Η Βανίνα Τζιουντιτσέλι, στέλεχος του NPA, γράφει για τα πολιτικά προχωρήματα του κινήματος στη Γαλλία.
Τα τελευταία χρόνια, επειδή ο ρατσισμός και η άκρα δεξιά ενισχύονται σε όλη την Ευρώπη, συντονισμένες αντιρατσιστικές και αντιφασιστικές διαδηλώσεις οργανώνονται σε διάφορες πρωτεύουσες γύρω από τη Διεθνή Ημέρα κατά του ρατσισμού στις 21 Μάρτη. Ενώ όμως σε κάποιες χώρες οι διαδηλωτές ξεπέρασαν τις δεκάδες χιλιάδες ή ακόμα και τις εκατοντάδες χιλιάδες, είναι κοινή διαπίστωση όσων συμμετέχουν στα κινήματα στη Γαλλία ενάντια στο κρατικό ρατσισμό και την αστυνομική βία, ενάντια στο φασισμό, για το άνοιγμα των συνόρων και τα ίσα δικαιώματα, ότι συναντούν σοβαρές δυσκολίες να κινητοποιήσουν σε αντίστοιχα μαζικές κλίμακες.
Κι όμως, η Γαλλία είναι μια από τις χώρες όπου το επίπεδο των κινητοποιήσεων, των διαδηλώσεων και των απεργιών πάνω στα κοινωνικά ζητήματα είναι από τα υψηλότερα : κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο του 2016, κινητοποιήσεις των φοιτητών, των σιδηροδρομικών και των δημοσίων υπαλλήλων το 2018, και από τον Νοέμβρη του 2018 τα Κίτρινα Γιλέκα.
Πώς εξηγείται αυτό το παράδοξο; Αποτελούνται το εργατικό και τα κοινωνικά κινήματα από άτομα που έχουν κερδηθεί στις εθνικιστικές ιδέες; Η μήπως ισχύει το αντίθετο; Μήπως τα κινήματα έχουν ξεφύγει από αυτόν τον κίνδυνο, ενώ αντίθετα είναι μέσα σε όλη την υπόλοιπη κοινωνία, στα κομμάτια που δεν κινητοποιούνται που αναπτύσσεται ο εθνικισμός; Η μήπως ισχύουν και τα δύο; Αυτό το άρθρο θα προσπαθήσει να δείξει πως η έως τώρα εμπειρία του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων μπορεί να διαφωτίσει αυτή τη συζήτηση.
Πόλωση και αστάθεια
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Μακρόν βγήκε πρόεδρος την άνοιξη του 2017 καθιστούσαν πολύ πιθανές τόσο την έκρηξη των αντιστάσεων της τάξης μας όσο και την ενίσχυση του φασιστικού κινδύνου.
Την χρονιά πριν από την εκλογή του, το κίνημα ενάντια στο “εργατικό νόμο” είχε επί 5 μήνες συνδυάσει απεργίες, διαδηλώσεις, μπλόκα και καταλήψεις δημόσιων χώρων. Η κυβέρνηση είχε εγκρίνει τον ισχύοντα νόμο, παρακάμπτοντας την βουλή. Λίγους μήνες μετά, σε μια από τις γαλλικές αποικίες, στη Γουιάνα, μια εκρηκτική γενική απεργία που διήρκεσε ένα μήνα, ανάγκασε την κυβέρνηση να υποχωρήσει σε μία σειρά από διεκδικήσεις.
Στις προεδρικές εκλογές, τα παραδοσιακά κόμματα - της αριστεράς (το Σοσιαλιστικό Κόμμα) και της δεξιάς (Ρεπουμπλικάνοι) –εγκαταλείφθηκαν, ενώ το Εθνικό Μέτωπο (EM) –ένα φασιστικό κόμμα - πήρε σχεδόν 11 εκατομμύρια ψήφους. Η αποδαιμονοποίηση του EM σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης δεν οφείλεται στο ότι το ίδιο έβαλε νερό στο κρασί του, αλλά στην ρατσιστική και αυταρχική στροφή των παραδοσιακών κομμάτων, και τμημάτων της αριστεράς που στήριξαν ισλαμοφοβικούς νόμους, την απέλαση των μεταναστών που δεν έχουν χαρτιά αλλά και το καθεστώς μόνιμης έκτακτης ανάγκης που έχει κηρυχθεί.
