Άρθρο
Βιβλιοκριτική: "Από την απελευθέρωση στα Δεκεμβριανά"

Από την απελευθέρωση στα Δεκεμβριανά
Μια τομή στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας: 
Πρακτικά ημερίδας 19-23 Νοεμβρίου 2014
Επιμέλεια: Προκόπης Παπαστράτης, Μιχάλης Π. Λυμπεράτος, Λη Σαράφη

Τιμή 16 ευρώ, 778 σελίδες
Σωματείο Σύγχρονη Ιστορία, 2016

 

Στα τέλη του 2018 κυκλοφόρησε σε δεύτερη έκδοση ο τόμος με τα πρακτικά του συνεδρίου που είχε γίνει τον Νοέμβρη του 2014 στο Πάντειο με θέμα «Από την Απελευθέρωση στα Δεκεμβριανά μια τομή στην πολιτική ιστορία της της Ελλάδας». Το είχε οργανώσει το Τμήμα Μεταπτυχιακών Σπουδών σε συνεργασία με το τμήμα Πολιτικής Ιστορίας και Επιστήμης του Παντείου, και την επιμέλεια των πρακτικών έκαναν οι Πρ. Παπαστράτης και Μιχ. Λυμπεράτος.

Το συνέδριο είχε γίνει πάνω στην επέτειο των 50 χρόνων από τον “Κόκκινο Δεκέμβρη” του 1944, της πιο κρίσιμης αναμέτρησης του κινήματος της Αντίστασης. Τα ερωτήματα για το αν η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη, αν μπορούσε η Αριστερά να βγει νικήτρια από αυτή την αναμέτρηση, ήταν έτσι κι αλλιώς ζωντανά και προβλημάτιζαν μια πλειάδα παλιών και νέων ερευνητών και αφορούσαν ολόκληρη τη δεκαετία του '40.

Η πολιτική συγκυρία έκανε το ενδιαφέρον ακόμα πιο έντονο και πλατύ. Η κυβέρνηση των Σαμαροβενιζέλων έπνεε τα λοίσθια και ο ΣΥΡΙΖΑ έπαιρνε φόρα για την εκλογική νίκη του Γενάρη του 2015. Η Αριστερά διεκδικούσε για πρώτη φορά την κυβέρνηση και η εκστρατεία της δεξιάς επιστράτευε και τη διαστρέβλωση της ιστορίας σαν όπλο της. Η “θεωρία” των “δυο άκρων” ήταν στα φόρτε της, και όπως θύμιζε μια ανακοίνωση στο συνέδριο η πρώτη της εκδοχή είχε εμφανιστεί το 1945 μετά την ήττα του ΕΛΑΣ στη Μάχη της Αθήνας και την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας.

Η επανέκδοση του βιβλίου, είναι απόδειξη ότι το ενδιαφέρον για εκείνη την περίοδο παραμένει έντονο και είναι δεμένο με τα ερωτήματα του κόσμου της Αριστεράς σήμερα. Είναι μοιραίοι οι συμβιβασμοί; Υπάρχει άλλος δρόμος; Τι δείχνει η εμπειρία του 1944;

Απειλή

Ο Πρ. Παπαστράτης στο εισαγωγικό σημείωμα του τόμου γράφει:

“Οταν ο εκπρόσωπος του Λαϊκού Κόμματος και μετέπειτα πρωθυπουργός Κ. Τσαλδάρης επισημαίνει στον Εμ. Τσουδερό τον Μάρτιο του 1943 ότι 'ενισχύσεις παντός ανατρεπτικού στοιχείου...εδημιούργησαν χάος και ανυπαρξία πλήρη πάσης κοινωνικής ιεραρχίας', εκφράζει αυτό που ακριβώς φοβίζει τους πολιτικούς εκπροσώπους της αστικής τάξης και τους οπαδούς τους: τον κίνδυνο ανατροπής της ταξικής κυριαρχίας τους”.

Πράγματι το 1943 είναι η χρονιά όπου αρχίζει να γιγαντώνεται η επιρροή του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Ένα σημαδιακό γεγονός εκείνου του μήνα ήταν η Γενική Απεργία στην Αθήνα που είχε ακυρώσει τα σχέδια για πολιτική επιστράτευση.

