Άρθρο
Το κίνημα ενάντια στις εξορύξεις

Η Λουίζα Γκίκα εξηγεί τους κινδύνους από τις εξορύξεις σε Ιόνιο και Ήπειρο και προβάλλει το κίνημα που αντιστέκεται.

 

Μέσα στο καλοκαίρι που μας πέρασε 40.000 λίτρα αργού πετρελαίου διέρρευσαν στα ανοιχτά της Χιλής, στην περιοχή της Παταγονίας, μολύνοντας και καταστρέφοντας μια ζώνη που μέχρι πρότινος ήταν γνωστή για το πλούσιο οικοσύστημα και τα καθαρά νερά της. Λίγες μέρες αργότερα οι πυρκαγιές στις δασικές εκτάσεις της Σιβηρίας βγήκαν εκτός ελέγχου με αποτέλεσμα την καταστροφή εκατομμυρίων στρεμμάτων και μια παγκόσμια οικολογική καταστροφή. Το νήμα που δένει τις δύο καταστροφές είναι η εξάρτηση της παραγωγής από τη χρήση ορυκτών καυσίμων. Η καύση των ορυκτών καυσίμων- πετρέλαιο, φυσικό αέριο, άνθρακας- ευθύνεται για την εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα και την υπερθέρμανση του πλανήτη που πυροδοτεί αυτά τα «ακραία φαινόμενα» όπως στη Σιβηρία, ενώ η ίδια η διαδικασία άντλησης και μεταφοράς τους όχι μόνο συμβάλει στην υπερθέρμανση αλλά καταστρέφει και μολύνει το περιβάλλον όπως στη Χιλή.

Κάτω από αυτό το πρίσμα έχουμε να οργανώσουμε και να δυναμώσουμε τη μάχη ενάντια στις εξορύξεις υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, αφού η υλοποίησή τους θα συνέβαλε τόσο στην παγκόσμια υπερθέρμανση του πλανήτη και στην κλιματική αλλαγή, όσο και στην καταστροφή και την λεηλασία του τοπικού φυσικού περιβάλλοντος με καταστροφικές συνέπειες για τις ζωές μας.

Από το 2012 μέχρι σήμερα οι κυβερνήσεις έχουν παραχωρήσει 13 θαλάσσια και χερσαία οικόπεδα σε πετρελαϊκές για την έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων. Τα 9 θαλάσσια οικόπεδα που έχουν παραχωρηθεί ξεπερνούν σε έκταση τα 58.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ ακόμα 5 νέα οικόπεδα σχεδιάζεται να παραχωρηθούν, δημιουργώντας μια ζώνη σε όλο το μήκος του Ιονίου πελάγους μέχρι τη θάλασσα των Αντικυθήρων αλλά και νότια της Κρήτης (βλ. χάρτη). 

«Αξιοποίηση»

Ουσιαστικά τόσο η προηγούμενη κυβέρνηση όσο και η τωρινή εξυπηρετώντας πλήρως τα συμφέροντα της ελληνικής άρχουσας τάξης διεκδικούν την «αξιοποίηση» του χώρου της Ελληνικής ΑΟΖ δημιουργώντας έναν νοητό διάδρομο από όπου θα μπορούσε να διέλθει ο αγωγός East-Med που σχεδιάζει το ελληνικό κράτος με το Ισραήλ και την Κύπρο.

Ο East-Med πιθανότατα θα μείνει στα χαρτιά, αφού δεν φαίνεται να είναι ένα υλοποιήσιμο έργο, όμως στα ήδη παραχωρημένα θαλάσσια οικόπεδα έχουν υπογραφεί συμβάσεις για την έρευνα και εξόρυξη των υδρογονανθράκων τόσο με πολυεθνικές πετρελαϊκές (ExxonMobil, Repsol, Total) όσο και με ελληνικές (ΕΛΠΕ, Energean Oil& Gas). Οι ίδιες εταιρείες έχουν υπογράψει συμβάσεις για τα χερσαία οικόπεδα, η συνολική έκταση των οποίων ξεπερνά τα 17.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα -το 13% της ελληνικής επικράτειας- και χωρίζονται στις περιοχές Αιτωλοακαρνανίας, Ιωαννίνων, Άρτας-Πρέβεζας και ΒΔ Πελοποννήσου.

