Άρθρο
Η επαναστατική στρατηγική και το κράτος

Λονδίνο - διαδηλώσεις ενάντια στο πραξικόπημα Τζόνσον που κλείνει τη Βουλή

Ο Ευκλείδης Μακρόγλου παρεμβαίνει στη συζήτηση που ανοίγει πέρα από την «κυβέρνηση της αριστεράς»

 

Η επάνοδος της ΝΔ στην κυβέρνηση συνοδεύεται εκτεταμένα από μια ρητορική περί «επιστροφής στην κανονικότητα». Απέναντι στον κόσμο του αγώνα επιχειρούν να στήσουν ένα σκηνικό ανάκτησης της κοινοβουλευτικής σταθερότητας που θα δικαιώσει ευσεβείς πόθους για το κλείσιμο ενός κύκλου αγώνων και ριζοσπαστικοποίησης. Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ διαμέσου Τσίπρα από την πρώτη στιγμή ανακήρυξε ότι στόχος είναι η επιστροφή (sic «αργά ή γρήγορα») στην κυβέρνηση, ασκώντας στο μεταξύ «υπεύθυνη αντιπολίτευση».

Πώς πρέπει να αντιμετωπίσει η εργατική τάξη τα νέα δεδομένα; Η απάντηση είναι πια απαραίτητο να ξεκινά με τη διαπίστωση ότι ο κοινοβουλευτικός δρόμος αποδείχθηκε ερμητικά κλειστός. Είναι άρα άμεσα συνδεδεμένη με την αναζήτηση μιας διαφορετικής προοπτικής για το εργατικό κίνημα, τέτοιας που θα υπερβαίνει την άμεση εμπειρία των κοινοβουλευτικών ελπίδων που διαψεύστηκαν εντελώς. Κεντρικό ζήτημα για τη συζήτηση αυτή είναι η φύση του κράτους στη σύγχρονη κοινωνία.

Η ήττα της ρεφορμιστικής στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται να ενταχθεί στην ιστορική εμπειρία μιας μακράς σειράς τραγικών ηττών για την αριστερά (βλ. ιδιαίτερα τις εμπειρίες των κυβερνήσεων λαϊκών μετώπων στην Ισπανία και τη Γαλλία το 1936, καθώς και την κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας στη Χιλή το 1970) που σχετίζονται άμεσα με τις πρακτικές επιπτώσεις των διάφορων προσεγγίσεων για το ρόλο του κράτους, αλλά και την κατάκτηση της κυβέρνησης ως κομμάτι μιας «στρατηγικής κοινωνικού μετασχηματισμού».

Το κράτος για τους μαρξιστές

Αυτές οι προσεγγίσεις, στον έναν ή τον άλλο βαθμό τείνουν σαν αποτέλεσμα να μοιράζονται όψεις της κυρίαρχης αντίληψης ότι το κράτος έχει το ρόλο του ουδέτερου κριτή και ρυθμιστή, που στέκεται πάνω (και έξω) από την κοινωνία για να διασφαλίζει την τάξη, την ασφάλεια, και την ευημερία του συνόλου του πληθυσμού, επιτηρώντας (ή και αναλαμβάνοντας) μια σειρά από «κοινωνικά ωφέλιμες» λειτουργίες (υγιεινή, εκπαίδευση, συγκοινωνία, υδροδότηση, ηλεκτροδότηση κοκ).

Ο Λένιν αφιέρωσε μεγάλο κομμάτι του έργου του «Κράτος και Επανάσταση» για να ανασκευάσει αυτές τις αντιλήψεις, ξεθάβοντας την μαρξιστική κληρονομιά για το κράτος, που είναι αντίθετα «όργανο ταξικής κυριαρχίας, όργανο καταπίεσης μιας τάξης από μιαν άλλη, είναι η δημιουργία του “κατεστημένου” εκείνου που νομιμοποιεί και στερεώνει αυτήν την καταπίεση, αμβλύνοντας τη σύγκρουση των τάξεων».1

Έτσι, σύμφωνα με τον Ένγκελς, «το κράτος δεν υπάρχει από καταβολής κόσμου. Υπήρξαν κοινωνίες που τα έβγαζαν πέρα χωρίς αυτό, που δεν είχαν ιδέα από κράτος και κρατική εξουσία. Σε μια ορισμένη βαθμίδα της οικονομικής εξέλιξης, που αναγκαστικά ήταν συνδεδεμένη με τη διάσπαση της κοινωνίας σε τάξεις, το κράτος έγινε απαραίτητο (...) για να μη φθείρουν αυτές οι τάξεις τον εαυτό τους και την κοινωνία σε έναν άκαρπο αγώνα, έγινε αναγκαία μια δύναμη που να μετριάζει τη σύγκρουση, για να την κρατάει μέσα στα όρια της “τάξης”. Και η δύναμη αυτή που βγήκε από την κοινωνία, αλλά που τοποθετήθηκε πάνω απ’ αυτήν, που όλο και περισσότερο αποξενωνόταν απ’ αυτήν, είναι το κράτος».2

