Βιβλιοκριτική
Ντανιέλ Μπενσαΐντ: Ο Μαρξ της εποχής μας. Μεγαλείο και κακοδαιμονίες ενός κριτικού εγχειρήματος

Εξώφυλλο του τευχους 103

Η επικαιρότητα του Μαρξισμού

 

 

Το βιβλίο του Ντανιέλ Μπενσαϊντ είναι το δεύτερο που κυκλοφορεί στα ελληνικά μετά το «Μαρξ: τρόπος χρήσης». Έτσι, έστω και μετά το θάνατό του το 2010, το έργο ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους Γάλλους φιλοσόφους και αγωνιστές της επαναστατικής αριστεράς αρχίζει να γίνεται προσιτό στο ευρύ κοινό. Αν όμως το πρώτο αποτελούσε μια χρήσιμη και απολαυστική εισαγωγή στο έργο του Μαρξ, το δεύτερο μπαίνει σε πιο βαθιά νερά. Γραμμένο το 1996, σε μια εποχή κατά την οποία τα κηρύγματα των αστών για το «τέλος της Ιστορίας» είχαν ακόμα μαζική επιρροή, το βιβλίο του Μπενσαϊντ προσπαθεί να αποκαταστήσει τη θεωρία του Μαρξ ως μια κριτική θεωρία για την κοινωνική πάλη και την αλλαγή του κόσμου.

Η πρώτη πολεμική λοιπόν του Μπενσαϊντ είναι απέναντι σε όσους θεωρούν το έργο του Μαρξ ως μια θεωρησιακή φιλοσοφία της ιστορίας. Ο Μαρξ όμως «δεν καταστρώνει σχέδια για μια τέλεια κοινωνία, τα οποία οι αδίστακτοι τσαρλατάνοι θα ξεπουλούσαν ευχαρίστως στη μαύρη αγορά των μεταρρυθμίσεων με το κομμάτι» (σελ. 46). Από την Αγία Οικογένεια και τη Γερμανική Ιδεολογία μέχρι τα γράμματά του στη Βέρα Ζασούλιτς για τη Ρωσία, ο Μαρξ απέρριπτε συστηματικά κάθε γενικό, υπεριστορικό σχήμα που ερμηνεύει την ιστορία ως νομοτέλεια. Ταυτόχρονα, ο Μπενσαϊντ απαντά και στους εκπροσώπους του αναλυτικού μαρξισμού (Έλστερ, Κοέν) που ερμήνευσαν το σταλινικό φαινόμενο ως αποτέλεσμα του ότι η επανάσταση του 1917 ήταν πρόωρη. Η κριτική του είναι καταλυτική: «Η τύχη της Ρωσικής Επανάστασης μετά το 1917, η γραφειοκρατική Θερμιδώρ, η σταλινική τρομοκρατία, η τραγωδία των στρατοπέδων, όλα αυτά δεν απορρέουν μηχανικά από την υποτιθέμενη πρωιμότητά της […] Η Γερμανική Επανάσταση του 1918-1923, η Κινέζικη Επανάσταση, η νίκη του φασισμού στην Ιταλία και του ναζισμού στη Γερμανία, η συντριβή της βιενέζικης Schutzbund, ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος, η χρεωκοπία των λαϊκών μετώπων αντιπροσώπευσαν ισάριθμα σημεία διακλάδωσης όπου η ίδια η Ρώσικη Επανάσταση μπορούσε να τραβήξει προς τη μια ή προς την άλλη κατεύθυνση» (σελ. 76). Γενικά λοιπόν, ο Μαρξ δεν οικοδομεί ένα μοντέλο καθολικής ιστορίας με προδιαγεγραμμένη αρχή και τέλος αλλά δίνει τα πρωτεία στις πολιτικές επιλογές.

