Άρθρο
Η σύγκρουση με τον Νεοφιλελευθερισμό - Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα;

Εξώφυλλο του τευχους 60

Οταν το κίνημα φτάνει στο σημείο να αποκρούει με επιτυχία τις νοφιλελεύθερες "μεταρρθμίσεις" φτάνει η στιγμή για να απαντήσει στο ερώτημα: τι θα βάλετε στην θέση τους; Η συζήτηση ανοίγει και ο Πάνος Γκαργκάνας υποστηρίζει την επικαιρότητα των σοσοσιαλιστικών απαντήσεων από τα κάτω

 

Τα αναμφισβήτητα βήματα μπροστά που έκανε το κίνημα στην Ελλάδα τους τελευταίους έξι μήνες φέρνουν στο προσκήνιο την ανάγκη να ανοίξει η συζήτηση για τις δικές του εναλλακτικές λύσεις απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό. Ενα κίνημα που καταφέρνει χάρη στις φοιτητικές καταλήψεις να αναβάλει το νομοσχέδιο για την εισβολή της αγοράς στην Ανώτατη Παιδεία και, αμέσως μετά, βρίσκει συνέχεια στην απεργία των δασκάλων και επιβάλει την αναβολή της συζήτησης για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, είναι ένα κίνημα με επιτυχίες. Δείχνει ότι έχει τη δύναμη να αποκρούει τις νεοφιλελεύθερες "μεταρρυθμίσεις". Κι αυτό φέρνει μαζί του αμέσως το ερώτημα: τι θα βάζατε στη θέση τους; Οχι μόνο για την Παιδεία αλλά για όλους τους τομείς όπου απλώνονται αυτές οι επιθέσεις.

 

Ισως για κάποιους αυτός ο προβληματισμός να φαίνεται πρόωρος. Είναι γνωστές οι ενστάσεις που προβάλονται: ο νεοφιλελευθερισμός έχει υιοθετηθεί και από τα δύο μεγάλα κόμματα που μπορούν να σχηματίζουν κυβερνήσεις, ο "δικομματισμός" παραμένει εκλογικά κυρίαρχος και αυτό καταγράφηκε ξανά στις πρόσφατες δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές, μερικά βήματα στο μέτωπο της Παιδείας δεν πρέπει να μας κάνουν να "πάρουν τα μυαλά μας αέρα". Καλύτερα να περιμένουμε υπομονετικά την αλλαγή των συσχετισμών.

Αυτές οι συλλογιστικές έχουν άδικο. Διπλό άδικο. Ούτε οι επιτυχίες του κινήματος των φοιτητών και των δασκάλων είναι απομονωμένα περιστασιακά βήματα, ούτε τα επόμενα βήματα είναι ανεξάρτητα από τις απαντήσεις που θα δώσει η Αριστερά στη συζήτηση για τις εναλλακτικές λύσεις. Η σύγκρουση με τον νεοφιλελευθερισμό τα τελευταία χρόνια ανεβαίνει χάρη σε προηγούμενες επιτυχίες και στην Ελλάδα και διεθνώς. Είναι ολοφάνερο ότι οι φοιτητικές καταλήψεις εμπνεύστηκαν από το νικηφόρο κίνημα στη Γαλλία κατά του Νόμου Πρώτης Απασχόλησης (CPE). Κι εκείνο με τη σειρά του είχε τις ρίζες του στην επιτυχία του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα για το Ευρωσύνταγμα την περασμένη χρονιά. Οπως και στην Ελλάδα όλοι οι αγώνες ενάντια στις νεοφιλελεύθερες "μεταρρυθμίσεις" πήραν ώθηση από τις φανταστικές πανεργατικές κινητοποιήσεις που είχαν μπλοκάρει το Ασφαλιστικό Σημίτη-Γιαννίτση την άνοιξη του 2001.

Η συζήτηση δεν είναι πρόωρη. Είναι επείγουσα και στη Γαλλία και στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες. Ισως το πιο κοντινό παράδειγμα που δείχνει πόσο επείγουσα, είναι η Ιταλία. Εκεί, ένα κίνημα με πολλά πετυχημένα βήματα τα προηγούμενα χρόνια βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο, ακριβώς γιατί άφησε πολλά αναπάντητα ζητήματα σ'αυτή τη συζήτηση. Στη χώρα της Γένοβας, των πανεργατικών απεργιών ενάντια στις "μεταρρυθμίσεις" του Μπερλουσκόνι και των πιο δυναμικών κινητοποιήσεων της νεολαίας, το κίνημα μοιάζει να παραλύει απέναντι σε εκβιαστικά διλήμματα που υψώνει ο Πρόντι και η κεντροαριστερή κυβέρνηση του. Οι γενικόλογες απαντήσεις που έδινε η Κομμουνιστική Επανίδρυση στο ερώτημα της εναλλακτικής λύσης απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Είναι μια σαφής προειδοποίηση να βιαστούμε.