Από το ιερατείο στους μονάρχες και τους αυτοκράτορες, και από τους φεουδάρχες στους εμπόρους και τους βιομήχανους, η τάξη που διαχειρίζεται (και κατέχει) το πλεόνασμα στην παραγωγή, χρειάζεται να διατηρήσει και να αναπαράγει την εξουσία της σε βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας καταπολεμώντας αποτελεσματικά κάθε πιθανή αμφισβήτηση. Το κράτος, επειδή δημιουργείται ιστορικά σε αυτές τις συνθήκες, είναι για τον Ένγκελς «κράτος της πιο ισχυρής, οικονομικά κυρίαρχης τάξης, που με τη βοήθεια του κράτους γίνεται και πολιτικά κυρίαρχη τάξη, και έτσι αποκτάει νέα μέσα για την κατάπνιξη και την εκμετάλλευση της καταπιεζόμενης τάξης».3

Ποια όμως είναι αυτά τα μέσα; Το κράτος, ως «ειδική δύναμη καταπίεσης» αποτελείται όπως γράφει ο Λένιν από «ειδικούς σχηματισμούς ένοπλων ατόμων» (το «βαθύ κράτος») δηλαδή τον στρατό, την αστυνομία, τα δικαστήρια και τις φυλακές. Μαζί με τη διοικητική μηχανή αποτελούν ένα δίκτυο ιεραρχικά δομημένων και αντιδημοκρατικών γραφειοκρατικών μηχανισμών που δεν εκλέγονται και δεν ελέγχονται από την κοινωνική πλειοψηφία. Με τον τρόπο αυτό το κράτος ασκεί το μονοπώλιο της βίας σε μια συγκεκριμένη εδαφική περιοχή. Στη χώρα μας ο κόσμος του αγώνα ξέρει από πρώτο χέρι τι ρόλο παίζουν τέτοιοι μηχανισμοί στην κατάπνιξη κάθε αντίστασης.

Βέβαια η άσκηση απροκάλυπτης και εκτεταμένης βίας δεν έρχεται δίχως κόστος για τη σταθερότητα της εξουσίας των εκμεταλλευτών: για το λόγο αυτό οι μηχανισμοί καταστολής συμπληρώνονται από μηχανισμούς ενσωμάτωσης και νομιμοποίησης της εξουσίας (όπως τα ΜΜΕ, η εκκλησία, η παιδεία, τα κόμματα κλπ). Το μείγμα μεταξύ των δύο αλλάζει ανάλογα με το επίπεδο των κοινωνικών συγκρούσεων, τη μαχητικότητα της εργατικής αντίστασης και το γενικότερο συσχετισμό δύναμης. Έτσι, τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα και ελευθερίες, η ελευθερία του τύπου, του συνδικαλισμού και της συμμετοχής στην πολιτική ζωή, με λίγα λόγια όσα η αστική τάξη έχει αναγκαστεί να παραχωρήσει κάτω από το βάρος τεράστιων αγώνων, μπορούν να γίνουν κουρελόχαρτο τη στιγμή που θα νιώσει ότι η εξουσία της κλυδωνίζεται επικίνδυνα. Οι ιστορικές εμπειρίες για αυτές τις μεταστροφές είναι, δυστυχώς, άφθονες. Τέτοια ήταν και η εμπειρία της χούντας του 1967.4

Και πάλι όμως, αυτές οι μεταστροφές ποτέ δεν είναι ανέξοδες· φέρνουν μαζί τους κι άλλους κλυδωνισμούς, που εξηγούνται από την αδυναμία των πιο αυταρχικών μορφών του αστικού κράτους να προσφέρουν από τη μία βαλβίδες εκτόνωσης της κοινωνικής δυσαρέσκειας, και από την άλλη χώρο ελιγμών στους καπιταλιστές σε ένα περιβάλλον διεθνοποιημένου ανταγωνισμού. Για τους λόγους αυτούς δεν μπορούν να προσφέρουν μια μακροπρόθεσμη προοπτική σταθερότητας για την αστική τάξη.

