Άρθρο
Ενάντια στην καταπίεση, η θεωρία και η πράξη

21 Φλεβάρη, Από την κατάληψη των απεργών της ΠΟΕ ΟΤΑ στο Υπουργείο Οικονομικών

Η Μαρία Στύλλου εξηγεί γιατί στις μεγάλες μάχες χρειάζονται καθαρές ιδέες.

 

Οι αποφάσεις 40 τουλάχιστον πρωτοβάθμιων σωματείων, της ΑΔΕΔΥ, μιας σειράς ομοσπονδιών και από αναρίθμητες εργατικές κινήσεις και τοπικές πρωτοβουλίες για την απεργία στις 8 Μάρτη είναι απόδειξη της δύναμης του εργατικού κινήματος και πάνω απ’ όλα των γυναικών της εργατικής τάξης.

Όσο και να προσπάθησαν οι επιθέσεις του νεοφιλελευθερισμού και των δέκα χρόνων της παρατεταμένης ύφεσης να γυρίσουν τις εργαζόμενες πίσω στο σπίτι, δεν τα κατάφεραν. Η μαζική έξοδος των γυναικών στην παραγωγή μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και ιδιαίτερα στην Ελλάδα μετά την Μεταπολίτευση δεν έχει σταματήσει. Μπορεί να άλλαξαν οι συνθήκες απασχόλησης, η ελαστική απασχόληση να έχει αντικαταστήσει σε παλιούς και καινούργιους τομείς ένα μέρος από τη μόνιμη απασχόληση, σίγουρα χτύπησε η ανεργία, όμως αυτό δεν  αναιρεί την αυξημένη παρουσία των γυναικών στους κόλπους της εργατικής τάξης.

Οι γυναίκες είναι πλειοψηφία σε τομείς κλειδιά σε όλο το δημόσιο (εκπαίδευση, υγεία, πρόνοια), αλλά και έχουν εισβάλει σε κάστρα μέχρι τώρα της  απασχόλησης αντρών (όπως πετρέλαια, φυσικό αέριο) και σε καινούργια κομμάτια, ηλεκτρονικά, νέες τεχνολογίες, ΜΜΕ.

Μέσα στην περίοδο οικονομικής κρίσης οι γυναίκες βγήκαν μαζικά από το σπίτι για δουλειά. Αυτό συνέβηκε και σε γυναίκες και άντρες που είχαν βγει στη σύνταξη. Η δεκαετία των μνημονίων όσο επηρέασε τις συνθήκες μέσα στην οικογένεια, άλλο τόσο επηρέασε και τις αλλαγές στην απασχόληση. Κάθε εργατικό νοικοκυριό βρέθηκε να μην τα βγάζει πέρα με τις περικοπές μισθών και συντάξεων και την ανεργία να κλαδεύει το εισόδημα και αυτό σήμαινε γυναίκες όλων των ηλικιών να αναζητούν και δεύτερη και τρίτη δουλειά για να τα βγάλουν πέρα.

Επιπλέον, οι αναταράξεις της κρίσης δεν ήταν μόνο οικονομικές. Οι πόλεμοι, οι κλιματικές καταστροφές, η εξαθλίωση στην ευρύτερη περιοχή έφεραν χιλιάδες και χιλιάδες γυναίκες στην Ελλάδα σαν πρόσφυγες και σαν οικονομικούς μετανάστες και τις οδήγησαν σε δουλειές και συνθήκες ζωής αντίστοιχες με αυτές που βίωσε η εσωτερική μετανάστευση σε παλιότερες δεκαετίες.

Επειδή αυτές οι αλλαγές γίνονται σε συνθήκες επιθέσεων μέσα στους εργατικούς χώρους – αντί για μονιμότητα προσωρινότητα, αντί για αυξήσεις μειώσεις, αντί για συντάξεις επιδόματα πείνας, αντί για ισότητα ένταση των διακρίσεων ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες, αυτό έφερε τις γυναίκες μπροστά στις μάχες: σύγκρουση με τις συνθήκες αλλά και  συμμετοχή μέσα στο εργατικό κίνημα που έδωσε μάχες και αντιστεκόταν – και συνεχίζει ακόμα.

