Γράμμα από την Κορέα. Ο Γιούνγκ-ικ Κιμ από την οργάνωση Εργατικη Αλληλεγγύη στη Νότια Κορέα ξεκαθαρίζει τη στάση της Αριστεράς απέναντι στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στην κορεατική χερσόνησο.
Τα κεντρώα ΜΜΕ και αναλυτές υπογραμμίζουν ότι ο Τραμπ συνεχίζει να δείχνει αποφασιστικότητα για συνέχιση του διαλόγου με τη Βόρειο Κορέα. Αυτά τα φιλικά προς τον πρόεδρο Μουν-Τζε-ιν ΜΜΕ αναδεικνύουν τις θετικές πλευρές του διαλόγου ανάμεσα στη Βόρειο Κορέα και τις ΗΠΑ ή τη Νότιο Κορέα ενώ κυριολεκτικά αγνοούν ή υποβαθμίζουν τις ανησυχητικές πλευρές τους.
Ωστόσο, ακόμα και γι' αυτά τα ΜΜΕ πλέον γίνεται όλο και πιο δύσκολο να αγνοούν τις ανησυχίες για την προοπτική των συνομιλιών. Καταρχήν, γίνεται όλο και πιο φανερό ότι οι ΗΠΑ και η Βόρειος Κορέα δεν βρίσκουν κοινό έδαφος σε κρίσιμα ζητήματα όπως η άρση των κυρώσεων ενάντια στη Βόρειο Κορέα. Το αποτέλεσμα είναι να χειροτερεύουν και οι σχέσεις ανάμεσα στα δυο κορεατικά κράτη.
Οι αναλυτές που είναι φιλικοί στον πρόεδρο Μουν θεωρούν την συνεργασία της “διεθνούς κοινότητας” ουσιαστικό παράγοντα στην επιτυχία της κορεατικής ειρηνευτικής διαδικασίας. Ωστόσο, αυτό που αγνοούν είναι ότι οι σχέσεις ανάμεσα στους βασικούς παίκτες της “διεθνούς κοινότητας” γίνονται όλο και πιο άσχημες. Γι' αυτό οι αναλυτές κατ' ιδίαν ανησυχούν για το κύμα των εντάσεων που μπορεί να εκτροχιάσει τις ειρηνευτικές συνομιλίες.
Ο συνεχιζόμενος εμπορικός πόλεμος
Το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι θα επιβάλλει αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικούς δασμούς στα κινέζικα προϊόντα αλουμινίου.
Νωρίτερα, στις αρχές του Οκτώβρη, το ίδιο υπουργείο ανακοίνωσε μέτρα με σκοπό την αποτροπή πώλησης κρίσιμου λογισμικού και τεχνολογίας από αμερικάνικες εταιρείες στην Fujian Jinhua Integrated Circuit Co, μια κινέζικη κρατική επιχείρηση. Η αιτιολογία ήταν ότι οι δραστηριότητες αυτής της εταιρείας παραγωγής ημιαγωγών αποτελούν απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.
Οι ΗΠΑ στοχοποιούν παραδοσιακούς συμμάχους τους, όπως η Ιαπωνία η ΕΕ και η Νότιος Κορέα σε αυτόν τον εμπορικό πόλεμο. Ομως, ο κύριος στόχος είναι η Κίνα. Οι ΗΠΑ θεωρούν την Κίνα ως τη μεγαλύτερη απειλή στην αυτοκρατορική ηγεμονία τους και σαν “στρατηγικό ανταγωνιστή”.
Tα σχόλια του Μαηκ Πένς σε μια συνάντηση του Hudson Institute στις 4 Οκτώβρη, εκφράζουν τη συνολική άποψη της κυβέρνησης του Τραμπ για την Κίνα. Ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ ισχυρίστηκε ότι η Κίνα υπονομεύει τα συμφέροντα των ΗΠΑ με πολιτικές όπως: “δασμούς, ποσοστώσεις, χειραγώγηση του νομίσματος, αναγκαστική μεταφορά τεχνολογίας, κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας” κι ότι κλέβει τεχνολογικές και στρατωτικές καινοτομίες των ΗΠΑ με προγράμματα όπως το Made in China 2025. Σύμφωνα με τον Πενς, η Κίνα δεν προσπαθεί μόνο να αναδιαμορφώσει τις διεθνείς σχέσεις προς όφελός της αλλά επίσης “μετατρέπει αλέτρια σε όπλα σε γιγάντια κλίμακα” με τη χρήση κλεμμένης τεχνολογίας.
