Η συζήτηση για τη στρατηγική της Αριστεράς είναι κρίσιμη και καθοριστική για το μέλλον και την προοπτική της εργατικής τάξης επιχειρηματολογεί η Μαρία Στύλλου.
Για να μιλήσουμε για την πτώση του ΣΥΡΙΖΑ από την κυβέρνηση χρειάζεται να θυμηθούμε τις ελπίδες που κυριαρχούσαν στην ανοδική πορεία του προς την κυβέρνηση από το 2012. Ο ενθουσιασμός ήταν τεράστιος σε πολλές οργανώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς σε Ελλάδα και Ευρώπη, για να μην πούμε σε όλο τον κόσμο. Ανοιγόταν η προοπτική για να σχηματιστεί η πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς μεταπολεμικά στην Ελλάδα και αυτό να είναι καρπός των εργατικών αντιστάσεων και των κινημάτων.
Ταυτόχρονα, δίπλα στην αισιοδοξία και τον ενθουσιασμό άνοιγαν συζητήσεις για ένα “νέο μοντέλο” της Αριστεράς: ένα κόμμα που εγκαταλείπει τη λενινιστική στρατηγική αλλά δεν είναι κόμμα της κλασικής σοσιαλδημοκρατίας. Ένα κόμμα που πετυχαίνει εκεί που δεν τα κατάφεραν “ούτε οι μεταρρυθμιστές, ούτε οι επαναστάτες” για να θυμηθούμε την φράση του Μπερτινότι, του ηγέτη της ιταλικής απόπειρας που ήταν προπομπός του Τσίπρα.
Σήμερα που στις συζητήσεις κυριαρχεί το ερώτημα “Τι έγινε και ηττήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ;” χρειάζεται να ξαναπιάσουμε το νήμα από την αρχή. Η εκλογική νίκη τον Γενάρη του 2015 έστειλε στα ουράνια όσους και όσες πίστεψαν ότι βρέθηκε επιτέλους η νέα Αριστερά. Αλλά το σοκ μετά το δημοψήφισμα τον Ιούλη εκείνης της χρονιάς και την υπογραφή του τρίτου Μνημόνιου άνοιξε ξανά τη συζήτηση.
Η δεύτερη εκλογική νίκη το φθινόπωρο του 2015 δεν σταμάτησε τις αμφισβητήσεις από τα αριστερά. Χιλιάδες αποστασιοποιήθηκαν τα επόμενα χρόνια. Και τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει την κυβέρνηση, ένας ολόκληρος κόσμος θέλει απαντήσεις για τις αιτίες της πτώσης, για τις χαμένες ελπίδες και για το πώς θα αντισταθεί στις επιθέσεις που έρχονται.
Ρεφορμισμός, μια παλιά αμαρτία
Το 1931, στην προηγούμενη μεγάλη κρίση του καπιταλισμού, ο Fritz Tarnow, μέλος του SPD και συνδικαλιστής μιλούσε για τον ρόλο που έπαιζε το κόμμα και η ηγεσία των συνδικάτων με τον παρακάτω γλαφυρό τρόπο:
“Καθόμαστε στο κρεβάτι ενός άρρωστου καπιταλισμού όχι μόνο σαν γιατροί που θέλουμε να γιατρέψουμε τον ασθενή, αλλά και σαν μελλοντικοί κληρονόμοι του”.1
Μια διατύπωση που έλεγε με άλλα λόγια εκείνο το αμίμητο του Βαρουφάκη ότι το καθήκον της Αριστεράς είναι “να σώσει τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό από τον εαυτό του”.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς αναγκάστηκαν να κάνουν σκληρή κριτική σε ανάλογες αντιλήψεις από τα πρώτα βήματα της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος στη Γερμανία. Στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα επικρίνουν τις εκσυγχρονιστικές αντιλήψεις της εποχής τους που ήθελαν να «απελευθερώσουν» το κράτος και να το χρησιμοποιήσουν για να προσφέρει βοήθεια στους συνεταιρισμούς ως βήμα προς το σοσιαλισμό.2 Όπως γράφει ο Μαρξ: “Ανάμεσα στην καπιταλιστική και στην κομμουνιστική κοινωνία βρίσκεται μια περίοδος επαναστατικού μετασχηματισμού και σε αυτήν αντιστοιχεί μια περίοδος πολιτικής μετάβασης όπου το κράτος δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από την επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου. (...) Χιλιάδες συνδυασμοί της λέξης λαός με τη λέξη κράτος δεν μας φέρνουν ούτε ψήλου πήδημα πιο κοντά στη λύση του προβλήματος”.
Αργότερα, η μεταρρυθμιστική στρατηγική πήρε πιο ολοκληρωμένη μορφή με τις θεωρίες του Μπερνστάιν και του Κάουτσκι. Ο πρώτος ήταν ο πατέρας του κοινοβουλευτικού δρόμου προς την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη, προτρέποντας την Αριστερά να ξεχάσει την προοπτική μιας επανάστασης στις αρχές του 20ου αιώνα, τότε ακριβώς που ξεκινούσε η πιο θυελλώδης περίοδος επαναστάσεων.