Ενδεικτικό, αλλά όχι μοναδικό στοιχείο για τη ριζοσπαστικοποίηση που συνόδευσε αυτές τις εξελίξεις είναι το γεγονός ότι σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις στην περίοδο των μνημονίων, τα ποσοστά των ψήφων που πήγαν στα αριστερά κόμματα ήταν μεγαλύτερα στις γυναίκες. Χτυπητό παράδειγμα οι εκλογές το 2015 και η στροφή στον ΣΥΡΙΖΑ.

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες έχει ανοίξει η μάχη ενάντια στις διακρίσεις και την ανισότητα που υπάρχει ανάμεσα στα δυο φύλα και στους μισθούς και στα επιδόματα και στις συνθήκες απασχόλησης, αλλά και τις συνθήκες μέσα στην οικογένεια. Η διεκδίκηση για απεργιακή 8 Μάρτη στην Ελλάδα δεν είναι απλά αποτέλεσμα και επιρροή από το τι έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια σε Ευρώπη και Αμερική, αλλά ωρίμανση των συνθηκών και των διεκδικήσεων μακροχρόνια μέσα στο εργατικό κίνημα και στην Ελλάδα.

Ο Πρώτος και ιδιαίτερα ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έβαλαν μαζικά τις γυναίκες στην παραγωγή. Η δουλειά στο εργοστάσιο, στο γραφείο, στις υπηρεσίες έπαψε να είναι γένος αντρικού, αλλά έγινε μαζικά γένους θηλυκού. Η μεγάλη και παρατεταμένη οικονομική ύφεση των τελευταίων δέκα χρόνων, έσπρωξε την εργατική τάξη και ιδιαίτερα τις γυναίκες στη σύγκρουση με τις συνθήκες, τις διακρίσεις και την ανισότητα. Και μαζί άνοιξε ξανά και η συζήτηση πώς παλεύονται οι διακρίσεις, οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις, η βία και ο σεξισμός.

Το φύλο ή το σύστημα;

Η πιο συνηθισμένη άποψη μέσα στο φεμινιστικό κίνημα ήταν η θεωρία της πατριαρχίας. Από τις παλιές φεμινίστριες μέχρι σήμερα η ανάλυση που επικρατεί είναι ότι μέσα στον καπιταλισμό λειτουργούν δυο διαφορετικές σφαίρες – αυτή της παραγωγής που καθορίζεται από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και η  ιδιωτικοποιημένη αναπαραγωγή μέσα στην οικογένεια όπου οι άντρες (το φύλο και όχι το σύστημα) καταπιέζουν τις γυναίκες. Για κάποιες απ’ αυτές τις απόψεις, οι άντρες έχουν υλικό συμφέρον απ’ αυτή την καταπίεση και γι’ αυτό συνεργάζονται στενά και με τους καπιταλιστές. Χαμηλοί μισθοί  στις γυναίκες για να κρατιούνται οι ψηλοί μισθοί στους άντρες, τα επιδόματα, οι προαγωγές κ.α.

Κοινώς το αντρικό φύλο έχει υλικά οφέλη από την καταπίεση των γυναικών που έχει διαταξικό χαρακτήρα και απλώνεται από τις αστές μέχρι τις εργάτριες.

Οι άντρες εξασφαλίζουν μια προνομιακή θέση στο χώρο δουλειάς όπου είχαν το μονοπώλιο των ειδικευμένων και καλύτερα αμειβόμενων εργατών και μια προνομιακή θέση στο σπίτι σαν αυτός που εξασφάλιζε τα προς το ζειν στην οικογένεια. Άρα και την τελευταία λέξη τι θα γίνει με τη ζωή και τις επιλογές όλης της οικογένειας.

