Ο Δημήτρης Στεφανάκης γράφει για τη θρυλική σχολή που ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής άνθισης στη Γερμανία μετά την επανάσταση του 1918-19.
Λίγους μήνες μετά την ίδρυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης το 1919, είδε το φως η σχολή εφαρμοσμένων τεχνών και αρχιτεκτονικής, το Bauhaus, μια σχολή που επηρέασε ίσως όσο καμία άλλη το μοντέρνο κίνημα, από τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τη γραφιστική και τα σπίτια που κατοικούμε, μέχρι τις καρέκλες, τα φωτιστικά και τον βιομηχανικό σχεδιασμό.
Σε όλη τη Γερμανία κατά τη διάρκεια της φετινής χρονιάς, λαμβάνουν χώρα μία σειρά εκδηλώσεων προς τιμή του Bauhaus. Η επιρροή της σχολής δεν αφήσε ανεπηρέαστη την ελληνική αρχιτεκτονική. Σεμινάρια, εκθέσεις, εκδηλώσεις και workshop αφιερωμένα στο Bauhaus πραγματοποιούνται από πέρυσι στην χώρα μας και ιδιαίτερα στην Αθήνα.
Ιδρυτής του ήταν ο Walter Gropius, νεαρός προοδευτικός αρχιτέκτονας που είχε ήδη γίνει ευρύτερα γνωστός για το αρχιτεκτονικό του έργο, την προσπάθειά του να συνδέσει την αρχιτεκτονική με τη γερμανική οικονομία μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και να μεταρρυθμίσει το εκπαιδευτικό σύστημα των καλλιτεχνικών και τεχνικών σχολών.
Η Διακήρυξη του Bauhaus, που συνέταξε ο ίδιος ο Gropius, καλεί, όπως και η “σχολή καλλιτεχνών” της Οκτωβριανής επανάστασης, στην κατάργηση των διακρίσεων και των κατηγοριοποιήσεων μεταξύ των κατασκευστικών τομέων και κυρίως αυτή του τεχνίτη-καλλιτέχνη.1
Σκοπός είναι η σύνδεση και συνεργασία όλων των τεχνών, “με απώτερο σκοπό το οικοδομείν.”2
Δεν πρόκειται όμως για μία καθαρά αρχιτεκτονική σχολή. To Bauhaus φιλοδοξεί να γίνει η στέγη κάτω από την οποία θα ενωθούν όλες οι τέχνες για τη δημιουργία μίας νέας ολότητας, πρόθεση που πηγάζει από τις ελπίδες της περιόδου και ένα ρεφορμιστικό όραμα στο οποίο η τέχνη και η αρχιτεκτονική πρωτοστατούν για την αλλαγή της κοινωνίας.
Το πλούσιο εύρος των έργων που παράχθησαν στη ζωή αποδεικνύουν ακριβώς αυτό. Αντικείμενα καθημερινά όπως οι καρέκλες και φωτιστικά με μεταλλικό σκελετό, η γραφιστική των περιοδικών και τα συναρμολογούμενα έπιπλα έχουν τη ρίζα τους στην επανάσταση που τότε έφερε το Bauhaus.
Υπόβαθρο
Στο νέο τοπίο που διαμόρφωσαν οι αστικές επαναστάσεις μετά το 1848, η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία άρχισαν για πρώτη φορά να γίνονται πεδία έρευνας και εφαρμογής. Η επέκταση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής δημιουργεί μία νέα εργατική τάξη που άρχισε να στοιβάζεται στα μεγάλα αστικά κέντρα, τα οποία σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα υπερτέρησαν σε πληθυσμό έναντι της υπαίθρου. Στην Ευρώπη, ενώ τον 19ο αιώνα το 11-13% του πληθυσμού κατοικούσε στις πόλεις, το 1920 τείνει να ξεπεράσει το 50%.3
Το νέο αυτό στοιχείο δημιουργεί το ερώτημα πώς και πού μπορεί να κατοικήσει η νέα εργατική τάξη, ερώτημα το οποίο η ανερχόμενη αστική τάξη αδυνατούσε να λύσει γιατί αντιλαμβανόταν όπως και σήμερα το δομημένο περιβάλλον ως πεδίο κερδοφορίας. Προτεραιότητα είχαν και έχουν τα κέρδη και όχι οι ανάγκες των κατοίκων.