Ο Κάουτσκι, που αρχικά στάθηκε απέναντι στον Μπερνστάιν, ακολούθησε τον ίδιο κατήφορο μέσα από άλλη διαδρομή: διαμόρφωσε τη θεωρία του υπεριμπεριαλισμού που εκτιμούσε ότι οι καπιταλιστές δεν έχουν συμφέρον από τον πόλεμο, ακριβώς τις παραμονές του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου. Έγινε έτσι ο πρώτος μιας σειράς ρεφορμιστών που νόμιζαν ότι μπορούν να σώσουν τον καπιταλισμό από τον κακό εαυτό του.
Αυτές οι αντιλήψεις έχασαν σε μεγάλο βαθμό το κύρος τους μέσα στο εργατικό κίνημα μετά τη νίκη της επανάστασης στη Ρωσία το 1917. Αλλά επανήλθαν μετά τη σταλινική αντεπανάσταση και μάλιστα όχι μόνο μέσα από τα σοσιαλιστικά κόμματα αλλά και από τα κομμουνιστικά που παρέμειναν πιστά στη Μόσχα του Στάλιν. Οι αυταπάτες για διάσπαση της άρχουσας τάξης μέσα από μια πολιτική συμμαχιών με τα «προοδευτικά» τμήματά της κόστισαν ακριβά στη Γαλλία και στην Ισπανία στη δεκαετία του 1930, όπως και οι αυταπάτες ότι ο βρετανικός και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός ήταν «αντιφασίστες σύμμαχοι» των κινημάτων αντίστασης ενάντια στους Ναζί.
Αποδείχθηκαν προφητικά τα λόγια της Ρόζας Λούξεμπουργκ που έγραφε ότι:
“Αυτοί που είναι υπέρ της νομοθετικής μεταρρύθμισης ενάντια και σε αντιδιαστολή με την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και την κοινωνική επανάσταση, στην πραγματικότητα δεν επιλέγουν μια πιο ήρεμη και αργή πορεία προς τον ίδιο στόχο αλλά μια πορεία προς ένα διαφορετικό στόχο. Αντί να έχουν μια στάση υπέρ της δημιουργίας μιας νέας κοινωνίας, η στάση τους είναι υπέρ επιφανειακών τροποποιήσεων στην παλιά κοινωνία. (...) όχι στην κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας, αλλά στη μείωση της εκμετάλλευσης, δηλαδή στην κατάργηση των καταχρήσεων του καπιταλισμού και όχι στην κατάργηση του ίδιου του καπιταλισμού”.3
Ο Λένιν έκανε πιο χειροπιαστή τη διαφορά ανάμεσα στους δυο δρόμους. Ο ρεφορμισμός υποτάσσει την πολιτική προοπτική του εργατικού κινήματος στη διαμεσολάβηση μιας κοινοβουλευτικής ανάδειξης της Αριστεράς στην κυβέρνηση. Όλη η δυναμική της σχέσης του κοινωνικού με το πολιτικό κατακερματίζεται στο βωμό μιας προσπάθειας διαχείρισης που μόνο σε αδιέξοδα οδηγεί.
Η επαναστατική αντιμετώπιση του Λένιν, που στηριζόταν στην ανάλυση του «Κράτος και Επανάσταση»4 για το χαρακτήρα και τη φύση των μηχανισμών που μπορεί να αναλάβει να διαχειριστεί μια κυβέρνηση της Αριστεράς, ξέφευγε από τα αδιέξοδα μιας τέτοιας διαχείρισης προτείνοντας την υλοποίηση των πολιτικών στόχων με τις δυνάμεις του ίδιου του κοινωνικού κινήματος.
Στους φαντάρους που πάλευαν για τον τερματισμό του πολέμου δεν πρότεινε να ελπίζουν στις ειρηνευτικές πρωτοβουλίες μιας προοδευτικής κυβέρνησης, αλλά να παίρνουν τον έλεγχο των μονάδων στα χέρια τους με ανταρσίες κατά των στρατηγών. Στους αγρότες που ήθελαν την αγροτική μεταρρύθμιση δεν πρότεινε την αναμονή για να ψηφιστεί ο σχετικός νόμος από μια αριστερή πλειοψηφία, αλλά την κατάληψη των κτημάτων πετώντας έξω τους τσιφλικάδες. Στους εργάτες που διεκδικούσαν το οχτάωρο και συναντούσαν τα λοκάουτ της εργοδοσίας δεν είχε να προτείνει την ανάδειξη ενός επαναστάτη στη θέση του υπουργού εργασίας, αλλά την επιβολή του εργατικού ελέγχου από τους ίδιους σε κάθε εργοστάσιο και στην οικονομία συνολικά.
Με αυτή τη στρατηγική οι Μπολσεβίκοι έφτασαν να μπουν στα υπουργεία μόνο «πάνω στα ερείπια του αστικού κράτους», όπως έλεγε η Ρόζα.
Αντιφατική συνείδηση
Οι επαναστάτες που συγκρότησαν την Τρίτη Διεθνή σε ρήξη με τον ρεφορμισμό της σοσιαλδημοκρατίας δεν κυνηγούσαν φαντάσματα. Είχαν επίγνωση για τις αιτίες από τις οποίες πηγάζουν τέτοια προβλήματα. Η ύπαρξη οργανωμένων ρεφορμιστικών πολιτικών δυνάμεων μέσα στην εργατική τάξη δεν είναι αποτέλεσμα ατομικών αδυναμιών κάποιων ηγετών που κάνουν «κωλοτούμπες». Είναι πρόβλημα που έχει τις ρίζες του στην αντιφατική συνείδηση των εργατών και των εργατριών σαν αποτέλεσμα της κοινωνικής θέσης της εργατικής τάξης μέσα στον καπιταλισμό ως κυριαρχούμενης τάξης.
