Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: Κάτι τρέχει με την οικογένεια - Έθνος, πόθος και συγγένεια στην εποχή της κρίσης

Κάτι τρέχει με την οικογένεια
Έθνος, πόθος και συγγένεια στην εποχή της κρίσης
Δημήτρης Παπανικολάου

Τιμή 18,80 ευρώ, 447 σελίδες 
Εκδόσεις Πατάκη, 2018

 

O Δημήτρης Παπανικολάου επιχειρεί με το νέο βιβλίο του να συστηματοποιήσει και να δώσει θεωρητική έκφραση σ’ αυτό που ο ίδιος χαρακτηρίζει πολιτιστική τάση ή ακόμη και «πολιτισμικό είδος που κατέληξε να χαρακτηρίζει την ελληνική πολιτισμική παραγωγή των πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα».

Όπως σημειώνει «Στόχος μου είναι να συζητήσω μια άλλη, εντελώς αντίθετης φοράς, τάση που εξελίχθηκε παράλληλα, κυρίως σε επίπεδο πολιτισμικής έκφρασης. Είναι η τάση αμφισβήτησης της ελληνικής οικογένειας ως σχήματος, μια αφήγηση όχι για την ελληνική οικογένεια ως λύση, αλλά για την ίδια την ‘ελληνική οικογένεια σε κρίση’. Όσο δηλαδή οι πολιτικοί επέμενα ότι δουλεύουν για το ‘καλό της ελληνικής οικογένειας’, πολλοί καλλιτέχνες, συγγραφείς και σκηνοθέτες φαίνεται ότι θέλησαν να μιλήσουν για το κακό της» (σελ. 53)

Ο Δημήτρης Παπανικολάου υπηρετεί τον παραπάνω στόχο μέσα από την κριτική παρουσίαση ταινιών, θεατρικών και λογοτεχνικών έργων των Γιάννη Οικονομίδη, Πάνου Κούτρα, Γιώργου Λάνθιμου, Λούλας Αναγνωστάκη, Άντζελας Δημητρακάκη, Αύγουστου Κορτώ, Σύλλα Τζουμέρκα, Ένκε Φεζολλάρι κ.α., καθώς και των θετικών και αρνητικών συζητήσεων που προκάλεσαν εμβληματικά έργα όπως το Σπιρτόκουτο, ο Κυνόδοντας, η Στρέλλα, ή μυθιστορήματα όπως ο Αφανισμός του Νίκου. Παρακολουθεί την θεματική εμμονή τους στα μοτίβα της «αγίας ελληνικής οικογένειας» (και την υποκρισία, την καταπίεση και τη βία που περικλείουν), στην κίνηση «όμως εγώ» που βάζει σε αμφισβήτηση τη δόμηση και επιτέλεση των «φυσιολογικών», ετεροκανονικών σωμάτων και επιθυμιών, στον τρόπο που τα έργα αυτά απευθύνονται στο θεατή και τον αναγνώστη για να τον παρακινήσουν σε μια παρόμοια χειρονομία αμφισβήτησης και επαναδιαπραγμάτευσης των έμφυλων καθορισμών της ταυτότητας και της σεξουαλικότητάς μας και τέλος, στο πώς συμβάλλουν για να αποκτήσουν ορατότητα και δημόσια αναγνώριση νέες μορφές οικογενειακότητας πέρα από το παραδοσιακό οικογενειακό δίχτυ συγγένειας.

Όμως, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει «Το βιβλίο αυτό είναι μέρος ενός πολύ μεγαλύτερου σχεδίου που στόχο έχει να φέρει νέα θεωρητικά εργαλεία από τις σπουδές φύλου, τον έμφυλο λόγο και την κουίρ θεωρία, σε μια αναλυτική προσπάθεια να καταγραφεί η ελληνική κουλτούρα της σεξουαλικότητας στον 20ό και τον 21ο αιώνα…. είναι μια κριτική με στόχο την αποδόμηση και αποφυσικοποίηση της νεοελληνικής σεξουαλικής και φυλετικής ‘κανονικότητας’ και ‘οικογενειακότητας’» (σελ. 91).

