Η Αριστερά στην κυβέρνηση, Πρέσπες, Ευρώπη
50+ κείμενα για μια περιπετειώδη πενταετία
Σωτήρης Βαλντέν
Τιμή 19 ευρώ, 302 σελίδες
Εκδόσεις Θεμέλιο, 2019
Ο Σωτήρης Βαλντέν είναι ένας αθεράπευτος “εκσυγχρονιστής” και ξεδιάντροπος απολογητής της εποχής του Σημίτη (και του Άκη Τσοχατζόπουλου και του Γιάννου Παπαντωνίου). Ξεκίνησε την πολιτική του διαδρομή από τον “Ρήγα Φεραίο” και το “ΚΚΕ εσωτερικού”. Την περίοδο του Σημίτη προσχώρησε στο ΠΑΣΟΚ. Το 2012 πέρασε στη ΔΗΜΑΡ. Στις Ευρωεκλογές του περασμένου Μαΐου συμμετείχε στο ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ.
Το βιβλίο του “Η αριστερά στην Κυβέρνηση”, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Απρίλιο από τις εκδόσεις Θεμέλιο, -μια συλλογή από άρθρα και ομιλίες της τελευταίας κύρια πενταετίας- είναι ένα μνημείο δεξιάς κοινοτοπίας. Όλα τα γνωστά κλισέ, για το “πελατειακό κράτος”, τις “προσλήψεις στο δημόσιο”, τα “μακροχρόνια διαρθρωτικά προβλήματα” της ελληνικής οικονομίας, την Ευρωπαϊκή Ένωση της “ειρήνης, της δημοκρατίας, του σεβασμού της διαφορετικότητας κλπ” είναι παρόντα. Ο καπιταλισμός, τα συμφέροντα, η κρίση του συστήματος, οι τάξεις είναι λέξεις ουσιαστικά άγνωστες.
Στο βιβλίο τα κείμενα έχουν ενταχθεί σε χωριστά κεφάλαια. Κάθε κεφάλαιο έχει και ένα εισαγωγικό κείμενο που περιγράφει συνοπτικά τα γεγονότα που είχαν μεσολαβήσει, το πολιτικό κλίμα και τα στοιχεία τα οποία τα άρθρα του κεφαλαίου αυτού σχολιάζουν.
“Η περίοδος 1996-2003 υπό τον σοσιαλιστή πρωθυπουργό Σημίτη υπήρξαν μάλλον τα καλύτερα χρόνια της πρόσφατης ιστορίας μας”, διαβάζουμε στην “εισαγωγή” του πρώτου κεφαλαίου. “Ο Σημίτης κατόρθωσε να σταθεροποιήσει την οικονομία και να φέρει έτσι τη χώρα στη ζώνη του ευρώ, ενώ ταυτόχρονα διασφάλισε ανερχόμενα βιοτικά επίπεδα και εφάρμοσε μια σοσιαλδημοκρατική ατζέντα... Οι Έλληνες θυμούνται την περίοδο αυτή ως περίοδο αυξανόμενης ευημερίας, η οποία συμβολιζόταν από τα εγκαίνια του εξαιρετικού μετρό της Αθήνας και της Αττικής Οδού και την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων”.
Πρώτη φορά αριστερά
Το βιβλίο χωρίζεται σε δυο μέρη. Το πρώτο έχει τίτλο “Πρώτη φορά αριστερά” και καλύπτει τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις της τετραετίας των δυο πρώτων κυβερνήσεων του ΣΥΡΙΖΑ -τα μνημόνια, το δημοψήφισμα (ο Βαλντέν ήταν θερμός υποστηρικτής του ΟΧΙ), το προσφυγικό, την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Οι πολιτικές αναλύσεις είναι συντηρητικές και επιφανειακές, οι εξελίξεις καθορίζονται από τις κινήσεις της κορυφής και οι κινητοποιήσεις λείπουν σχεδόν ολοκληρωτικά. Οι μοναδικές, κατά κανόνα έμμεσες αναφορές, στους “από τα κάτω” είναι αρνητικές. Όπως, για παράδειγμα, η πανεργατική απεργία και η ογκώδης διαδήλωση στην Αθήνα που είχε αναγκάσει το 2001 την κυβέρνηση του Σημίτη να πάρει πίσω το σχέδιο καρμανιόλα για τις συντάξεις του Γιαννίτση:
“Ο Σημίτης δεν κατόρθωσε να θεραπεύσει όλα τα κακά του πολιτικού συστήματος... Μια προσπάθεια αναμόρφωσης του βαριά ασθενούντος συνταξιοδοτικού συστήματος συνάντησε τη μαζική αντίθεση της κοινωνίας και εγκαταλείφθηκε”.