Ο Μαρξ είχε βάλει τα θεμέλια αυτής της ανάλυσης όταν έλεγε ότι μέσα στην κοινωνία οι κυρίαρχες ιδέες είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης. Υπάρχουν οργανωμένοι θεσμοί που αναπαράγουν και εξασφαλίζουν αυτή την ιδεολογική κυριαρχία: η οικογένεια, το σχολείο, ο στρατός, το πανεπιστήμιο, η εκκλησία, η αλλοτριωμένη εργασία, τα ΜΜΕ. Όμως, όλα αυτά ποτέ δεν φτάνουν να κυριαρχήσουν απόλυτα πάνω στις ιδέες όλων των εργατών και των εργατριών, γιατί η δική τους τάξη βρίσκεται διαρκώς σε σύγκρουση με την εκμετάλλευση που υφίσταται. Απέναντι σε όλα τα κηρύγματα υπακοής, πειθάρχησης και σεβασμού προς τους «ανωτέρους» και αποδοχής της «υπάρχουσας τάξης πραγμάτων», υπάρχει πάντα σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό η εμπειρία και η παράδοση της συλλογικής αντίστασης και πάλης.
Ο Αντόνιο Γκράμσι ήταν ο επαναστάτης που διατύπωσε με τον καλύτερο τρόπο την ύπαρξη αυτής της αντίφασης στα μυαλά των απλών ανθρώπων. Γράφει στο κείμενο του «Η μελέτη της Φιλοσοφίας»:
«Ο ενεργός ‘άνθρωπος-μέσα-στο-πλήθος’ έχει μια πρακτική δραστηριότητα αλλά δεν διαθέτει μια καθαρή θεωρητική συνειδητοποίηση της πρακτικής δραστηριότητάς του, η οποία όμως παρ’ όλα αυτά εμπεριέχει μια κατανόηση του κόσμου στο βαθμό που επιχειρεί να τον αλλάξει. Η θεωρητική του συνείδηση μπορεί πραγματικά να βρίσκεται σε αντίθεση ιστορικά με τη δράση του. Θα μπορούσε σχεδόν κάποιος να πει ότι διαθέτει δυο θεωρητικές συνειδήσεις (ή μια αντιφατική συνείδηση): μια συνείδηση που εξυπακούεται μέσα στη δράση του και η οποία στην πραγματικότητα τον συνδέει με όλους τους συναδέλφους του εργάτες στον έμπρακτο μετασχηματισμό του πραγματικού κόσμου. Και μια επιφανειακά ρητή ή φραστική, την οποία έχει κληρονομήσει από το παρελθόν και έχει απορροφήσει άκριτα».5
Ο Γκράμσι, συνεπής στο επαναστατικό ρεύμα που έχτισε μαζί με τη Ρόζα, τον Λένιν και τον Τρότσκι, πίστευε ότι η «συνείδηση που εξυπακούεται» μπορεί να υπερνικήσει τις πιέσεις της λαθεμένης «θεωρητικής συνείδησης». Πάλευε για να αποκτήσει η εργατική τάξη ένα επαναστατικό κόμμα ικανό να την οδηγήσει να ξεπεράσει τα όρια που έβαζαν οι ρεφορμιστικές πολιτικές δυνάμεις.
Ρεφορμιστές χωρίς μεταρρυθμίσεις
Για μεγάλη περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έπαιξαν το ρόλο του τιμονιέρη μέσα στο εργατικό κίνημα. Είτε στην κυβέρνηση είτε σαν αντιπολίτευση, είχαν δύναμη μέσα στα συνδικάτα και έδιναν αξιοπιστία σε μια πολιτική που έλεγε “απολαμβάνουμε τους καρπούς της ανάπτυξης στηρίζοντας το σύστημα και τις κυβερνητικές επιλογές”.
Οι επιλογές ήταν αναμφίβολα δεξιές. Δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα ο μύθος ότι κάποτε υπήρχαν “πραγματικά” ρεφορμιστικά κόμματα που ήταν “πραγματικά” αριστερά. Τόσο το Σοσιαλιστικό κόμμα στη Γαλλία όσο και το Εργατικό στη Βρετανία στήριξαν τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις των Αγγλογάλλων στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, την επίθεση στο Σουέζ το 1956 και τις βαρβαρότητες στην Αλγερία. Αλλά ταυτόχρονα μπορούσαν να παριστάνουν ότι εξασφαλίζουν κατακτήσεις για την εργατική τάξη σε μισθούς και κοινωνικές παροχές.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν ξεσπάει η πρώτη μεγάλη μεταπολεμική κρίση του καπιταλισμού, συνδικαλιστικές και πολιτικές ηγεσίες της ρεφορμιστικής αριστεράς αρχίζουν να προσαρμόζονται στο νέο τοπίο. Στα συνδικάτα, ο “ρεαλισμός” των σταδιακών κατακτήσεων από επίδομα σε επίδομα γίνεται αρχικά “ας συμβιβαστούμε για να μην χάσουμε τις κατακτήσεις μας” και στη συνέχεια “δεν μπορούμε να κρατήσουμε όλες τις κατακτήσεις μας”. Ένα “ρεαλιστικό” πρόγραμμα πρέπει πλέον να αποδέχεται συγκράτηση των μισθών, περικοπές στο κράτος πρόνοιας και ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων.