Το βιβλίο του Έγκελς “Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία” δίνει την εικόνα της απουσίας οποιουδήποτε σχεδίου και λύσης από την πλευρά της άρχουσας τάξης. Μέσα από το βιβλίο που γράφτηκε σχεδόν 170 χρόνια πριν, μπορούμε να κατανοήσουμε τις άθλιες συνθήκες στις οποίες κατοικούσε η εργατική τάξη.
H αγανάκτηση και η διεκδίκηση από την εργατική τάξη καλύτερων συνθηκών διαβίωσης έχει τα πρώτα αποτελέσματα στην Αγγλία το 1850 όπου και αρχίζουν να πραγματοποιούνται τα πρώτα προγράμματα εργατικής κατοικίας.
Ενώ η Αγγλία του 19ου αιώνα θεωρείται ο πρόδρομος του πρώτου πολεοδομικού και αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, η Αυστρία και η Γερμανία παίρνουν τη σκυτάλη και στην αλλαγή του αιώνα έχουν ξεπεράσει τις υπόλοιπες χώρες.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα, ο γερμανικός καπιταλισμός ξεκινάει συντονισμένες προσπάθειες πολεοδομικού σχεδιασμού αντιγράφοντας το μοντέλο της Αγγλίας. Η προσπάθεια αυτή περιλαμβάνει συντονισμό της βιομηχανίας με σχεδιαστές αλλά και ένα πρόγραμμα μεταρρύθμισης του εκπαιδευτικού συστήματος ώστε να ανταποκριθεί σε αυτές τις ανάγκες.
Μπορεί ο Α’ ΠΠ να έβαλε φρένο στις προσπάθειες αυτές, το ξεκίνημα όμως της Γερμανικής Επανάστασης και η είσοδος της εργατικής τάξης στο προσκήνιο, αποτελούν το υπόβαθρο για τη γέννηση της σχολής του Bauhaus και το προσανατολισμό του να ενώσει όλες τις τέχνες ώστε να ανταποκριθούν στις εργατικές ανάγκες.
Χωρίς το υπόβαθρο των εργατικών επαναστάσεων στη Ρωσία και τη Γερμανία και της μαζικής απαίτησης για ριζική λύση σε όλους τους τομείς όπως και σε αυτό της κατοικίας δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το ριζοσπαστικό χαρακτήρα του Bauhaus.
Η ζωή της σχολής ακολουθεί, μέσα από τις περιόδους της, τη ζωή της ίδιας της Δημοκρατίας της Βαιμάρης από το 1919 εώς το 1933 και τη κατάλυσή της από τους ναζί.
Ακόμα και μετά το 1923 και τη λήξη της πρώτης φάσης της γερμανικής επανάστασης, η πολιτική σκηνή δεν ομαλοποιήθηκε. Για την επόμενη δεκαετία, η Γερμανία συνέχισε να εξαντλείται από τα χρέη πολέμου, τον υπερπληθωρισμό, τις οικονομικές κρίσεις και τελικά τη μαζική ανεργία. Υπήρξε δραματική πολιτική σύγκρουση και ανάπτυξη τόσο του Κομμουνιστικού Κόμματος όσο και των Ναζί. Αναπόφευκτα, και οι καλλιτέχνες αντιμετώπιζαν τα προβλήματα της περιόδου.
