Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: «Ο ένοπλος δωσιλογισμός και η "αναίμακτη" απελευθέρωση»

Ο ένοπλος δωσιλογισμός και η "αναίμακτη" απελευθέρωση
Μιχάλης Λυμπεράτος, Θωμάς Πρόφης

Tιμή 22 ευρώ, 320 σελίδες 
Εκδόσεις Ταξιδευτής, 2019

 

Η απόπειρα διαδοχής εξουσίας στην Απελευθέρωση και η σφαγή στο Κορωπί, τον Οκτώβριο του 1944.

Κοινή εντύπωση αποτελεί -και αυτό καλλιεργήθηκε συστηματικά από την σύγχρονη ιστοριογραφία- ότι με την Απελευθέρωση συντελέστηκε μια αναίμακτη, φυσιολογική διαδικασία μετάβασης σε συνθήκες ομαλότητας. Εντούτοις, αυτό πόρρω απέχει από την πραγματικότητα, αφού και στη φάση αυτή συντελέστηκε ένας πραγματικός υπόγειος πόλεμος για το αν θα επιβίωνε ή όχι, και με ποια μορφή, το αστικό σύστημα πολιτικής ισχύος υπό νέο πλέον χαρακτήρα. 

Το βιβλίο των Μιχάλη Λυμπεράτου και Θωμά Πρόφη εστιάζει σε μια από τις όψεις αυτής της διαδικασίας που βρισκόταν σε εξέλιξη από τις αρχές του 1944 και έπαιρνε συνεχώς πιο βίαιες μορφές όσο πλησίαζε η Απελευθέρωση. Γιατί όσοι επιδίωξαν να διαδεχθούν την κατοχική εξουσία, αναπαράγοντας, ως επί το πλείστον τα δομικά ταξικά της χαρακτηριστικά, με κάποιους ίσως εξωραϊσμούς, επιδόθηκαν σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να επαναφέρουν τη χώρα στο προπολεμικό καθεστώς πολιτικών σχέσεων, χωρίς, βέβαια, τους Γερμανούς αυτή τη φορά.

Πράγματι, το Κορωπί, η Κερατέα και η γύρω περιοχή έγιναν το θέατρο της πιο ωμής εκδοχής αυτής της απόπειρας παλινόρθωσης. Γιατί εδώ είχαμε μια σφαγή 47 ανθρώπων και την πυρπόληση 400 σπιτιών, αφότου είχαν αποχωρήσει τα γερμανικά στρατεύματα. Το ίδιο ενδιαφέρον, όμως, έχει και το πώς μετατέθηκαν οι ευθύνες, πώς αθωώθηκαν οι ένοχοι και πώς κατασκευάστηκαν οι μεταπολεμικοί μύθοι για μια Αριστερά που υποτίθεται αγαπούσε να επιδίδεται σε αιματηρά στρατιωτικά πραξικοπήματα.

Έτσι, για το γεγονός της σφαγής στο Κορωπί έφταιγε ο ΕΛΑΣ που υποτίθεται έπληξε Γερμανούς για να εγκαταστήσει την δική του εξουσία στην απελευθερωμένη Ελλάδα, και οι Γερμανοί επιδιδόμενοι σε αντίποινα, ανταπέδωσαν, σφάζοντας τους κατοίκους του χωριού. Το ότι το συμβάν έλαβε χώρα όταν ο ΕΛΑΣ είχε υποχρεωθεί να μετριάσει, με διαταγή του ΓΣ του ΕΛΑΣ, την επιθετικότητά του εναντίον των κατακτητών, ώστε να αποφευχθούν τα τυφλά γερμανικά αντίποινα, το ότι κανείς αξιόπιστος μάρτυρας δεν είδε Γερμανούς να εμπλέκονται άμεσα στο γεγονός αυτό, ήταν στοιχεία που παρασιωπήθηκαν. Όπως, επίσης, και το ότι γερμανοντυμένοι και ένστολοι αστυνομικοί είχαν άμεση, επιβεβαιωμένη και αρχειακά, εμπλοκή. 

Κατά τον ίδιο τρόπο απεκρύβη ότι στην τελευταία φάση της γερμανικής αποχώρησης τον κυρίαρχο ρόλο έπαιξαν τα Τάγματα Ασφαλείας που εξουσιοδοτήθηκαν από τους κατακτητές να διευκολύνουν την γερμανική αποχώρηση, να δημιουργήσουν συνθήκες χάους και να μετατρέψουν την σύγκρουση σε αντικομμουνιστική σταυροφορία. Επιπλέον, συγκαλύφθηκε ότι όλες αυτές οι διαδικασίες ήταν υπό την σκέπη της εγχώριας ακροδεξιάς, με προμετωπίδα τον βασιλιά και την πραξικοπηματική προσπάθεια επανόδου του στη χώρα. 

Στην πράξη οι έλληνες ακροδεξιοί γνώριζαν ότι ο απόλυτα απονομιμοποιημένος βασιλιάς, ακόμη και στους ίδιους τους κόλπους των παραδοσιακών μοναρχικών, αν ήθελε να επιστρέψει μπορούσε μόνο να επενδύσει στην υποστήριξη των βρετανικών λογχών ή εγχώριων στρατιωτικών δυνάμεων που θα συμπεριφέρονταν ως σωματοφυλακή του, όπως της «Χ» του Γρίβα ή τα Τάγματα Ασφαλείας. Όμως, ακόμη και η πείσμονα αποικιοκρατική νοοτροπία του Τσώρτσιλ δεν ήταν προσώρας αξιοποιήσιμη, αφού οι Βρετανοί δεν είχαν τις επαρκείς στρατιωτικές δυνάμεις να αποβιβαστούν εγκαίρως στον Πειραιά, ενώ οι 8000 στρατιώτες της Ορεινής Ταξιαρχίας δεν ήταν δυνατόν να μεταφερθούν από την Αίγυπτο στην Ελλάδα. 