Από το Ιόνιο μέχρι τη Γαύδο και από την Πίνδο μέχρι τον Αλφειό, σύμφωνα με τις συμβάσεις που έχουν υπογραφεί, οι πετρελαϊκές εταιρείες μισθώνουν το δικαίωμα έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων, ενώ ταυτόχρονα παραχωρείται πλήρως ο έλεγχος σε περιοχές ολόκληρες για όλα τα στάδια των εργασιών. Από τις σεισμικές έρευνες και γεωτρήσεις, μέχρι τις εγκαταστάσεις άντλησης και την εξόρυξη, ακόμα και για την αντιμετώπιση της ρύπανσης, των διαρροών και των ατυχημάτων. Μέσα στις εκτάσεις που επιτρέπονται οι εργασίες έρευνας και εξόρυξης περιλαμβάνονται ακόμα και προστατευόμενες περιοχές «Natura 2000». Συγκεκριμένα, 56 προστατευόμενες περιοχές βρίσκονται εξ’ ολοκλήρου και 136 προστατευόμενες περιοχές βρίσκονται μερικώς μέσα σε χερσαία και θαλάσσια οικόπεδα εξορύξεων. Οι περιοχές που αυτή τη στιγμή ανήκουν σε πιο προχωρημένη κατάσταση σε σχέση με τις ερευνητικές διαδικασίες είναι ο Πατραϊκός κόλπος και το Κατάκολο, στο οποίο και στοχεύουν να ξεκινήσουν τις εξορύξεις στο τέλος του 2019 και το οικόπεδο Ιωάννινα στην Ήπειρο.

Μέχρι και το φθινόπωρο του 2017 που εμφανίστηκαν στα χωριά του νομού Ιωαννίνων τα πρώτα μηχανήματα και συνεργεία για την εκκίνηση των ερευνών στην περιοχή υπήρχε πλήρης άγνοια και παντελής έλλειψη ενημέρωσης στους κατοίκους για τα εξορυκτικά σχέδια στην Ήπειρο, αλλά και για τις επιπτώσεις των εξορύξεων συνολικότερα. Ουσιαστικά από τότε φούντωσε η συζήτηση σχετικά με τις επιπτώσεις των εξορύξεων στο περιβάλλον, η αποκάλυψη των κεντρικών σχεδιασμών του κράτους με τις πετρελαϊκές, την ίδια στιγμή που κάτοικοι και οργανώσεις αρχίσαμε να οργανώνουμε τις αντιστάσεις απέναντι στις ερευνητικές εργασίες και τις εξορύξεις.

Το έργο εγκρίθηκε με υπουργική απόφαση το 2013, ανήκει στο 60% στην Ισπανική Repsol, το 40% στην Energean, ενώ η Ιταλική Geotech είναι υπεύθυνη για τον ακριβή εντοπισμό των κοιτασμάτων. Το πεδίο παραχώρησης έχει έκταση 4.187 τετραγωνικά χιλιόμετρα, σε μια περιοχή που σήμερα απολαμβάνει μια από τις πλουσιότερες πανίδες και χλωρίδες της Ευρώπης. Χαρακτηριστικό του περιβαλλοντικού κινδύνου που αντιμετωπίζει η περιοχή είναι πως από την εξορυκτική δραστηριότητα δεν εξαιρούνται οι προστατευόμενες ζώνες. Το εθνικό πάρκο Πίνδου-Βάλια Κάλντα, ο εθνικός Δρυμός Βίκου-Αώου, το εθνικό πάρκο της λίμνης Παμβώτιδας, τα Ζαγοροχώρια και τουλάχιστον 10 περιοχές του δικτύου Natura συμπεριλαμβάνονται στην παραχωρημένη έκταση. Χωρίς καμία διαβούλευση –παρόλο που προβλέπεται ρητά σε κάθε στάδιο του έργου– και χωρίς καμία ενημέρωση προς τις τοπικές κοινωνίες με την έγκριση του πρώην υπουργού περιβάλλοντος Γ. Σταθάκη ξεκίνησαν οι ερευνητικές διαδικασίες. Μετά από τις άμεσες αντιδράσεις των κατοίκων αυτών των περιοχών, αλλά και κινήσεων στην πόλη των Ιωαννίνων και της υπόλοιπης Ηπείρου ξεκίνησε ένας κύκλος ενημέρωσης «από τα κάτω», κόντρα στις συσκέψεις-ενημερώσεις που κατόπιν εορτής οργάνωνε η κυβέρνηση μαζί με εκπροσώπους των πετρελαϊκών για να μας πείσουν για τα «μεγάλα οφέλη» που θα έχουν οι εξορύξεις των υδρογονανθράκων στην περιοχή μας, και τη «στρατηγική σημασία αυτών των έργων για την ανάπτυξη της χώρας».