Να γιατί ο Λένιν επιμένει στο έργο του πως η τυπική πολιτική ισότητα του κοινοβουλευτικού συστήματος προσφέρει στην αστική τάξη «το καλύτερο πολιτικό περίβλημα του καπιταλισμού και γι’ αυτό το κεφάλαιο, κατακτώντας αυτό το καλύτερο περίβλημα, θεμελιώνει την εξουσία του με τόση ασφάλεια, με τόση σιγουριά, που καμία αλλαγή ούτε προσώπων, ούτε θεσμών, ούτε κομμάτων μέσα στο αστικό δημοκρατικό περίβλημα δεν κλονίζει αυτή την εξουσία».5 

«Χιλιάδες νήματα» συνδέουν τα κεφάλαια και τους καπιταλιστές ως άτομα με τα κράτη και τους αξιωματούχους τους (πολύ συχνά οι ρόλοι του καπιταλιστή και του αξιωματούχου εναλλάσσονται ή και συνυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο). Αυτός ο συντονισμός, αυτή η «δομική αλληλεξάρτηση»6 που συνδέει τους καπιταλιστές και τα έθνη-κράτη ήδη από την ιστορική τους εμφάνιση, εδραιώνεται και βαθαίνει στο πλαίσιο της πολιτικής σταθερότητας του κοινοβουλευτισμού. Οι καπιταλιστές συνηθίζουν να χρησιμοποιούν το νομικό οπλοστάσιο και την ισχύ του συγκεκριμένου κράτους ώστε να εξασφαλίσουν τα μεγαλύτερα δυνατά κέρδη εις βάρος των εργαζομένων και τις καλύτερες θέσεις στον διεθνή ανταγωνισμό, έτσι που είναι πολύ δύσκολο να το αποχωριστούν ξαφνικά. Και τα κράτη με τη σειρά τους εξαρτούν σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργία και την ισχύ τους από τους πόρους (ιδιαίτερα φορολογικούς) αλλά και την ανταγωνιστικότητα των εθνικών τους «πρωταθλητών».

Από την άλλη όμως -και εδώ δίνει επίσης έμφαση ο Λένιν- η κοινοβουλευτική δημοκρατία επιτρέπει την «πιο ευρεία, πιο ελεύθερη, πιο ανοιχτή μορφή ταξικής πάλης», και για αυτό «διευκολύνει σε γιγαντιαίο βαθμό το προλεταριάτο στον αγώνα του για την εκµηδένιση όλων των τάξεων».7

Ένα αποτελεσματικό κράτος αναγκάζεται να κάνει παραχωρήσεις προς τις υπόλοιπες κοινωνικές τάξεις για να διατηρήσει ένα ελάχιστο επίπεδο κοινωνικής συνοχής. Και ακριβώς επειδή η εμφάνιση και η εδραίωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας προκύπτει σε γενικές γραμμές από τους αγώνες της εργατικής τάξης, της δίνει μεγαλύτερες δυνατότητες να οργανώνεται για να συνεχίσει την πάλη για τη συνολική απελευθέρωση.

Το τσάκισμα του αστικού κράτους και η Κομμούνα

Με τι τρόπο όμως; Το αστικά κράτη μπορεί κάποτε να έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των καπιταλιστών (ακόμα και απαλλοτριώνοντας την ιδιοκτησία τους με κρατικοποιήσεις) όμως ποτέ δεν αμφισβητούν τον πυρήνα του εκμεταλλευτικού συστήματος. Όπως το έθετε ο Λένιν, «δεν έχουμε το δικαίωμα να ξεχνάμε ότι η μισθωτή δουλεία είναι η μοίρα του λαού ακόμη και στο πιο δημοκρατικό αστικό πολίτευμα».8 Ο ίδιος, όπως και ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήταν πολύ ξεκάθαροι όταν έλεγαν ότι το αστικό κράτος δεν είναι ένα ουδέτερο εργαλείο που μπορεί η εργατική τάξη άπλα να πάρει στα χέρια της και να χρησιµοποιήσει για τους δικούς της σκοπούς, αλλά θα πρέπει να το τσακίσει. Η εργατική τάξη, σε αντίθεση με την αστική, δεν μπορεί να αποκτήσει σταδιακά την οικονομική εξουσία έως ότου κυριαρχήσει πολιτικά. Αντίθετα, χρειάζεται να αποκτήσει την πολιτική εξουσία, δημιουργώντας το δικό της κράτος και τους δικούς της θεσμούς, για να επιβάλλει και να σταθεροποιήσει τον έλεγχό της στην οικονομία. Αυτή η αντίληψη αντλούσε άμεσα συμπεράσματα από την εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας του 1871.