Επειδή όμως με τις εξελίξεις η θεωρία της πατριαρχίας άρχισε να φθίνει, νέες θεωρίες όπως της ταυτότητας, των προνομίων, της διαθεματικότητας έκαναν την εμφάνισή τους. Το κοινό σε όλες αυτές – παρά τις διαφορές τους, όσο υπάρχουν – είναι ότι στέκονται στην επιφάνεια περιγράφοντας εικόνες και ότι προτείνουν λύσεις που διαιωνίζουν τη διαίρεση ανάμεσα στους καταπιεσμένους και στις καταπιεσμένες αντί να την ξεπερνάνε.

 Η θεωρία της «ταυτότητας» και των “προνομίων” έχει σαν κέντρο τη διαφορετικότητα που υπάρχει ανάμεσα στους καταπιεσμένους ανάλογα με χρώμα, φύλο, εθνικότητα, σεξουαλική προτίμηση.  Βλέπει πολλές πηγές καταπίεσης και διαφορετικά υποκείμενα αντίστασης και καταλήγει στο συμπέρασμα  ότι είναι αναγκαιότητα η ύπαρξη διαφορετικών κινημάτων που παλεύει το καθένα για τα δικά του αιτήματα. Οι κίνδυνοι από αυτή την αντιμετώπιση είναι φανεροί- διάσπαση και κατακερματισμός που φτάνει μέχρι την αντιπαλότητα π.χ. εχθρική στάση φεμινιστριών σε τρανς ή λευκών φεμινιστριών στο αντιρατσιστικό κίνημα. 

Η θεωρία της διαθεματικότητας προσπάθησε να ξεπεράσει αυτές τις διασπάσεις προωθώντας την άποψη ότι τα άτομα είναι υποκείμενα πολλαπλών διακρίσεων – φύλου, χρώματος, εθνικότητας, σεξουαλικής προτίμησης, ακόμα και τάξης. Ωστόσο η ταξική θέση του καταπιεσμένου ή της καταπιεσμένης παραμένει απλά ως άλλος ένας παράγοντας δίπλα σε όλους τους άλλους. Με αυτόν τον τρόπο υποβαθμίζεται η ταξική δομή και οργάνωση της κοινωνίας ως αιτία των προβλημάτων και χάνεται ο ρόλος του καπιταλισμού στην αναπαραγωγή όλων των μορφών καταπίεσης- εθνικής, φυλετικής, θρησκευτικής, έμφυλης …

Αυτή η αντίληψη είναι ένα βήμα μπροστά από τις πολλαπλές διαιρέσεις, αλλά ένα βήμα πίσω στο πώς παλεύεται η καταπίεση των πολλαπλώς καταπιεσμένων και πώς μπορείς να απαλλαγείς από τις αιτίες που τη δημιούργησαν – είναι μια αντίληψη που χωρίς να το επιδιώκει καταλήγει στην αντίληψη της υποκειμενικής αλλαγής (εναλλακτικός τρόπος ζωής), απέναντι σε ένα σύστημα που έχει τη δύναμη, την εξουσία να καθορίσει τις υλικές συνθήκες, τις ιδέες και τους θεσμούς, και πάνω απ’ όλα την οικογένεια και την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης.