Στην πραγματικότητα, αυτό που προσπαθεί να κάνει η κυβέρνηση του Τραμπ είναι να γονατίσει την Κίνα με κάθε μέσο. Ο εμπορικός πόλεμος είναι μια πτυχή των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Η άποψη ότι η Κίνα πρέπει να τιμωρηθεί δεν είναι μόνο της κυβέρνησης του Τραμπ, αλλά μεγάλων τμημάτων της αμερικάνικης άρχουσας τάξης. Μετά τις ενδιάμεσες εκλογές οι Financial Times παρατήρησαν ότι: “Ο εντεινόμενος εκνευρισμός του Τραμπ από τα προβλήματα στο εσωτερικό, το πιθανότερο είναι να βρει διέξοδο σε μεγαλύτερο εμπορικό προστατευτισμό και αντιπαράθεση με εχθρούς, όπως το Ιράν”. Η ίδια εφημερίδα έγραψε επίσης ότι: “Ο πρόεδρος αντί να επιδιώξει συμβιβασμό με το Πεκίνο μάλλον θα ανεβάσει τον πήχη με την Κίνα στο μέτωπο των δασμών -που είναι δημοφιλείς όχι μόνο στη δικιά του πολιτική βάση αλλά και σε πολλούς Δημοκρατικούς”. Το πρακτορείο Ρόιτερς πρόβλεψε στις 8 Νοέμβρη ότι πολλοί Δημοκρατικοί στη βουλή των αντιπροσώπων θα υποστήριζαν έναν εμπορικό πόλεμο με την Κίνα παρά τις διαφωνίες που έχουν με τον Τραμπ σε άλλα ζητήματα.
Ομως, η Κίνα δεν πρόκειται να υποχωρήσει χωρίς μάχη. Η αλληλεπίδραση της επιθετικότητας των ΗΠΑ με τις απαντητικές κινήσεις της Κίνας θα έχουν ως αποτέλεσμα ένα περισσότερο ασταθές πολιτικό κλίμα.
Η Κίνα είναι μια δύναμη που κατόρθωσε να αναπτυχθεί ανεξάρτητα και έξω από το σύστημα των συμμαχιών των ΗΠΑ. Και μόνο το γεγονός της ανάδυσής της ως μεγάλης δύναμης θα υποχρεώσει την Κίνα να συγκρουστεί με διάφορους τρόπους με τη αμερικάνικη ηγεμονία.
Η κινέζικη άρχουσα τάξη θα παλέψει με νύχια και με δόντια να υπερασπίσει το παγκόσμιο κύρος και τα συμφέροντα του κράτους της που οικοδομήθηκαν στη βάση δεκαετιών αλματώδους οικονομικής μεγέθυνσης. Είναι χαρακτηριστικό, απ' αυτή την άποψη, ότι ο Σι Τζιπίνγκ πρόσφατα άρχισε να αναφέρεται στο σύνθημα της “αυτάρκειας” -της εποχής του Μάο- σε μια προσπάθεια να ωθήσει τις κινέζικες κρατικές επιχειρήσεις να αναπτύξουν τις δικές τους τεχνολογίες. Είναι μια απάντηση στις ΗΠΑ που υψώνουν τείχη στο τομέα της τεχνολογίας.
Εξοπλισμοί
Η κυβέρνηση του Τραμπ επιδιώκει επίσης την στρατιωτική επικράτηση επί των αντιπάλων της. Από αυτή την επιδίωξη πηγάζει το σχέδιο για αποχώρηση από την Συνθήκη για τα πυρηνικά όπλα μέσου βεληνεκούς (INF) τριάντα χρόνια μετά την υπογραφή της με την Ρωσία. Μ' αυτή την κίνηση οι ΗΠΑ λύνουν τα χέρια τους για να κατασκευάζουν, να κάνουν δοκιμές και να αναπτύσουν πυραύλους εδάφους-εδάφους και βαλλιστικούς πυραύλους μέσου βεληνεκούς.