Βασισμένος στην οργάνωση «Εμπρός!» που είχε δημιουργήσει λίγους μήνες νωρίτερα και που γυρνούσε αποκλειστικά γύρω από την υποψηφιότητά του ίδιου, ο Εμανουέλ Μακρόν εκμεταλλεύτηκε το κενό που είχε δημιουργηθεί. Ωστόσο, εκλέχθηκε μόνο από το 1/5 των εκλογικού σώματος. Υπό αυτές τις συνθήκες και δεδομένου του ποσοστού της αποχής, ο Μακρόν και η κυβέρνησή του κατέληξαν να είναι η ασθενέστερη κυβέρνηση από το 1958. Με την αλαζονεία που τον διακρίνει ο Μακρόν αποφάσισε παρόλα αυτά, να εφαρμόσει την πολιτική που η γαλλική άρχουσα τάξη περίμενε εδώ και δεκαετίες ξεκινώντας μια ολομέτωπη επίθεση εναντίον ολόκληρης της κοινωνίας. Με το καλημερα ξεκινάει μεταρρυθμίσεις λιτότητας, την αυταρχική ενίσχυση του κράτους και τον έλεγχο της μετανάστευσης χτυπώντας όλα τα κομμάτια της κοινωνίας: μαθητές, μισθωτούς, συνταξιούχους, μετανάστες, δημόσιους υπάλληλους, τις εργατικές οικογένειες των προαστίων κτλ.
Από την μεριά της, η άκρα δεξιά, καθώς βρισκόταν σε φάση αναζήτησης στρατηγικής για την οικοδόμηση ενός μαζικού φασιστικού κόμματος παράλληλα με την προσπάθεια να κερδίσει κομμάτια της άρχουσας τάξης στο στόχο της, ανέλαβε πρωτοβουλίες κυρίως μέσω βίαιων ριζοσπαστικών ομάδων που σχετίζονται με το ΕΜ. Άνοιξαν κτίρια στα κέντρα των μεγάλων πόλεων και οργάνωσαν επιθέσεις σε μετανάστες ή ακόμα και σε φοιτητές και στις καταλήψεις των πανεπιστημίων.
Ένα νέο κίνημα αντίστασης ξαναβγήκε στο δρόμο την άνοιξη του 2018 χωρίς όμως να καταφέρει να κάμψει την κυβέρνηση. Οι κοινωνικές, οι συνδικαλιστικές και οι πολιτικές οργανώσεις ήταν κατώτερες των περιστάσεων, κολλημένες σε μια ανάλυση της κατάστασης, σύμφωνα με την οποία ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν πολύ αρνητικός για να μπορεί κανείς να ελπίζει ότι θα κερδίσει.
Κίτρινα Γιλέκα
Σε αυτή τη συγκυρία εμφανίστηκε το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων. Και αυτή η συγκυρία είναι που καθιστά δυνατή την κατανόηση και την ανάλυση του κινήματος αυτού ή μάλλον της δυναμικής του.
Η αριστερά είχε ταυτίσει τις δυνατότητες εξέγερσης με το χαμηλό εκλογικό της ακροατήριο και δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα μπορούσε να αναπτυχθεί ένα κίνημα χωρίς την παρέμβασή της. Γι’ αυτό είχε παραλύσει. Κι όμως η εξέγερση ξέσπασε έξω από τα συνηθισμένα πλαίσια με εκρηκτικό τρόπο και ξαφνιάζοντας τους πάντες.
Οι κινητοποιήσεις ξεκίνησαν ενάντια σ’≠ένα νέο φόρο πάνω στο πετρέλαιο και τη βενζίνη με το πρόσχημα της καταπολέμησης της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Καθώς τα κομμάτια του πληθυσμού που κινητοποιήθηκαν δεν ήταν τα συνήθη, και επειδή υποστηρίζονταν από ακροδεξιά ρεύματα, η πλειονότητα της συνδικαλιστικής και πολιτικής αριστεράς αντιμετώπισε το κίνημα με δυσπιστία σε τέτοιο βαθμό που εξέδωσαν δελτία τύπου ενάντια στη συμμετοχή στην πρώτη ημέρα δράσης που είχε προγραμματιστεί για τις 17 Νοεμβρίου.