Γκουρού αυτών των θεωριών και κινημάτων υπήρξαν πρώην μαρξιστές που μετά την υποχώρηση του Μάη του ’68 την κάμψη του εργατικού κινήματος και της επαναστατικής αριστεράς πέρασαν στις απόψεις μιας κατακερματισμένης κοινωνίας και μιας κατακερματισμένης στρατηγικής, στη δοξασία των πολλαπλών υποκειμένων, των πολλών κινημάτων, και του αδιεξόδου. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν μεταμοντέρνες θεωρίες για την «κοινωνία των δυο τρίτων» ή για την μετατροπή της εργατικής τάξης σε «πλήθος». Ωστόσο, ξεχωρίζει η επιρροή θεωρητικών όπως ο Νέγκρι και ο Φουκώ. Όπως έγραφε ο Πάνος Γκαργκάνας πριν από πολλά χρόνια:

«Ο Φουκώ, ανάμεσα στους άλλους, εγκαταλείπει την εικόνα της κοινωνίας σαν ένα σύνολο που καθορίζεται από τη σύγκρουση κεφαλαίου εργασίας και στρέφεται στην εικόνα της κοινωνίας σαν ένα σύμπλεγμα από εξουσιαστικούς μικρόκοσμους. Η μαρξιστική εικόνα της ανατροπής της αστικής κυριαρχίας με τη συντριβή του κράτους από την εργατική τάξη κρίνεται από τον Φουκώ υπερβολικά συγκεντρωτική: έχει ένα υποκείμενο, έναν στόχο, οδηγεί κατ’ ευθείαν σε νέες σχέσεις εξουσίας-γνώσης, στον Στάλιν. 

Ο Φουκώ βλέπει, αντίθετα, πολλές διάχυτες αντιστάσεις που ξεκινούν από πολλά υποκείμενα και δεν συγκεντρώνονται. Μαζί με τον Ντελέζ και τον Γκουαταρί, ο Φουκώ προβάλει ένα «νομαδικό» πρότυπο επανάστασης όπου τα υποκείμενα αντιστέκονται σαν τους νομάδες, σε κλεφτοπόλεμο με τις εξουσίες. Δικαιολογημένα ο Νέγκρι αναγνωρίζει το χρέος της ιταλικής Αυτονομίας στον Φουκώ».1

Ποιος κερδίζει από την καταπίεση;

Απέναντι στις αυτόνομες σφαίρες εξουσίας και στα αυτόνομα κινήματα, ο Μαρξισμός μπορεί και συνδυάζει δυο πράγματα μαζί – την ανάλυση των βασικών συντεταγμένων ενός κοινωνικού συστήματος όπως είναι ο καπιταλισμός, ενώ ταυτόχρονα μπορεί και συγκεκριμενοποιεί το πώς καθορίζουν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής την καταπίεση των γυναικών και το ρόλο που παίζει η εργατική οικογένεια.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς σε μια σειρά από βιβλία στη δεκαετία του 1840 (Γερμανική Ιδεολογία, Εισαγωγή στην πολιτική οικονομία, Κομμουνιστικό Μανιφέστο) επιχειρηματολογούσαν ότι η καταπίεση των γυναικών ήταν δεμένη με την ανάπτυξη της ταξικής κοινωνίας και μέσα σ’ αυτή με το θεσμό της οικογένειας. Σε κάθε ταξική κοινωνία, υποστήριζαν, η μορφή και ο ρόλος της οικογένειας είναι διαφορετική, ανάλογα με τις ανάγκες του τρόπου παραγωγής και των σχέσεων παραγωγής που ισχύουν κάθε φορά. Στον καπιταλισμό υπάρχουν δυο τάξεις, των καπιταλιστών και των εργατών και οι οικογένειες καλύπτουν διαφορετικές ανάγκες και είναι διαφορετικά δομημένες, ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο τάξεις. 

Η οικογένεια της κυρίαρχης τάξης έχει σαν στόχο τη διαιώνιση της ιδιοκτησίας και τον έλεγχο πάνω στα μέσα παραγωγής, την πολιτική εξουσία και στο κράτος. Η εργατική οικογένεια δεν είναι η διαιώνιση της πατριαρχικής οικογένειας της φεουδαρχίας αλλά μια σχέση που στηρίζεται από τη μια στη συμμετοχή αντρών και γυναικών στην παραγωγή και από την άλλη ο θεσμός που εξασφαλίζει την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης που έχει ανάγκη ο καπιταλισμός σε καθημερινή βάση  στο εργοστάσιο. Η πηγή τους κέρδους είναι η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης στην παραγωγή, η ανανέωση της εργατικής δύναμης είναι η ιδιωτικοποιημένη αναπαραγωγή μέσα στην εργατική οικογένεια. 