Εμπνευσμένο από τη γερμανική επανάσταση, αλλά και βαθιά επηρεασμένο από τη φρίκη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Βauhaus ήρθε από την αρχή σε ρήξη με όλες τις παλιές μεθόδους και παραδοσιακούς τρόπους, από την αισθητική του μέχρι τη διδασκαλία. Οι παλιές σχολές τεχνών και ακαδημίες δήλωνε η Διακήρυξη δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες. Η τέχνη σύμφωνα με τον Gropius δεν διδάσκεται, μαθαίνεται μέσα από την ίδια τη ζωή και την πράξη, την πράξη που συνενώνει τις τέχνες σε μία νέα ενότητα που εμπνέεται από τη νέα ζωή.
Τα πρώτα χρόνια
Στις 23 Απριλίου 1919, έπειτα από τη συνένωση της Ανώτατης Σχολής Πλαστικών Τεχνών και της Σχολής Τεχνών και Επαγγελμάτων θα αναγγελθεί στον Τύπο η ίδρυση τoυ Bauhaus στη Βαϊμάρη, πρωτεύουσα του γερμανικού κρατιδίου της Θουριγγίας, μία πόλη με δραστήριους συλλόγους καλλιτεχνών στην οποία έζησαν ο Γκέτε, ο Σίλλερ και άλλοι μεγάλοι γερμανοί συγγραφείς.
Τα πρώτα χρόνια της σχολής χαρακτηρίζονται από πειραματισμούς προσπαθώντας να βρει το χαρακτήρα της. Διορίζονται οι πρώτοι καθηγητές, πολλοί από τους οποίους έχουν ριζοσπαστικό και επαναστατικό παρελθόν. Πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή του Wassily Kadinsky που εγκαταλείπει τη σοβιετική Ρωσία για να διδάξει στη σχολή. Το γεγονός αυτό δείχνει την επίδραση της ρώσικης επανάστασης στις τέχνες.
Η ασταθής οικονομικά και πολιτικά περίοδος αναγκάζει τη σχολή να λειτουργήσει αρχικά με ελάχιστους πόρους από το κρατίδιο της Θουριγγίας. Υποδομές για τη σχολή δεν υπήρχαν και τα εργαστήρια φιλοξενούνταν σε άλλα κτίρια της πόλης.
Η κριτική για τους πειραματισμούς της σχολής και τον εξπρεσσιονιστικό της χαρακτήρα, κυρίως από τους κύκλους των εθνικιστών, δυσχέραινε την ήδη δύσκολη κατάσταση. Μαθήματα αρχιεκτονικής δεν πραγματοποιήθηκαν παρά μόνο μετά το 1927.
Τα πρώτα χρόνια τα μαθήματα της σχολής αφορούσαν τη ζωγραφική, τη γλυπτική, την κεραμική, την υφαντουργία και τα μαθήματα επικεντρώνονται στο να “απελευθερώσουν τις δημιουργικές δυνάμεις του μαθητή” και να ευνοήσουν “την ανακάλυψη και την ακριβή αξιολόγηση των ατομικών μέσων έκφρασης”. Καθιερώνεται ένα “προκαταρκτικό μάθημα” για τους μαθητές του πρώτου εξαμήνου, το οποίο αναλαμβάνουν ο Johannes Itten4 και ο Gerhard Marcks5 (1889-1981).
Στη σχολή κερδίζονται ο Schlemmer, γνωστός για τη σύνθεση του Τριαδικού Μπαλέτου, και ο Paul Klee, ήδη διάσημος ζωγράφος και μαζί με τον Kandinksy αναλαμβάνουν τα μαθήματα ζωγραφικής τα οποία περιλαμβάνουν την εξοικείωση και αργότερα τον πειραματισμό των μαθητών με το χρώμα και τη φόρμα.
Πρώτες επιτυχίες
Από τη γέννησή του, το Bauhaus αντλούσε δύναμη από αυτό που αποκαλούμε ιστορικές πρωτοπορίες της εποχής. Πιο γνωστές είναι ο εξπρεσιονισμός και ο νεοπλαστικισμός, ενώ η σχολή προσπαθεί να διαχειριστεί τα αντιθετικά μηνύματά τους: την υποκειμενικότητα του πρώτου και τον ορθολογισμό του δεύτερου.
