Άρθρο
Το ελληνικό 1989

Εξώφυλλο του τευχους 135

Το 1989 μια εργατική τάξη οργισμένη με τη δεξιά στροφή του ΠΑΣΟΚ φούσκωνε τα πανιά της Ενιαίας Αριστεράς.
Ο Κώστας Πίττας θυμίζει πώς ο Κύρκος και ο Φλωράκης τίναξαν στον αέρα εκείνη την ευκαιρία.

 

Το 1989 ήταν σίγουρα μια χρονιά που σημάδεψε με τον πιο έντονο τρόπο τη μεταπολεμική ιστορία σε παγκόσμια κλίμακα. Σφραγίστηκε από την κρίση και την κατάρρευση των σταλινικών καθεστώτων του κρατικού καπιταλισμού κάτω από την πίεση εργατικών εξεγέρσεων στην Ανατολική Ευρώπη, την επέλαση του νικηφόρου νεοφιλελευθερισμού και την κρίση των Κομμουνιστικών Κομμάτων στη Δύση, τις θριαμβολογίες για «το τέλος της Ιστορίας» σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία όπου τα πάντα καθορίζονται από το «αόρατο χέρι της αγοράς».

Το 1989, όμως, ήταν μια χρονιά καθοριστική και για τις πολιτικές εξελίξεις και την Αριστερά στην Ελλάδα. Στις 2 Ιούλη –πριν από ακριβώς 30 χρόνια– για πρώτη φορά μετά το 1944 και τη συμμετοχή υπουργών του ΕΑΜ στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας», η Αριστερά βρέθηκε ξανά με υπουργούς και μάλιστα σε μια συγκυβέρνηση με το κόμμα της Δεξιάς, τη Νέα Δημοκρατία. Μόλις δυο μήνες πριν, και τα δυο αυτά γεγονότα θεωρούνταν κάτι αδιανόητο για τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου, πολύ περισσότερο του κόσμου της ίδιας της Αριστεράς. Ο τότε γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, ο Χαρίλαος Φλωράκης, δήλωνε λίγα χρόνια αργότερα στη βιογραφία του: «Το 1989, όσο δύσκολη χρονιά ήταν για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, τόσο ήταν μια μεγάλη χρονιά για την Αριστερά στη χώρα μας».

Στις βουλευτικές εκλογές που έγιναν στις 18 Ιούνη του 1989, μέσα σε κλίμα όπου κυριαρχούσε η συζήτηση για το σκάνδαλο-Κοσκωτά που ήταν βουτηγμένα στελέχη της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, η Νέα Δημοκρατία αναδείχθηκε πρώτο κόμμα με 44,3%. Ακολουθούσε το ΠΑΣΟΚ που, παρά την κρίση του, πέτυχε να συγκρατήσει 39,1%. Όμως κανείς από τους δυο δεν κατάφερε να πάρει την αυτοδυναμία. Ρυθμιστικός παράγοντας για το σχηματισμό κυβερνητικής πλειοψηφίας, έχοντας πάρει 13,1%, αναδείχθηκε η Αριστερά –ο ενιαίος τότε Συνασπισμός που είχαν συγκροτήσει το ΚΚΕ με την ΕΑΡ του Λεωνίδα Κύρκου (η τελευταία είχε κληρονομήσει το μεγαλύτερο τμήμα του παλιού ΚΚΕ εσωτερικού). 