Στην Ιταλία, η Fiat ανοίγει την επίθεση στις εργασιακές σχέσεις απολύοντας ένα μεγάλο κομμάτι εργαζόμενων και καθιερώνοντας εποχιακή απασχόληση. Στη Βρετανία, η κυβέρνηση των Εργατικών ψηφίζει νόμο για “Εισοδηματική πολιτική” ήδη το 1971 και φτάνει στο σημείο να υποδεχθεί το ΔΝΤ. Οι “γιατροί του καπιταλισμού” δίνουν το πικρό φάρμακο στην εργατική τάξη, τα ρεφορμιστικά κόμματα εξελίσσονται σε μεταρρυθμιστές χωρίς μεταρρυθμίσεις.
Αυτό δεν σήμαινε ότι η εργατική τάξη απαλλάχτηκε από τη ρεφορμιστική συνείδηση. Η μετεξέλιξη της σοσιαλδημοκρατίας που έφτασε να προτείνει θυσίες αντί για κατακτήσεις στην εργατική τάξη πέρασε από μια ολόκληρη πορεία στις δεκαετίες του 1980. Σε αυτή τη διαδικασία συμμετείχαν και τα Κομμουνιστικά Κόμματα με τη μετατόπισή τους προς τον Ευρωκομμουνισμό. Με κέντρο τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία, τα πιο μεγάλα ΚΚ κατάφεραν να παίξουν ηγετικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις και στις ιδέες του κόσμου της Αριστεράς.
Ο Σαντιάγο Καρίγιο, γραμματέας του ΚΚ στην Ισπανία το 1977 υποστήριξε ανοιχτά την ανάγκη να γεφυρωθεί το “χάσμα του 1920”, το ρήγμα ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και τα κόμματα που προήλθαν από τη δημιουργία της Τρίτης Διεθνούς. Σύμφωνα με τον Καρίγιο, το κράτος δεν χρειάζεται να ανατραπεί όπως υποστήριζε ο Λένιν, γιατί πλέον μπορεί να αλλάξει από τα μέσα.
Ήταν μια θεωρία που συνδυάστηκε με την υπογραφή που έβαλε ο Καρίγιο στο “Σύμφωνο της Μονκλόα”, τη συμφωνία με τους σοσιαλιστές και τη δεξιά, ακόμα και πολιτικούς απόγονους του Φράνκο, για να παραμείνει η ισπανική μεταπολίτευση μέσα στα όρια της λιτότητας που απαιτούσαν οι ανάγκες της οικονομίας. Στην Ιταλία, ο Μπερλινγκουέρ οδηγούσε το ΚΚ στον ιστορικό συμβιβασμό που αποδεχόταν τη συνεργασία όχι μόνο με τους σοσιαλιστές αλλά και με τους χριστιανοδημοκράτες, ενώ το Γαλλικό ΚΚ έμπαινε λίγο αργότερα στην κυβέρνηση Μιτεράν, όπου και παρέμεινε ακόμη και μετά τη νεοφιλελεύθερη στροφή από τις εθνικοποιήσεις του “Κοινού Προγράμματος” στα κλεισίματα και στις απολύσεις.
Σε αυτή την πορεία εντάσσονται οι νέες τότε θεωρητικοποιήσεις για την αντιμετώπιση του κράτους από την Αριστερά. Ο Ραλφ Μίλιμπαντ στο βιβλίο του “Το κράτος στην καπιταλιστική κοινωνία”6 εντόπιζε το δεσμό του κράτους με τον καπιταλισμό στο γεγονός ότι οι κορυφές της κρατικής γραφειοκρατίας επανδρώνονται από τα ίδια κυκλώματα με τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων και των τραπεζών. Ο Νίκος Πουλαντζάς σωστά έκανε κριτική σε αυτή την ανάλυση λέγοντας ότι αποτελεί περιγραφή του αποτελέσματος και όχι της αιτίας για τον χαρακτήρα του κράτους στον καπιταλισμό.
Αντιπρότεινε μια αντίληψη για το κράτος ως “συμπύκνωση” των συσχετισμών ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Έτσι είδε δυνατότητες να επηρεαστεί το κράτος όχι μόνο από τους καπιταλιστές αλλά και από την εργατική τάξη. Μέσα από διαφορετικές διαδρομές, ο Μίλιμπαντ και ο Πουλαντζάς έβλεπαν προοπτικές για “δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό”, ο ένας με αλλαγές στην επάνδρωση, ο άλλος μέσα από συνδυασμό του κοινοβουλευτικού δρόμου με την πίεση του κινήματος:
«Πώς να συλλάβουμε ένα ριζικό μετασχηματισμό του Κράτους συναρθρώνοντας τη διεύρυνση και το βάθεμα των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των ελευθεριών (που ήταν και μια κατάκτηση των λαϊκών μαζών), με την ανάπτυξη των μορφών άμεσης δημοκρατίας στη βάση και τη διασπορά αυτοδιαχειριστικών εστιών».7
Είχαμε δηλαδή μια αναθεώρηση της επαναστατικής στρατηγικής του Λένιν, ο οποίος είχε δώσει μάχη ενάντια στις αντιλήψεις για συνύπαρξη των Σοβιέτ με τη Συντακτική Συνέλευση στη Ρώσικη επανάσταση το 1917-18. Για τον Λένιν, η κατάσταση δυαδικής εξουσίας είναι ένα σύντομο διάστημα όπου είτε η εργατική τάξη θα προχωρήσει να πάρει την εξουσία και να χτίσει το δικό της κράτος, είτε αν αφήσει την πρωτοβουλία στους αστούς, τότε θα τσακιστεί -όπως και έγινε στη Γερμανική επανάσταση το 1918-19.