Στην πραγματικότητα ακόμη και η ίδια η διαδικασία της έρευνας προκαλεί περιβαλλοντική επιβάρυνση. Οι σεισμικές έρευνες πραγματοποιούνται με γεωτρήσεις βάθους 12 μέτρων στις οποίες τοποθετούνται πολλά κιλά εκρηκτικών για να προκληθούν χιλιάδες εκρήξεις απ’΄τις οποίες κρίνεται η βιωσιμότητα της εξορυκτικής επένδυσης. Για να γίνουν αυτά τα έργα είναι αναγκαίο το άνοιγμα δρόμων, η αποψίλωση δέντρων και βλάστησης και η μετατροπή μιας περιοχής με τεράστιο φυσικό πλούτο σε ένα βιομηχανικό τοπίο. Όπως αναφέρει η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) «επιπτώσεις διερευνητικών γεωτρήσεων στη φάση έρευνας Β: η διάρκεια πλήρους φυσικής αποκατάστασης διαφέρει ανάλογα με το είδος του οικοτόπου με την πλήρη αποκατάσταση να είναι πιθανή ακόμα και μετά από δεκαετίες». Αντίστοιχες εκτάσεις φυσικού πλούτου κινδυνεύουν και στους υπόλοιπους νομούς της Ηπείρου, όπως τα Τζουμέρκα, αλλά και της υπόλοιπης Δυτικής Ελλάδας. Εξίσου επικίνδυνες όμως είναι και οι θαλάσσιες έρευνες για τα οικοσυστήματα. Οι σεισμικές έρευνες γίνονται με πλοία που δημιουργούν «ηχητικές βόμβες» και λαμβάνουν την αντανάκλαση των κυμάτων, που για να συλλέξουν τις απαραίτητες πληροφορίες χρειάζεται να πλέουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η διαδικασία αυτή θέτει σε κίνδυνο πολλά είδη θηλαστικών και ειδικά αν συζητάμε για το Ιόνιο απειλούνται παγκόσμιας σημασίας είδη, όπως η μεσογειακή φώκια, η χελώνα καρέτα, η πτεροφάλαινα, τα δελφίνια κα.

Αν οι έρευνες και μόνο θέτουν σε κίνδυνο το περιβάλλον, η άντληση υδρογονανθράκων είναι βέβαιο πως προκαλεί καταστροφή. Ξεκινώντας από τη μεγάλη εικόνα, η καύση των ορυκτών καυσίμων είναι υπαίτια για την υπερθέρμανση του πλανήτη. Η επιτροπή του ΟΗΕ για την κλιμακή αλλαγή προειδοποιεί πως έχουμε μόλις 12 χρόνια να δράσουμε για να προλάβουμε να μη γίνει ανεξέλεγκτη η κατάσταση, να μη φτάσει η αύξηση της θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς κελσίου. Πέρα όμως από την ίδια την καύση αυτών των προϊόντων για την παραγωγή, η ίδια η διαδικασία έρευνας, εξόρυξης και μεταφοράς των προϊόντων αυτών παράγει εξαιρετικά μεγάλες ποσότητες αερίων εκπομπής, όπως αντίστοιχα και όλα τα μεταφορικά δίκτυα που θα πρέπει να δημιουργηθούν σε στεριά και θάλασσα.