Ο φόβος δεν ήταν αβάσιμος ούτε περιοριζόταν στην Ελλάδα. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε πυροδοτήσει μια διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης σε όλη την Ευρώπη που ενσάρκωναν τα κινήματα της αντιφασιστικής Αντίστασης. Η “κοινωνική ιεραρχία” κλονιζόταν και το ερώτημα ποιος θα πλάσει τον μεταπολεμικό κόσμο έμπαινε στην ημερήσια διάταξη. Σε αντίθεση, όμως, με το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου δεν υπήρχε μια επαναστατική πολιτική δύναμη που να μπορεί να απαντήσει έμπρακτα σε αυτό το ερώτημα. Τα σταλινικά Κομμουνιστικά Κόμματα, εγκλωβισμένα στη στρατηγική του “Λαϊκού Μετώπου” και στο πλευρό των “Μεγάλων Συμμάχων” ήταν δύναμη που έσπρωχνε -επέβαλλε- τον συμβιβασμό και την ταξική συνεργασία.

Από αυτή την άποψη η ελληνική περίπτωση δεν ήταν εξαίρεση. Από την Ιταλία μέχρι το Βέλγιο, το ζήτημα του αφοπλισμού των αριστερών κινημάτων Αντίστασης έγινε κομβικό σημείο τη στιγμή της Απελευθέρωσης από τους ναζί. Όμως σε κάθε περίπτωση ακόμα και όταν τα πράγματα φτάσανε στα πρόθυρα της ένοπλης σύγκρουσης όπως στο Βέλγιο το Νοέμβρη του 1944, η ηγεσία του Αριστεράς κατάφερε να επιβάλλει τις επιλογές της. Έτσι όπως γράφει η Λη Σαράφη αναφερόμενη στην βελγική περίτπωση:

“Πέντε μήνες μετά την Απελευθέρωση κανένα από τα ζωτικά κοινωνικά προβλήματα του Βελγίου δεν είχε λυθεί. Ομως, ο στόχος των Συμμάχων και των Βέλγων πολιτικών αντιπάλων του Μετώπου Ανεξαρτησίας και του Κομμουνιστικού Κόμματος να 'ακυρώσουν' το πολιτικό και κοινωνικό κεκτημένο της Αντίστασης είχε για την ώρα επιτευχθεί”.

Στην Ελλάδα ωστόσο, η πολιτική και κοινωνική κρίση που αναδείχτηκε έντονα από τις μέρες της Απελευθέρωσης (12 Οκτώβρη για την Αθήνα) οδήγησε στην ένοπλη σύγκρουση του Δεκέμβρη που κράτησε 33 ολόκληρες μέρες.

Συμβιβασμοί

Η σταθερή επιδίωξη του αγγλικού ιμπεριαλισμού να κρατήσει την Ελλάδα στη “σφαίρα επιρροής” του ήταν δεδομένη από την αρχή του πολέμου και της Κατοχής. Αυτό σήμαινε την επιστροφή του βασιλιά Γεώργιου Β', επικεφαλής της κυβέρνησής του -που θα γινόταν κυβέρνηση “εθνικής ενότητας”- και ενός “αξιόπιστου” στρατού με αγγλική συμμετοχή.

Η αλματώδης ανάπτυξη της Αριστεράς (του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ) έβαζε σε ερωτηματικό την “ομαλή” εφαρμογή αυτών των επιδιώξεων. Ο αγγλικός ιμπεριαλισμός δεν διέθετε τις δυνατότητες να τις επιβάλλει στρατιωτικά. Όταν ο Τσόρτσιλ ζήτησε το φθινόπωρο του 1943 να ετοιμαστεί μια ένοπλη δύναμη για αποστολή στην Ελλάδα τη στιγμή της Απελευθέρωσης, οι στρατηγοί του απάντησαν ότι για μια επιχείρηση τέτοιου είδους απαιτούνταν τουλάχιστον 80 χιλιάδες στρατιώτες. Τελικά, ο αριθμός που εγκρίθηκε ήταν 5 χιλιάδες.