Από το χώρο του ΠΑΣΟΚ ακούγονται πολλοί θόρυβοι δυσαρέσκειας με την προσήλωση του αρχηγού του στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα και στο επιτελείο που την εκφράζε και τον καιρό του Σημίτη και σήμερα. Παρόλα αυτά, κανένα ηγετικό στέλεχος δεν έχει τολμήσει ν'ανοίξει μέτωπο ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό. Σ'αυτόν το χώρο υπάρχουν πολλά αυτιά ανοιχτά που περιμένουν ν'ακούσουν κάτι τέτοιο, αλλά καμιά φωνή που ν'αρχίσει να δίνει απαντήσεις.

Στο χώρο του ΣΥΝ επικρατεί επανάπαυση με τις απαντήσεις που έδωσε το Ευρωπαϊκό Κόμμα της Αριστεράς. Η ανεπάρκεια που φανερώνει το παράδειγμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης δεν φαίνεται να έχει ταρακουνήσει κανέναν. Στην πορεία προς τις επόμενες βουλευτικές εκλογές είναι αμφίβολο αν θα πάρει κανένας την οποιαδήποτε πρωτοβουλία για ν'ανοίξει αυτή η συζήτηση. Μοιάζει ότι προτιμούν να κρυφτούν συλλογικά πίσω από το δάχτυλο τους ή μάλλον πίσω από το "φαινόμενο Τσίπρα". Τόσο το χειρότερο για όλους αν επιμείνουν σ'αυτή την κατεύθυνση.

Το ΚΚΕ εμφανίζεται να είναι η εξαίρεση σ'αυτό το τοπίο. Αυτοπροβάλεται σαν το κόμμα που είναι τελείως διαφορετικό από τα υπόλοιπα, που πάλευε για τον Σοσιαλισμό και πριν από την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού και συνεχίζει και σήμερα, πιστό στις παραδόσεις του παρά τις αντίξοες συνθήκες. Εδώ, όμως, υπάρχει ένα παράδοξο. Οι απαντήσεις του ΚΚΕ μοιάζει να μην συμβάλουν καθόλου στη συζήτηση για τις εναλλακτικές λύσεις απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό. Σχεδόν κανένας δεν ασχολείται το αν είναι σωστές ή λάθος οι φόρμουλες για τη "Λαϊκή Οικονομία" και άλλα αντίστοιχα ντοκουμέντα του κόμματος. Ως ένα βαθμό αυτό έχει να κάνει με την επιμονή του ΚΚΕ να υπερασπίζεται σαν παραδείγματα "υπαρκτού σοσιαλισμού" τα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης που κατάρευσαν το 1989. Η Βουλγαρία του Ζίβκοφ ή η Αλβανία του Εμβερ Χότζα σίγουρα δεν είναι μοντέλα που απαντούν στις αναζητήσεις του κινήματος για εναλλακτικές λύσεις απέναντι στην επέλαση της αγοράς.

Αλλά το πρόβλημα δεν περιορίζεται εκεί. Περιπλέκεται από το γεγονός ότι το ίδιο το ΚΚΕ τοποθετεί τις απαντήσεις του γι'αυτά τα θέματα σε ένα απροσδιόριστο μακρινό μέλλον, "όταν θα έχουν αλλάξει οι συσχετισμοί". Οταν ένα κόμμα της Αριστεράς παίρνει θέσεις κατά των φοιτητικών καταλήψεων και κατά της απεργίας διαρκείας των δασκάλων, γιατί θεωρεί τέτοιες μορφές πάλης έξω από τις δυνατότητες των σημερινών συσχετισμών, τότε από μόνο του μεταθέτει τις συζητήσεις περί Σοσιαλισμού και εναλλακτικών λύσεων στη σφαίρα της Ουτοπίας.