Οι κάτοικοι των περιοχών που πραγματοποιούνται χερσαίες εξορύξεις έχουν να αντιμετωπίσουν σημαντική υποβάθμιση της υγείας τους. Η ατμοσφαιρική μόλυνση, καθώς και η μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα είναι οι κυρίαρχες αιτίες επιβάρυνσης. Πέρα από τον κίνδυνο μιας μεγάλης διαρροής, που ειδικά αν συζητάμε την περίπτωση των ποταμών της Ηπείρου η μόλυνση θα έφτανε σε όλη τη δυτική Ελλάδα, μικρότερες ποσότητες πετρελαίου και χημικών που διαρρέουν μπορούν να προκαλέσουν σημαντική υποβάθμιση του εδάφους και των αγροτικών προϊόντων, ενώ η γη που θα χρησιμοποιηθεί δεν έχει δυνατότητα για επαναφορά.

Σε σχέση με τις θαλάσσιες εξορύξεις, η αλιεία πλήττεται σημαντικά όχι μόνο λόγω των πιθανών διαρροών και ατυχημάτων, αλλά και της αυξημένης κίνησης των πετρελαιοφόρων. Μόλις 2 χρόνια πριν η πετρελαιοκηλίδα που δημιουργήθηκε από τη βύθιση του δεξαμενόπλοιου στον Σαρωνικό κόλπο προκάλεσε ρύπανση στις ακτές της Αττικής και χρειάστηκαν μεγάλες επιχειρήσεις για να αποτραπεί η περαιτέρω οικολογική καταστροφή. Καταλαβαίνουμε τι κίνδυνοι εγκυμονούν αν τα σχέδιά τους για εξορύξεις από το Ιόνιο μέχρι την Κρήτη υλοποιηθούν. Ειδικά αν συζητάμε για κάποια από τα θαλάσσια οικόπεδα που το βάθος των εξορύξεων εκτιμάται πως κατά μέσο όρο θα είναι στα 3.200 μέτρα, αυξάνονται δραματικά οι πιθανότητες να συμβεί κάποιο ατύχημα, ενώ μειώνεται η δυνατότητα παρέμβασης για την αποφυγή πετρελαιοκηλίδων. Χαρακτηριστικά χρειάστηκαν 5 ολόκληροι μήνες για να σταματήσει η ΒΡ τη διαρροή πετρελαίου από το πηγάδι Deepwater Horizon στον κόλπο του Μεξικού, που βρισκόταν στα 1.500 μέτρα βάθους.

Η «εκστρατεία ενημέρωσης» από τη μεριά της προηγούμενης κυβέρνησης και των πετρελαϊκών για να πείσουν τους κατοίκους να συμφωνήσουν με τις εξορύξεις στην Ήπειρο, πέρα από τα επιχειρήματα περί μείωσης της ανεργίας και των ανταποδοτικών τελών που θα επιστρέφουν στις κοινότητες, σε ότι αφορά τον κίνδυνο οικολογικής καταστροφής απαντούσαν πως οι κίνδυνοι ελαχιστοποιούνται –δεν αποκλείονται– όταν ακολουθούνται ορθές πρακτικές από τις εξορυκτικές εταιρείες. Μόνο μέσα στη διετία 2013-2015 η Ισπανική Repsol (Ιωάννινα, Ιόνιο) ήταν υπεύθυνη για 52 ατυχήματα και διαρροή 354 τόνων πετρελαίου παγκοσμίως. Αντίστοιχα, η ExxonMobil (Κρήτη) από το 2005 μέχρι σήμερα έχει προκαλέσει πάνω από 3.600 πετρελαιοκηλίδες ανά τον κόσμο και είναι επίσης υπεύθυνη για μια εκ των πιο καταστροφικών πετρελαιοκηλίδων της ιστορίας, το λεγόμενο ατύχημα του Exxon-Valdez στην Αλάσκα το 1989. Είναι προφανές πως δεν μπορούμε να έχουμε καμία εμπιστοσύνη πως οι πετρελαϊκές εταιρείες θα χρησιμοποιήσουν «ορθές πρακτικές» που σέβονται το περιβάλλον, και όχι αυτές που θα τους αποφέρουν τα μεγαλύτερα κέρδη.

