Άρθρο
Οι εκλογές στις ΗΠΑ

Εξώφυλλο του τευχους 60

Πανωλεθρία για τον Μπους, παραίτηση Ράμσφελντ, οι αμερικάνικες εκλογές έφεραν στην επιφάνεια την κρίση στις ΗΠΑ. Το αντιπολεμικό κίνημα πρέπει να είναι περήφανο, αλλά και να συνεχίσει, υποστηρίζει ο Πάνος Γκαργκάνας

 

Η παραίτηση Ράμσφελντ αμέσως μετά την σαρωτική ήττα των Ρεπουμπλικάνων στις κλογές της 7 Νοέμβρη είναι μια σημαδιακή εξέλιξη. Είναι η επιβεβαίωση ότι ο Μπους χάνει τον πόλεμο και στο Ιράκ και μέσα στις ΗΠΑ. Η ηγεμονία των νεοσυντηρητικών, που πολλοί θεωρούσαν ακλόνητη, μπήκε επιτέλους ανοιχτά σε κρίση.

 

Εχουν περάσει μόνο δυο χρόνια από τις προεδρικές εκλογές του 2004. Τότε όσοι προβλέπαμε μέσα από τις στήλες του «Σοσιαλισμού από τα κάτω» και της «Εργατικής Αλληλεγγύης» ότι ο Μπους μπορεί να έχει την τύχη του Νίξον - που από τον εκλογικό θρίαμβο του 1972 προσγειώθηκε απότομα στο Γούοτεργκεϊτ- θεωριόμασταν τουλάχιστον... αιθεροβάμονες. Τώρα αποδεικνύεται ότι είμαστε πιο κοντά στην πραγματικότητα από όσους υπερτιμούσαν την δύναμη των επιτελείων του Μπους και υποτιμούσαν την αμερικάνικη εργατική τάξη.

Ο Ντόναλντ Ράμσφελντ δεν ήταν οποιοσδήποτε υπουργός Αμυνας. Σε λίγους μήνες θε έσπαγε όλα τα ρεκόρ μακροβιότητας σε αυτή την υπουργική θέση. Ηταν ο αρχιτέκτονας του στρατιωτικού δόγματος για τον νέο «Αμερικάνικο Αιώνα» και στην αιχμηρή σύλληψη του και στην αχαλίνωτη εφαρμογή του μετά το 2001. Οι διαδηλωτές που βγήκαν στους δρόμους του Πακιστάν για να πανηγυρίσουν την πτώση του με το σύνθημα «No Rumsfeld, no war» ( τέρμα ο Ράμσφελντ τέρμα ο πόλεμος) είχαν κάθε δίκιο να ταυτίζουν αυτά τα δύο πράγματα.

Ο Ράμσφελντ έγινε για πρώτη φορά υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ στην κυβέρνηση του Τζέραλντ Φορντ που διαδέχτηκε τον Νίξον μετά το σκάνδαλο Γούοτεργκεϊτ, το 1974-76. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ τον περιέγραψε ως παράδειγμα «ενός ιδιαιτέρου φαινομένου της Ουάσιγκτον: του δεξιοτέχνη επαγγελματία πολιτικού γραφειοκράτη, στο πρόσωπο του οποίου συνενώνονται αρμονικά η φιλοδοξία, η η ικανότητα και η ουσία.» (Αναφέρεται από τον Αλεξ Καλλίνικος στο βιβλίο του The New Mandarins of American Power)

Με τέτοιες περγαμηνές δεν είναι περίεργο που αναδείχθηκε για να γίνει η ψυχή της ομάδας που πλαισίωσε τον Μπους τον νεότερο μετά την περίοδο Κλίντον. Μαζί με τον Ντικ Τσένεϊ, τον Πολ Γούλφοβιτς, την Κοντολίζα Ράις, τον Τζον Μπόλτον και τον Ρίτσαρντ Περλ διαμόρφωσαν και σχεδίασαν το επιτελείο που σχεδίασε και εκτέλεσε τη επίθεση στο Ιράκ, αξιοποιώντας την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους και ενορχηστρώνοντας όλα τα ψέματα που χρειάστηκαν για να «νομιμοποιήσουν» αυτόν τον πόλεμο. Ο Ράμσφελντ ξήλωσε τον στρατηγό που είχε εισηγηθεί ότι η κατοχή του Ιράκ απαιτεί έναν στρατό 400,000 ανδρών. Και όταν οι Αμερικανοί πεζοναύτες μπήκαν στην Βαγδάτη στις 9 Απρίλη 2003 βρέθηκε στον κολοφώνα της δόξας του.

Ηταν ένας εφήμερος θρίαμβος. Γιατί από την πρώτη στιγμή βρήκε απέναντί του δύο δυνατούς αντιπάλους: την Ιρακινή Αντίσταση και το διεθνές αντιπολεμικό κίνημα.