Με τέτοιο τοπίο στην Αριστερά, δημιουργείται μια επικίνδυνη λαβίδα στις ιδέες των αγωνιστών που δίνουν τις μάχες. Στο ένα άκρο ανθίζει ο ψεύτικος ρεαλισμός της αποϊδεολογικοποίησης των αγώνων. Η στρατηγική, η προοπτική, το "πού το πάμε" εξοστρακίζεται και όλα μετριούνται μπακάλικα, με ευκαιριακά κριτήρια. Πράγμα που βολεύει αφάνταστα κάθε είδους ηγεσίες να λένε ότι "κι ως εδώ που φτάσαμε, πολύ είναι" και να κλείνουν μάχες στη λάθος στιγμή, όπως εξώφθαλμα έγινε πρόσφατα με τους δασκάλους.

Στο άλλο άκρο τροφοδοτείται η σεχταριστική καθαρότητα, η ψεύτικη αυτάρκεια του "όλοι είναι πουλημένοι" και η αυτονομίστικη αυταρέσκεια πως "ό,τι κάνουμε μόνοι μας είναι το μόνο γνήσιο". Οι ορίζοντες χαμηλώνουν στην "προσωπική επανάσταση" του ατόμου ή της συσπείρωσης κάθε χώρου και οι δυνατότητες για συνέχεια, για κίνημα που ξεδιπλώνει τα βήματα του, χάνονται.

Αυτά είναι πραγματικά προβλήματα που βασανίζουν πολλούς από τους ακτιβιστές της σημερινής ριζοσπαστικοποίησης. Ιδιαίτερα οι εμπειρίες από τις ταλαντεύσεις των ΕΑΑΚ στις φοιτητικές καταλήψεις και το ρόλο των Παρεμβάσεων στο κλείσιμο της απεργίας των δασκάλων, προβληματίζουν πολύ κόσμο που αναρωτιέται τι φταίει. Η συζήτηση για τη στρατηγική και τις εναλλακτικές λύσεις μπορεί να γίνει βάλσαμο για πολλά απ'αυτά τα βάσανα.

Μια τέτοια συζήτηση δεν ανοίγει σήμερα για πρώτη φορά. Εχει ανοίξει αναγκαστικά σε κάθε προηγούμενη έξαρση του κινήματος. Ο Μαρξ με το "Πρόγραμμα της Γκότα", η Ρόζα με το δίλημμα "Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα" στις αρχές του περασμένου αιώνα, όλη η γενιά επαναστατών εκείνης της εποχής -Λένιν, Τρότσκι, Γκράμσι- αντιμετώπισαν αυτά τα προβλήματα. Σήμερα χρειάζεται να τα δούμε ξανά, αξιοποιώντας τις ιστορικές απαντήσεις αλλά και τις νέες εμπειρίες που προστέθηκαν. Δεν είναι δυνατόν να μπαίνουμε στη μάχη για το Αρθρο 16 και την ιδιωτικοποίηση στην Εκπαίδευση, χωρίς να παίρνουμε υπόψη ότι σήμερα στη Λατινική Αμερική, το εκκρεμές έχει φτάσει να κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση: το κίνημα στην Βολιβία ανέδειξε τον Μοράλες και του επέβαλε στο πρόγραμμα του την κρατικοποίηση των πόρων του Φυσικού Αερίου και Πετρελαίου της χώρας.

Κρατικοποίηση; Εθνικοποίηση; Είναι δυνατόν να επαναφέρουμε τέτοιους όρους; Δεν είναι ξεπερασμένοι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης; Η απάντηση είναι ξεκάθαρα Οχι. Δεν είναι μόνο το παράδειγμα της Βολιβίας που δείχνει πόσο επίκαιρα είναι τέτοια στοιχεία για τις λύσεις που διαθέτει το κίνημα. Το ίδιο βλέπουμε στη Βενεζουέλα για μια σειρά εργοστάσια που κλείνουν. Το ίδιο βλέπουμε σε αφάνταστα δύσκολες συνθήκες στο Ιράκ, όπου οι εργάτες πετρελαίου της Βασόρας αγωνίζονται για να μην περάσουν τα πετρέλαια στα χέρια των πολυεθνικών.

Η λογική του καπιταλισμού, που εκφράζεται με τον πιο ατόφιο τρόπο με τον νεοφιλελευθερισμό, είναι ότι τα πάντα μπορούν να γίνουν εμπόρευμα. Από τα αγαθά που βρίσκονται στα ράφια των σούπερ-μάρκετ μέχρι τις υπηρεσίες Υγείας ή Παιδείας, μέχρι το περιβάλλον και τα "δικαιώματα εκπομπής ρύπων". Αν δεν έρθουμε σε ρήξη μ'αυτή τη λογική είναι αδύνατο να υπερασπίσουμε την Παιδεία από την εισβολή των ιδιωτικών Πανεπιστημίων ή των "χορηγών".