Όμως η μαζική λαϊκή υποστήριξη στο κίνημα οφείλονταν στη εμφανή ταξική του φύση καθώς αυτό που αναδείκνυε από πολύ νωρίς ήταν η μείωση της αγοραστικής δύναμης, οι δυσκολίες να τα βγάλει ο κόσμος πέρα στο τέλος του μήνα και η καταγγελία των πολιτικών του Μακρόν που καταργεί τον φόρο περιουσίας για τους πλούσιους, αλλά απαιτεί όλο και περισσότερες θυσίες από τα λαϊκά στρώματα.
Αλλά σε μια κοινωνία όπου η κοινωνική οργή συνδυάζεται με μια αύξηση των ρατσιστικών προκαταλήψεων, αυτό το κίνημα ήταν επίσης αρκετά ετερογενές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, υπήρξαν επιθέσεις εναντίον μεταναστών. Δεν μας προκαλεί έκπληξη αφού περισσότερα από 10 εκατομμύρια άτομα ψηφίζουν το Εθνικό Μέτωπο και αποδέχονται τα ρατσιστικά και εθνικιστικά επιχειρήματα αυτού του κόμματος.
Αυτό από μόνο του μας δείχνει ότι τα κοινωνικά ζητήματα, απομονωμένα, δεν αρκούν για να ξεχωρίσουν ένα κίνημα χειραφέτησης από ένα αντιδραστικό κίνημα: οι φασίστες ποτέ δεν δίστασαν να στηρίξουν διαδηλώσεις ή απεργίες όταν θεώρησαν ότι αυτό θα μπορούσε να τους επιτρέψει να ενισχύσουν το σχέδιό τους. Επί σειρά ετών, το πρόγραμμα του ΕΜ δίνει μεγάλη σημασία και χώρο στις κοινωνικές διεκδικήσεις, βάζοντας όμως μμπροστά την «εθνική προτεραιότητα». Aυτό επέτρεπε στην Μαρίν Λεπέν να απευθύνεται στα λαϊκά στρώματα, στρέφοντας τα ενάντια στους μετανάστες και τους μουσουλμάνους που δήθεν «επωφελούνται από τον πλούτο μας».
Κίνημα και πολιτικές μάχες
Το πρώτο λάθος της αριστεράς ήταν η αποστασιοποίηση απ’αυτή την ταξική κινητοποίηση αντί να παρεμβαίνει δίνοντας τη μάχη για τα αντιρατσιστικά επιχειρήματα και για τον αποκλεισμό των φασιστών. Άφηνε έτσι ελεύθερο το πεδίο στα φασιστικά στοιχεία να προσπαθήσουν να βρεθούν στο τιμόνι του κινήματος. Πολύ σύντομα όμως και κάτω από την πίεση του ίδιου του κινήματος και του τεράστιου κύματος συμπάθειας που έχει προκαλέσει στην υπόλοιπη κοινωνία, η αριστερά τελικά το υποστήριξε και κατέβηκε στις διαδηλώσεις, στα μπλόκα και στις συγκεντρώσεις των κίτρινων γιλέκων. Το πρόβλημα - και το δεύτερο σφάλμα της αριστεράς –ήταν ότι στη συνέχεια συμμετείχε με έναν απολίτικο τρόπο: από τη μία υποστήριζε τα κοινωνικά αιτήματα και από την άλλη έκανε τα στραβά μάτια στην ύπαρξη αιτημάτων ενάντια στους μετανάστες, ή υπέρ της αστυνομίας και του στρατού. Σε κάποιες περιπτώσεις συμμετείχε χωρίς να αντιδράσει σε διαδηλώσεις όπου συμμετείχαν και οι φασίστες και μάλιστα σε κάποιες οι φασίστες βρίσκονταν στη κεφαλή της πορείας.