Σε αυτό το πολιτικό σταυροδρόμι, οι ηγεσίες της Αριστεράς επέλεξαν να συμμετέχουν σε μια συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία, με πρωθυπουργό ένα στέλεχος της τελευταίας, τον Τζανετάκη. Υποτίθεται ότι η αποστολή αυτής της κυβέρνησης ήταν να εξασφαλίσει την «κάθαρση». Αν δεν σχηματιζόταν, ήταν ένα από τα επιχειρήματα των ηγεσιών της Αριστεράς, τότε τα σκάνδαλα θα παραγράφονταν και οι υποθέσεις δεν θα πήγαιναν στο Ειδικό Δικαστήριο. Το άλλο επιχείρημα ήταν ότι η Αριστερά παίρνοντας η ίδια την πρωτοβουλία να «αξιοποιήσει» τους «θεσμούς», έστω και με κυβερνητικό εταίρο τη Δεξιά, έβγαινε από το περιθώριο κι αποκτούσε μια νέα δυναμική.

Πέντε μήνες αργότερα, όταν οι νέες εκλογές του Νοέμβρη 1989 πάλι δεν έβγαλαν αυτοδυναμία, σχηματίστηκε η «Οικουμενική» κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον πρώην τραπεζίτη Ζολώτα. Σε αυτήν εκτός από τη ΝΔ και τον ενιαίο Συνασπισμό, συμμετείχε και το ΠΑΣΟΚ (που ως δια μαγείας «ξέχασε» τις αντιδεξιές κορώνες του). Στις τρίτες εκλογές που έγιναν τον Απρίλη του 1990, η Νέα Δημοκρατία κέρδισε οριακά την αυτοδυναμία με 152 βουλευτές (ο ένας από αυτούς «δανεικός» από τη ΔΗΑΝΑ, το μικρό δεξιό κόμμα του μετέπειτα Πρόεδρου της Δημοκρατίας, Στεφανόπουλου). Η «θεσμική» απάντηση της ρεφορμιστικής Αριστεράς στα σκάνδαλα του ΠΑΣΟΚ, είχε βοηθήσει να ανοίξει ο δρόμος στην πιο σκληρή μεταπολιτευτική δεξιά κυβέρνηση του πατρός Μητσοτάκη.

Ο Χαρίλαος Φλωράκης μπορεί να αισθανόταν περήφανος για τη «μεγάλη χρονιά της Αριστεράς», αλλά ο κόσμος της Αριστεράς όχι. Στις εκλογές του Νοέμβρη 1989, ο ενιαίος Συνασπισμός έχασε 120.000 ψήφους. Τον Απρίλη του 1990, το ποσοστό του έπεσε στο 10%. Η ΚΝΕ αποχώρησε μαζικά και το ΚΚΕ μπήκε σε κρίση. Ακολούθησε η διάσπαση του ενιαίου Συνασπισμού. Στις εκλογές του 1993, το αθροιστικό ποσοστό ΚΚΕ και ΣΥΝ ήταν το μισό από αυτό των εκλογών του Ιούνη 1989. Τελικά, το 1989 ήταν η «χρονιά της μεγάλης κρίσης» για την Αριστερά από την οποία άργησε πολύ να συνέλθει.

Σήμερα, 30 χρόνια μετά και έχοντας την εμπειρία της μνημονιακής συγκυβέρνησης ΠΑΣΟΚ-ΝΔ ή την κατάντια της δεξιάς κατρακύλας της «πρώτης φοράς αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ (μαζί με τον Καμμένο), μπορεί το 1989 να μοιάζει μια παλιά ξεχασμένη ιστορία που δεν έχει και τίποτα καινούργιο να μας προσφέρει. Δεν είναι έτσι. Οι ρίζες και των δυο αυτών εξελίξεων είναι κοινές. Το φιάσκο του ’89 ανέδειξε με εκκωφαντικό τρόπο τα όρια της ρεφορμιστικής αριστεράς, μιας Αριστεράς που δεν εμπιστεύεται την εργατική τάξη και τους αγώνες της. Γιατί, υπήρχε πραγματικά αριστερή εναλλακτική απέναντι στην τότε δεξιά κατρακύλα του ΠΑΣΟΚ και στα σκάνδαλα: ήταν οι μαζικές απεργίες και οι διαδηλώσεις των εργατών και των εργατριών που συγκρούονταν με την κυβέρνησή «τους», ιδιαίτερα μετά το 1985, και δημιούργησαν τη δυναμική που ανέβασε εκλογικά την Αριστερά στη θέση του «ρυθμιστικού παράγοντα». Αυτοί οι αγώνες ζητούσαν κλιμάκωση, οργάνωση και συντονισμό. Όμως, σε αυτούς του αγώνες οι ηγεσίες του ΚΚΕ και του ενιαίου Συνασπισμού γύρισαν την πλάτη.