Γι' αυτό το λόγο η πρώτη επιλογή ήταν η προσπάθεια να εξουδετερωθεί η Αριστερά πολιτικά αφού πιεστεί στρατιωτικά με την ενίσχυση του ΕΔΕΣ και άλλων δεξιών ένοπλων οργανώσεων. Και η ηγεσία της Αριστεράς απαντάει με την “πολιτική της συνεργασίας” όπως σημειώνει ο Πρ. Παπαστράτης.

“Η ηγεσία όμως του ΕΑΜ και του ΚΚΕ εφαρμόζει την πολιτική συνεργασίας των λαϊκών μετώπων και στο πλαίσιο αυτό η αντιμετώπιση του ξένου παράγοντα περιορίζεται στην πολιτική αντιπαράθεση.

Από την άνοιξη του 1944 έχουμε μια σειρά κρίσιμες αποφάσεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ που υπογραμμίζουν αυτή την πολιτική συνεργασίας: τη συμμετοχή στο συνέδριο του Λιβάνου και τελικά την αποδοχή του εθνικού συμβολαίου, την αποδοχή τελικά του Παπανδρέου ως πρωθυπουργού της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, την υπογραφή της Συμφωνίας της Καζέρτας.

Αυτές τις αποφάσεις η αντίπαλη πλευρά, οι Αγγλοι και οι αστοί πολιτικοί, τις αντιμετωπίζουν ως σημεία υποχωρητικότητας και όχι συνεργασίας”.

Απ' την Απελευθέρωση στο Δεκέμβρη

Όταν η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας -με τους πέντε υπουργούς και υφυπουργούς της Αριστεράς- έφτασε στην Αθήνα στις 18 Οκτώβρη, βρήκε μια πόλη βαθιά πολωμένη ταξικά και πολιτικά, με το ΕΑΜ και το ΚΚΕ όμως να τηρούν απαρέγκλιτα την πολιτική της “εθνικής ενότητας”. Πώς από αυτή την “συμφωνία” φτάσαμε στην σύγκρουση τον Δεκέμβρη;

Το σχήμα που επέβαλε για δεκαετίες η άρχουσα τάξη και η Δεξιά και ανέστησε το υποτιθέμενο “νέο κύμα” με εκπροσώπους όπως ο Καλύβας και ο Μαραντζίδης στη δεκαετία του 2000, είχε μια απλή εξήγηση: η Αριστερά πήρε την πρωτοβουλία για να επιβάλλει τον “κόκκινο ολοκληρωτισμό”. Όπως σημειώνει ο Μιχ. Λυμπεράτος στην ανακοίνωση «Τα Δεκεμβριανά και η ερμηνεία τους» αυτό το σχήμα:

“Πλαισιώθηκε από μια 'επιστημονική' έρευνα που δεν τήρησε καν τον όρο ενός συνεκτικού, λογικά συγκροτημένου, αφηγήματος. Δεν χρειάστηκε καν να εκλογικευθεί γιατί η Αριστερά επέλεξε την εμπλοκή σε μια σύγκρουση...όταν λίγο πριν την περίοδο της Απελευθέρωσης παρέδωσε την εξουσία αυτή απολύτως ομαλά στην Εθνική Κυβέρνηση και χωρίς καν αντιπάλους”.

Ο Δημήτρης Μαριόλης εξηγεί στην ανακοίνωση (που το 2015 εκδόθηκε σε βιβλίο) «Η Αδύνατη Ταξική Ανακωχή» την έκταση που ήταν διατεθειμένη να φτάσει τους συμβιβασμούς της η ηγεσία του κινήματος. Χαρακτηριστικά, σε μια τριμερή σύσκεψη στο υπουργείο Εργασίας με τους βιομήχανους και την ΓΣΕΕ, ο Κ. Θέος, στέλεχος του ΚΚΕ, εκ μέρους της τελευταίας αναφέρθηκε στην “πατριωτική στάση” των βιομηχάνων στη διάρκεια της Κατοχής και ο Μ. Πορφυρογένης, υπουργός Εργασίας και μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, δήλωνε: “Πρέπει να μην έχουμε προκαταλήψεις και πρέπει να κατανοηθεί ότι όλοι αγωνιζόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις για να μπούμε από την ανωμαλία στην ομαλότητα”.