Ο βασικός υποστηρικτής αυτής της κίνησης είναι ο Τζον Μπόλτον, σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Τραμπ. Σε ένα άρθρο που είχε δημοσιεύσει το 2001 στη Wall Street Journal ο Μπόλτον υποστήριζε ότι οι ΗΠΑ πρέπει να αποσυρθούν από την συμφωνία γιατί η Κίνα, που δεν την είχε υπογράψει και δεν δεσμευόταν απ' αυτήν, ανέπτυσσε τις πυραυλικές της δυνάμεις έτσι ώστε να φτάσει να απειλεί τις ΗΠΑ στο Δυτικό Ειρηνικό Ωκεανό.
Γι' αυτό στις ΗΠΑ ακούγονται φωνές που υποστηρίζουν σχέδια για την “ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων σε περιοχές γύρω από την Κίνα, δηλαδή στην Ιαπωνία ή στις Φιλιππίνες” μετά την αποχώρηση από την Συνθήκη. Αυτό θα σημάνει ανάπτυξη των πιο προηγμένων πυρηνικών όπλων στη περιοχή του Δυτικού Ειρηνικού δηλαδή και στη Νότια Κορέα. Ο Τραμπ ανοίγει ένα επικίνδυνο παιχνίδι που μπορεί να οδηγήσει σε μια κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών στην Ασία και τον Ειρηνικό.
Η ένταση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών όχι μόνο φέρνει την απειλή νέων, μεγαλύτερων συγκρούσεων στο μέλλον, αλλά επίσης αυξάνει τις πιθανότητες ανάφλεξης παλαιότερων ανταγωνισμών όπως εκείνου ανάμεσα στην Κίνα και την Ταϊβάν. Ολο και πιο συχνά η Κίνα και οι ΗΠΑ ανταλλάσουν μπηχτές για την Ταϊβάν. Οταν η συναίνεση στην πολιτική της “Μίας Κίνας” ανάμεσα στις δυο δυνάμεις αποδείχτηκε πολύ εύθραστη η Κίνα δήλωσε ότι θα ρισκάριζε πόλεμο για να εμποδίσει μια αλλαγή στο στάτους της Ταϊβάν.
Επιπρόσθετα, η συσσώρευση των εντάσεων ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα μπορεί να κλιμακωθεί αιφνίδια με μια τυχαία σύγκρουση. Παραλίγο να γίνει κάτι τέτοιο στις 30 Σεπτέμβρη του 2018, όταν ένα κινέζικο και ένα αμερικάνικο πολεμικό πλοίο βρέθηκαν αντιμέτωπα στη Νότια Κινεζική Θάλασσα, με απόσταση μόλις 41 μέτρων.
Οταν ο Τραμπ ανέλαβε την προεδρία η αίσθηση ήταν ότι ο κόσμος εισέρχεται σε μια ομιχλώδη αβεβαιότητα. Τώρα πλέον, οι κίνδυνοι που παραφυλάνε σε αυτή την ομίχλη γίνονται σταδιακά ορατοί.
Αβέβαιη προοπτική των συνομιλιών ΗΠΑ-Β. Κορέας
Η κατάσταση του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος βαραίνει αποφασιστικά στις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προοπτικές για την ειρήνευση της κορεατικής χερσονήσου. Το ίδιο ισχύει και για τις συνομιλίες ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Βόρειο Κορέα. Ακόμα κι αν ο Τραμπ κι ο Κιμ φτάσουν να κάνουν χειραψία σε μια δεύτερη συνάντηση κορυφής, δεν θα πρόκειται για εκδήλωση μιας ουσιαστικής βελτίωσης της προοπτικής για ειρήνη.
Η κυβέρνηση του Τραμπ κλιμάκωνε την ένταση στην κορεατική χερσόνησο για μια ολόκληρη χρονιά πριν κάνει μια αιφνιδιαστική στροφή και ξεκινήσει διάλογο με τη Βόρειο Κορέα. Ο Μπομπ Γουντγουορντ γράφει στο βιβλίο του Φόβος, ότι ο Τραμπ προσπάθησε να γράψει ένα μήνυμα στο τουίτερ στο οποίο θα δήλωνε ότι τον Γενάρη του 2018 σκόπευε να εκκενώσει τις οικογένειες των αμερικάνων στρατιωτικών που σταθμεύουν στη Νότιο Κορέα. Χρειάστηκε να τον σταματήσει το επιτελείο του γιατί, δίχως αμφιβολία, μια τέτοια εκκένωση θα ερμηνευόταν ως σήμα για πόλεμο με τη Βόρειο Κορέα. Τρεις μήνες μετά, ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι προχωράει σε συνάντηση κορυφής με τον Κιμ Γιονγκ ουν.