Η κρίση του ΠΑΣΟΚ

Για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, τότε και σήμερα, το «βρόμικο ‘89» ήταν μια «συνομωσία» της Δεξιάς μαζί με την Αριστερά για να συκοφαντήσουν τον Ανδρέα Παπανδρέου. Η αλήθεια είναι πως η κρίση στην οποία είχε οδηγηθεί το ΠΑΣΟΚ μετά τις δυο πρώτες τετραετίες του σαν κυβέρνηση ήταν πέρα για πέρα πραγματική –και δεν αφορούσε μόνο τα σκάνδαλα. Είχε να κάνει με τη συνολική εγκατάλειψη όλων των πολιτικών του διακηρύξεων που το είχαν οδηγήσει στη θριαμβευτική εκλογική νίκη του 1981, και την αναθεώρησή τους προς τα δεξιά.

Στην πραγματικότητα, αυτή η στροφή ήταν κομμάτι μιας ουσιαστικής σύγκλισης με τη Νέα Δημοκρατία προς τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση του ελληνικού καπιταλισμού. Λίγα χρόνια αργότερα, η επικράτηση του Σημίτη στην κούρσα διαδοχής του Ανδρέα Παπανδρέου το 1995-96 αποτελούσε το επιστέγασμα αυτής της πορείας.

Όμως, αυτή η ανοιχτή δεξιά στροφή είχε ξεκινήσει πριν το 1989. Καθώς το κύμα της νεοφιλελεύθερης επέλασης, που αποκτούσε διεθνώς νέα ορμή με τον Ρήγκαν στις ΗΠΑ και τη Θάτσερ στη Βρετανία στις αρχές της δεκαετίας του ’80, έφτανε στην Ελλάδα, ο «τσάρος της οικονομίας» στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, Γεράσιμος Αρσένης, άρχισε να παίρνει τα πρώτα αντεργατικά μέτρα: το φρενάρισμα των μισθών με τον «ετεροχρονισμό» της ΑΤΑ (της Αυτόματης Τιμαριθμικής Προσαρμογής) και τον περιορισμό του δικαιώματος στην απεργία με το διαβόητο «άρθρο 4». Η τοποθέτηση του Σημίτη στη θέση του υπουργού Οικονομίας μετά τις εκλογές του 1985 σήμαινε την κλιμάκωση των αντεργατικών επιθέσεων και την «επίσημη» επιβολή της λιτότητας με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου (το διαβόητο «Σταθεροποιητικό Πρόγραμμα»). Ήταν μέτρα που συνοδεύτηκαν από τις πρώτες απόπειρες μιας νεοφιλελεύθερης στροφής στην οικονομία με την «απελευθέρωση» του τραπεζικού συστήματος που άνοιξε το δρόμο για τα αρπακτικά σαν τον Κοσκωτά στο χώρο των τραπεζών. (Σήμερα, είναι αλήθεια ότι το σκάνδαλο Κοσκωτά μοιάζει «νηπιαγωγείο» μπροστά στα σκάνδαλα των golden boys τύπου Βγενόπουλου κλπ τις δεκαετίες που ακολούθησαν, αλλά τότε έγινε η αρχή).