Για βδομάδες ολόκληρες το κίνημα κράτησε παίρνοντας κάποιες στιγμές μορφές εξέγερσης. Κάθε Σάββατο τα κέντρα των μεγάλων πόλεων μεταμορφώνονταν σε εντελώς απελευθερωμένους χώρους, χωρίς κυκλοφορία, με τα μαγαζιά κλειστά ή και οχυρωμένα ενώ οι διαδηλώσεις εξελίσσονταν χωρίς προκαθορισμένο δρομολόγιο. Αντιμέτωποι με τον αυτισμό της εξουσίας και τις αστυνομικές προκλήσεις, οι βίαιες αντιπαραθέσεις πολλαπλασιάστηκαν. Στο Παρίσι, η πόρτα ενός υπουργείου καταστράφηκε από χιλιάδες διαδηλωτές και η Βουλή παραλίγο να δεχθεί επίθεση.
Όταν διαρκεί τόσο πολύ και βασίζεται στις αιτήματα της εργατικής τάξης, η δυναμική των κινητοποιήσεων είναι το πιο ευνοϊκό έδαφος για να στραφεί το κίνημα προς τα αριστερά. Αλλά για να συμβεί αυτό, χρειάζεται η παρέμβαση ακτιβιστών που να υποστηρίζουν αυτή την κατεύθυνση. Το 2017, η εμπειρία του μεγάλου κινήματος ενάντια στην μεταρρύθμιση του Εργατικού Κώδικα έδειξε ότι δεν υπάρχει αυτόματη σύνδεση μεταξύ της αύξησης των κινητοποιήσεων και την μείωση του ακροατηρίου των φασιστών: ενώ το 70% του πληθυσμού υποστήριζε τις απεργίες και τις καταλήψεις, το Εθνικό Μέτωπο παρέμενε στη κορυφή των δημοσκοπήσεων.
Ένας σημαντικός σταθμός λοιπόν ήταν η μέρα των αντιρατσιστικών διαδηλώσεων της 18ης Δεκέμβρη για τα ανοιχτά σύνορα, τη νομιμοποίηση των παράνομων μεταναστών, το κλείσιμο των κέντρων κράτησης και για ίσα δικαιώματα. Ήταν ένα πολύτιμο εργαλείο παρέμβασης, που μας δείχνει τη δυναμική της κατάστασης: διαδηλώσεις σε περισσότερες από 60 πόλεις της Γαλλίας, 10 000 άτομα στο Παρίσι, ήταν κάτι που δεν είχαμε δει εδώ και δέκα χρόνια.
Αυτή το κίνημα έχει ήδη κερδίσει!
Αυτό το κίνημα έχει διαρκέσει πάνω από τρεις μήνες! Έχει επιτρέψει σε ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας να ξαναδημιουργήσει κοινωνικούς δεσμούς, να συναντηθεί για να συζητήσει πολιτικά και να δράσει συλλογικά για να αλλάξει την κατάσταση. Αναγκάζοντας τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την εξουσία και τις οργανώσεις, να ακούσουν και να τοποθετηθούν σε σχέση με αυτό το κίνημα, έχει ήδη κερδίσει ένα από τα αιτήματά του: να αποκτήσει περισσότερη δύναμη.
Μέσα όμως από την πολιτική δυναμική που δημιούργησε, κατόρθωσε επίσης να αποσταθεροποιήσει αυτούς που κατέχουν την εξουσία, αναγκάζοντας τους ακόμα και να υποχωρήσουν, πράγμα το οποίο δεν είχε συμβεί εδώ και χρόνια. Και όταν ο Μακρόν έκανε λίγα βήματα πίσω για να καθησυχάσει το κίνημα, τα Κίτρινα Γιλέκα έκριναν ότι οι υποχωρήσεις δεν αρκούσαν και συνέχισαν τις κινητοποιήσεις - απαιτώντας την παραίτηση του - σε σημείο που κάποιοι πολιτικοί σχολιαστές ανησύχησαν μπροστά στην εν δυνάμει επαναστατική πτυχή της κατάστασης.