Η αντίσταση στο Ιράκ μπορεί να μην έχει τα πολιτικά χαρακτηριστικά του Βιετναμέζικου ΕΑΜ που ταπείνωνε τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό την εποχή του Νίξον. Είχε όμως, μεγαλύτερες στρατιωτικές επιτυχίες. Μέσα στα τελευταία τριάμιση χρόνια έχει αποδείξει ότι τα στρατεύματα κατοχής δεν είναι σε θέση να ελέγχουν την χώρα. Ακόμα και ο Ρίτσαρντ Περλ αναγκάστηκε να πει σε δημοσιογράφο του περιοδικού Βάνιτι Φερ λίγο πριν τις εκλογές της 7 Νοέμβρη:

«Μια ολική ήττα, μια αποχώρηση των Αμερικανών που θα αφήσει το Ιράκ σε κατάσταση αναρχίας «αποτυχημένου κράτους» δεν είναι ακόμα αναπόφεκτη. Αλλά γίνεται όλο και πιο πιθανή.» (αναφέρεται στην Εργατική Αλληλεγγύη Νο742, σελ 8).

Αυτό όμως, που κέρδισε τα μυαλά και τις καρδιές των απλών ανθρώπων μέσα στις ΗΠΑ ήταν το αντιπολεμικό κίνημα. Τον Μάρτη του 2003, το ποσοστό αυτών που θεωρούσαν λαθεμένη την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ ήταν 23%. Σήμερα πλησιάζει το 60%. Ηταν μια πολιτική μάχη διαρκείας που κερδήθηκε από τους χιλιάδες ακτιβιστές με την επίμονη δράση τους. Με τα μεγάλα αντιπολεμικά συλλαλητήρια που δεν σταμάτησαν ούτε όταν ο Μπους επανεκλέχτηκε το 2004. Με τις μανάδες των αμερικανών φαντάρων όπως η Σου Νίντερερ, που είχε έρθει να διαδηλώσει μαζί μας εδώ στην Ελλάδα στις 19 Μάρτη 2005 και η Σίντι Σίχαν που έγινε διάσημη κατασκηνώνοντας έξω απο το ράντσο του Μπους το καλοκαίρι του 2005. Αυτό το κίνημα διέψευσε όλους όσους είχαν ξεγράψει την αμερικάνικη εργατική τάξη σαν αθεράπευτα συντηρητική, είτε εξαγορασμένη, είτε πολιτικά αφελή σε βαθμό ηλιθιότητας.

Τέτοιες θεωρίες έκαναν θραύση πριν από δύο χρόνια, όταν η Ρεπουμπλικανική δεξιά με την βοήθεια των θρησκευτικών οργανώσεων κινητοποιούσε ψηφοφόρους υπέρ του Μπους. Είχαν, όμως, άδικο. Οι Δημοκρατικοί έχασαν τις εκλογές του 2004 γιατί αρνήθηκαν να βάλουν το θέμα του πολέμου στο κέντρο της εκλογικής εκστρατείας τους τότε. Τώρα, που η πίεση της κοινής γνώμης τους ανάγκασε να αλλάξουν στάση, σάρωσαν. Σύμφωνα με τους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, ο πολιτικός αναλυτής του Cook Report της Ουάσιγκτον εκτιμάει ότι:

«Οι ψηφοφόροι καθορίστηκαν από την αντίθεση τους στον πόλεμο του Ιράκ. Εδώ δεν είχαμε τόσο να κάνουμε με ψήφο υπέρ των Δημοκρατικών, όσο με ψήφο κατά του Μπους και κατά του πολέμου στο Ιράκ».(Φαϊνάνσιαλ Τάιμς 9 Νοέμβρη, άρθρο με τίτλο «Ο πόλεμος του Ιράκ κατέσφαξε την ψήφο των Ρεπουμπλικάνων»).

Στο ίδιο φύλλο διαβάζουμε ότι τα exit-poll επιβεβαίωσαν πως η αντίθεση στον πόλεμο έφτανε το 60%.

Παρόλα αυτά στις περισσότερες εφημερίδες ο τόνος που επικράτησε ήταν ότι δεν πρόειται να αλλάξουν και πολλά πράγματα μετά από αυτές τις εκλογές. Την δήλωση αυτή την είχε κάνει προκαταβολικά ο Ντικ Τσένεϊ και προφανώς κάθε δεξιός σχολιαστής θεωρεί ότι το αυτί του «πλανητάρχη» δεν ιδρώνει. Δυστυχώς αντίστοιχες ιδέες κυκλοφορούν και στην αριστερά. Είναι αλήθεια ότι κανείς δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στους Δημοκρατικούς ότι θα τηρήσουν τις οποιεσδήποτε αντιπολεμικές υποσχέσεις που έδωσαν. Το παρελθόν τους μαρτυράει ότι πρόκειται για κόμμα στήριγμα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού τόσο όσο και οι Ρεπουμπλικανοί. Το πραγματικό ζήτημα, όμως,

δεν είναι οι θέσεις και οι προθέσεις των δυο κομμάτων των ΗΠΑ. Ο πολιτικός σεισμός που αποκαλύφθηκε σε αυτές τις εκλογές χτυπάει όλο το πολιτικό κατεστημένο της Ουάσιγκτον.