Η δεύτερη περίοδος χαρακτηρίζεται από τη στροφή προς τον ορθολογισμό και τη μεταφορά της σχολής στο Ντεσάου. Διάφοροι παράγοντες εγκαινίασαν αυτήν την περίοδο. Μέχρι το 1923 λίγα πράγματα μπορούσε να προτάξει η σχολή σαν επιτεύγματα και οι κριτικές απέναντί της πολλαπλασιάστηκαν.
Χαρακτηριστική αυτή του Ολλανδού Doesburg6 που έφτασε στη Βαϊμάρη κατακεραυνώνοντας τη σχολή για την εγκατάλειψη των αρχικών στόχων της και της υποταγής της στον υποκειμενισμό. Η κριτική αυτή αναγκάζει τον Gropius να κάνει αλλαγές στη σχολή και την κατεύθυνσή της και τον Itten να παραιτηθεί, ενώ διορίζονται καθηγητές όπως ο Moholy-Naggy7 και ο Josef Albers8 που στρέφονται στο βιομηχανικό σχεδιασμό, τη χρήση απλών και φθηνών υλικών για να είναι προσβάσιμο το τελικό προϊόν στον απλό κόσμο.
Η στροφή αυτή συμπίπτει με τη σταθεροποίηση της γερμανικής οικονομίας και την προσπάθειά της να ανακτήσει το χαμένο κύρος στο μεταπολεμικό σκηνικό. Οι ανάγκες του γερμανικού καπιταλισμού μεταφράζονται σε προσπάθεια μεγαλύτερου συντονισμού βιομηχανίας και σχολών κάτι που επιτυγχάνεται και έχει σαν αποτέλεσμα την καθιέρωση των γερμανικών προϊόντων ως συνώνυμο της ποιότητας και της υψηλής αισθητικής.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η κυβέρνηση της Βαϊμάρης πραγματοποιούσε δημόσιες οικοδομικές εργασίες σε κλίμακα που δεν είχε φανεί ποτέ στη Γερμανία. Η εστίαση μετατοπίστηκε από τις επιχειρήσεις και την εξουσία προς μια προσέγγιση που βασίζεται περισσότερο στον άνθρωπο. Υπήρχαν οικιστικές εξελίξεις σε αυτήν την κατεύθυνση, όπως καταστήματα και σχολεία σχεδιασμένα και κατασκευασμένα προς το συμφέρον των ανθρώπων.
Η κυρίαρχη έμφαση δόθηκε στη λειτουργικότητα και στη σημασία της οικοδόμησης της κοινότητας. Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το πώς σχεδιάζονται σπίτια και δημόσια κτίρια για την ιδιωτική αγορά σήμερα. Στην αρχιτεκτονική της Βαϊμάρης της Γερμανίας, οι κάτοικοι ενθαρρύνονταν -μέσω του σχεδιασμού- να εξετάζουν τα σπίτια ενός άλλου ως έναν τρόπο να προωθήσουν την οικοδόμηση της κοινότητας.
Το 1923, η σχολή διοργανώνει τη πρώτη μεγάλη έκθεση προς το κοινό παρουσίαζοντας έργα από τα εργαστήρια της. Η αφίσα του Joost Schmidt9 που προγανδίζει την έκθεση θα γίνει σήμα κατατεθέν. Η σχολή βγαίνει προς τα έξω μοιράζοντας φυλλάδια προσπαθώντας να τραβήξει την κοινωνία προς το έργο της. Η έκθεση στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία και για πρώτη φορά η σχολή και ο Gropius προσωπικά αποκομίζουν θετικά σχόλια και συντονισμό με τη βιομηχανία.