Εργατικοί αγώνες

Ως αποτέλεσμα των μέτρων του Σημίτη, η ΠΑΣΚΕ διασπάστηκε. Ένα μεγάλο μέρος συνδικαλιστών της αποχώρησε (έχοντας ισχυρή επιρροή στα δυνατά σωματεία της Κοινής Ωφέλειας –ΟΣΕ, ΔΕΗ, ΟΤΕ, Τράπεζες, αλλά και σε αρκετούς βιομηχανικούς χώρους) και δημιούργησε την ΣΣΕΚ. Για ένα πολύ μικρό διάστημα, σε συνεργασία με τις συνδικαλιστικές παρατάξεις του ΚΚΕ (ΕΣΑΚ) και του ΚΚΕ εσωτερικού (ΑΕΜ) είχαν την πλειοψηφία στη διοίκηση της ΓΣΕΕ. Το 1985 έκλεισε με μια μεγάλη πανεργατική γενική απεργία στις 14 Νοέμβρη ενάντια στο «σταθεροποιητικό πρόγραμμα». 

Τα δικαστήρια διόρισαν νέα διοίκηση στη ΓΣΕΕ προσκείμενη στο ΠΑΣΟΚ, αλλά στην πραγματικότητα η διορισμένη διοίκηση είχε μόνο τη «σφραγίδα» στα χέρια της. Ο πραγματικός έλεγχος του συνδικαλιστικού κινήματος βρισκόταν στα χέρια της αριστερής συνεργασίας ΣΣΕΚ, ΕΣΑΚ, ΑΕΜ. Το 1986 ήταν γεμάτο από εργατικές κινητοποιήσεις στις οποίες καλούσε η αριστερή αντιπολίτευση στην διορισμένη ΓΣΕΕ. Ήταν πολύ μαζικές (σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, το 1986 υπήρχαν 1,1 εκατομμύριο απεργοί και 7,5 εκατομμύρια χαμένες ώρες εργασίας – η ΕΣΑΚ ανεβάζει τα αντίστοιχα νούμερα σε 5 εκατ. και 60 εκατ.). Ταυτόχρονα, όμως, περιορίζονταν σε 24ωρες διαμαρτυρίες που ναι μεν έκφραζαν τη μεγάλη οργή της εργατικής τάξης, αλλά ήταν γραφειοκρατικά ελεγχόμενες.

Αυτό άρχισε να αλλάζει στα τέλη της χρονιάς. Το 1986 θα κλείσει με μία σημαντική νίκη για το εργατικό κίνημα που θα καταγραφεί σαν τέτοια σ' όλους τους εργασιακούς χώρους. Η μεγάλη απεργία στους Δήμους το Δεκέμβρη με μια πρωτοφανή μαζικότητα και δυνατές απεργιακές φρουρές θα αναγκάσει την κυβέρνηση σε άτακτη υποχώρηση, αφού πρώτα οι εργαζόμενοι καταπάτησαν την πολιτική επιστράτευση στην οποία είχε καταφύγει. Αντί για τις απολύσεις που σχεδίαζε, αναγκάστηκε να μονιμοποιήσει πάνω από 25.000 συμβασιούχους! Τις ίδιες μέρες ξεσπούν μαθητικές καταλήψεις στα «Πολυκλαδικά» Λύκεια που θα κορυφωθούν με τη μεγαλύτερη (από το '74) μαθητική διαδήλωση που οργάνωσαν 120 σχολεία της Αθήνας.

Τους πρώτους μήνες του 1987, το απεργιακό ποτάμι ξεχείλισε. Με μαζικές και δυναμικές απεργίες διαρκείας που συνοδεύονταν από συγκρούσεις με τα ΜΑΤ στις απεργιακές φρουρές, οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ, στην εκπαίδευση, στις τράπεζες έσπασαν το πάγωμα των μισθών και κέρδισαν γενναίες αυξήσεις. Οι απόπειρες της κυβέρνησης να συκοφαντήσει τους απεργούς αποκαλώντας τους «ρετιρέ» του δημοσίου, πέφτουν στο κενό. Αντίθετα, το ξεκίνημα κινητοποιήσεων και σε πολλά εργοστάσια (όπως στη ΛΑΡΚΟ, στην ΗΒΗ, στην Coca Cola, στην ΤΙΤΑΝ) και στους ναυτεργάτες θα απλώσει την απεργιακή αντίσταση και στον ιδιωτικό τομέα.

