελάχιστο»!
Τα κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς, όπως το SPD, μπορεί να πρόδωσαν αυτές τις ιδέες όταν ξεκίνησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά το βιβλίο του Λίμπκνεχτ λειτούργησε σαν ένα αντιπολεμικό μανιφέστο για όσους παρέμειναν σταθεροί στις διεθνιστικές ιδέες και πρωταγωνίστησαν στις επαναστάσεις που ακολούθησαν μετά το τέλος του πολέμου.
Η Ρόζα και η «Μπροσούρα του Γιούνιους»
Κατά τη δεκαετία που προηγήθηκε του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, οι συμβιβαστικές φωνές απέναντι στον ιμπεριαλισμό δυνάμωναν σταθερά μέσα στις ηγεσίες των κομμάτων της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, στην οποία κυριαρχούσε το SPD. Στο Διεθνές Συνέδριο της Στουτγάρδης το 1907, η Ρόζα Λούξεμπουργκ έδωσε μια μεγάλη μάχη για να μην επικρατήσουν απόψεις που θεωρούσαν ότι οι σοσιαλιστές θα έπρεπε μεν να καταδικάζουν τις ‘υπερβολές’ της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού, αλλά να μην τα απορρίπτουν καθολικά.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ εναντιώθηκε καθαρά στον ιμπεριαλισμό καταθέτοντας μια πρόταση που σκιαγραφούσε την αναγκαία πολιτική γραμμή για την αντιμετώπιση της απειλής:
«Σε ενδεχόμενο πολέμου, είναι καθήκον των εργατών και των κοινοβουλευτικών τους εκπροσώπων να κάνουν ότι μπορούν και να πάρουν όλα εκείνα τα μέτρα για να αποτρέψουν το ξέσπασμα του πολέμου… Παρόλα αυτά, αν ο πόλεμος τελικά ξεσπάσει, είναι καθήκον τους να πάρουν εκείνα τα μέτρα ώστε να τερματιστεί το συντομότερο δυνατόν. Ταυτόχρονα πρέπει να αξιοποιήσουν την οικονομική και πολιτική κρίση που προκάλεσε ο πόλεμος για να αφυπνίσουν τις λαϊκές μάζες και να επιταχύνουν της ανατροπή της καπιταλιστικής κυριαρχίας».
Η πρόταση της Ρόζας πέρασε, αλλά γινόταν φανερό ότι ακόμα και από τους ηγέτες εκείνους που δεν έπαιρναν ανοιχτά θέση υπέρ της αποικιοκρατίας, πολλοί δεν αντιλαμβάνονταν τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό με επαναστατικούς όρους.4
Στο Συνέδριο της Διεθνούς στο Παρίσι το 1912, η Ρόζα Λούξεμπουργκ επανέλαβε την ίδια πρόταση ζητώντας ταυτόχρονα να δεσμευτούν οι ηγεσίες των σοσιαλιστικών κομμάτων να καλέσουν σε γενική απεργία μόλις ξεσπάσει ο πόλεμος. Καθώς κλιμακωνόταν η κρίση στα Βαλκάνια στις αρχές του 1914, οργάνωσε διαδηλώσεις (π.χ. στη Φρανκφούρτη) καλώντας σε αντίρρηση συνείδησης για στρατιωτικές υπηρεσίες και σε άρνηση εκτέλεσης οδηγιών. Εξαιτίας αυτού, κατηγορήθηκε για «παρακίνηση σε ανυπακοή εναντίον του νόμου και της τάξης» και καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκιση.