Οι πρώτες αλλαγές είναι ήδη ορατές. Ο Ράμσφελντ ήταν υπουργός Αμυνας που είχε πείσει την αμερικανική άρχουσα τάξη ότι μπορεί να αφήσει το Σύνδρομο του Βιετνάμ πίσω της. Η πτώση του σημαίνει ότι οι αμφιβολίες επιστρέφουν. Ο αντικαταστάτης του, ο Ρόμπερτ Γκέιτς, ήταν κομμάτι του επιτελείου του Μπαμπά-Μπους. Ηταν το επιτελείο που είχε προτιμήσει το 1991 να αφήσει τον Σαντάμ Χουσεϊν στη θέση του, παρά να ρισκάρει μια αμερικάνικη κατοχή στο Ιράκ. Ηταν οι λεγόμενοι «ρεαλιστές συντηρητικοί». Ο Μπους-υιός τους παραμέρισε, αλλά τώρα αναγκάζεται να τους επαναφέρει.

Δεν πρόκειται για απλή συμβολική κίνηση. Ο Ρόμπερτ Γκέιτς συμμετείχε στην «ομάδα μελέτης του Ιράκ» (Iraq Study Groyp), μια επιτροπή που πήρε εντολή από το Κογκρέσο να μελετήσει εναλλακτικές λύσεις για την αμερικανική πολιτική στο Ιράκ. Ο επικεφαλής της ISG, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Τζέϊμς Μπέικερ είχε δηλώσει ήδη πριν από τις εκλογές ότι οι ΗΠΑ θα έπρεπε να συνομιλούν με την Συρία και το Ιράν. Δηλαδή έφυγε ο υπουργός που ετοίμαζε την επίθεση κατά της Συρίας και του Ιράν για την ομαλοποίηση της κατάστασης του Ιράκ. Ο ίδιος ο Μπους δήλωσε ότι θα συζητήσει με την ISG και το πόρισμα της αναμένεται τέλη Δεκέμβρη - αρχές Γενάρη.

Ολα αυτά δεν σημαίνουν ότι αυτή η αλλαγή είναι δοσμένη και ότι τώρα θα δούμε μια αμερικάνικη αποχώρηση από το Ιράκ και μια στροφή στη διπλωματία. Τα προβλήματα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού εξαιτίας της αποτυχίας του στο Ιράκ είναι τεράστια και όποια κίνηση κι αν επιχειρήσει θα είναι δύσκολη.

Το Ιράν είναι μια περιφερειακή δύναμη με μεγάλη επιρροή σε όλη την κρίσιμη περιοχή, από το Αφγανιστάν μέχρι το Λίβανο. Το καθεστώς της Τεχεράνης δεν δίστασε να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ για την κατοχή του Αφγανιστάν και με δυνάμεις σαν τον Αχμέντ Τσαλαμπί, τον πρώτο κατοχικό πρωθυπουργό του Ιράκ. Οι ΗΠΑ δεν θέλουν να παραχωρήσουν κι άλλες δυνατότητες σε μια δύναμη που δεν βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο τους. Η αναζήτηση ενός συμβιβασμού ΗΠΑ-Ιράν για να καλυφθεί η αμερικανική ήττα στο Ιράκ δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Για τον Μπους η κατάσταση παραμένει «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα». Το πιο πιθανό είναι ότι θα χρειαστεί μια νέα επίδειξη πυγμής των ΗΠΑ για να επιβάλουν έναν συμφέροντα συμβιβασμό στην περοχή. Αλλά η οποιαδήποτε τέτοια στρατιωτική επιχείρηση θα έχει να ρισκάρει νέες αντιπολεμικές εκρήξεις μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ.

Ο Μπους και οι ηγέτες των Δημοκρατικών στο Κογκρέσο έχουν διακηρύξει ήδη την πρόθεση τους να συνεργαστούν το επόμενο διάστημα. Ο Μπους δεν έχει πια το κύρος να συγκρουστεί μετωπικά με το ανερχόμενο κύμα ριζοσπαστικοποίησης μέσα στις ΗΠΑ. Οι Δημοκρατικοί βάζουν υποψηφιότητα να αναλάβουν το ρόλο του αμορτισέρ. Αλλά σε κάθε περίπτωση έρχονται αναταράξεις. Το μήνυμα μετά τις 7 Νοέμβρη είναι σαφές.