Οσο εντυπωσιακή κι αν φαίνεται αυτή η στροφή, δεν είναι η πρώτη φορά από τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου που μια φάση έντασης τη διαδέχεται μια φάση ύφεσης και το αντίστροφο στην κορεατική χερσόνησο. Στις τρεις τελευταίες δεκαετίες, η αμερικάνικη κυβέρνηση φούσκωνε την βορειοκορεάτικη “απειλή” για να καλύψει την ιμπεριαλιστική στρατηγική της στην Ανατολική Ασία. Ομως, επίσης, όταν χρειαζόταν να κρατήσει τις εξελίξεις υπό έλεγχο και να κερδίσει χρόνο, έμπαινε σε διάλογο με την Βόρειο Κορέα.
Ετσι ο Τραμπ έφτασε στο σημείο να συναντηθεί με τον Κιμ Γιονγκ ουν και να υποσχεθεί μια δεύτερη συνάντηση κορυφής. Μια σειρά σχολιαστές έφτασαν έτσι στο συμπέρασμα, πριν τις ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ, ότι μια νίκη των Ρεπουμπλικάνων θα ήταν προτιμότερη γιατί θα βοηθούσε στη συνέχιση της ειρηνευτικής διαδικασίας. Είναι μια ηλίθια άποψη που κλείνει τα μάτια στα αίσχη της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ. Ετσι κι αλλιώς, οι εξελίξεις πριν και μετά τις ενδιάμεσες εκλογές διαψεύδουν αυτές τις αφελείς προσδοκίες.
Μετά τη συνάντηση κορυφής τον Ιούνη του 2018 στην Σιγκαπούρη δεν έχει γίνει κανένα συγκεκριμένο βήμα στην κατεύθυνση της αποπυρηνικοποίησης της Βόρειας Κορέας και των “αντίστοιχων μέτρων” από τη μεριά των ΗΠΑ. Οι δυο πλευρές διαφωνούν έντονα τόσο για τα βήματα εφαρμογής όσο και για το ίδιο το περιεχόμενο της συμφωνίας του Ιούνη. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ ζήτησαν από τη Βόρεια Κορέα να καταθέσει ένα κατάλογο με το πυρηνικο της υλικό, όπλα και συστήματα εκτόξευσης. Η Βόρεια Κορέα το αρνήθηκε, ζητώντας πρώτα την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δυο χώρες. Ηταν φανερό ότι η παράδοση ενός τέτοιου καταλόγου το μόνο αποτέλεσμα που θα είχε θα ήταν να προσφέρει στην αμερικάνικη αεροπορία στόχους για πλήγματα ακριβείας. Η Βόρεια Κορέα δεν έχει ξεχάσει ότι μ' αυτόν ακριβώς τον τρόπο βομβαρδίστηκε το Ιρακ το 1990 και το 1991.
Εντωμεταξύ, η κυβέρνηση του Τραμπ δήλωνε σε όλους τους τόνους ότι οι κυρώσεις ενάντια στην Βόρειο Κορέα θα παραμείνουν σε ισχύ. Τον Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη το Στέητ Ντιπάρτμεντ προειδοποίησε την κυβέρνηση και τις εταιρείες της Νότιας Κορέας να μην παραβιάσουν αυτή την “κόκκινη γραμμή” άροντας τις κυρώσεις.
Η Βόρειος Κορέα εκδήλωσε την απογοήτευσή της. Ο ίδιος ο Κιμ Γιονγκ Ουν μίλησε ανοιχτά: “Οι εχθροί μας επιμένουν λυσασμένα στις άγριες κυρώσεις τους”. Το υπουργείο Εξωτερικών της Β. Κορέας υπονόησε ότι η χώρα θα ξεκινούσε πάλι την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων αν δεν υπάρξει αλλαγή στην στάση των ΗΠΑ. Ο Κιμ Γιονγκ Ουν θέλει απελπισμένα τη χαλάρωση (ή άρση) των κυρώσεων για να ανοικοδομήσει την καθυστερημένη οικονομία της Β. Κορέας.