Η εργατική τάξη που ένοιωθε προδομένη από την κατρακύλα του ΠΑΣΟΚ και την εγκατάλειψη των υποσχέσεών του, ούτε είχε «ενσωματωθεί» και οδηγηθεί στην παθητικότητα, ούτε στρεφόταν προς τη Δεξιά. Όχι μόνο δίνοντας οικονομικούς αγώνες, αλλά και πολιτικά: στις δημοτικές εκλογές το φθινόπωρο του 1986 είχε μαζικά ψηφίσει τα κοινά ψηφοδέλτια της Αριστεράς και των ανταρτών του ΠΑΣΟΚ, δημιουργώντας «κόκκινα στεφάνια» στις εργατογειτονιές γύρω από την Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη. Για πρώτη φορά με τόσο έντονο τρόπο, μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’70, το εργατικό κίνημα έθετε τη δικιά του σφραγίδα στους κοινωνικούς αγώνες και επενέβαινε σαν αυτόνομος παράγοντας στην πολιτική σκηνή. Αυτή η δυναμική ακυρώθηκε, αν και όχι εύκολα, από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν τους εργατικούς αγώνες οι ηγεσίες της ρεφορμιστικής αριστεράς –και κύρια του ΚΚΕ που ήταν ο βασικός κορμός της.

Αριστερά

Η σελίδα της «Άποψής μας» στο τεύχος 15 της Εργατικής Αλληλεγγύης το Μάρτη του 1987, είχε τίτλο «Να στηρίξουμε τα γιουρούσια της πρωτοπορίας». Ο τίτλος δεν ήταν τυχαίος. Στις 1/3/1987, ο Ριζοσπάστης έγραφε: “Απέναντι σε μια κυβέρνηση ελάχιστα διατεθειμένη να κάνει πίσω στην εισοδηματική της πολιτική, θα ήταν αφελής όποιος βασιζόταν μόνο στα γιουρούσια της πρωτοπορίας”. Η πραγματικότητα ήταν ότι, όπως αποδείχθηκε, την κυβέρνηση την ανάγκασαν «να κάνει πίσω» οι εργατικοί αγώνες. Παρόλα αυτά ένα χρόνο αργότερα, στην απεργία των εκπαιδευτικών, ο Ριζοσπάστης συνέχιζε το ίδιο τροπάρι: “Μερικά γιουρούσια την περίοδο των εξετάσεων και μάλιστα με τη μορφή απεργίας διαρκείας, θα οδηγούσαν τον αγώνα των εκπαιδευτικών σε απομόνωση και πολύ πιθανά σε άμεσο αδιέξοδο”.

«Αυτή η τακτική του ΚΚΕ», έγραφε το άρθρο της Εργατικής Αλληλεγγύης το Μάρτη του ’87, «δεν έρχεται ουρανοκατέβατη. Είναι άμεσα δεμένη με την πορεία που έχει χαράξει βαδίζοντας προς το 12ο Συνέδριό του». Στην πραγματικότητα, ήταν άμεση έκφραση του ποια προοπτική έβλεπε η ηγεσία του ΚΚΕ στους εργατικούς αγώνες. Όχι τη δυνατότητα και την οργάνωση της κλιμάκωσης και του συντονισμού τους, αλλά, όπως έγραφε ο Ριζοσπάστης: “Οι αγώνες των εργαζομένων και η συμμαχία τους με άλλες κοινωνικές δυνάμεις της αλλαγής, είναι για το ΚΚΕ ο κινητήρας που θα αναδείξει μια κυβέρνηση της αριστεράς και της προόδου”. (Είναι θλιβερό το ότι δυο χρόνια αργότερα η μετουσίωση αυτής της πρότασης ήταν η συγκυβέρνηση με τη ΝΔ).