Η άνοδος όμως τον ναζί στην εξουσία του κρατιδίου της Θουριγγίας σηματοδοτεί το κλείσιμο της σχολής με τη δικαιολογία ότι ήταν αρκετά “κοσμοπολιτική”. Η χρηματοδότηση σταμάτησε, οπότε και η σχολή μεταφέρθηκε στο Ντεσάου, μια μικρή βιομηχανική πόλη κοντά στο Βερολίνο, κυβερνήτης της οποίας ήταν ο σοσιαλδημοκράτης Fritz Hesse, υπέρμαχος των ιδεών του Gropius προσφέροντας αξιοπρεπή χρηματοδότηση. Οι Ναζί προσπάθησαν να βάλουν εμπόδια στην εξέλιξη της σχολής, η μεταφορά της όμως δεν στάματησε την πρόοδό της.
Στο Ντεσάου κατασκευάστηκε το κτίριο που φιλοξένησε τη σχολή για τα επόμενα χρόνια στην πόλη. Έργο του ίδιου του Gropius, παραμένει ακόμα και σήμερα σημείο αναφοράς στη μοντέρνα αρχιτεκτονική τόσο για τη λειτουργικότητά του όσο για την πρωτότυπη και μινιμαλιστική αισθητική του.
Στο Ντεσάου ιδρύεται το τμήμα αρχιτεκτονικής της σχολής και η σχολή πραγματοποιεί το αρχικό της όραμα, όχι όμως χωρίς αντιδράσεις, ενώ μετονομάστηκε στο εξής σε Ανωτάτη Σχολή Σύλληψης της Φόρμας. Το τμήμα αρχιτεκτονικής αναλαμβάνει ο Hannes Meyer, μέλος του κομμουνιστικού κόμματος. Το νέο καταστατικό ρίχνει το βάρος στις δημόσιες παραγγελίες και στην εκλογίκευση της βιομηχανίας των κατασκευών.
Η έλλειψη κατοικιών στο Ντεσάου δίνει τη δυνατότητα για την εφαρμογή προγράμματος κατασκευής προκατασκευασμένων οικοδομημάτων. Η ζωγραφική, το θέατρο, τα εργαστήρια ξυλουργικής, μετάλλου και τοιχογραφίας συνεχίζουν να διδάσκονται, αλλά η αρχιτεκτονική έγινε η βασική κατεύθυνση. Τα θέματα του περιβάλλοντος, της πολεοδομίας και της πολιτικής κοινωνιολογίας υπερισχύουν τώρα έναντι των φορμαλιστικών αναζητήσεων και της εκμάθησης της τεχνικής.
Πρώτη φορά μέσα στη σχολή λειτουργεί πυρήνας κομμουνιστών φοιτητών που απαιτούν να θέσουν τη σχολή “στην υπηρεσία του λαού”. Ο Gropius παραιτείται και διορίζει τον Ιανουάριο του 1928 τον Hannes Meyer διευθυντή. Η σχολή μέχρι το 1930 ζει την πιο πολιτική περίοδο της.
Εκείνο το διάστημα, η σχολή εκπόνησε ένα νέο πρόγραμμα κατοικίας στην Τόρτεν, μία συνοικία του Ντεσάου. Οι κατοικίες ήταν φθηνές και κατασκευάζονταν μόνο σε τρεις μέρες, προσφέροντας σε εκατοντάδες οικογένειες στέγαση. Νεά μαθήματα όπως φωτογραφίας, μαθηματικών και ανθεκτικότητας υλικών οδηγούν τη σχολή στο αποκορύφωμα του επιστημονικού φονκτιοναλισμού, της λειτουργικότητας δηλαδή που θέτει τον εαυτό της στις ανάγκες του κόσμου.
Η αρχή του τέλους
H σχολή αποκτούσε ολοένα και πιο ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά την ώρα που η πόλωση ανάμεσα στην αριστερά και τους ναζί ξεκινούσε να κορυφώνεται. Τη Μαύρη Πέμπτη του 1929 ξεκινάει το κραχ του χρηματιστηρίου της Αμερικής και η Γερμανία οδηγείται σε οικονομικό χάος. Η άνοδος της ακροδεξιάς, που θεωρούσε το Bauhaus άνδρο των μπολσεβίκων και των εβραίων, αναγκάζει πολλούς καθηγητές να απαιτήσουν την παραίτηση του Mayer ώστε η σχολή να αποκτήσει καλύτερη σχέση με το τοπικό κράτος.