Πως φτάσαμε από το “εξαιρετικό μετρό της Αθήνας” στην κατάρρευση του 2010; Η αποτυχία του Σημίτη “να θεραπεύσει όλα τα κακά” έπαιξε ένα ρόλο. “Ωστόσο ο πραγματικός εκτροχιασμός... έλαβε χώρα τα έτη 2004-2009 υπό την συντηρητική κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή. Η αντιμετώπιση laissez-faire... συνοδεύτηκε από μια θεαματική ενίσχυση του πελατειακού κράτους. Προσλαμβάνονταν κόσμος κατά χιλιάδες σε ένα Δημόσιο που ήταν ήδη ιδιαίτερα αναποτελεσματικό. Οι δημόσιοι πόροι κατέληξαν μαζικά σε πολιτικούς φίλους και πελάτες. Τα εισοδήματα αφέθηκαν να αυξάνονται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικοί περιορισμοί...”. Ούτε λίγο ούτε πολύ δηλαδή, “μαζί τα φάγαμε”.
Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση έπαιξε κάποιο ρόλο. Αλλά η ελληνική κρίση “υπήρξε σαφώς δημιούργημα εσωτερικών παραγόντων”. Η θεραπεία, με άλλα λόγια, ήταν αναγκαία.
Ο Βαλντέν παραδέχεται ότι το φάρμακο που μας προσέφεραν οι δανειστές μας ήταν “τοξικό”: “Οπότε δεν είναι περίεργο που η αντίδραση υπήρξε ισχυρή”. Αλλά υπήρχαν και άλλοι, βαθύτεροι, μακροχρόνιοι λόγοι: “Η καλβινιστική ηθική (δηλαδή η εγκράτεια) δεν ήταν ποτέ δημοφιλής σε αυτή την ορθόδοξη χώρα. Ο νεοφιλελευθερισμός ήταν πάντα ένα περιθωριακό ρεύμα, μειοψηφικό ακόμα και στους συντηρητικούς. Και υπάρχει μια μακρά παράδοση αντίστασης σε πολιτικές που επιβάλλονταν από το εξωτερικό”. Αυτοί οι εθνικοί παράγοντες καθόρισαν το πολιτικό κλίμα: “Ο κόσμος άρχισε να κατεβαίνει στους δρόμους και η πολιτική διαμάχη πήρε άσχημες μορφές...” .
Εκατομμύρια άνθρωποι κατέβηκαν στους δρόμους, σε καθημερινή σχεδόν βάση, μέσα στα χρόνια των μνημονίων. Οι εθνικιστές και οι ακροδεξιοί έκαναν συστηματική προσπάθεια να στρέψουν την οργή προς την πλευρά τους. Αλλά δεν το κατάφεραν. Η Χρυσή Αυγή μπορεί να μπήκε στη Βουλή. Αλλά η αριστερά πήρε την κυβέρνηση. Χρειάζονται πολύ μεγάλες δόσεις πολιτικής πρεσβυωπίας (για να το πούμε ευγενικά) για να θεωρεί κανείς ότι η “πολιτική διαμάχη πήρε άσχημες μορφές”.
Πρέσπες
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στη εξωτερική πολιτική και κύρια στη Συμφωνία των Πρεσπών (την οποία υποστηρίζει θερμά), το Μακεδονικό, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό. Οι παθογένειες του πρώτου μέρους συνεχίζουν να υπάρχουν και σε αυτό: οι “από τα κάτω” είναι ανύπαρκτοι. Και όπου υπάρχουν, ο ρόλος τους είναι αρνητικός.