Έτσι, στην κριτική παρουσίαση των έργων – «πολιτιστικών κειμένων» ο συγγραφέας καταπιάνεται και με ζητήματα κριτικής της παραδοσιακής ανθρωπολογίας σχετικά με τον υποτιθέμενα κυριαρχική θέση της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας, ζητήματα θεωρίας της λογοτεχνίας, όπως ο «θάνατος του συγγραφέα» και η «χειραφέτηση του θεατή», την θεωρία της «αναταραχής φύλου» και πώς αυτή αποκαλύπτει τις διαδικασίες που καθορίζουν τα «κανονικά» έμφυλα σώματα, επιθυμίες και κοινωνικούς ρόλους, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσει την θεωρία του για την «αναταραχή αρχείου» σαν βασικής τεχνοτροπίας όλων των έργων που παρουσιάζει και σαν στρατηγική να ξαναέλθουν στην επιφάνεια και να αποκτήσουν νέο ανατρεπτικό και απελευθερωτικό νόημα ιδέες, συγκρούσεις και πολιτικές πράξεις παρρησίας του παρελθόντος που είχαν καταδικαστεί στη λήθη, φωτισμένες μέσα από την εμπειρία του παρόντος.

Ταυτόχρονα, καταστρώνει και ένα πολυεπίπεδο ιστορικό και πολιτικό δοκίμιο που πραγματεύεται την απελευθερωτική δυναμική της μεταπολίτευσης και πώς αυτή καθόρισε ριζοσπαστικά την πρώτη δημόσια, πολιτική και διεκδικητική εμφάνιση των αντικανονικών επιθυμιών και σωμάτων (ίδρυση ΑΚΟΕ, έκδοση περιοδικού Κράξιμο, οι τρανς στο Λουζιτάνια το 1977), μια δυναμική που θα μπορούσε να συνεχίσει «αν δεν είχε ηττηθεί στην πράξη για μια μεγάλη περίοδο από την οργανωμένη πολιτική εξισορρόπησης και αποδυνάμωσης της διαφοράς και των πολιτικών της στο δημόσιο χώρο και λόγο» κατά τις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90.

Εξηγεί έτσι, και την απουσία δημόσιου διαλόγου και πολιτικής παρέμβασης για τη νόσο του AIDS/HIV κατά τη δεκαετία του ‘80, αλλά και την περιθωριοποίηση και τον αποκλεισμό ακόμη και από τον πολιτικό λόγο της Αριστεράς των ζητημάτων της σεξουαλικότητας και της έμφυλης, σεξιστικής καταπίεσης, με αναπόφευκτη συνέπεια και τον αποκλεισμό των μειονοτικών «αντικανονικών» από τη δημόσια σφαίρα. Τέλος, επιχειρηματολογεί πώς αυτή η αντιδημοκρατική συνθήκη μπορεί να ανατραπεί από το «αντι-κοινό» των περιθωριοποιημένων από την κυρίαρχη κουλτούρα, όχι μέσα από μια προκλητική αντικουλτούρα, αλλά μέσω του δημόσιου λόγου (αυτό που ο συγγραφέας ονομάζει «αφήγημα»), που αμφισβητεί ανοιχτά πολιτικά τα όρια του «κανονικού» και του «φυσιολογικού».