Ωστόσο, δεν υπάρχει κανένα σημάδι αλλαγής στην στάση της αμερικάνικης κυβέρνησης. Ο Τραμπ δήλωσε, αμέσως μετά από τις ενδιάμεσες εκλογές, ότι “δεν υπάρχει βιασύνη” στις συζητήσεις με την Β. Κορέα. Λίγο μετά, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ πάγωσε περιουσιακά στοιχεία της Β. Κορέας στο εξωτερικό ύψους 65 εκατομμυρίων δολαρίων. Ήταν η ενδέκατη φορά μέσα στο 2018 που πάρθηκαν μέτρα ενάντια στη Β. Κορέα. Σίγουρα αυτό έπαιξε ρόλο στην αναβολή των συνομιλιών υψηλού επιπέδου που είχαν προγραμματισθεί για τη μέρα των ενδιάμεσων εκλογών.
Ενας άλλος παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η αρνητική στάση της μεγάλης πλειοψηφίας της αμερικάνικης ελίτ -και των Δημοκρατικών- στην ιδέα του διαλόγου ανάμεσα στον Τραμπ και τον Κιμ. Το πρόσφατο κύμα “αποκαλύψεων” στους New York Times για υποτιθέμενες βορειοκορεάτικες πυραυλικές δραστηριότητες, είναι ένδειξη για το ποια είναι η άποψη της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ για τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπισθεί η Β. Κορέα.
Κάποιοι από τους υποστηρικτές του προέδρου Μουν υποστηρίζουν ότι με δεδομένο το βάλτωμα των διαπραγματεύσεων και την απόρριψη των συνομιλιών από τους Δημοκρατικούς, η Βόρεια Κορέα πρέπει να υποχωρήσει πρώτη και έτσι να ενισχύσει τη θέση του Τραμπ στο εσωτερικό. Ομως, αυτό το επιχείρημα όχι μόνο σημαίνει σύμπλευση με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό στην άσκηση πίεσης στη Β. Κορέα, αλλά πρόκειται και για μια θέση που δεν υπάρχει περίπτωση να αποδεχτεί το καθεστώς της Πιονγκγιάνγκ. Το καθεστώς πιστεύει ότι αν υποχωρήσει τόσο εύκολα στην υπερδύναμη, κινδυνεύει να τα χάσει όλα.
Είναι μάλλον απίθανο ο Τραμπ να αποχωρήσει από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να επιστρέψει στις μέρες της “φωτιάς και της οργής”. Οι δυο πλευρές παζαρεύουν τους όρους της επόμενης συνάντησης κορυφής και είναι πιθανό ότι κάπου στην πορεία θα φτάσουν σε μια δισταχτική συμφωνία.
Ωστόσο, τα εμπόδια που μπορεί να εκτροχιάσουν μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα την πρόοδο είναι υπαρκτά, τόσο μέσα όσο και έξω από τις αίθουσες των διαπραγματεύσεων. Ενα απο αυτά τα εμπόδια είναι το ζήτημα της επανέναρξης των κοινών στρατιωτικών ασκήσεων ΗΠΑ-Ν. Κορέας φέτος τον Φλεβάρη και τον Μάρτη. Είναι ένα από τα πολλά εμπόδια που θα αναταράζουν την πορεία των διαπραγματεύσεων.
