Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: 1821 - Η δημιουργία ενός έθνους-κράτους

1821 - Η δημιουργία ενός έθνους-κράτους
Συλλογικό έργο: Θάνος Μ. Βερέμης, Γιάννης Σ. Κολιόπουλος, Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης.

Τιμή 18,80 ευρώ, 432 σελίδες 
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018

 

Πλησιάζοντας τη δισεκατονταετηρίδα από το 1821, η κυκλοφορία ενός βιβλίου για την επανάσταση που αποτέλεσε τη βάση της ίδρυσης του σύγχρονου ελληνικού κράτους δεν θα μπορούσε παρά να προκαλέσει το ενδιαφέρον. Ιδιαίτερα καθώς η έκδοσή του συνέπεσε με τη συζήτηση που έχει ανοίξει ξανά για το τι είναι έθνος και πώς δημιουργήθηκαν τα έθνη-κράτη, με αφορμή τις δεξιές απόπειρες αναβίωσης του εθνικιστικού κλίματος στην Ελλάδα λόγω «Μακεδονικού».

Η δομή που έχουν επιλέξει οι συγγραφείς του (και οι τρεις είναι ιστορικοί πανεπιστημιακοί) είναι βοηθητική για τον αναγνώστη. Το βιβλίο πρακτικά χωρίζεται σε τρεις ενότητες: η πρώτη αναφέρεται στην περίοδο πριν την επανάσταση και στις αιτίες που οδήγησαν σε αυτήν, η δεύτερη στις πολιτικές επιλογές και τις στρατιωτικές αναμετρήσεις ανάμεσα στο 1821 και το 1827 και η τρίτη στη συγκρότηση της εξουσίας του νέου ελληνικού κράτους. Στα θετικά θα πρέπει να προσθέσουμε και την προσπάθεια των συγγραφέων να απομυθοποιήσουν την κλασική συντηρητική εθνικιστική αφήγηση για την ελληνική επανάσταση: από το βιβλίο απουσιάζουν οι χοντροκομμένες αναφορές σε «κρυφά σχολειά», «Άγιες Λαύρες», «εθνοσωτήριο ρόλο του Πατριαρχείου» κλπ, ενώ αντίθετα περιγράφονται λεπτομερειακά οι ιδεολογικές επιρροές της Γαλλικής Επανάστασης στη Φιλική Εταιρεία, ο σημαντικός ρόλος της ανταρσίας του Αλή Πασά ενάντια στο Σουλτάνο, οι εσωτερικές «εμφύλιες» συγκρούσεις ανάμεσα στους πρωταγωνιστές του 1821, ο καιροσκοπισμός που συχνά κρυβόταν πίσω από τους «αγνούς καπεταναίους», οι αντιφάσεις των Φαναριωτών, η διστακτικότητα του Κοραή και η κάθετη άρνηση του Καποδίστρια να στηρίξει την ελληνική εξέγερση. Όπως αναφέρουν οι συγγραφείς, «η εθνική ιστοριογραφία ανέλαβε να ‘φιλοτεχνήσει’ ρόλους, έργα, συνέχειες και διαδοχές, ώστε ο Αγώνας να φανεί ως η αναπόδραστη συνέπεια μακράς προετοιμασίας , στην οποία συμμετείχε ισότιμα η ‘ολομέλεια’ του έθνους».