Όμως, το σημαντικότερο αντιπολεμικό έργο της Λούξεμπουργκ είναι αναμφισβήτητα «Η κρίση της Σοσιαλδημοκρατίας», που έμεινε γνωστό ως «Η μπροσούρα του Γιούνιους» (από το ψευδώνυμο που χρησιμοποίησε η Ρόζα για να αποφύγει τη λογοκρισία). Το έγραψε στη φυλακή τον Απρίλη του 1915 και κυκλοφόρησε στις αρχές του 1916, την ώρα που ολόκληρη η Ευρώπη μάτωνε στα χαρακώματα. Το κείμενο ξεκινά με μια συγκλονιστική περιγραφή της φρίκης του ιμπεριαλιστικού πολέμου:
«Εξατμίστηκε ο πατριωτικός πυρετός από τους δρόμους... Το θέαμα τέλειωσε... Αντηχούν μόνο οι βραχνές κραυγές από τα όρνεα και τις ύαινες... Η τροφή για τα κανόνια που φορτώθηκε στα τρένα έγινε σκόνη στα πεδία των μαχών, πάνω στα οποία τα κέρδη ξεφυτρώνουν σαν τα αγριόχορτα. Οι επιχειρήσεις ευδοκιμούν στα ερείπια... Η αστική κοινωνία παρουσιάζεται τώρα ατιμασμένη, βουτηγμένη στο αίμα. Καμιά σχέση με τις καθώς πρέπει ηθικολογίες με πρόσχημα την κουλτούρα, τη φιλοσοφία, τη δεοντολογία, την τάξη, την ειρήνη και το κράτος δικαίου –αλλά ως άγριο κτήνος».5
Η Ρόζα δεν μένει μόνο στις περιγραφές της φρίκης. Όπως γράφει ο βιογράφος της Πάουλ Φρέλιχ: «Αυτό το έργο αποτελεί ένα εγχειρίδιο ιστορίας και προλεταριακής στρατηγικής... Δείχνει πώς τα δυο ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα συγκροτήθηκαν κάτω από την πίεση των συμφερόντων. Έτσι αποκαλύπτει την πραγματική φύση του πολέμου».6 Με υποδειγματικό τρόπο αναλύει τις εξελίξεις στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, το πέρασμα από την εποχή της belle epoque στην οικονομική κρίση, τους ανταγωνισμούς για αποικίες ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, τους μηχανισμούς καταλήστευσης των καθυστερημένων χωρών από τους ιμπεριαλιστές, τις σχέσεις των καπιταλιστών με τα εθνικά τους κράτη, το πώς οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί εξελίχθηκαν αναπόφευκτα στη σφαγή του παγκόσμιου πόλεμου.
Όμως ο βασικός στόχος της Λούξεμπουργκ δεν είναι να αναλύσει μόνο τις αντικειμενικές συνθήκες –όσο βασική και απαραίτητη και αν είναι μια τέτοια ανάλυση. Είναι να αναδείξει την ανεπάρκεια και τη χρεοκοπία των ηγεσιών των ρεφορμιστικών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων –κύρια του ισχυρότερου από αυτά, του SPD. Γράφει:
«Σε τι διαφέρουν [οι διακηρύξεις των αστικών κομμάτων] από τη σοσιαλδημοκρατική διακήρυξη; (1) Ο πόλεμος επιβάλλεται σε μας από άλλους. (2) Τώρα που ο πόλεμος είναι εδώ πρέπει να δράσουμε για αυτοάμυνα. (3) Στον πόλεμο αυτό ο Γερμανικός λαός κινδυνεύει να χάσει τα πάντα. Είναι προφανές αναμάσημα της κυβερνητικής διακήρυξης... Με λίγα λόγια, μέχρι τη μέρα που θα κηρυχθεί η ειρήνη, η σοσιαλδημοκρατία αντιμετωπίζει την ταξική πάλη σαν να μην υπάρχει. Η πρώτη βροντή των κανονιών του Κρουπ μετέτρεψε τη Γερμανία σε μια φανταστική χώρα διαταξικής αλληλεγγύης και κοινωνικής αρμονίας... Μήπως οι κατέχουσες τάξεις, σε μια διάθεση πατριωτικού ενθουσιασμού, δήλωσαν ότι ενόψει των αναγκών του πολέμου παραχωρούν τα μέσα παραγωγής, τη γη, τα εργοστάσια και τα εργοτάξια στην κατοχή του λαού; Μήπως απεμπόλησαν το δικαίωμά τους να βγάζουν κέρδος; Μήπως παραμέρισαν όλα τα πολιτικά τους προνόμια;... Την ίδια στιγμή που οι άρχουσες τάξεις ήταν πλήρως εξοπλισμένες, η εργατική τάξη κάτω από την καθοδήγηση της σοσιαλδημοκρατίας, παρέδιδε τα δικά της όπλα».7
Η Ρόζα τελειώνει το αντιπολεμικό της μανιφέστο με τις παρακάτω φράσεις:
«Η Γερμανία, η Γερμανία, υπεράνω όλων! Ζήτω η Δημοκρατία! Ζήτω ο Τσάρος και ο Πανσλαβισμός! Δέκα χιλιάδες κουβέρτες εγγυημένες σύμφωνα με τους κανονισμούς! Εκατό χιλιάδες κιλά μπέικον, υποκατάστατο καφέ για άμεση παράδοση! Τα μερίσματα ανεβαίνουν, οι προλετάριοι πέφτουν. Για κάθε έναν από αυτούς που μπαίνει στο τάφο, χάνεται ένας αγωνιστής του μέλλοντος, ένας στρατιώτης της επανάστασης, ένας σωτήρας της ανθρωπότητας από το ζυγό του καπιταλισμού.