Η αστική μεταρρυθμιστική κυβέρνηση της Ν. Κορέας
Τον Σεπτέμβρη ο Μουν-Τζε-ιν συνάντηθηκε στην Πιονγκγιάνγκ, την πρωτεύουσα της Β. Κορέας, με τον Κιμ-Γιονγκ Ουν. Ήταν η τρίτη συνάντηση κορυφής μέσα στη χρονιά. Οι δυο ηγέτες υπέγραψαν μια κοινή συμφωνία και κήρυξαν το τέλος των εχθροπραξιών. Ομως, όλα τα βασικά σημεία αυτής της τελευταίας συμφωνίας συμπεριλαμβάνονταν και σε προηγούμενες συμφωνίες ανάμεσα στα κορεατικά κράτη που τελικά κατέρρευσαν. Τα καπρίτσια της διεθνούς κατάστασης έκαναν αυτές τις συμφωνίες μη-βιώσιμες. Μπορεί τα πράγματα να είναι διαφορετικά αυτή τη φορά;
Η κυβέρνηση του Μουν δεν είναι μια πολιτική δύναμη που μπορεί να αντισταθεί με συνέπεια στον ιμπεριαλισμό. Παρόλο που διαφωνεί με την κυβέρνηση του Τραμπ σε κάποια θέματα, όπως τις κυρώσεις, είναι απρόθυμη να διακινδυνεύσει τα θεμέλια της συνεργασίας με τις ΗΠΑ. Αυτός ο συμβιβασμός πηγάζει από την επιδίωξη της κυβέρνησης Μουν να εξασφαλίσει (με τον δικό της τρόπο) τα συμφέροντα μιας νοτιοκορεάτικης άρχουσας τάξης που είναι βαθιά ενσωματωμένη στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Ο Μουν προχωρά στο σχέδιο προμήθειας του πυραυλικού συστήματος SM-3, που είναι τμήμα της αμερικάνικης Πυραυλικής Αμυνας. Πρόκειται για παραβίαση της υπόσχεσης που είχε δώσει ο Μουν στην Κίνα μόλις ένα χρόνο πριν, για πάγωμα της πυραυλικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ.
Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στοχεύει να υιοθετήσει μια νέα απόφαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Β. Κορέα. Τα ανθρώπινα δικαιώματα όντως παραβιάζονται στην Β. Κορέα, όμως ο Τραμπ εκμεταλλεύεται το ζήτημα για να ασκήσει πιέσεις στη χώρα. Ωστόσο, η κυβέρνηση Μουν στηρίζει την εκστρατεία υπέρ της απόφασης, και κατά συνέπεια βοηθάει την επίθεση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στη Β. Κορέα.
Οι αριστεροί λαϊκιστές στη Ν. Κορέα -συμπεριλαμβανομένων των σταλινικών υποστηρικτών της Β. Κορέας- πιστεύουν ότι η ώθηση για τη συνέχιση του διαλόγου στη κορεάτικη χερσόνησο θα έρθει από τις δυο χώρες (τις κυβερνήσεις) και την εθνική ενότητα. Γι' αυτό υποστηρίζουν ότι το εργατικό κίνημα της Ν. Κορέας θα πρέπει να συνεργαστεί με τον Μουν στο ζήτημα της ειρήνης.
Ομως, η κυβέρνηση του Μουν επιτίθεται αδιάκοπα στην εργατική τάξη, με περικοπές μισθών και επέκταση του εργάσιμου χρόνου. Επίσης, χρησιμοποιεί κυνικά την αναθέρμανση των σχέσεων με τη Β. Κορέα για να εξευμενίσει την εργατική δυσαρέσκεια γιατί γνωρίζει καλά ότι οι συνδικαλιστικές ηγεσίες υποστηρίζουν την επαναπροσέγιση ανάμεσα στα δυο κράτη.
Η εναπόθεση των ελπίδων στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Τραμπ και τον Κιμ ή τον Μουν πηγάζει από την ιδέα ότι τη διαρκή ειρήνη μπορεί να τη φέρει ο διάλογος ανάμεσα στα κράτη.
Ομως, στον καπιταλισμό δεν υπάρχει διαρκής ειρήνη. Είναι κάτι που δεν πρέπει να ξεχνιέται ιδιαίτερα σε μια περίοδο παρατεταμένης δομικής κρίσης του συστήματος κατά την οποία η πιθανότητα ενός πολέμου ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις γίνεται όλο και πιο δύσκολο να αποκλειστεί ολοκληρωτικά. Μόνο η εργατική τάξη μπορεί να φέρει ένα κόσμο χωρίς πολέμους, με την επαναστατική πάλη της για τη χειράφετησή της.
Δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ότι το κλίμα της ύφεσης αυτής της χρονιάς θα έχει συνέχεια. Σε μια εποχή αβεβαιότητας, τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν πολύ απότομα. Οργανώσεις του κλασσικού μαρξισμού όπως η Εργατική Αλληλεγγύη πρέπει να είναι έτοιμες για απότομες μεταβολές της κατάστασης.