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των ρεφορμιστικών κομμάτων κάθε είδους είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στην εργατική τάξη και τους αγώνες της –πολύ περισσότερο όταν αυτοί δίνονται από τα κάτω. Όμως, η ηγεσία του ΚΚΕ έκανε ένα ακόμα βήμα παραπέρα. Ήδη από το Σεπτέμβρη του 1985, το στέλεχος τότε του κόμματος, Μ. Ανδρουλάκης μιλούσε για την ανάγκη το κόμμα να ανακαλύψει τις «νέες μήτρες της Αριστεράς» πέρα από τις «παραδοσιακές» του, δηλαδή την εργατική τάξη. 

Αυτή τη μεγάλη «στροφή» ήρθε να επικυρώσει το 12ο Συνέδριο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ομόφωνη εισήγηση (Θέσεις) της Κεντρικής Επιτροπής διαπίστωνε ότι: “Δεν πρέπει να νομιστεί ότι είμαστε συλλέκτες και υπερασπιστές οποιουδήποτε αιτήματος προβάλλεται από μη κεφαλαιοκρατικές δυνάμεις… Πρέπει να αξιολογούμε τα αιτήματα με τα κριτήρια της προόδου και της αλλαγής, με τα κριτήρια των πραγματικών και όχι των αυθαίρετων αναγκών”. Και κατέληγε: “Η εργατική τάξη, όλοι οι εργαζόμενοι μπορούν να νιώσουν ότι για την επιτυχία μιας τέτοιας ανάπτυξης που θα δίνει αποτελέσματα προς όφελος τους, αξίζει να κάνουν ακόμη και θυσίες”! Αντίστοιχες παρεμβάσεις έγιναν, όχι μόνο από τον Φλωράκη ή από στελέχη που αργότερα μεταπήδησαν στον ΣΥΝ, σαν τον Δραγασάκη, αλλά και από στελέχη της «σκληρής πτέρυγας» σαν το Γόντικα ή την Παπαρήγα. Μετά από όλα αυτά, επόμενο ήταν ότι η τελική απόφαση του Συνέδριου προειδοποιούσε τα μέλη του κόμματος να αποφύγουν «την ευκολία στη λήψη αποφάσεων για απεργιακούς αγώνες» και «την προκήρυξη βεβιασμένων κινητοποιήσεων».

Το καλοκαίρι του 1988, λίγο μετά τη λήξη της απεργίας διαρκείας των εκπαιδευτικών που ο Ριζοσπάστης κατάγγελνε σαν «γιουρούσι της πρωτοπορίας», ο Χαρίλαος Φλωράκης απεύθυνε πρόσκληση στο Λεωνίδα Κύρκο για να συζητήσουν την προοπτική συνεργασίας ΚΚΕ-ΕΑΡ και μερικούς μήνες αργότερα ακολουθούσε και δεύτερη συνάντηση. Τα θέματα της συζήτησης ανάμεσα στους δυο ηγέτες των αριστερών κομμάτων δεν ήταν οι εργατικοί αγώνες και η στήριξή τους. Ήταν πολύ πιο «ενδιαφέροντα» ζητήματα όπως «τα νέα πλαίσια επιχειρηματικής δράσης του ιδιωτικού κεφάλαιου που να ευνοούν μια νέα αναπτυξιακή πολιτική» και «η διαμόρφωση μιας νέας αμυντικής πολιτικής με κριτήρια τη φύση και την έκταση του εθνικού αμυντικού προβλήματος» (αποσπάσματα από την επιστολή-πρόσκληση του ΚΚΕ στην ΕΑΡ). 