Στις 18 Μάρτη 1871 στο Παρίσι η εργατική τάξη ξεκίνησε την πρώτη της «έφοδο στον ουρανό»: έδιωξε την κυβέρνηση, τους αξιωματούχους και τον στρατό από την πόλη και πήρε τον έλεγχό της για 72 μέρες. Πολίτες από τα 20 διαμερίσματα της πόλης εκλέξανε την Κομμούνα, ένα αντιπροσωπευτικό σώμα στο οποίο οι αντιπρόσωποι πληρώνονταν με τον μισθό εργάτη και -το πιο σημαντικό- ήταν ελεύθερα ανακλητοί. Ήταν ένα «εργαζόμενο σώμα» που ασκούσε ταυτόχρονα νομοθετική και εκτελεστική εξουσία: οι εργάτες νομοθετούσαν, εφάρμοζαν τις αποφάσεις τους και επιδοκίμαζαν ή απέρριπταν τους αντιπροσώπους τους ανακαλώντας τους. Οι «ειδικοί σχηματισμοί ένοπλων ατόμων» του αστικού κράτους που μετακόμισε στις Βερσαλλίες, αντικαταστάθηκαν από τη δημοκρατικά εκλεγμένη πολιτοφυλακή, και η Κομμούνα πήρε αμέσως αποφάσεις για να ελαφρώσει τα βάρη των εργατών, σβήνοντας τα παλιά χρέη, παγώνοντας τις τιμές στα ενοίκια και περιορίζοντας τα ενεχυροδανειστήρια. Παράλληλα, όλες οι υπηρεσίες, τα καταστήματα και τα εργαστήρια συνέχισαν να λειτουργούν κανονικά στα χέρια των εργατών και των εργατριών. Η κομμούνα σήμανε μια έκρηξη δημοκρατίας, ένα πραγματικό πανηγύρι των καταπιεσμένων, δείχνοντας όχι μόνο ότι οι εργάτες μπορούν να κυβερνήσουν, αλλά και ότι η εργατική δημοκρατία -επειδή ακριβώς είναι δημοκρατία της συντριπτικής κοινωνικής πλειοψηφίας- δεν είναι απλή συνέχεια της αστικής δημοκρατίας, αλλά κάτι ποιοτικά διαφορετικό.

Σοβιέτ, επανάσταση και εργατική δημοκρατία

Ο Λένιν ανέσυρε αυτές τις κρίσιμες συμβολές γράφοντας το «Κράτος και επανάσταση» τον Αύγουστο και Σεπτέμβρη του 1917, σε μια θυελλώδη περίοδο που έβαζε πιεστικά διλήμματα στην αριστερά. Οι εργάτες πέθαιναν στα χαρακώματα κατά εκατομμύρια σε έναν πόλεμο που φαινόταν ατελείωτος. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Γερμανίας (SPD), το μεγαλύτερο κόμμα που συμμετείχε στη Β’ Διεθνή, με πάνω από ένα εκατομμύριο μέλη και εκατό βουλευτές στο γερμανικό κοινοβούλιο, στήριξε τη συμμετοχή της γερμανικής άρχουσας τάξης στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Το ένα μετά το άλλο, τα μεγαλύτερα κόμματα της αριστεράς πανευρωπαϊκά ακολούθησαν την ίδια στάση. Ήταν η κατάληξη των ρεφορμιστικών αντιλήψεων που κυριαρχούσαν σε αυτά τα κόμματα και τους έδεναν με το «δικό τους» κράτος. Ο Κάουτσκυ, ηγέτης του SPD και οι υποστηρικτές του, απέρριπταν κάθε συζήτηση για ανατροπή του αστικού κράτους ως “αναρχική”, αποζητώντας την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας στο υπάρχον πλαίσιο, ως κατάληξη μιας σειράς δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων.