Οι κρατικοποιήσεις είναι ένα όπλο που περιορίζει την εισβολή της εμπορευματοποίησης και επιβάλει ένα μέτρο δημόσιου ελέγχου σε ολόκληρους τομείς. Προφανώς αυτός ο δημόσιος έλεγχος είναι περιορισμένος. Υπάρχει πλούσια εμπειρία για το πώς η εμπορευματοποίηση διεισδύει με τα "ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια" στις δημόσιες επιχειρήσεις. Αλλά αυτός δεν είναι λόγος για να παραιτηθούμε από κάθε δημόσιο έλεγχο και να νομιμοποιήσουμε την αυθαιρεσία της ιδιωτικής λεηλασίας των πάντων.

Τα όρια του δημόσιου έλεγχου στους κρατικοποιημένους τομείς της οικονομίας και των κοινωφελών υπηρεσιών είναι τα όρια της γραφειοκρατικής δομής του καπιταλιστικού κράτους και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Αν θέλουμε να μιλήσουμε για διεύρυνση του δημόσιου έλεγχου σε τομείς που αρνούμαστε να εμπορευματοποιηθούν, πρέπει να μιλήσουμε για εργατικό έλεγχο. Το φάρμακο για τη γραφειοκρατία των ΔΕΚΟ ή για τα κάθε είδους προβληματικά φαινόμενα στα Δημόσια Πανεπιστήμια ή Νοσοκομεία κλπ δεν είναι οι ιδιωτικοποιήσεις αλλά η αυτοδιαχείριση τους από τους ίδιους τους εργαζόμενους.

Αυτό προφανώς ανοίγει μια σειρά από ζητήματα. Οταν λέμε αυτοδιαχείριση ή εργατικό έλεχγο, δεν εννοούμε κάποιους διακοσμητικούς θεσμούς "κοινωνικού ελέγχου" που προσφέρουν φύλλο συκής για να συνεχιστεί η σημερινή διοίκηση των μάνατζερ με τα προνόμια τους και τις διαπλοκές τους με το ιδιωτικό κεφάλαιο. Είναι δυνατόν, όμως, να αναλάβουν οι εργαζόμενοι πραγματικό έλεγχο και μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτό; Πώς μπορεί μια αυτοδιαχειριζόμενη δημόσια επιχείρηση να αντιμετωπίσει τις πιέσεις της αγοράς και του ανταγωνισμού;

Αυτό μας φέρνει μπροστά στην ανάγκη να ξαναθυμηθούμε άλλον έναν "θαμένο" όρο από το οπλοστάσιο του κινήματος και της Αριστεράς: τον Προγραμματισμό. Ποιος αποφασίζει για την κατανομή των πόρων στους διάφορους τομείς που έχουν διαφορετικές ανάγκες;

Σήμερα κυριαρχεί η απάντηση του νεοφιλελευθερισμού: κανένας δεν παίρνει τέτοιες αποφάσεις κεντρικά, αυτά ρυθμίζονται από το "αόρατο χέρι" της αγοράς. Η αγορά ρυθμίζει την προσφορά και τη ζήτηση, ανεβάζει ή κατεβάζει τιμές, ανοίγει ή κλείνει επενδυτικές ευκαιρίες και προσανατολίζει τις επιχειρήσεις να κάνουν τις κινήσεις που θα τους επιτρέψουν να επιβιώσουν κερδοφόρα μέσα στον ανταγωνισμό. Οποιος κάνει τις λάθος κινήσεις γίνεται προβληματικός, χάνεται και στη θέση του ξεφυτρώνουν οι ανταγωνιστές του. Ετσι δουλεύει το σύστημα και όποιος πάει να το παραβιάσει αργά ή γρήγορα καταλήγει στο σωρό των προβληματικών.

Πραγματικά, έτσι δουλεύει το σύστημα και γι'αυτό είναι εξορισμού τυφλό. Ακόμα και όταν οικονομολόγοι της Παγκόσμιας Τράπεζας φτάνουν να ομολογούν τα προβλήματα οικολογικής καταστροφής και να παραδέχονται αυτά που κάποτε περιφρονούσαν ως "σενάρια επιστημονικής φαντασίας της αντικαπιταλιστικής οικολογίας" και πάλι κανένας απ'αυτούς δεν κάνει τίποτα. Περιμένουν ότι η αγορά θα επιβάλει το κόστος της οικολογικής καταστροφής πάνω στις επιχειρήσεις για να προσαρμοστούν. Μόνο που τότε πια οι καταστροφές θα έχουν πάρει μη αντιστρέψιμες διαστάσεις.