Όπως ξανά και ξανά αποδείχθηκε, το κράτος δεν είναι κρεμμύδι για να το ξεφλουδίζεις λίγο-λίγο, ούτε ο καπιταλισμός είναι μια τίγρη που μπορεί να δαμαστεί κόβοντας ένα-ένα τα νύχια της. Αυτές δεν είναι κάποιες μακρινές διαφωνίες “μιας άλλης εποχής”. Έπαιξαν και παίζουν ρόλο μέχρι σήμερα σε κάθε απόπειρα για προχώρημα της Αριστεράς.
Η σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα
Το ΠΑΣΟΚ σχημάτισε κυβέρνηση τον Οκτώβρη του 1981 μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού. Η πρώτη φορά σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση στην Ελλάδα ήταν ένα τεράστιο πολιτικό γεγονός. Το ΠΑΣΟΚ στην αντιπολίτευση τοποθετούσε τον εαυτό του στα αριστερά της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Είχε θέση ενάντια στην ΕΟΚ (πρόδρομο της ΕΕ) την οποία θεωρούσε ως λέσχη των χωρών του πλούσιου βορρά και υποστήριζε ότι η ένταξη της Ελλάδας θα ήταν εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη αλλά και στον διεθνή ρόλο που μπορούσε να διεκδικήσει η Ελλάδα στο χώρο των κρατών του Τρίτου Κόσμου (των Αδεσμεύτων όπως λεγόταν τότε).
Ήταν μια περίοδος όπου η διάκριση μητρόπολης-περιφέρειας προβαλλόταν ως υποκατάστατο της σύγκρουσης τάξη απέναντι σε τάξη και ως πιο σύγχρονη και πιο ριζοσπαστική πολιτική. Η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είχε υπουργούς που ήταν στελέχη του αντιδικτατορικού κινήματος και μπορούσαν να αναφέρονται ακόμη και στο Πολυτεχνείο του 1973. Ήταν ένα κόμμα ρεφορμιστικό στα σοσιαλδημοκρατικά πρότυπα, αλλά προβαλλόταν ως πιο λαϊκό και πιο ανοιχτό στις διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος, των αγροτών και των λαϊκών στρωμάτων.
Η προσαρμογή της κυβέρνησής του στις πιέσεις του καπιταλισμού ήταν γρήγορη. Ήδη από την πρώτη τετραετία έκανε απόπειρες να περιορίσει το δικαίωμα στην απεργία στις δημόσιες επιχειρήσεις. Αλλά μετά την επανεκλογή του το 1985 η στροφή έγινε ραγδαία. Προχώρησε σε ένα πακέτο λιτότητας με περικοπές στους μισθούς και αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Οι ανταρσίες μέσα στο ΠΑΣΟΚ και στα συνδικάτα πήραν μεγάλες διαστάσεις με πανεργατικές απεργίες ενάντια στα μέτρα και αποχωρήσεις στελεχών για τη δημιουργία νέου σοσιαλιστικού κόμματος.
Για να καλύψουν το κενό που άνοιξε στα αριστερά του ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ μαζί με την ΕΑΡ (την πιο δεξιά και πλειοψηφική πτέρυγα του ΚΚΕ εσωτερικού) προχώρησαν στην ίδρυση του ενιαίου Συνασπισμού της Αριστεράς. ΚΚΕ και ΚΚΕ(εσ) είχαν συνεργαστεί στις εκλογές του 1974, αλλά τώρα έβαζαν μπροστά μια συνεργασία πιο μόνιμη και με γενικότερο προσανατολισμό. Η ανταπόκριση σε εκείνη την απόφαση ήταν μαζική μέσα στον κόσμο της Αριστεράς. Τα κόμματα του αριστερού ρεφορμισμού πρότειναν ενωμένα μια εναλλακτική προοπτική. Στις εκλογές του Ιούνη 1989, ο Συνασπισμός πήρε 13,1% και αναδείχθηκε ρυθμιστής στη Βουλή.
Η συνέχεια, όμως, ήταν τραγική. Ο Συνασπισμός συνεργάστηκε για το σχηματισμό κυβέρνησης αρχικά με τη Νέα Δημοκρατία και στη συνέχεια με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ μαζί στην «Οικουμενική» κυβέρνηση Ζολώτα. Η στρατηγική του «ιστορικού συμβιβασμού» είχε φτάσει και στην Ελλάδα με τα ίδια διαλυτικά αποτελέσματα. Εκείνη ήταν η προηγούμενη φορά που τα ρεφορμιστικά όρια της Αριστεράς έδωσαν τη δυνατότητα για επάνοδο της δεξιάς.