Η παραπάνω διαπίστωση είναι ορθή. Όμως, τα θετικά σημεία του βιβλίου χάνονται μπροστά στην αδυναμία των συγγραφέων να απαντήσουν στο πραγματικό ερώτημα: ποια ήταν η κοινωνική δυναμική που οδήγησε στην επανάσταση του 1821 και τη δημιουργία του ελληνικού έθνους-κράτους. Έτσι, το συνολικό αποτέλεσμα του βιβλίου είναι άνισο ως απογοητευτικό. Στις πάνω από 400 σελίδες της έκδοσης, παρατίθενται αναρίθμητες αναφορές και κείμενα από πρωτογενείς πηγές, αλλά αυτό που τελικά συμπεραίνεται είναι ότι ούτε οι ρίζες της επανάστασης, ούτε η διεξαγωγή της, ούτε η κατάληξή της μπορούν να ερμηνευτούν με όρους ταξικής πάλης. Η μαρξιστική ανάλυση του Κορδάτου για το 1821 ως μια αστική επανάσταση, απορρίπτεται ως «λαϊκίστικη». Οι συγγραφείς υπαινίσσονται πως ο ξεσηκωμός το 1821 δεν ήταν καθόλου προδιαγεγραμμένος και καθορίστηκε είτε από τις ιδέες που έφεραν κάποια φωτισμένα μυαλά από την Ευρώπη (τις ιδέες του Διαφωτισμού, «στρογγυλεμένες» μετά την παλινόρθωση της Μοναρχίας και την ήττα του Ναπολέοντα), είτε από συμπτωματικά γεγονότα (πχ την αποστασία του Αλή Πασά που δέσμευσε τουρκικές δυνάμεις στην Ήπειρο ή τη βιασύνη του Αλέξανδρου Υψηλάντη να ξεκινήσει μόνος του την εξέγερση στη Μολδοβλαχία). Με τον ίδιο τρόπο περιγράφονται και οι εμφύλιες διαμάχες μέσα στην επανάσταση: στην καλύτερη περίπτωση ως διαμάχες ανάμεσα σε ευρωπαϊστές που στόχευαν στην ίδρυση ενός σύγχρονου έθνους-κράτους και σε οπισθοδρομικούς πρόκριτους ή πολέμαρχους που δεν είχαν καθόλου μακροπρόθεσμούς στόχους –√τη χειρότερη, ως προσωπικές ή/και γεωγραφικές έριδες ανάμεσα σε Μοραΐτες, νησιώτες και Ρουμελιώτες. Στο τέλος, αποδυναμωμένη και από τέτοιες διαμάχες, η επανάσταση βάδιζε στα τυφλά προς την τελειωτική ήττα κάτω από την επέλαση των δυνάμεων του Ιμπραήμ, μέχρι που οι «σωτήριες» Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να χτυπήσουν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στο Ναβαρίνο και να ανοίξουν το δρόμο για τη δημιουργία του ελληνικού έθνους-κράτους.

Οι περισσότερες από τις παραπάνω διαπιστώσεις των συγγραφέων πατούν πάνω σε υπαρκτές καταστάσεις, πχ πράγματι ισχύει ότι το ξέσπασμα της επανάστασης επιταχύνθηκε και διευκολύνθηκε από την ανταρσία του Αλή Πασά στα Γιάννενα ή ότι υπήρχαν διαφορετικές αντιμετωπίσεις πάνω στο ζήτημα του μετεπαναστατικού κράτους-έθνους και την ισχύ της κεντρικής εξουσίας. Είναι επίσης αλήθεια ότι ούτε η εξέλιξη της επανάστασης ήταν προδιαγεγραμμένη. Αλλά αυτό ίσχυε για κάθε επανάσταση. Για να ερμηνεύσει κανείς τη δυναμική μιας επανάστασης πρέπει να καταφύγει στη μαρξιστική ανάλυση με βάση τον ιστορικό υλισμό.

Αυτό κάνει ο Γιάννης Κορδάτος, που έγραψε το 1924 το βιβλίο του «Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επανάστασης». Εκεί υποστηρίζει ότι το 1821 ήταν μια αστική επανάσταση που έγινε με σημαία της το έθνος. Στα τέλη του 18ου αιώνα η ελληνική αστική τάξη είχε να επιδείξει σημαντικά βήματα. Οι έμποροι του «παροικιακού ελληνισμού» πλούτιζαν, οι νησιώτες-εφοπλιστές έπαιζαν βασικό ρόλο στις εμπορικές μεταφορές και σε μια σειρά περιοχές άρχιζε να ανθίζει η βιοτεχνική παραγωγή ενώ κι η αγροτική οικονομία αρχίζει να συνδέεται με το εμπόριο. Αυτή η ανερχόμενη αστική τάξη (που μπορεί να αποτελούσε μέχρι και το 30% του πληθυσμού), όπως και άλλες αντίστοιχες στον χώρο των Βαλκανίων, ασφυκτιούσαν στα δεσμά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μιας ιδιόμορφης φεουδαρχικής κοινωνίας –ƒους αρμούς της οποίας κατέτρωγαν σιγά σιγά οι καπιταλιστικές σχέσεις που αναπτύσσονταν στο εσωτερικό της.