Μετά από πίεση του Kadinsky, o Μeyer παραιτείται και η σχολή μπαίνει στην τελευταία και πιο καταθλιπτική της περίοδο. Διεθυντής διορίζεται ο Mies van der Rohe, διάσημος αρχιτέκτονας και δημιουργός του γερμανικού περιπτέρου της Έκθεσης της Βαρκελώνης το 1929, αλλά επίσης νομοταγής, έτοιμος να δώσει εγγυήσεις στη δεξιά και να καθαρίσει τη σχολή από τα αριστερίστικα στοιχεία της.
Αμέσως μετά το διορισμό του, διαγράφει όλους τους σπουδαστές που ήταν φιλικά προσκείμενοι στην αριστερά. Η αστυνομία καλείται να επέμβει για να διώξει όσους αντιστέκονται. Το Bauhaus κλείνει για μερικές βδομάδες και ανοίγει αφού η τάξη έχει αποκατασταθεί.
Η οικονομική χρεοκοπία άρχιζε να κάνει αισθητά τα αποτελέσματα της, ο πληθωρισμός κυμαίνοταν σε τεράστια επίπεδα, η ανεργία μεγάλωνε, οι πτωχεύσεις πολλαπλασιάζονταν και οι ναζί μεγάλωναν την πολιτική τους ισχύ. Η τύχη του Bauhaus σφραγίστηκε με την νίκη του Χίτλερ στις εκλογές της 31 Ιουλίου 1932. Στις 22 Αυγούστου 1932, το κοινοτικό συμβούλιο του Ντεσάου ψηφίζει το κλείσιμο της σχολής, που θα επέλθει οριστικά τον Σεπτέμβριο.
Ο Mies van der Rohe προσπάθησε να λειτουργήσει τη σχολή και τη μεταφέρει στο Βερολίνο, αυτή τη φορά όμως ιδιωτική. Η νέα σχολή δεν ήταν παρά μία σκιά του Bauhaus και το σχέδιο αυτό δεν λειτούργησε για παραπάνω από ένα χρόνο. Μετά το διορισμό του Χίτλερ ως καγκελάριο της Γερμανίας, oι καθηγητές και ο Mies van der Rohe εγκαταλείπουν τη χώρα. Οι τελευταίες εικόνες είναι η αστυνομία να συλλαμβάνει καθηγητές και φοιτητές τον Απρίλη του 1933 και να τους οδηγεί στα κρατητήρια.
Το κεφάλαιο του Bauhaus μπορεί να έκλεισε στη Γερμανία, αυτό όμως δεν εμπόδισε καθηγητές και μαθητές να ανοίξουν σε άλλες χώρες σχολές και ιδρύματα πάνω στις βασικές αρχές που δίδαξε η σχολή. Ο Moholy-Naggy ανοίγει το 1937 στο Σικάγο ένα Εφήμερο Bauhaus, το οποίο θα διευθύνει μέχρι το θάνατό του το 1949. Το Bauhaus θα βρει όμως τη πιο ζωντανή προέκτασή του στη Βόρεια Καρολίνα με το όνομα Black Mountain College το οποίο θα διευθύνει ο Joseph Albers.
Χάρη σε αυτές τις προσπάθειες διατήρησης της σχολής, η κληρονομιά τουΒauhaus παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερα.
Κληρονομιά
Το Bauhaus έναν αιώνα μετά την ίδρυσή του έχει αφήσει πλούσια κληρονομιά τόσο σε πολιτικό όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο.