Η Νέα Δημοκρατία κατάφερε να γίνει κυβέρνηση για τρία χρόνια το 1990-93 και να εξαπολύσει μια από τις χειρότερες επιθέσεις στην εργατική τάξη με ιδιωτικοποιήσεις, απολύσεις και τον πρώτο νόμο για το ασφαλιστικό που ανέβασε τα όρια συνταξιοδότησης για άντρες και γυναίκες καταργώντας για πρώτη φορά τη 15ετία που είχε κατακτηθεί για τις γυναίκες με απεργίες από τη δεκαετία του 1930.
Ο ενιαίος Συνασπισμός διασπάστηκε όπως και το ίδιο το ΚΚΕ που στις εκλογές του 1993 πήρε το χαμηλότερο ποσοστό της μεταπολιτευτικής του πορείας. Ο διασπασμένος Συνασπισμός δεν μπήκε καν στη Βουλή. Όσο για το ΠΑΣΟΚ, πέρασε πλέον ανοιχτά στην κατηγορία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που πορεύονταν ως ρεφορμιστές χωρίς μεταρρυθμίσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ κουβαλάει όλη αυτή την αρνητική κληρονομιά.
Διαφορετικός αλλά και ίδιος
Οι διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ έμοιαζαν πολύ ελκυστικές όταν ξεκινούσε. Έλεγε ότι έχει ξεπεράσει τον Συνασπισμό του 1989, δεν έχει καμιά σχέση ούτε με τη σοσιαλδημοκρατία ούτε με το ΚΚΕ και υπόσχεται μια νέα ριζοσπαστική αριστερά. Κατάφερε να συσπειρώσει μέσα του και γύρω του μια σειρά οργανώσεις και κινήσεις που ήθελαν να αφήσουν πίσω το παρελθόν ακόμη και αν προέρχονταν από την επαναστατική αριστερά.
Οι εξελίξεις προχωρούσαν με άλματα. Η εξέγερση της νεολαίας μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου το Δεκέμβρη του 2008 έπαιξε ρόλο στην κατάρρευση της ΝΔ το καλοκαίρι του 2009, οι πανεργατικές απεργίες ενάντια στο πρώτο Μνημόνιο το 2010 και οι Πλατείες το 2011 χτυπούσαν καμπανάκι για τις ευκαιρίες που άνοιγαν για την Αριστερά. Μπροστά μας, όμως, άνοιγαν δυο δρόμοι.
Ο ένας ήταν αυτός που πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ -ένα αντινεοφιλελεύθερο πρόγραμμα που θα το έβαζε μπροστά να το εφαρμόσει μια κυβέρνηση της Αριστεράς ως εγγύηση για την υλοποίησή του. Και από την άλλη ήταν οι προτάσεις που έβαλε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα. Όχι ως υποσχέσεις για ένα μακρινό μέλλον, αλλά με άμεσες διεκδικήσεις που έδιναν απαντήσεις στην κρίση: τη διαγραφή του χρέους και την κρατικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων με εργατικό έλεγχο. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ τόνιζε ότι αυτά συνδυάζονταν απαραίτητα με τη ρήξη με το Ευρώ και την ΕΕ και με την υλοποίησή τους από ένα δυνατό εργατικό κίνημα.
Την επιλογή ανάμεσα στους δυο δρόμους τη διατύπωσε χαρακτηριστικά ο Γιάννης Δραγασάκης σε ένα κείμενό του το 2013:
“Το δίπολο 'διαπραγμάτευση ή μονομερείς ενέργειες' αναδεικνύεται ορισμένες φορές με έναν τρόπο διλημματικό και διχαστικό. Οι καθεστωτικές δυνάμεις κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ ότι το πρόγραμμά του αντικειμενικά οδηγεί σε μονομερείς ενέργειες -που θεωρούνται παντού και πάντα επικίνδυνες- ενώ δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, αλλά εσχάτως και το ΚΚΕ, κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ για το αντίθετο. Ότι δεν έχει ως πολιτική του τη, σε κάθε περίπτωση, μονομερή ακύρωση του χρέους και των δανειακών συμβάσεων.
Είναι, όμως, αμοιβαία αποκλειόμενες η διαπραγμάτευση και οι μονομερείς αποφάσεις; Ας δούμε τις βασικές επιλογές.
Η πρώτη είναι η επιλογή της συναίνεσης, στη βάση της θέλησης των δανειστών και της τρόικας, που πάντα έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων και τον τελικό λόγο. Οι διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο αυτής της επιλογής είναι εικονικές, αφού στη στρατηγική της συναίνεσης η όποια παραχώρηση των δανειστών δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας διεκδίκησης αλλά έχει την έννοια μιας επιβράβευσης για τη συναινετική συμπεριφορά του οφειλέτη. (...)
Η δεύτερη επιλογή απορρίπτει κάθε διαπραγμάτευση, συμβιβασμό ή όρο. Είναι μια λογική 'ή όλα ή τίποτε'. Ορισμένοι που αρέσκονται σε χαρακτηρισμούς θεωρούν αυτή την επιλογή 'αριστερή', ενώ τη διαπραγμάτευση τη θεωρούν 'δεξιά' πολιτική. (...)