Στους μισθούς, στα μεροκάματα, στις συνθήκες στην παραγωγή επικρατεί η ανισότητα και οι διακρίσεις για τις γυναίκες με τη δικαιολογία της προσωρινότητας, ενώ στην οικογένεια αυτή η προσωρινότητα μετατρέπεται σε μια σκλαβιά διαρκείας από το βαθύ ξημέρωμα μέχρι τα βαθιά μεσάνυχτα – στη κουζίνα, στον καθαρισμό, στο ντύσιμο, στην εκπαίδευση, και τις άλλες λειτουργίες – για τα παιδιά και για όλους/όλες που ζουν μαζί. Αυτή είναι η καταπίεση που καθορίζει τη ζωή, τις ιδέες, τις σχέσεις, την ψυχολογική κατάσταση των γυναικών και μέχρις ενός μεγάλου βαθμού και όλων των μελών της οικογένειας. 

Στους Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς υπήρχε πρόσφατα ένα άρθρο με τίτλο «Πώς η εισοδηματική ανισότητα επηρεάζει την ψυχική υγεία.2 Εκεί διαβάζουμε:

«Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας σχεδόν το 25% των κατοίκων στις ΗΠΑ πάσχουν από ψυχολογικά νοσήματα, ενώ στην Αυστραλία, στη Βρετανία και στον Καναδά τα ποσοστά φτάνουν στο 20%... Σύμφωνα με το βιβλίο δυο επιδημιολόγων με τίτλο «Το επίπεδο του μυαλού – the spirit level», η εξήγηση βρίσκεται στη μεγάλη εισοδηματική ανισότητα. Σε κράτη όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία η μεγάλη εισοδηματική ανισότητα οδηγεί σε χειρότερη ψυχική υγεία, σε αύξηση της βίας και σε χαμηλότερη παραγωγικότητα στην οικονομία». Παρόλο που ούτε η αρθρογράφος, ούτε οι Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς είναι μαρξιστές, βλέπουν τα στοιχεία που συνδέουν  τις οικονομικές επιθέσεις, τα μνημόνια, τη λιτότητα με τις συνέπειες που έχουν αυτές πάνω στις ζωές των ανθρώπων μέσα στην οικογένεια. Δεν είναι δυο διαφορετικές σφαίρες μέσα στον καπιταλισμό, αλλά η επιβεβαίωση για το πώς οι υλικές συνθήκες μεγαλώνουν τις απάνθρωπες καταστάσεις που επικρατούν πολλές φορές μέσα και έξω από την οικογένεια. Γιατί η οικογένεια δεν είναι η φωλιά της ευτυχίας δυο ανθρώπων ή και περισσότερων που αποφάσισαν να ζήσουν μαζί, αλλά εκεί που ξεσπάνε τα αδιέξοδα ενός «άκαρδου κόσμου» - ή καλύτερα ενός βάρβαρου συστήματος.

Πώς αλλάζουν οι ιδέες;

Η πιο συνηθισμένη αντίδραση στις συζητήσεις για την καταπίεση είναι αυτή που ρίχνει το φταίξιμο στην παιδεία, στους χαρακτήρες αντρών και γυναικών και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτά μπορούν να αλλάξουν με ατομική προσπάθεια και με πιο σωστή εκπαίδευση. Δεν είναι περίεργες αυτές οι αντιδράσεις, εάν δει κανένας ποιες είναι οι κυρίαρχες ιδέες μέσα στον καπιταλισμό και πώς λειτουργούν.