Το κίνημα αυτό, μέχρι στιγμής, έχει επιδείξει μια εκπληκτική πολιτική ωριμότητα απέναντι στις ιδεολογικές επιθέσεις των ΜΜΕ που προσπαθούν να το διασπάσουν χρησιμοποιώντας ως άλλοθι τα βίαια επεισόδια. Έχει επιδείξει όμως μεγάλη ωριμότητα και απέναντι στην τεράστια καταστολή, την πιο σημαντική από τον Μάιο του ‘68. Έχουν καταγραφεί γύρω στους 150 βαριά τραυματίες, μεταξύ των οποίων και ακρωτηριασμένοι καθώς και 7500 συλληφθέντες. Αυτή η βίαιη καταστολή δεν έχει καταφέρει προς το παρόν να αποδυναμώσει το κίνημα. Αντίθετα, βοηθά τη ριζοσπαστικοποίηση του και διευκολύνει τις συνδέσεις με τους νέους μαύρους και Άραβες από τις λαϊκές γειτονιές που αποτελούν στόχο της αστυνομικής βίας εδώ και χρόνια.
Χάρη στη δημοτικότητά τους, τα Κίτρινα Γιλέκα μπορούν να βάζουν πίεση στα συνδικάτα να ενταχθούν στο κίνημα, βάζοντας έτσι τη συζήτηση για την ανάγκη της απεργίας για τις δυνατότητες να νικήσει. Αυτό μπορεί να φαίνεται παράδοξο, αλλά είναι μια απεικόνιση της δυναμικής της ταξικής πάλης: ενώ οι κινητοποιήσεις των Κίτρινων Γιλέκων οργανώνονται έξω από τους χώρους εργασίας (στις οδικές διασταυρώσεις, στα διόδια αυτοκινητοδρόμων, με μπλόκα στις εμπορικές περιοχές, ...) και παρουσιάστηκαν ευρέως ως εναλλακτική απέναντι στους “παραδοσιακούς” αγώνες μέσα στους χώρους δουλειάς, τελικά έδωσαν αυτοπεποίθηση σε συνδικαλιστές, και έτσι έχουμε το ξεκίνημα τοπικών απεργιών, με τη συμπαράσταση συλλογικοτήτων των Κίτρινων Γιλέκων.
Τέλος, αυτό το κίνημα προσπαθεί να συντονιστεί, όπως φάνηκε με την “Συνέλευση των Συνελεύσεων”, όπου συγκεντρώθηκαν στην πόλη Κομερσί περίπου 75 αντιπροσωπείες από όλη τη Γαλλία και που τελικά κάλεσε στην απεργιακή ημέρα της 5ης Φλεβάρη.
Στο δρόμο για τις 16 Μάρτη!
Είναι δύσκολο να προβλέψουμε ποια θα είναι η εξέλιξη αυτού του κινήματος τις επόμενες εβδομάδες και μήνες. Τα συνδικάτα έχουν ήδη καλέσει σε μια νέα ημέρα απεργίας στις 19 Μάρτη. Αυτό που είναι βέβαιο, όμως, είναι ότι αυτό το κίνημα δεν είναι περαστικό και έχει καταφέρει να μετασχηματίσει την πολιτική κατάσταση σε βάθος.
Μια από τις πρώτες συνέπειές του είναι η όξυνση της πολιτικής πόλωσης στη χώρα. Παριστάνοντας ότι ανταποκρίνεται στα δημοκρατικά αιτήματα του κινήματος ο Μακρόν ξεκίνησε αυτό που ο ίδιος ονόμασε «Μεγάλο Διάλογο», που δεν είναι παρά μονάχα ένα δημοκρατικό προπέτασμα. Το μεγαλύτερο μέρος του κινήματος γελοιοποίησε αυτά τα μεγάλα φόρουμ, στα οποία βέβαια προστρέχουν όλα τα ρεύματα που είναι πιστά στους θεσμούς. Οι λίγες προσπάθειες να ξεφουσκώσει το κίνημα δίνοντας του έναν εκλογικό ορίζοντα (για τις ευρωεκλογές) απέτυχαν.