Καταλυτική είναι η κριτική του Μπενσαϊντ και σε όσους αντιμετωπίζουν τη θεωρία του Μαρξ ως μια «εμπειρική κοινωνιολογία των τάξεων». Ήδη από την επομένη της Κομμούνας του Παρισιού η κοινωνιολογία αντιπαρέθετε στην έννοια της κοινωνικής τάξης ένα λεξιλόγιο που προτιμούσε όρους όπως οι «ελίτ». Στον 20ο αιώνα, επανειλημμένα γράφτηκε ότι το προλεταριάτο έχει συρρικνωθεί δίνοντας πια τη θέση του στις «μεσαίες τάξεις». Η εργατική τάξη όμως ποτέ δεν ήταν ένα στατικό μέγεθος αλλά ένα δυναμικό συλλογικό υποκείμενο, που αλλάζει με το πέρασμα των χρόνων χωρίς όμως να χάνει τον ανταγωνιστικό ρόλο του απέναντι στο κεφάλαιο. Όπως επισημαίνει εύστοχα ο συγγραφέας, «το προλεταριάτο δεν έχει ούτε την ίδια σύνθεση ούτε την ίδια εικόνα το 1848 (εκτός από τους υφαντουργούς της Σιλεσίας, οι προλετάριοι που αναφέρει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο είναι κυρίως βιοτέχνες ή τεχνίτες των μικρών παριζιάνικων βιοτεχνιών), την εποχή της Κομμούνας (έπειτα από την οικονομική ανάπτυξη και τη βιομηχανοποίηση της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας), τον Ιούνιο του 1936 ή το 1968» (σελ. 236). Δεν πρόκειται για την εξαφάνιση της εργατικής τάξης αλλά για τις μεταλλαγές της. Ο ίδιος ο Μαρξ, στη Γερμανική Ιδεολογία, απέρριπτε την αναγωγή των ατόμων σε μια σειρά αντιτύπων μιας τυπικής τάξης και την αντίληψη των φιλοσόφων της εποχής του ότι οι τάξεις υπάρχουν πριν από τα άτομα που τις απαρτίζουν.

Αντίστοιχη είναι η κριτική του Μπενσαϊντ απέναντι σε όσους υποβαθμίζουν τη θεωρία του Μαρξ σε μια θετικιστική επιστήμη της οικονομίας κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του κυρίαρχου στην εποχή του παραδείγματος της κλασικής φυσικής. Η κριτική της πολιτικής οικονομίας από τον Μαρξ εγκαινιάζει μια άλλη επιστημονική πρακτική που δεν στηρίζεται στις βεβαιότητες. Οι «νόμοι» του Μαρξ δεν είναι νόμοι με την έννοια της αιτιοκρατίας αλλά «νόμοι-τάσεις» που εκφράζουν μια νέα αντίληψη για την αναγκαιότητα και την ελευθερία. Γι’ αυτό κάνουν λάθος όσοι εξάγουν από το νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους μια θεωρία της αυτόματης και επικείμενης κατάρρευσης του καπιταλισμού Ο συγγραφέας επικαλείται τον Γκράμσι: «οι δυνάμεις που αντιδρούν στο νόμο-τάση και οι οποίες συνοψίζονται στην παραγωγή μιας σχετικής υπεραξίας ολοένα και πιο σημαντικής έχουν όρια καθορισμένα από τεχνικούς παράγοντες, για παράδειγμα από την επέκταση της ελαστικής αντίστασης της ύλης, και από κοινωνικούς παράγοντες, όπως το ποσοστό ανεργίας το οποίο μπορεί να αντέξει μια κοινωνία. Η κοινωνική αντίφαση μετατρέπεται σε πολιτική και λύνεται πολιτικά μέσα σε μια ανατροπή της πράξης» (σελ. 352). Δεν πρόκειται για μια υπεκφυγή του Μαρξ (ένας νόμος που δεν είναι νόμος) αλλά για ένα συνειδητό άνοιγμα του «νόμου» στην πάλη των τάξεων και στην πολιτική στρατηγική. Για τον Μαρξ η οικονομία δεν ήταν ποτέ ένα κλειστό σύστημα αυτονομημένο από την πολιτική.

Είναι αλήθεια ότι βιβλίο του Μπενσαϊντ δεν είναι «εύκολο», παρότι είναι εξαιρετικά καλογραμμένο, καθώς προϋποθέτει σε μεγάλο βαθμό τη γνώση του μαρξικού έργου και των κριτικών που έχουν διατυπωθεί απέναντί του. Αξίζει όμως να διαβαστεί πλατιά διότι πετυχαίνει, με τη βοήθεια του Γκράμσι και του Μπένγιαμιν, να αναδείξει έναν Μαρξ ο οποίος, μακριά από τα βαρίδια που θέλησαν να του φορτώσουν η σοσιαλδημοκρατία και ο σταλινισμός, είναι περισσότερο επίκαιρος παρά ποτέ. Στην εποχή της οικονομικής κρίσης και της έντασης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, οι μάχες της εργατικής τάξης και η πολιτική παρέμβαση της επαναστατικής αριστεράς είναι πιο κρίσιμες παρά ποτέ. Με τα λόγια του Γκράμσι που επαναλαμβάνει ο Μπενσαϊντ: «το μόνο που μπορούμε να προβλέψουμε είναι ο αγώνας».

Μπάμπης Κουρουνδής

Τιμή 19€, 288 σελίδες

Εκδόσεις Τόπος, 2013