Στις “προκαταλήψεις” περιλαμβάνονταν και η αποδοχή του πετσοκόματος των μισθών των ημερομισθίων που έφερε ο περίφημος νόμος “περί της νομισματικής διαρρυθμίσεως” που εκβίασαν οι Αγγλοι “σύμβουλοι” και οι έλληνες τραπεζίτες και αποδέχτηκε η Αριστερά.

Μπορεί η ηγεσία να κατόρθωνε να φρενάρει την πάλη, αυτό, όμως καθόλου δεν σήμαινε ότι καθησύχαζε τη δυσαρέσκεια του κόσμου της, που έβλεπε τους βρικόλακες της Κατοχής να συνεχίζουν να πλουτίζουν από την πείνα και τη δυστυχία των φτωχών. Ταυτόχρονα, η ανασύνταξη, γύρω από τον «πυρήνα της αντεπανάστασης», όπως θα ονόμαζε αργότερα ο Θ. Χατζής την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας των ταγματασφαλιτών, των δωσιλόγων και των φασιστών της κατοχής, προξενούσε ακόμα μεγαλύτερες ανησυχίες.

Μια από τις ανακοινώσεις του συνεδρίου, από τον Α. Μπουρούτη ξεθάβει για παράδειγμα την επιχείρηση “Scarlet Pimpernale” που οργάνωσαν οι Βρετανοί για να φυγαδεύουν “σημαντικά πρόσωπα” από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Επρόκειτο περί “εκατοντάδων Ελλήνων στρατιωτικών και μη (Χωροφυλακή, έφεδροι ή επανελθόντες εν ενεργεία αξιωματικοί συμμετέχοντες σε παρακρατικές ομάδες) με κατεύθυνση και τελικο προορισμό την Αθήνα. Ολοι αυτοί που φυγαδεύονταν ελέγχονταν για τις σχέσεις τους με τους Γερμανούς και με το κατοχικό καθεστώς”.

Είναι σωστή η παρατήρηση του Δ. Μαριόλη ότι οι κινητοποιήσεις που οργανώνουν τα συνδικάτα κατά κλάδους δηλαδή συγκεντρώσεις, παράδοση υπομνημάτων «παρότι εκφράζουν τις ανάγκες της λαϊκής βάσης του ΕΑΜ και προκαλούν μια συνεχή κοινωνική και πολιτική πίεση δεν αμφισβητούν παρά πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής, οργανώνονται έτσι ώστε να εδραιώνουν το ρόλο του εργατικού κινήματος ως κοινωνικού εταίρου και να μη δημιουργούν πολιτικό πρόβλημα ή να μην κινδυνεύει να κατηγορηθεί το ΕΑΜ για υπονόμευση της κυβερνητικής πολιτικής και της στρατηγικής επιλογής της εθνικής ενότητας και της οικονομικής ανασυγκρότησης».

Ωστόσο, όπως επισημαίνει σωστά, δημιούργησαν ένα «καθεστώς ακήρυκτου κοινωνικού εμφυλίου» σε αλληλοτροφοδότηση με τα «κεντρικά πολιτικά» φλέγοντα ζητήματα του αφοπλισμού του ΕΛΑΣ και της τιμωρίας των δωσιλόγων.

Η οπτική που αντιμετωπίζει την εργατική τάξη και το κίνημά της σαν ένα τρίτο πρωταγωνιστή της περιόδου, που διαμορφώνει το πλαίσιο στο οποίο κάνουν τις επιλογές τους και η άρχουσα τάξη με τους Βρετανούς ιμπεριαλιστές και η ηγεσία της Αριστεράς, είναι ένα προχώρημα στη συζήτηση για αυτήν την περίοδο.

Άλλος δρόμος;

Αυτός ο “ακήρυκτος κοινωνικός εμφύλιος” καθόρισε την έκρηξη και την ένταση της σύγκρουσης του Δεκέμβρη. Η σφαγή των διαδηλωτών στο Σύνταγμα στις 3 Δεκέμβρη, που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του ΕΑΜ που είχε παραιτηθεί από την κυβέρνηση σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη διαταγή αφοπλισμού του ΕΛΑΣ, ήταν η αφετηρία.