Τα πολλαπλά ζητήματα θεωρίας, ιστορίας και πολιτικής τα οποία αναπτύσσει το βιβλίο, το καθιστούν εξαρχής χρήσιμη και ενδιαφέρουσα συμβολή στην ευρύτερη συζήτηση και πολιτική μάχη που εξελίσσεται όλα αυτά τα χρόνια: «…όλη η αυτοαναφορική συζήτηση για την οικογένεια-βραχυκύκλωμα εξελισσόταν την ίδια εποχή κατά την οποία κυοφορούνταν μερικές από τις πιο ριζοσπαστικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο το επίσημο ελληνικό κράτος αντιμετωπίζει την οικογένεια, αλλά και την έννοια της πολιτειότητας. Η νομοθέτηση του συμφώνου συμβίωσης (και η επέκταση του στα ομόφυλα ζευγάρια) και οι νέοι νόμοι για την ιθαγένεια, η νέα νομοθεσία για την ταυτότητα φύλου (πάγιο αίτημα της τρανς κοινότητας), οι νέες προβλέψεις για την αναδοχή και την παιδοθεσία, η μεγαλύτερη ορατότητα μιας διαφορετικής οικογενειακότητας και στην Ελλάδα (συμπεριλαμβανομένων και των ομογονεϊκών οικογενειών). Στην ελληνική κοινωνία, η οικογενειακότητα μπήκε ξανά στη δημόσια σφαίρα με άλλους όρους στα χρόνια των μνημονίων, κι αυτό είναι πολιτικά οξύμωρο όσο και πολιτικά παραγωγικό. Δεν είναι τυχαίο ότι η πολιτική ζύμωση γι’ αυτές τις εξελίξεις γίνεται πια με συνομιλητή κινηματικές ομάδες που φαίνονται διατεθειμένες, τώρα, σε εποχές κρίσης, πολύ πιο πολύ, να μιλήσουν και για τη διαθεματικότητα αυτής της συζήτησης. Για το πόσο δηλαδή τα ζητήματα του φύλου, της σεξουαλικότητας και των μεταμορφώσεων της συγγένειας, όπως και των δικαιωμάτων και της ιδιότητας του πολίτη, είναι αλληλένδετα και απαιτούν διαρκώς τη μεγαλύτερη σύνδεσή τους με ζητήματα ρατσισμού, εθνικισμού, βιοπολιτικής διαχείρισης, αποκλεισμού, θεσμικής βίας, εγγενών ανισοτήτων που αντί να μειώνονται πολλαπλασιάζονται». (σελ. 421-422)

Μια πρώτη κριτική προσέγγιση στο πολύ αξιόλογο αυτό βιβλίο πρέπει κατά τη γνώμη μας να ξεκινήσει με το ερώτημα κατά πόσο η ιδεολογική κριτική που ξετυλίγει ο συγγραφέας είναι μονομερής και αναπόφευκτα πολιτικά αδύναμη να στηρίξει το «αφήγημα της απελευθέρωσης» αλλά και την αντίστοιχη πολιτική πράξη που έχουμε ανάγκη στο σήμερα.

Ενώ δηλαδή, από την αρχή του βιβλίου του ο Δημήτρης Παπανικολάου υπογραμμίζει ότι «η οικογένεια ακριβώς επειδή συμπλέκει τη συμβολική/κυριαρχική, την πειθαρχική και τη βιοπολιτική διάσταση, δεν είναι ένα αρχέτυπο που αναπαράγεται εκτός ιστορίας, αλλά συνεχώς εξελίσσεται και ιστορικά σημαίνεται….» (σελ. 32), από την κριτική που της ασκεί λείπει εντελώς ο οικονομικός ρόλος που καλείται αυτή να εκπληρώσει στον σύγχρονο καπιταλισμό.

Μια ενδιαφέρουσα νύξη του ζητήματος αλλά χωρίς περαιτέρω ανάλυση κάνει ο συγγραφέας προς το τέλος του βιβλίου όταν σημειώνει ότι «… ήταν ακριβώς η αναδιανεμητική οικονομική πολιτική που προωθούσαν εμμέσως τα απελευθερωτικά και ελευθεριακά κινήματα της δεκαετίας του ’60 και εξής, αυτή που έστρεψε το ενδιαφέρον των νεοφιλελεύθερων στρατηγικών στο αντίθετο τους: στην ιδέα της παραδοσιακής (και παραδοσιακά υπεύθυνης για τα μέλη της) οικογένειας. Η επιστροφή στις ‘οικογενειακές αξίες’ από τον νεοσυντηρητισμό και τον νεοεθνικισμό μετά τη δεκαετία του ’80 πρέπει έτσι να ιδωθεί ως αλληλένδετη με την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, όχι ως το αντίθετό του’» (Σελ. 416, σημείωση 3).

Το ζήτημα που τίθεται εδώ φτάνει βαθύτερα στις υλικές αιτίες και στοχεύσεις των βιοπολιτικών λειτουργιών που καλείται να επιτελέσει η σημερινή οικογένεια για να απαντήσουμε στο ερώτημα ποια κοινωνία είναι αυτή και σε τι χρειάζεται τον οικογενειακό θεσμό. Παρά το ότι ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι «το αναλυτικό πλαίσιο συμβολική/ πειθαρχική/βιοπολιτική εξουσία μπορεί πολύ καλά να συνδυαστεί, για παράδειγμα, με την κοινωνιολογική ανάλυση που επιμένει στις δομές ιδιοκτησίας και καπιταλιστικής συσσώρευσης που στηρίζουν την αστική οικογένεια» (σελ. 33, σημ. 12), αναφερόμενος ανάμεσα σε άλλα και στο έργο του Φρίντριχ Έγκελς, απουσιάσει εντελώς αυτή κρίσιμη πτυχή της ανάλυσης.