Η τρίτη επιλογή δεν αποκλείει ούτε τη διαπραγμάτευση ούτε τη μονομερή ενέργεια ως στοιχεία μιας στρατηγικής που εκτυλίσσεται ανάλογα με την εξέλιξη των συσχετισμών”.8
Σήμερα πια ξέρουμε ότι η περιγραφή που ταιριάζει γάντι στην πρακτική της κυβέρνησης Τσίπρα, ιδιαίτερα από τη στιγμή που μετέτρεψε το σαρωτικό ΟΧΙ του δημοψηφίσματος σε υπογραφή του τρίτου Μνημόνιου είναι αυτή που ο Δραγασάκης αναφέρει ως πρώτη. “Επιβραβεύσεις” υπήρξαν, καθώς υπήρξε καθαρή “συναινετική συμπεριφορά του οφειλέτη”.
Τότε ο Δραγασάκης ισχυριζόταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κατάφερνε να συνδυάσει τη διαπραγμάτευση με τις μονομερείς ενέργειες όποτε το επέτρεπαν οι συσχετισμοί. Οι συσχετισμοί, όμως, γίνονταν μόνιμα απαγορευτικοί στα πλαίσια της ρεφορμιστικής στρατηγικής.
Ήταν η στρατηγική που έλεγε σεβασμό στη “συνέχεια του κράτους” και σήμαινε εγκατάλειψη ακόμη και των παλιών ρεφορμιστικών αντιλήψεων για “εκδημοκρατισμό” των κρατικών μηχανισμών. Ο στρατός, η αστυνομία, η δικαιοσύνη, η διπλωματία συνέχισαν το έργο τους όπως πριν, με τα αντίστοιχα υπουργεία να πηγαίνουν στους Καμμένους και στους Κοτζιάδες. Ακόμη και όταν έφυγε ο Καμμένος, το “αυτοδιοίκητο” των καραβανάδων επιβεβαιώθηκε με την μετατροπή του αρχηγού ΓΕΕΘΑ σε υπουργό Άμυνας. Ο Παπαγγελόπουλος στο Δικαιοσύνης αποδείχθηκε μονιμότερος στην καρέκλα του από όλα τα παλιά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σε όλα τα υπουργεία. Και ο Στουρνάρας παρέμεινε ακλόνητος στο τιμόνι της Τράπεζας της Ελλάδος στα πλαίσια του σεβασμού των θεσμών της Ευρωζώνης.
Ήταν η στρατηγική που είχε προκαταβολικά όριο την δέσμευση για παραμονή στην ΕΕ και στο Ευρώ. Το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ του 1980 έλεγε “ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο” με την αρνητική έννοια, έστω φραστικά, ο ΣΥΡΙΖΑ έλεγε από την αρχή ότι η παραμονή στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ είναι ένα πλαίσιο απαραίτητο όχι μόνο για την οικονομία αλλά και για τις βλέψεις του ελληνικού καπιταλισμού στα δυτικά Βαλκάνια και στην ανατολική Μεσόγειο. Δεν γίνεται, όμως, να σφίγγεις το χέρι του Νετανιάχου, του Σίσι και του Τραμπ και να δηλώνεις “προοδευτική” πολιτική ειρήνης και ανάπτυξης. Όσο πιο πολύ συνεργάζεσαι με την ΕΕ για τον αποκλεισμό των προσφύγων από την Τουρκία και για εκμετάλλευση των “θαλάσσιων οικοπέδων” στην Κύπρο, τόσο πιο ασφυκτικοί γίνονται οι συσχετισμοί με τους δανειστές. Ο αποκλεισμός της ρήξης με το Ευρώ σήμαινε ότι και το τρίτο μνημόνιο έγινε μονόδρομος και η “έξοδος” από τα μνημόνια κουβαλάει όλο το φορτίο των δεσμεύσεων για τη διαχείριση του χρέους με όρους Ρέκλινγκ.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, κανένα μυστήριο πίσω από την κατάντια του ΣΥΡΙΖΑ που κατάφερε να βλέπει την πλάτη της Νέας Δημοκρατίας από απόσταση στις εκλογές. Το πραγματικό ερώτημα είναι πού πάμε τώρα.
Η νέα εργατική αντίσταση
Μέσα στην τετραετία ΣΥΡΙΖΑ η εργατική τάξη και η νεολαία δεν έπαψε να αγωνίζεται. Δεν αποδέχθηκε τη διάψευση των προσδοκιών παθητικά. Υπήρξαν αντιστάσεις και υπήρξαν και πολιτικές διεργασίες. Η συζήτηση για τη στρατηγική που είχε περιοριστεί στην πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ Αριστερά άνοιξε υποχρεωτικά και για μεγάλο μέρος του κόσμου που είχε στηρίξει τις ελπίδες του στον ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί η εμπειρία να ήταν τραυματική, αλλά το ερώτημα αν υπάρχει τρόπος για να πάμε πέρα από τους συμβιβασμούς των υπουργών μιας κυβέρνησης της Αριστεράς ανοίγει βασανιστικά. Η αντικαπιταλιστική αριστερά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει τη δυνατότητα και την υποχρέωση να κάνει αυτή τη συζήτηση συστηματικά μέσα στην κοινή δράση στις μάχες που έρχονται.