Η έκρηξη οργής της εργατικής τάξης, των εργατικών και προσφυγικών γειτονιών, υποχρέωσε την ηγεσία να μπει σε μια σύγκρουση που ουσιαστικά δεν την ήθελε. Ο Μ. Λυμπεράτος γράφει: “Ετσι και με σαφή συνείδηση ότι μια παρατεταμένη σύγκρουση με τους Βρετανούς δεν είχε προοπτική, η ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ δεν είχε άλλη επιλογή από την εμπλοκή σε έναν αμυντικό πόλεμο, παρακαλώντας στις προκηρύξεις τους να μην στραφούν σύμμαχοι εναντίον συμμάχων”. Θυμίζει ότι “παρά τη σφοδρότητα της επίθεσης που δεχόταν το ΚΚΕ προσφωνούσε τον Scobie 'αυτού υψηλότητα' όταν στις 7,12,15 Δεκεμβρίου 1944 ζητούσε διευθέτηση και επίλυση της κρίσης στα όρια της αμοιβαιότητας ανάληψης της ευθύνης”.

Ισχύει, όμως, ότι μια “παρατεταμένη σύγκρουση δεν είχε προοπτική” κι ότι η ηγεσία δεν είχε άλλη επιλογή;

Μια Αριστερά που θα είχε ξεκάθαρη αντιμετώπιση για τον «συμμαχικό» ιμπεριαλισμό, όχι μόνο δεν θα υποδεχόταν σαν «ελευθερωτές» τον βρετανικό στρατό τον Οκτώβρη, αλλά θα προσπαθούσε να κερδίσει τους φαντάρους του με το μέρος της επανάστασης.

Μια προφανής κατηγορία ήταν οι χιλιάδες Ινδοί στρατιώτες της 4ης Ινδικής Μεραρχίας που βρέθηκαν στην Ελλάδα στην Απελευθέρωση και πολλοί συμμετείχαν στις μάχες του Δεκέμβρη στον Πειραιά, την Καλλιθέα και τη Ν. Σμύρνη. Μια Αριστερά που θα στήριζε το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στην Ινδία, αντί να το καταγγέλλει ως «5η φάλαγγα του Άξονα» (όπως έκανε η σταλινική αριστερά στην Ινδία και τη Βρετανία) θα προκαλούσε μεγάλα προβλήματα στον Σκόμπι και τους διοικητές του.

Η ανακοίνωση του Γιάννη Αγγελάκη με τίτλο «... κι από πίσω ένα σύνταγμα Ινδούς: οι “Ινδοί” στα Δεκεμβριανά» εξετάζει την στάση της ηγεσίας του ΕΑΜ απέναντι σε αυτό ακριβώς το ζήτημα και την αντιπαραθέτει με την εκτίμηση του Δ. Λιβιεράτου, “μαχητής του ΕΛΑΣ τότε” που “θα διαγνώσει μια χαμένη ευκαιρία απεύθυνσης στους αποικιοκρατούμενους Ινδούς με προκηρύξεις που επικαλούνταν ακριβώς την ιδιότητά τους αυτή, στο πλαίσιο μιας διεθνιστικής προσέγγισης των αντίπαλων στρατιωτών”. Ο “λόγος” της ΕΑΜικής ηγεσίας όμως σύγκρινε τους Ινδούς με τους “Αιγύπτιους” του Ιμπραήμ που είχε ρημάξει την Πελοπόννησο το 1825...

Το κίνημα που πέρασε τη φωτιά της Αντίστασης και τις εμπειρίες της Απελευθέρωσης ήταν αρκετά ισχυρό και ριζοσπαστικό ώστε να υποχρεώσει την ηγεσία του να ανταποκριθεί. Όμως, δεν έλεγχε αυτή την ηγεσία και δεν μπορούσε να διαμορφώσει έγκαιρα μια άλλη μέσα στη φωτιά της σύγκρουσης. Αυτό που έλειπε δεν ήταν η δύναμη. Ήταν η ηγεσία και η στρατηγική που θα έκαναν αυτή τη δύναμη νικηφόρα βήματα προς την εξουσία.