Η τρέλα θα σταματήσει και οι αιματοβαμμένοι δαίμονες της κόλασης θα εξαφανιστούν μόνο όταν οι εργάτες στη Γερμανία και τη Γαλλία, στην Αγγλία και τη Ρωσία θα τείνουν ο ένας στον άλλο ένα αδελφικό χέρι, θα πετάξουν έξω την κτηνώδη χορωδία των ιμπεριαλιστών πολεμοκάπηλων και θα καλύψουν την στριγκιά κραυγή των καπιταλιστικών υαινών με τη παλιά και δυνατή πολεμική κραυγή των εργατών: Προλετάριοι όλου του κόσμου, ενωθείτε!»8
Οι Κατευθυντήριες Αρχές της Ένωσης Σπάρτακος, όπως συντάχτηκαν από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, ανέφεραν τα εξής:
«Η πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό είναι ταυτόχρονα η πάλη του προλεταριάτου για την πολιτική εξουσία, η αποφασιστική σύγκρουση ανάμεσα στον Καπιταλισμό και το Σοσιαλισμό. Ο τελικός στόχος του Σοσιαλισμού μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν το διεθνές προλεταριάτο παλεύει αταλάντευτα ενάντια στον ιμπεριαλισμό στο σύνολό του και υιοθετεί το σύνθημα ‘πόλεμος ενάντια στον πόλεμο’ σαν πρακτικό οδηγό δράσης, επιστρατεύοντας όλες του τις δυνάμεις και όλη του την αυτοθυσία».9
Κεντρικός άξονας της αντιιμπεριαλιστικής γραμμής της Ρόζας ήταν ότι ο αγώνας ενάντια στον πόλεμο είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την πάλη για το σοσιαλισμό.
Το κόκκινο νήμα που συνέδεε τη Λούξεμπουργκ και τον Λίμπκνεχτ ήταν η ξεκάθαρη επαναστατική αντιπολεμική τους στάση, όπως εκφράστηκε μέσα από κείμενα σαν το «Μιλιταρισμός και αντιμιλιταρισμός» και τη «Μπροσούρα του Γιούνιους» και μέσα από τη δράση τους. Σήμερα, καθώς η κρίση του καπιταλισμού κλιμακώνει τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και την απειλή του πολέμου, είναι περισσότερο αναγκαίο από ποτέ να στηριχθούμε σε αυτήν την επαναστατική παράδοση που έγραψαν με το αίμα τους ακριβώς εκατό χρόνια πριν.
Σημειώσεις
1. Κρις Χάρμαν, Γερμανία 1918-1924 – Η χαμένη επανάσταση, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2η έκδοση (2018), σ. 145.
2. Καρλ Λίμπκνεχτ, Μιλιταρισμός και αντιμιλιταρισμός, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο (2014), σ. 34.
3. Στο ίδιο, σσ. 54-55.
4. Αναφέρεται στο Τόνι Κλιφ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο (2016), σ. 50.
5. Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μπροσούρα του Γιούνιους, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη (2011), σσ. 30-32.
6. Πάουλ Φρέλιχ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Νέοι Στόχοι (1972), τομ. 2, σ. 90.
7. Μπροσούρα του Γιούνιους, σ. 52.
8. Στο ίδιο, σ. 190.
9. Αναφέρεται στο Τόνι Κλιφ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, σ. 53.