Για τις κυρίαρχες τάξεις η εκπαίδευση, η πληροφόρηση, τα ΜΜΕ είναι ένας σημαντικός τρόπος να ελέγχουν τις ιδέες του κόσμου.

Στη Γερμανική Ιδεολογία ο Μαρξ περιγράφει πώς «η τάξη που έχει την ιδιοκτησία των μέσων υλικής παραγωγής έχει ταυτόχρονα κάτω από τον έλεγχο της και τα μέσα πνευματικής παραγωγής, έτσι ώστε να επηρεάζει απ’ αυτά τις ιδέες όλων όσοι δεν έχουν δικά τους μέσα πνευματικής παραγωγής».3 Η συγκεκριμενοποίηση αυτής της περιγραφής είναι καθημερινή εμπειρία των μαθητών, των εκπαιδευτικών, των γονιών που στέλνουν τα παιδιά τους στα σχολεία από τον παιδικό σταθμό μέχρι το λύκειο και στη συνέχεια στις σχολές. Και ξέρουμε ότι δεν είναι ο μόνος χώρος που συλλογικά διαμορφώνονται οι ιδέες, παρόλο που είναι ένας από τους κεντρικούς. 

Πώς αλλάζουν όλα αυτά; Ένα σκέλος είναι διεκδικώντας καλύτερα σχολεία, διορισμούς εκπαιδευτικών, ανοιχτά σχολεία για όλους/όλες (ανεξάρτητα από εθνικότητα, χρώμα, θρησκεία, σεξουαλική προτίμηση). Φτάνει ή χρειάζεται περισσότερα; Η απάντηση είναι ότι σίγουρα χρειάζονται περισσότερα.

Ένας βασικός λόγος είναι το απλό γεγονός ότι δεν έχουμε έλεγχο πάνω στους ιδεολογικούς μηχανισμούς. Δεν αποκτάμε αυτόν τον έλεγχο απλά και μόνο ψηφίζοντας μια προοδευτική κυβέρνηση όπως υποστήριζαν και υποστηρίζουν μια σειρά από κόμματα της αριστεράς. Ο έλεγχος παραμένει στους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ, στο καθηγητικό κατεστημένο, σε σκοταδιστικούς θεσμούς όπως η Εκκλησία ή οι ιδιοκτήτες των ΠΑΕ που σπέρνουν στις κερκίδες τον σεξισμό απλόχερα.

Ευτυχώς υπάρχει άλλος δρόμος με τον οποίο αλλάζουν οι ιδέες: μέσα από τη συλλογική πάλη της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη δεν είναι παθητικός αποδέκτης των ιδεών που σερβίρουν οι κυρίαρχοι θεσμοί, αντιστέκεται στην εκμετάλλευση και η συλλογική αντίσταση γεννάει εμπειρίες και ιδέες που έρχονται σε σύγκρουση με τις κυρίαρχες. Αυτή η διαδικασία έχει γίνει πιο πλούσια σήμερα που η εργατική τάξη δεν είναι μόνο η μεγαλύτερη τάξη αριθμητικά παγκόσμια, αλλά και η πιο πολυεθνική και πολυφυλετική, μια τάξη που στους αγώνες της ενώνονται άνθρωποι πέρα από καταγωγή, θρησκεία, φύλο ή φυλή. Είναι λάθος η θεωρία περί μιας λευκής εργατικής τάξης που κουβαλάει τα αμαρτήματα του «ομαλού» απέναντι στον καθένα και στην καθεμιά που είναι διαφορετικός, στους μη λευκούς, «ανώμαλους» κλπ. Αυτή η περιγραφή ανήκει στο παρελθόν και στην πραγματικότητα ποτέ δεν ίσχυε.