Όταν στις 8 Δεκέμβρη 1988 υπογράφτηκε η καταρχήν συμφωνία ΚΚΕ-ΕΑΡ, η Εργατική Αλληλεγγύη έγραψε: “Το κείμενο της Συμφωνίας ΚΚΕ-ΕΑΡ είναι το πιο δεξιό πολιτικό ντοκουμέντο που έχει προβάλλει ποτέ ο χώρος της επίσημης αριστεράς. Είναι ένα κείμενο που σπεύδει να διαψεύσει προκαταβολικά τις οποιεσδήποτε ελπίδες και να παγώσει τον οποιοδήποτε ενθουσιασμό θα μπορούσε να δημιουργήσει μια ενωτική κίνηση που υπόσχεται μια αριστερή αντεπίθεση. Στρατηγικά εγκαταλείπει κάθε αναφορά σε διαδικασίες περάσματος στο σοσιαλισμό, προγραμματικά υιοθετεί όλα τα καπιταλιστικά μέτρα διαχείρισης της κρίσης, και τακτικά αναγορεύει σε κεντρικό στόχο της περιόδου την …ομαλότητα”.

Το πόσο κυριολεκτικό ήταν αυτό το τελευταίο, το διευκρίνιζε ένα άλλο ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, ο Φαράκος, στις 9 Δεκέμβρη, δηλώνοντας ότι «αν κάποιο τμήμα της άρχουσας τάξης θέλει να στηριχτεί στις δυνάμεις της Αριστεράς, είναι κάτι που δεν πρέπει να αποκλειστεί» και θα πρέπει «για ένα τουλάχιστον διάστημα τέτοιες εκσυγχρονιστικές διορθώσεις να γίνονται, ας μην πω αποδεκτές, αλλά ανεκτές από την Αριστερά».

Οκτώ μήνες μετά, οι ηγεσίες της ρεφορμιστικής αριστεράς έκαναν την επιλογή να συμμετέχουν σε μια κυβέρνηση με τη ΝΔ, προτιμώντας την «ομαλότητα» των Ειδικών Δικαστηρίων, από την αναταραχή των απεργιών και της εργατικής εναλλακτικής. Ο «κινητήρας» των εργατικών αγώνων είχε δουλέψει και εκλογικά προς όφελος της Αριστεράς, αλλά η κυβέρνηση Τζανετάκη, όπως και η «Οικουμενική», μόνο της «αριστεράς και της προόδου» δεν ήταν.

Αιτίες

Για δεκαετίες όλα τα κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς αντιμετώπιζαν το «ελληνικό ‘89» σαν ένα θέμα ταμπού. Για τον ΣΥΝ (και μετά για τον ΣΥΡΙΖΑ) οι λόγοι είναι προφανείς. Στην πραγματικότητα, η πολιτική του, και σαν αντιπολίτευση και σαν κυβέρνηση, αποτελεί συνέχεια των επιλογών του ενιαίου Συνασπισμού –ακόμα και τα πρόσωπα σε πολλές περιπτώσεις είναι τα ίδια.

Το ΚΚΕ μόλις φέτος αποφάσισε να κάνει μια –πολύ «απαλή»– αυτοκριτική για την τότε στάση της ηγεσίας του. Στη Διακήρυξη για τα 100χρονα του κόμματος, η ΚΕ αναφέρεται στην «λαθεμένη συμμετοχή του στο σχηματισμό των αστικών κυβερνήσεων Τζανετάκη (ΝΔ και Συνασπισμός) και Ζολώτα (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Συνασπισμός)». Επικαλείται επίσης σαν αιτία τις αλλαγές που έκανε ο Γκορμπατσόφ στην τότε Σοβιετική Ένωση, την «περεστρόικα» και του ανοίγματος στην αγορά, και τη μεταφορά αυτών των ιδεών στο ΚΚΕ μέσα από τη σχέση που είχε με το ΚΚΣΕ.