Είναι η οργάνωση της τεράστιας ποσότητας απλήρωτης οικιακής εργασίας που αφιερώνεται εντός της οικογένειας (ιδιωτικός χώρος) για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και ταυτόχρονα η υποτιμημένη γυναικεία εργασία στην κοινωνική παραγωγή και την πολιτική (δημόσιος χώρος), οι υλικοί λόγοι για τους οποίους συντηρούνται και αναπαράγονται ακόμη σήμερα ιδέες όπως «η οικογένεια ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους…» (άρθρο 21 Συντάγματος), απόψεις για την αδύναμη και ευαίσθητη γυναικεία φύση και τον περιορισμό της στο χώρο της αναπαραγωγής, ψυχαναλυτικές θεωρίες για τη «σκοτεινή» σεξουαλικότητα των γυναικών και από την άλλη για την κυριαρχική φύση των ανδρών και τον έλεγχο της παραγωγής και της πολιτικής απ’ αυτούς.

Οι ιδεολογικές επιπτώσεις αυτών των στερεοτυπικών έμφυλων χαρακτηριστικών και ρόλων δεν μπορούν να παραγνωρίζονται, καθώς ακόμη και σήμερα διεκδικούν με βιολογικά και άλλα επιχειρήματα να αναπαράγουν και να νομιμοποιούν την ανισότιμη, ιεραρχική και καταπιεστική συνθήκη που θέλει τη γυναίκα προορισμένη κύρια για το ρόλο της συζύγου, μητέρας και τροφού στο χώρο του φυσικού (της αναπαραγωγής), τον δε άνδρα κυρίαρχο στο χώρο του ανθρώπινου (της κοινωνικής και πολιτικής παραγωγής και αναπόφευκτα και σ’ αυτόν της αναπαραγωγής), παρά την πανθομολογούμενη πλέον κρίση, αλλά και την υπαρκτή πλέον αμφισβήτηση του «παραδοσιακού» μοντέλου της πυρηνικής οικογένειας.

Οι αντιστάσεις και οι αγώνες που αναπτύσσονται ξανά σήμερα ενάντια σ’ αυτές τις κυρίαρχες «αλήθειες», με την μαζική συμμετοχή των γυναικών στην παραγωγή, ενάντια στις σεξιστικές επιθέσεις και διακρίσεις στους χώρους εργασίας, ενάντια στην ανισότητα στους μισθούς και στις συνθήκες εργασίας, για την υπεράσπιση κοινωνικών υπηρεσιών και την απαλλαγή από τα οικιακά βάρη, διεκδικούν ταυτόχρονα δύο κομβικά ζητήματα: την πλήρη και ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνική και πολιτική παραγωγή και την ριζοσπαστική κοινωνικοποίηση των βαρών της αναπαραγωγής.

Τέτοιοι ταξικοί αγώνες που ενώνουν τις αντιστάσεις στο «όμως εμείς» και το ’17 και το ’68 και σήμερα είναι που ενδυναμώνουν και αποτελούν στήριγμα στη διεκδίκηση για ισότιμη αναγνώριση στο δημόσιο χώρο και των «μη-κανονικών» επιθυμιών και ταυτοτήτων φύλου.

Μ’ αυτήν την έννοια, είναι απόλυτα σωστή η επισήμανση με την οποία κλείνει το βιβλίο: «Το ελληνικό δίχτυ της συγγένειας μπορεί να έχει χάσει την παλιά ισχύ του, είναι όμως ακόμα εδώ και επηρεάζει. Η ελληνική οικογένεια μπορεί να είναι πολλά, μπορεί να είναι χύμα, μπορεί να εξελίσσεται και να εκσυγχρονίζεται, της δίνεται όμως τόσο εύκολα ένα σχήμα. Και παραμένει σχήμα αδηφάγο: αν δεν τοποθετηθείς πολιτικά και ιστορικά απέναντί του, δεν μπορείς παρά να αναπαράγεις, ως κλισέ και άσκεφτα, της χειρότερες πλευρές τις εξουσιαστικής λειτουργίας του» (σελ. 427).