Ένα ακόμα σημείο στο οποίο χρειάζεται να σταθούμε είναι πως στην Ελλάδα δεν υπάρχει νομοθετική απαγόρευση για την εξορυκτική μέθοδο του fracking, αλλά ούτε και στη σύμβαση παραχώρησης στην κοινοπραξία Repsol- Energean. Το fracking είναι μια ιδιαίτερα επιβαρυντική για το περιβάλλον μέθοδος για την εξόρυξη σχιστολιθικού αερίου, κοιτάσματα του οποίου βρέθηκαν στο οικόπεδο των Ιωαννίνων.

Όπως αναφέραμε και πιο πάνω με την εμφάνιση των πρώτων συνεργείων και μηχανημάτων για να ξεκινήσουν οι έρευνες ξεκίνησε να οργανώνεται και η αντίσταση. Πρώτοι από όλους οι ίδιοι οι κάτοικοι των χωριών που ανήκουν στα ερευνητικά πεδία ξεκίνησαν να οργανώνουν συσκέψεις και συνελεύσεις τόσο για να κινητοποιηθούν ενάντια στην καταστροφή της φύσης και του τόπου τους και να συντονιστούν με τις υπόλοιπες περιοχές και τις πόλεις. Επιτροπές αγώνα άρχισαν να γίνονται από χωριό σε χωριό, ανοιχτές συζητήσεις στην πόλη με ομιλητές γεωλόγους, σεισμολόγους και άλλους επιστήμονες. 

Πρωτοβουλίες

Σε κάθε πόλη της Ηπείρου δημιουργήθηκαν πρωτοβουλίες αγώνα ενάντια στις εξορύξεις. Οι κινητοποιήσεις σε δημοτικά συμβούλια είχαν ως αποτέλεσμα ακόμα και σε δήμους που αρχικά είχαν πάρει αποφάσεις υπέρ των εξορύξεων (απαραίτητη διαδικασία για να γίνουν τα έργα) να τις αλλάξουν όπως στα Ζαγόρια, ή και σε άλλα να πάρουν απόφαση ενάντια πχ στα Κεντρικά Τζουμέρκα.

Η πρώτη πανελλαδική διαδήλωση ενάντια στις έρευνες και εξορύξεις ΥΑ που έγινε στα Γιάννενα τον Ιούνη του 2018 ήταν μεγαλειώδης, με πάνω από 2000 διαδηλωτές. Επιτροπές κατοίκων της Ηπείρου και της υπόλοιπης δυτικής Ελλάδας-Ιονίων που άρχισαν να συγκροτούνται για να στείλουν αποστολές, δημοτικές κινήσεις, οικολόγοι, περιβαλλοντικές οργανώσεις, το ΣΕΚ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ καθώς και άλλα κομμάτια της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και της αυτονομίας συμμετείχαμε σε μια διαδήλωση γεμάτη παλμό που έγινε γεγονός. Μετά από αυτή την κινητοποίηση το Εργατικό Κέντρο (ΠΑΜΕ) αναγκάστηκε να καλέσει λίγες μέρες αργότερα διαδήλωση ενάντια στις εξορύξεις, αφού η απουσία του από μια τόσο σημαντική κινητοποίηση ήταν εκκωφαντική. Ακόμα μεγαλύτερη ήταν η διαδήλωση που οργανώθηκε φέτος τον Ιούνη, ωστόσο με την ίδια σύνθεση που είχε και η περσινή. Στο χρόνο που μεσολάβησε συγκροτήθηκαν πανελλαδικά ακόμα περισσότερες κινήσεις ενάντια στις εξορύξεις, από την Ιθάκη και την Κεφαλονιά ως την Κρήτη, ενδεικτικό της διάθεσης του κόσμου να παλέψει παντού ενάντια στα καταστροφικά σχέδια των εξορύξεων και την καταστροφή του περιβάλλοντος συνολικότερα.