Αντί να αντιμετωπίζουμε την καταπίεση σαν αποτέλεσμα των ανταγωνισμών ανάμεσα στα διάφορα άτομα, οι Μαρξιστές εξηγούν την καταπίεση σαν αποτέλεσμα της ταξικής κοινωνίας, βλέπουν ότι ωφελείται απ’ αυτό η κυρίαρχη τάξη, και κατανοούν ότι οι διαφορετικές μορφές καταπίεσης καθορίζονται από την οικονομική βάση της κοινωνίας, από την εκμετάλλευση και το κυνήγι του κέρδους.

Είναι σαφές ότι τόσο ο ρατσισμός όσο και η καταπίεση των γυναικών λειτουργούν για το συμφέρον του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτές οι ιδέες διαχέονται μέσα στην κοινωνία και λειτουργούν με μια σχετική αυτονομία από την οικονομική βάση, αλλά όπως υποστήριζε ο Ένγκελς, η αυτονομία τους βρίσκεται κάτω από τους περιορισμούς που βάζει η οικονομική δομή:

«Πολιτικές, νομικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές, λογοτεχνικές, καλλιτεχνικές και άλλες εξελίξεις στηρίζονται στην οικονομική εξέλιξη, και η μια επηρεάζει την άλλη. Υπάρχουν αλληλεπιδράσεις που καθορίζονται σε τελική ανάλυση από τις οικονομικές συνθήκες».4

Η εργατική τάξη όταν μπαίνει  στη μάχη είτε για οικονομικούς λόγους, είτε για πολιτικές διεκδικήσεις, κουβαλάει  μαζί τις αντιφατικές ιδέες. Εργάτες και εργάτριες αποδέχονται μια σειρά από συντηρητικές ή αντιδραστικές ιδέες, ενώ απορρίπτουν κάποιες άλλες. Μέσα σ’ αυτές τις μάχες, εργάτες και εργάτριες καταλαβαίνουν τη δύναμη τους, βλέπουν πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός, και μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες σπάνε παλιές ιδέες και προκαταλήψεις. Εκεί συγκρούονται οι παλιές ιδέες με τη συντροφικότητα του συλλογικού αγώνα και ανοίγουν νέοι ορίζοντες για έναν καινούργιο κόσμο και την προοπτική να τον κατακτήσουμε.

Η πάλη ενάντια στην καταπίεση βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο. Η εμπειρία από τις προηγούμενες μάχες συνδέεται σήμερα με τις νέες αντιστάσεις που έχουν βγει τα τελευταία χρόνια σε όλον τον κόσμο. Για τις γυναίκες που παλεύουν σήμερα για ισότητα, ενάντια στις διακρίσεις και τις σεξουαλικές επιθέσεις και παρενοχλήσεις υπάρχει ένα νήμα που τις δένει με την απελευθερωτική έφοδο της Ρώσικης Επανάστασης, με τις κατακτήσεις του ’68, με τους σημερινούς αγώνες στους χώρους δουλειάς για μονιμοποιήσεις, προσλήψεις, για να ξηλώσουμε όλα αυτά που μας κάνουν τη ζωή δύσκολη. Αυτό το νήμα παλεύουμε να πιάσουμε γερά όλο και περισσότερες και περισσότεροι.  

 

Σημειώσεις

1. Πάνος Γκαργκάνας, «Φουκώ: Το μακρύ ταξίδι της Διαλκτικής στη ‘Μικροφυσική της εξουσίας’», περιοδικό Η Μαμή Νο 4, Μάης-Ιούνης 1984

2. Gillian Tett, How income inequality affects our mental health, Financial Times, 2/3 March 2019, https://www.ft.com/content/bf700f1a-3a22-11e9-b72b-2c7f526ca5d0

3. Marx-Engels, The German Ideology, Lawrence and Wishart, London 1965, σελ.61

4. Αναφέρεται από την Esme Choonara και τον Yuri Prasad στο άρθρο τους What’s wrong with privilege theory? Στο περιοδικό International Socialism No 142, Άνοιξη 2014