Όσον αφορά το πρώτο, το επιχείρημα ότι το ΚΚΕ «παρασύρθηκε» από «οπορτουνιστικά στοιχεία» έχει κοντά ποδάρια. Στην ηγεσία του κόμματος τότε δεν ήταν μόνο ο Ανδρουλάκης, ο Δραγασάκης, ο Αλαβάνος, η Δαμανάκη κι όλοι αυτοί που μετεπήδησαν στο ΣΥΝ ή και στο ΠΑΣΟΚ. Ήταν κι ο Φλωράκης, κι η Παπαρήγα, κι ο Γόντικας. Ο Κουτσούμπας ήταν από το 1987 μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Όλοι έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στις αποφάσεις που οδήγησαν στη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ. 

Το επιχείρημα ότι η γραμμή του ΚΚΕ επηρεάστηκε από το ΚΚΣΕ, είναι πραγματικό. Όμως, μπορεί ο Ανδρουλάκης να ανακάλυπτε «την τέχνη του επιχειρείν» στις σελίδες του Ριζοσπάστη και αυτό να ήταν αντανάκλαση των εγκωμίων που έπλεκαν οι θεωρητικοί της Περεστρόικα για την αγορά, αλλά τα ταξίδια στη Μόσχα και τις συζητήσεις με τον Γκορμπατσόφ τα έκανε η Παπαρήγα με τον Κολοζόφ, που επιστρέφοντας πάντα είχαν ένα καλό λόγο να πουν για τα προχωρήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Το ΚΚΕ πλήρωσε την άκριτη υποστήριξή του σε κάθε τι που ερχόταν από τον «υπαρκτό σοσιαλισμό».

Το μόνο που μπορεί να ερμηνεύσει πραγματικά τη δεξιά κατρακύλα του ενιαίου Συνασπισμού και του ΚΚΕ το 1989 (όπως και του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα) είναι ο χαρακτήρας τους σαν ρεφορμιστικά κόμματα που δεν έχουν καμιά εμπιστοσύνη στην εργατική τάξη και τους αγώνες της. “Για τα κόμματα αυτά”, έγραφε ο Πάνος Γκαργκάνας σε αυτό το περιοδικό πριν δέκα χρόνια, “η εργατική τάξη δεν είναι το υποκείμενο της κοινωνικής αλλαγής, είναι απλά μια συνιστώσα στην πολυσυλλεκτική πολιτική συμμαχιών του κόμματος. Είναι απλά μια ‘μήτρα’ ψήφων, ένα εφαλτήριο πολιτικής επιρροής με μεγαλύτερη ή μικρότερη σημασία κατά περιόδους ανάλογα με τις ανάγκες αυτών των συμμαχιών… Πίσω από τις φραστικές διαφοροποιήσεις η βασική στρατηγική παραμένει ίδια: μια διαταξική ‘λαϊκή’ συμμαχία θα διεκδικήσει την εξουσία όταν ωριμάσουν οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί και θα εφαρμόσει ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων μέχρι εκεί που καθορίζουν τα ‘κοινά συμφέροντα’ των συμμάχων. Η εργατική τάξη πρέπει να πειθαρχεί στα όρια που χαράζει αυτή η συλλογιστική. Όποια τμήματα της τάξης παραβιάζουν αυτά τα πρέπει να αποδοκιμάζονται”.

Απέναντι στους συμβιβασμούς των ρεφορμιστικών κομμάτων που οδηγούν σε ήττες χρειαζόμαστε μια αριστερά επαναστατική, που να αξιοποιεί τις πολιτικές κρίσεις του συστήματος για να οργανώνει την κλιμάκωση και τον συντονισμό των αγώνων της εργατικής τάξης. Με ένα αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα που να δίνει προοπτική σε αυτούς τους αγώνες και να τους συνδέει με την ανατροπή του καπιταλισμού και τη συνολική αλλαγή της κοινωνίας.

Τριάντα χρόνια μετά, αυτό παραμένει το πολύτιμο δίδαγμα του «ελληνικού ‘89».