Όπως σε κάθε κίνημα που συγκροτείται έτσι και στο αντιεξορυκτικό υπάρχουν πολλές διαφορετικές αντικρουόμενες γραμμές ως προς το τι έχει να διεκδικήσει αλλά και με ποιους τρόπους έχει να το παλέψει. Αν εξετάσουμε τι λέει η ίδια η αριστερά σε αυτό το κίνημα υπάρχουν κομμάτια που είναι ενάντια στις εξορύξεις με αιχμή τη μάχη ενάντια στην όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και την απειλή του πολέμου. Προφανώς η αριστερά χρειάζεται να ανοίγει αυτά τα ζητήματα και να τα συνδέει, ειδικά σε μια περίοδο που βλέπουμε κλιμάκωση των ανταγωνισμών για το ποιος θα ελέγξει τις υπάρχουσες πηγές ενέργειας, χωρίς όμως να υποβαθμίζει και να υποτιμά την απειλή της περιβαλλοντικής καταστροφής. Αντίστοιχα, υπάρχει η θέση με κύριο οργανωμένο εκφραστή της το ΚΚΕ -επηρεάζει όμως και κομμάτια της αντικαπιταλιστικής αριστεράς- που εναντιώνεται στα εξορυκτικά σχέδια επειδή θα υλοποιηθούν από πολυεθνικές ή ντόπιες εταιρείες που «θα κερδοσκοπήσουν εις βάρος του ελληνικού λαού», ενώ σε ένα σοσιαλιστικό σύστημα θα μπορούσε το κράτος να τα υλοποιήσει προς όφελος της κοινωνίας. Στην πραγματικότητα όμως η θέση αυτή δεν ανοίγει δρόμους για τη σοσιαλιστική κοινωνία που η εργατική τάξη θα παράγει και θα καταναλώνει σύμφωνα με τις ανάγκες της, και όχι με κριτήριο την παραγωγή του κέρδους για τους καπιταλιστές, αλλά στα κρατικοκαπιταλιστικά συστήματα που επιβάρυναν τον πλανήτη όπως και ο καπιταλισμός της δύσης.

Στον αντίποδα η εργατική τάξη είναι αυτή που μπορεί να βγει μπροστά και με τη δράση της να σώσει το περιβάλλον και αυτό το καθήκον έχει μπροστά της η αντικαπιταλιστική αριστερά. Απέναντι στα επιχειρήματα πως οι εξορύξεις θα ανοίξουν θέσεις εργασίας και θα φέρουν την ανάπτυξη, έχουμε να διεκδικήσουμε μαζικές προσλήψεις σε νέες οικολογικές τεχνολογίες παραγωγής ενέργειας για να απεξαρτηθούμε από την καύση των ορυκτών καυσίμων. Οι διεκδικήσεις των εργατών για κρατικά και δωρεάν μέσα μαζικής μεταφοράς μπορούν να μειώσουν δραματικά τις εκπομπές από τα ΙΧ. 

 

Με αυτές τις διεκδικήσεις, μαζί με την οργανωμένη εργατική τάξη χρειάζεται να παλέψει το αντιεξορυκτικό κίνημα με μια πρώτη άμεση ευκαιρία την παγκόσμια ημέρα δράσης ενάντια στην κλιματική αλλαγή στις 20 του Σεπτέμβρη. Το κίνημα που διεθνώς δίνει τις μάχες ενάντια στην περιβαλλοντική καταστροφή συντονίζεται καλώντας σε απεργιακή δράση παγκόσμια. Έτσι και στην Ήπειρο οι πρωτοβουλίες που έχουν συγκροτηθεί, μαζί με τις υπόλοιπες οικολογικές κινήσεις και την αριστερά χρειάζεται να συντονιστούμε και να απευθύνουμε κάλεσμα στα τοπικά σωματεία και εργατικά κέντρα για απεργιακή απόφαση, μια κίνηση που θα δυναμώσει τον ήδη ξεκινημένο αγώνα μας, αλλά θα δώσει και μια συνολικότερη προοπτική στο πως με την εργατική τάξη στο κέντρο μπορούμε να συγκρουστούμε με τις επιλογές του καπιταλισμού και του κέρδους που σκοτώνουν τις ζωές μας και τον πλανήτη.