Επομένως, το μόνο που απέμενε ήταν, σε συνεργασία με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, να επιχειρηθεί μια εκτεταμένη προσπάθεια δημιουργίας ενός μοναρχικού στρατού στην Αθήνα, εξουσιοδοτημένου να προβεί σε ένα άμεσο φιλοβασιλικό πραξικόπημα. Για αυτό, επιστρατεύτηκαν τα υπολείμματα των παλιών Σωμάτων Ασφαλείας με την έγκριση της κυβέρνησης Ράλλη, τα μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας και οι υπάρχουσες ακροδεξιές παραστρατιωτικές οργανώσεις. Το σχέδιο αφορούσε στην άμεση δημιουργία τριών μοναρχικών Συνταγμάτων με τον ανάλογο εξοπλισμό. 

Οι Βρετανοί που σχεδίασαν την όλη επιχείρηση υπολόγιζαν στην στρατολόγηση περίπου 6000 αντρών που ήδη διέθεταν περίπου 2.500 τουφέκια και 20 οπλοπολυβόλα στις στρατιωτικές αποθήκες της κυβέρνησης Ράλλη. Αν σε αυτά προστίθεντο, άλλα 5.000 όπλα, που θα στέλνονταν από τη Μέση Ανατολή, τότε ευελπιστούσαν ότι οι Έλληνες μοναρχικοί θα ήταν σε θέση να δημιουργήσουν ένα προγεφύρωμα για την επέμβαση βρετανικών δυνάμεων στην Αθήνα. Αυτό θα περιελάμβανε και την κατάληψη επιτελικών θέσεων στο κέντρο της Αθήνας. Επομένως, ήταν καθοριστικό να εξασφαλιστεί ο απαιτούμενος οπλισμός και βρετανικά καΐκια, κατάφορτα με όπλα, να προσορμιστούν σε επιλεγμένα σημεία της Αττικής.

Αυτή η διαδικασία σφράγισε και το μέλλον του πληθυσμού στο Κορωπί. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1944, τα όπλα έφτασαν τελικά στην Κακή Θάλασσα και ξεκίνησε η μεταφορά τους στην Αθήνα υπό την επίβλεψη δυνάμεων της «Χ» και των Ταγμάτων Ασφαλείας. Χωρίς να μπορέσει ο ΕΛΑΣ έγκαιρα να παρέμβει, τα όπλα κατέληξαν τελικά στο φρουραρχείο της «Χ» στην Αθήνα, στην ναζιστική οργάνωση «Ε.Ε» του Αντωνακέα και στις αποθήκες του διαβόητου Μηχανοκίνητου Τάγματος Μπουραντά.

Όμως, η πλειονότητα των όπλων αυτών διεσπάρη και απαιτήθηκε την νύκτα της 5ης προς την 6η Οκτωβρίου νέα μεταφορά όπλων με καΐκι υπό την εποπτεία πλέον αξιωματικών της αστυνομίας και της χωροφυλακής. Αυτή, όμως, τη φορά, το Α’ Σώμα στρατού του ΕΛΑΣ επιχείρησε να ματαιώσει τις μεταφορές αυτές, στέλνοντας ένα Τάγμα του 34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ στην περιοχή του Κορωπίου, το απόγευμα της Κυριακής 8 Οκτωβρίου 1944. Οι άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας και ένοπλοι παρακρατικοί ενεπλάκησαν σε μάχη μαζί του, και την επόμενη μέρα, αφού τελικά απώθησαν τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, άρχισαν να δολοφονούν όποιον έβρισκαν μπροστά τους, πυρπολώντας σπίτια και καταστήματα. Ανάμεσα δε στα καμένα οικήματα ήταν συμβολαιογραφεία, υποθηκοφυλακεία και κοινοτικά καταστήματα που αλλιώς θα μαρτυρούσαν το καθεστώς αγοραπωλησιών της Κατοχής.

Έκτοτε ξεκίνησε μια εκτεταμένη προσπάθεια να αποδοθεί έμμεσα η καταστροφή του Κορωπιού και η σφαγή των κατοίκων του στους κομμουνιστές που υποτίθεται υποκίνησαν τους Γερμανούς να τιμωρήσουν με τη μορφή αντιποίνων τον ΕΛΑΣ. Έτσι, οι ταγματασφαλίτες κρύφτηκαν πίσω από τους Γερμανούς «τιμωρούς», παρότι οι τελευταίοι είχαν ήδη από τις προηγούμενες μέρες εκκενώσει την περιοχή, και το έγκλημα αποδόθηκε για μια ακόμη φορά έμμεσα στους κομμουνιστές. Ευτυχώς, η επιμονή και το πείσμα ανθρώπων σαν τον Θωμά Πρόφη, με πληθώρα πληροφοριών, αρχείων και εξαντλητική έρευνα βοήθησαν την αλήθεια να αποκαλυφθεί, κάτι για το οποίο ο αγώνας του- και ο αγώνας μας- συνεχίζεται σε αντιπαράθεση με υποβολιμαίες αντεπιστημονικές εμμονές.