Η εργατική τάξη και η νεολαία δεν πρόκειται να αντιμετωπίσουν την επιστροφή της Νέας Δημοκρατίας με σταυρωμένα χέρια. Το δείχνουν οι κινητοποιήσεις που κρατούν ανοιχτά τα μέτωπα ήδη από το προηγούμενο διάστημα. Οι συμβασιούχοι που απαιτούσαν μαχητικά μονιμοποιήσεις από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν θα αποδεχθούν παθητικά τις απολύσεις από τον Μητσοτάκη. Ούτε οι τραπεζοϋπάλληλοι από τους τραπεζίτες. Οι γυναίκες που έκαναν την 8 Μάρτη απεργιακή και οι νέοι και νέες που μαζικοποίησαν τα Pride δεν είναι πρόβατα για σφαγή από τους σεξιστές της δεξιάς. Ούτε οι αντιφασίστες που έδωσαν τις μάχες με τους δολοφόνους της Χρυσής Αυγής πρόκειται να φοβηθούν τον κάθε Πλεύρη.
Άλλωστε, τηρουμένων των αναλογιών, έχουμε ιστορικά προηγούμενα. Όταν ο πατέρας Μητσοτάκης έγινε πρωθυπουργός το 1990 αυτό που βρήκε απέναντί του ήταν ένα θυελλώδες κύμα αγώνων, στο οποίο συμμετείχαν μαζικά οι εργάτες και οι εργάτριες που είχαν αυταπάτες για το ΠΑΣΟΚ. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ τότε βάδιζε προς τα δεξιά, προς τη νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία του Σημίτη, αλλά η βάση δεν είχε εισπράξει την καθίζηση της Αριστεράς του τότε Συνασπισμού και την εκλογική ήττα ως παραίτηση. Κάθε άλλο.
Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα θυμάται καλά τις μάχες εκείνης της περιόδου, την απεργία της ΕΑΣ, τις δίκες για το Μακεδονικό και τα συλλαλητήρια για τους μετανάστες από την Αλβανία, γιατί προέρχεται από την Οργάνωση Σοσιαλιστική Επανάσταση που στήριξε εκείνους τους αγώνες και μεγάλωσε μέσα από αυτούς.
Και σήμερα το ζητούμενο είναι να ετοιμάζεται η αντικαπιταλιστική αριστερά για να παίξει αντίστοιχο ρόλο. Ο κόσμος της Αριστεράς δεν έχει γίνει “ανθρώπινη σκόνη” όπως λένε και γράφουν9 απόψεις που είχαν αποδεχθεί τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ και τώρα βρίσκονται σε αδιέξοδο. Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ποτέ δεν υπέκυψαν στις σειρήνες του Τσίπρα και αυτή είναι μια αφετηρία για να βρεθούμε μαζί με όλο τον κόσμο της Αριστεράς στις μάχες που έρχονται. Ενωτικά αλλά και ξεκάθαρα ότι η διέξοδος βρίσκεται στο δρόμο της ανατροπής αφήνοντας πίσω τον αποτυχημένο δρόμο της διαχείρισης.
Σημειώσεις
1. Αναφέρεται από τον Τόνι Κλιφ στο βιβλίο του The Crisis, Pluto press 1975, σελ. 126
2. Το Συνέδριο της Γκότα έγινε τον Μάη του 1875 και ένωσε τις διαφορετικές πτέρυγες του εργατικού κινήματος της Γερμανίας σε ενιαίο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα. Ο Μαρξ έγραψε μια σκληρή κριτική για το πρόγραμμα που υιοθετήθηκε. Marx-Engels, Selected works, Lawrence and Wishart, London 1968, σελ.315
3. Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1900/reform-revolution/index.htm
4. Λένιν, Άπαντα, τόμος 33, Κράτος και επανάσταση, Σύγχρονη εποχή
5. Antonio Gramsci, Selections from the prison notebooks, Lawrence and Wishart, London 1971, σελίδα 333.
6. Ralph Miliband, The state in capitalist society, Weidenfeld and Nicolson 1969
7. Ν. Πουλαντζάς, Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός, εκδ. Θεμέλιο, σελ. 364.
8. Κυβέρνηση της Αριστεράς, συλλογικό, εκδόσεις Τόπος, 2013, σελ.34-35.
9. Η αποδιάρθρωση του λαού της Αριστεράς, Εφημερίδα των Συντακτών, 4 Ιουλίου 2019.
Διαβάστε επίσης τα άρθρα σε προηγούμενα τεύχη του “Σοσιαλισμός από τα κάτω”
1. Λέανδρος Μπόλαρης, Κυβερνήσεις της Αριστεράς, ΣαΚ 86, Μάης-Ιούνης 2011
2. Μαρία Στύλλου, Η άνοδος της Αριστεράς στις εκλογές- Η πρωτοβουλία στην αντικαπιταλιστική αριστερά, ΣαΚ 92, Μάης-Ιούνης 2012
3. Πάνος Γκαργκάνας, Οι αντινομίες του ρεφορμισμού, ΣαΚ 111, Ιούλης-Αύγουστος 2012
4. Πάνος Γκαργκάνας, Γιατί απέτυχε ο ΣΥΡΙΖΑ, ΣαΚ 112, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2015
5. Πάνος Γκαργκάνας, Η επαναστατική παράδοση απέναντι στον ρεφορμισμό, ΣαΚ 128, Μάης-Ιούνης 2018