Ο Βαλντέν ήταν από παλιά αντίθετος με την εθνικιστική προπαγάνδα: “Η άποψή μου για το Μακεδονικό ήδη από τη δεκαετία του ΄80 ήταν ότι επρόκειτο για ένα εν πολλοίς φαντασιακό πρόβλημα... Απειλή κατά της Ελλάδας από τα Σκόπια μετά το 1950 δεν υπήρχε... Η ιδιοποίηση από μέρους των εκεί εθνικιστών της ιστορίας της Αρχαίας Μακεδονίας ήταν ασφαλώς αβάσιμη, αλλά κυρίως γελοία αλλά όχι επικίνδυνη για τη χώρα μας. Η ακραία επιθετική μας στάση απέναντι στη γείτονα (μη αναγνωρίσεις, εμπάργκο, βέτο κλπ) ήταν ηθικά απαράδεκτη...”.
Αυτή η “ακραία επιθετική μας στάση” όμως δεν προέρχεται από τα συμφέροντα της ελληνικής άρχουσας τάξης -από τον ελληνικό ιμπεριαλισμό και τους ανταγωνισμούς του στην περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου δηλαδή. Η επιθετικότητά μας, γράφει, είναι “απότοκο βασικά ενός αναχρονιστικού ελληνικού εθνικισμού” και “αντίθετη προς το εθνικό συμφέρον”. Με άλλα λόγια υπεύθυνος είναι ο καθυστερημένος και αμαθής λαός που παρασύρεται από τους Σαμαράδες και τους Καμένους και όχι η άρχουσα τάξη.
Υπάρχουν μόνο δυο ενδιαφέροντα κεφάλαια σε αυτή την ενότητα (και σε ολόκληρο το βιβλίο στην ουσία): το πρώτο έχει σαν τίτλο “Το Βέτο του Βουκουρεστίου: η νέα μακεδονική μας περιπέτεια”. Το κείμενο είχε δημοσιευθεί πρώτη φορά στα “Σύγχρονα θέματα” τον Απρίλιο του 2008, την εποχή που η Ντόρα Μπακογιάννη, η τότε υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης του Καραμανλή, είχε εμποδίσει την ένταξη των “Σκοπίων” στο ΝΑΤΟ, μέχρι να λυθεί το ονοματολογικό. Το δεύτερο έχει τίτλο “Η απόφαση του δικαστηρίου της Χάγης: πυροβολώντας τους εαυτούς μας”. Όπως εξηγεί, την ίδια ώρα που η κυβέρνηση κόμπαζε για τη “μεγάλη εθνική επιτυχία”, η χώρα καταδικαζόταν από το διεθνές δικαστήριο της Χάγης για την “επιτυχία αυτή”. Η ενδιάμεση συμφωνία που είχε υπογράψει η Ελλάδα με την Δημοκρατία της Μακεδονίας το 1995 (με την οποία έκλεισε το εμπάργκο) όριζε ρητά ότι η Ελλάδα δεν θα μπλόκαρε την ένταξη της γειτονικής χώρας σε κανέναν διεθνή οργανισμό με το όνομα FYROM. Δηλαδή αυτό ακριβώς που έκανε η Μπακογιάννη το 2008. Μόλις εκδόθηκε η απόφαση, η Ελλάδα έσπευσε να δηλώσει ότι δεν πρόκειται να συμμορφωθεί.
Το ενδιαφέρον αυτών των δυο κεφαλαίων δεν είναι η ανάλυση αλλά οι ίδιες οι πληροφορίες, που είναι σχετικά άγνωστες. Ο Βαλντέν ήταν την περίοδο 2000-2003 σύμβουλος του Γιώργου Παπανδρέου (ήταν υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Σημίτη) και συμμετείχε στις “εσωτερικές διαβουλεύσεις για τη διαπραγμάτευση που διεξαγόταν στα Σκόπια”. Αλλά ακόμα και χωρίς “εσωτερικές πληροφορίες” υπάρχουν πολλά και καλά βιβλία για τα ζητήματα αυτά. “Η κρίση στα Βαλκάνια, το Μακεδονικό και η εργατική τάξη” του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου είναι ένα πολύ καλό “αντίδοτο” στις αντιδραστικές κοινοτοπίες του Βαλντέν και των ομοίων του.