Ένα πρώτο συμπέρασμα από την ιστορία του είναι ότι ο μεγαλύτερος εχθρός όλων των πρωτοπόρων σχολών και καλλιτεχνικών ρευμάτων, όπως και της εργατικής τάξης, αποδείχθηκε ο φασισμός που έκλεισε τα πάντα στο διάβα του. Οι Ναζί προσπάθησαν να καταστρέψουν οτιδήποτε δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όταν η Γερμανία ήταν ένα κορυφαίο ευρωπαϊκό πολιτιστικό κέντρο, ειδικά στους τομείς της τέχνης, του κινηματογράφου και της λογοτεχνίας. Αν κάτι δίδαξε η σχολή του Bauhaus είναι πως η υλοποίηση των στόχων που έθεσε, περνάνε μέσα από το τσάκισμα της φασιστικής απειλής, κάτι που τότε μόνο η ολοκλήρωση της γερμανικής επανάστασης μπορούσε να είχε λύσει.
Μπορεί το Bauhaus να έκλεισε από τη ναζιστική Γερμανία και να συκοφαντήθηκε όσο καμία άλλη σχολή της χώρας, η κληρονομιά όμως που άφησε εμπνέει αρχιτέκτονες, καλλιτέχνες, τεχνίτες και σχεδιαστές μέχρι σήμερα, 100 χρόνια μετά. Καμία άλλη σχολή δεν έχει αφήσει τόσο έντονα το αποτύπωμά της στην πορεία του μοντέρνου κινήματος.
Η επιρροή του Bauhaus δεν έχει να κάνει όμως μόνο με το αρχιτεκτονικό και καλλιτεχνικό του έργο. Τα ερωτήματα που έθεσε παραμένουν επίκαιρα μέχρι σήμερα. Μπορεί οι πόλεις να μην μοιάζουν τόσο με αυτές ένα αιώνα πριν, τα βασικά χαρακτηριστικά τους όμως είναι ίδια και το ερώτημα πως μπορεί η πολεοδομία και η αρχιτεκτονική να ανταποκριθούν στις ανάγκες της εργατικής τάξης και του απλού κόσμου γίνεται πιο επιτακτικό, ειδικά την ώρα που χιλιάδες οικογένειες στερούνται του δικαιώματος στη στέγαση και την κατοικία.
Τις τελευταίες δεκαετίας η κερδοσκοπία πάνω στη γη και τα ακίνητα βρίσκεται στο αποκορύφωμα. Η ίδια η κρίση της Lehman Brothers είχε στο επίκεντρο τη φούσκα των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ. Οικογένειες εγκλωβίζονται σε έναν φαύλο κύκλο δανεισμού και χρέους λόγω της κερδοσκοπίας των τραπεζών πάνω στις “αντικειμενικές” αξίες των ακινήτων. Στην Ελλάδα, τα μνημόνια ξεκίνησαν ένα νέο γύρο επιθέσεων απέναντι στην εργατική κατοικία και το 2012, παρά τη μεγάλη απεργία των εργαζόμενων, καταργείται ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ).
Το Bauhaus προσπάθησε να απαντήσει: “οι ανάγκες του λαού και όχι η ανάγκη για πολυτέλεια”. Τα εργαστήρια της σχολής είχαν σαν προσανατολισμό την παραγωγή οικοδομημάτων και προϊόντων προσιτών για την εργατική τάξη. Πόσο επίκαιρο παραμένει το σλόγκαν αυτό την ώρα που το πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού παραχωρήθηκε στον Λάτση και προορίζεται για πολυτελή καζίνο και μαρίνες, ενώ οι εργατογειτονιές ρημάζουν από την υποχρηματοδότηση και τα φαινόμενα τύπου Μάνδρα και Μάτι παρατηρούνται στις φτωχότερες περιοχές;
Πρόσφατα όμως ήρθαν οι εικόνες από το Βερολίνο, όπου η τοπική κυβέρνηση αναγκάστηκε να παγώσει τα ενοίκια για 5 χρόνια κάτω από την πίεση ενός νέου και μεγάλου κινήματος που κάνει την εμφάνισή του επειδή οι τιμές των ενοικίων διπλασιάστηκαν μέσα σε μία δεκαετία.10
Αυτή είναι μία εξέλιξη που παίρνει διεθνή χαρακτηριστικά.