Η ευρωπαϊκή οικονομική κρίση στον εμποροναυτικό τομέα και τη βιοτεχνία που ξέσπασε τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα μετά τη λήξη των Ναπολεόντιων πολέμων αγκάλιασε ολόκληρη την ελληνική χερσόνησο. Η εθνική συσπείρωση που παρατηρείται τις δυο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, σημειώνει ένας άλλος μαρξιστής ιστορικός, ο Β. Κρεμμυδάς, «δεν είναι τυχαίο ότι συμπορευόταν με την προϊούσα οικονομική κρίση και εκδηλωνόταν καθαρότερα σε χώρους που θίγονταν περισσότερο, όπως ο νοτιοελλαδικός… Ο πόθος για την ελευθερία… με την οικονομική ακμή και τις γαλλικές ιδέες του διαφωτισμού, μετατρεπόταν σε επαναστατική ιδεολογία σε περίοδο οικονομικής κρίσης…». Στις συνθήκες αυτές για μεν την αστική τάξη (ελλαδική και παροικιακή), που έλεγχε τους οικονομικούς μηχανισμούς, αλλά δεν είχε εθνικό χώρο και εσωτερική αγορά, για δε τον αγροτικό πληθυσμό, που οι εξεγέρσεις τού ήταν οικείες στις αρχές του 19ου αιώνα, ο μοναδικός δρόμος ήταν η Επανάσταση.

Η μαρξιστική ανάλυση του Κορδάτου για το 1821σαν αστική επανάσταση μπορεί και διακρίνει τα κοινωνικά στοιχεία που αναδύονται μέσα στην εξέλιξή της. Όχι μόνο τις διαμάχες ανάμεσα σε διαφορετικές πτέρυγες της ηγεσίας της που εκφράζουν διαφορετικές πολιτικές προοπτικές για την αστική τάξη, αλλά και τη δράση των από κάτω, των ναυτών του Οικονόμου στην Ύδρα, των αγροτών του Ψωμά στην Άνδρο που διακήρυχναν ότι «η γη ανήκει εις ημάς τους δουλευτάς της και όχι εις ολίγους άρχοντας… Θα δουλεύωμεν εις το εξής τα φέουδα όλοι μαζί και θα απολαμβάνει των καρπών των η κομμούνα μας…». Το όραμα της κοινοκτημοσύνης που πήγαινε πολύ πιο πέρα από το εθνικό όραμα της ανερχόμενης αστικής τάξης.

Από το 1924, που ο Κορδάτος έγραψε την «Κοινωνική σημασία», μέχρι σήμερα, δεκάδες μαρξιστές ιστορικοί έχουν βαθύνει την έρευνα και έχουν εμπλουτίσει με νέα στοιχεία την ανάλυση για το 1821 σαν την αστική επανάσταση που έβαλε τα θεμέλια του ελληνικού έθνους-κράτους. Και είναι βέβαιο ότι πλησιάζοντας η επέτειος των 200 χρόνων η συζήτηση θα ενταθεί. Η Αριστερά θα πρέπει να απαντήσει απέναντι στους εθνικιστικούς αντιδραστικούς μύθους για την «αιώνια ελληνικότητα». Για να το κάνει θα πρέπει να στραφεί στον Κορδάτο απορρίπτοντας και την εκνευριστική ευρωλαγνεία των Βερέμη και Σια που βλέπουν τη σωτηρία τότε –Ãπως και σήμερα–να έρχεται από την «πεφωτισμένη Δύση».