Επιπλέον, η μάχη μέσα στο κίνημα ενάντια στα αντιδραστικά ρεύματα έχει πλέον ανοίξει. Η δυναμική του ίδιου του κινήματος δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την αριστερά ώστε να κερδίσει αυτή τη μάχη. Είναι εμφανές ότι οι φασιστικές ομάδες αποφάσισαν να επιτεθούν στα μπλοκ μαύρων ακτιβιστών και μεταναστών, σε αλληλέγγυους, σε συνδικαλιστές, ακόμη σε πολιτικές οργανώσεις όπως το Nέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα επειδή αισθάνθηκαν ότι το κίνημα κινείται προς τα αριστερά. Όμως, εκεί όπου η απάντηση σε αυτές τις επιθέσεις ήταν οργανωμένη, με την αριθμητική της υπεροχή κατάφερε να αποκλείσει τους φασίστες, όπως για παράδειγμα στη Λυών, παρόλο που πρόκειται για ένα οχυρό της ακροδεξιάς.
Δεν αρκεί λοιπόν να πούμε ότι δεν είμαστε ρατσιστές, πρέπει να επιχειρηματολογήσουμε και να κινητοποιηθούμε ενάντια στον ρατσισμό. Ομοίως, δεν αρκεί να πούμε ότι δεν είμαστε φασίστες, πρέπει να επιχειρηματολογήσουμε να οργανώσουμε και να οργανωθούμε για να αποκλείσουμε τους φασίστες. Προσπαθώντας να το κάνουμε αυτό, έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια σειρά από επιχειρήματα: διάφοροι μας λένε ότι οι φασίστες στις διαδηλώσεις είναι πολύ λίγοι, ότι δεν πρέπει να διαιρέσουμε το κίνημα, ότι η φασιστική βία μπορεί να είναι καταδικαστέα αλλά και η αντιφασιστική είναι εξίσου κακή, ότι πρέπει να πείσουμε τους ψηφοφόρους του ΕΜ και γι’αυτό δεν πρέπει να αποκλείσουμε κανέναν από το κίνημα κ.λπ.
Όλα αυτά τα επιχειρήματα δεν είναι καινούργια, είναι το προϊόν εγκατάλειψης από την αριστερά του αντιφασιστικού και του αντιρατσιστικού αγώνα εδώ και χρόνια. Συνεπώς, κάθε ακτιβιστής πρέπει να επαναοπλιστεί για να παλέψει αυτά τα ζητήματα.
Η 16 Μάρτη είναι μια διεθνής ημέρα κατά του ρατσισμού και του φασισμού. Σε αυτό το πλαίσιο οργανώνεται στο Παρίσι μια διαδήλωση κατά του ρατσισμού και της αστυνομικής βίας από 90 οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων πολλών ομάδων μεταναστών χωρίς χαρτιά και επιτροπών θυμάτων αστυνομικής και ρατσιστικής βίας. Ολοένα και περισσότερες τοπικές ομάδες Κίτρινων Γιλέκων δηλώνουν συμμετοχή. Αυξάνονται συγχρόνως και τα τοπικά κινήματα των Κίτρινων Γιλέκων που καλούν την ίδια μέρα στο Παρίσι για να «γιορτάσουν» το τέλος του «Μεγάλου Διαλόγου» του Μακρόν που τελειώνει στις 15 Μάρτη. Μια πορεία για το κλίμα προγραμματίζεται επίσης στο Παρίσι την ίδια μέρα. Τρεις μέρες αργότερα, στις 19 Μάρτη, τα συνδικάτα καλούν σε πανεργατική απεργία. Η κινητοποίηση λοιπόν της « Πορείας Αλληλεγγύης» ενάντια στο ρατσισμό και την αστυνομική βία, στις 16 Μάρτη, είναι ένα σημαντικό κομμάτι μιας γενικής αντιπαράθεσης με την εξουσία.
Γιατί εδώ είναι το κλειδί, η ευκαιρία και η πρόκληση: να βάλουμε τον αντιρατσισμό και τον αντιφασισμό στην καρδιά της συνολικής εξέγερσης της τάξης μας.