Μπορεί σήμερα να μην έχει εμφανιστεί μία αντίστοιχη σχολή σαν το Bauhaus. Η διεκδίκηση από τη πλευρά της εργατικής τάξης του δικαιώματος στην κατοικία δημιουργεί ξανά όλες τις συνθήκες που γέννησαν το Bauhaus και όλα όσα οραματίστηκε.
Δεν μπορούσε όμως η σχολή να υλοποιήσει το όραμά της όσο τον έλεγχο στα κλειδιά της οικονομίας τον είχαν οι τραπεζίτες και οι βιομήχανοι. Σε αυτό το σήμειο βρίσκονται και τα όρια τέτοιων προθέσεων. Η επαναλειτουργία του ΟΕΚ για ντόπιους, πρόσφυγες και μετανάστες, η κρατικοποίηση της μεγάλης ιδιωτικής περιουσίας, το δικαιώμα στη στέγαση και την κατοικία για όλους είναι αιτήματα που χρειάζεται να παλέψει το εργατικό κίνημα σήμερα και να τα υλοποιήσει κάτω από τον δικό του έλεγχο, μην αφήνοντας κανένα τραπεζίτη να κερδοσκοπεί πάνω στις βασικές ανάγκες.
Το δυνάμωμα αυτής της φωνής στρώνει το έδαφος για την υλοποίηση όσων οραματατίστηκε η σχολή της Βαιμάρης.
Σημειώσεις
1. Walter Gropius, “Manifesto of the Staatliches Bauhaus”, Aπρίλης 1919.
2. Στο ίδιο.
3. Mike Haynes, “Global cities, global workers in the 21st century”, International Socialist Journal, Οκτώβρης 2011.
4. O Johannes Itten, (11 Νοεμβρίου 1888-25 Μαρτίου 1967) ήταν Ελβετός ζωγράφος, σχεδιαστής, συγγραφέας, δάσκαλος και θεωρητικός της τέχνης που συνδέθηκε με τη σχολή.
5. O Gerhard Marcks, (18 Φεβρουαρίου 1889 - 13 Νοεμβρίου 1981) ήταν Γερμανός καλλιτέχνης, περισσότερο γνωστός ως γλύπτης, ο οποίος όμως άφησε σπουδαίο έργο και στο σχέδιο, τη λιθογραφία, τα κεραμικά και την ξυλογλυπτική.
6. Ο Theo van Doesburg, (30 Αυγούστου1883–7 Μαρτίου 1931) ήταν Ολλανδός αρχιτέκτονας, ζωγράφος και συγγραφέας. Υποστήριζε την ορθολογιστική, αντι-ατομικιστική αισθητική. Είναι γνωστός ως ο κύριος εμπνευστής στην δημιουργία του κινήματος De Stijl και στην έκδοση του oμώνυμου περιοδικού.
7. O Laszlo Moholy-Nagy (20 Ιουλίου 1895 – 24 Nοεμβρίου 1946) ήταν Ούγγρος ζωγράφος και φωτογράφος καθώς και καθηγητής στη σχολή . Ο κονστρουκτιβισμός τον επηρέασε πολύ και ήταν ένθερμος υποστηρικτής της ιδέας για ενσωμάτωση της τεχνολογίας και της βιομηχανίας στις τέχνες.
8. Ο Josef Albers, (19 Μαρτίου 1888 - 25 Μαρτίου 1976) ήταν Γερμανός ζωγράφος και θεωρητικός της τέχνης.
9. Ο Joost Schmidt (5 Ιανουαρίου 1893 - 2 Δεκεμβρίου 1948) ήταν δάσκαλος στο Bauhaus και αργότερα καθηγητής στο College of Visual Arts του Βερολίνου. Ήταν οραματιστής τυπογράφος και γραφίστας που είναι γνωστός για το σχεδιασμό της διάσημης αφίσας για την έκθεση Bauhaus του 1923 στη Βαϊμάρη της Γερμανίας.
10. Berlin to impose 5-year rent freeze amid anger at rising prices, Financial Times, 18 June 2019.