Πριν φτάσουμε στην απειλή της καταστροφής του Πλανήτη, η ανθρωπότητα έχει πληρώσει πολλές φορές ακριβό τίμημα για την τύφλα της αγοράς. Για κάθε επιχείρηση που την "διορθώνουν" οι πιέσεις της αγοράς, το κόστος πέφτει στις πλάτες των εργατών που "πρέπει" να απολυθούν ή να δουλέψουν περισσότερες ώρες με μικρότερα μεροκάματα. Σε ακραίες στιγμές, όπως στη δεκαετία του 1930, την τύφλα των επενδυτών την πλήρωσαν εκατομμύρια εργάτες σε όλο τον κόσμο με την ανεργία, την οικονομική κρίση και τα "Μεσάνυχτα του 20ου αιώνα" με τα φασιστικά καθεστώτα.

Η αριστερή εναλλακτική λύση σ'αυτή την τρέλα είναι ο δημοκρατικός προγραμματισμός της οικονομίας μέσα από τον συντονισμό όλων των οργανώσεων εργατικού ελέγχου και αυτοδιαχείρησης. Κανένας εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να αποφασίζει στα τυφλά για το μέλλον της επιχείρησης ή της υπηρεσίας που δουλεύει. Οι εργαζόμενοι συλλογικά ξέρουν καλύτερα από τον καθένα τις πραγματικές ανάγκες του χώρου τους. Με τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών μπορούν να σχεδιάσουν δημοκρατικά ένα πρόγραμμα για ολόκληρη την οικονομία. Αυτός μπορεί να είναι ένας θεσμός που επιτρέπει στον εργατικό έλεγχο να πάρει γενικευμένες διαστάσεις και να ξεφύγει από τα διλήμματα της μεμονωμένης επιχείρησης. Και βέβαια μια τέτοια ουσιαστική λύση στα προβλήματα δημόσιου έλεγχου της οικονομίας ανοίγει το δρόμο για να ανθίσει η δυνατότητα των ανθρώπων να αντιμετωπίζουν ελεύθερα συλλογικά και δημοκρατικά κάθε πτυχή της κοινωνικής δραστηριότητας. Αυτό είναι ο Σοσιαλισμός.

Αυτοί οι θεσμοί δεν πρόκειται να πέσουν από τον ουρανό γιατί η Αριστερά ή και το κίνημα γενικότερα θα αρχίσει να τους προπαγανδίζει σαν εναλλακτικές λύσεις απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό. Συμβούλια εργατών που διεκδικούν γνήσιο εργατικό έλεγχο και αρχίζουν να χτίζουν ένα δημοκρατικό προγραμματισμό της οικονομίας δεν προκύπτουν μέσα από κάποιο "μοντέλο" που θα προτείνει η Αριστερά στο προεκλογικό της πρόγραμμα. Ιστορικά,

τέτοια όργανα έχουν ξεπηδήσει μέσα από τους ίδιους τους εργατικούς αγώνες σε στιγμές μεγάλων εκρήξεων και επαναστάσεων. Αυτό έγινε στη Ρωσία το 1905 και το 1917 με τα σοβιέτ. Το ίδιο είδαμε σε κάθε κρίσιμη καμπή. Στη Χιλή τα έλεγαν "Cordones", στο Ιράν τα είπαν "Shoras". Σήμερα οι εμπειρίες της Βολιβίας έδειξαν ξανά ότι έρχονται στιγμές που οι αγώνες των εργατών από τα κάτω μπορούν να αναδείξουν δικές τους μορφές οργάνωσης με τέτοια χαρακτηριστικά.

Εδώ βρίσκεται η αξία της συζήτησης για τη στρατηγική και τις εναλλακτικές λύσεις του κινήματος. Η Αριστερά πρέπει να είναι σε θέση να βλέπει αυτές τις διαδικασίες, να τις αναγνωρίζει όταν ξεδιπλώνονται και να τους προσφέρει αυτοπεποίθηση ότι η λύση δεν βρίσκεται πουθενά αλλού παρά μόνο στο δικό τους φούντωμα, στη δική τους ανάπτυξη, στο δικό τους στέριωμα. Κάθε τι λιγότερο σημαίνει χαμένες ευκαιρίες και άδικους συμβιβασμούς. Κι αυτά τα έχουμε πληρώσει πολλές φορές, πολύ ακριβά.