Αυτή η στρατηγική φαινόταν να παίρνει σάρκα και οστά στην ίδια τη Ρωσία, όπου μετά την επανάσταση και την ανατροπή του τσάρου τον Φλεβάρη του 1917, την εξουσία ανέλαβε η Προσωρινή Κυβέρνηση που αποτελούνταν από αστούς δημοκράτες και αριστερούς (Εσέρους και Μενσεβίκους). Μάλιστα, μετά τα γεγονότα του Ιούλη του 1917, ο Κερένσκι, μέλος των Εσέρων, διαδέχτηκε τον πρίγκηπα Λβοφ στη θέση του πρωθυπουργού. Με άλλα λόγια οι «προοδευτικοί» αστοί μαζί με την αριστερά σχημάτισαν την κυβέρνηση που υποσχέθηκε μια σειρά μεταρρυθμίσεων όπως αμνηστία για τους πολιτικούς κρατούμενους, ελευθερία του τύπου και της συνάθροισης και καθολικό δικαίωμα ψήφου. Όμως αρνήθηκε να υλοποιήσει τα βασικά αιτήματα της επανάστασης: να δώσει γη στους αγρότες, να καθιερώσει το οχτάωρο, να σταματήσει τον πόλεμο.

Η διαφορά ήταν πως παράλληλα με την Προσωρινή Κυβέρνηση εμφανίστηκαν τα σοβιέτ, τα συμβούλια εργατών και στρατιωτών. Το Σοβιέτ, που είχε πρωτοεμφανιστεί το 1905 στην Πετρούπολη, έκανε τώρα τη δυναμική επανεμφάνισή του, αυτή τη φορά ελέγχοντας στην ουσία και τη στρατιωτική δύναμη. Μέχρι τον Οκτώβρη είχαν σχηματιστεί 900 σοβιέτ που ελέγχανε κάθε κόμβο της πραγματικής εξουσίας (στρατεύματα, σιδηρόδρομοι, ταχυδρομείο, τηλέγραφο κλπ). Και μάλιστα οργάνωναν αυτόν τον έλεγχο δημοκρατικά: ήταν -όπως και η Κομμούνα- αντιπροσωπευτικά σώματα που συζητούσαν, αποφάσιζαν και εφάρμοζαν τις αποφάσεις τους τα ίδια. Διαμορφώθηκε έτσι μεταξύ των σοβιέτ και της Προσωρινής Κυβέρνησης συνθήκη «δυαδικής εξουσίας», όπου η κυβέρνηση στην πραγματικότητα συνέχιζε να υπάρχει μόνο όσο απολάμβανε την στήριξη των σοβιέτ.

Ο Λένιν εντόπιζε αυτήν την εγγενώς ασταθή ισορροπία δυνάμεων, όμως θεωρούσε ότι η διέξοδος δεν περνούσε μέσα από τα κοινοβουλευτικά έδρανα και την «μετατόπιση του συσχετισμού των δυνάμεων», αλλά από την «ανατροπή της αστικής τάξης, την καταστροφή του αστικού κοινοβουλευτισµού, την εγκαθίδρυση της πραγµατικής δηµοκρατίας κατά τον τύπο της Κοµµούνας, δηλαδή της δηµοκρατίας των Σοβιέτ (Συµβουλίων) των αντιπροσώπων εργατών και στρατιωτών για την επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου».9 Η δημοκρατία αυτή, αφορά για τον Λένιν την μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, αλλά συνεχίζει να αποτελεί κράτος, με την έννοια ότι αποκλείει βίαια τους παλιούς εκμεταλλευτές. Είναι, με άλλα λόγια, η αντιστροφή της δικτατορίας της αστικής τάξης, όπου μια μικρή μερίδα της κοινωνίας ελέγχει όλη την εξουσία.

Για το Λένιν, όμως, ακόμα και το πιο τέλειο δημοκρατικό καθεστώς, το εργατικό κράτος, όφειλε να είναι μεταβατικό. Όπως έγραφε, η εργατική τάξη χρειάζεται το δικό της κράτος, δηλαδή την οργανωμένη βία. Πρώτα, γιατί χρειάζεται μια συγκεντρωτική δύναμη για να αναχαιτίσει τις προσπάθειες των αστών να ξαναπάρουν την εξουσία. Δεύτερον, γιατί η εργατική τάξη επαναστατεί «όπως είναι τώρα» και κληρονομεί μια κοινωνία βαθιά ποτισμένη για αιώνες με τον καπιταλιστικό ιδεότυπο και βαθιά αλλοτριωμένη από το προηγούμενο παραγωγικό μοντέλο. Όμως η εργατική τάξη χρειάζεται μόνο ένα κράτος που «απονεκρώνεται»: «δεν είμαστε ουτοπιστές. Δεν “ονειρευόμαστε” ότι θα τα βγάλουμε πέρα μονομιάς χωρίς καμιά διοίκηση, χωρίς καμιά υποταγή. Αυτά είναι όνειρα των αναρχικών... αλλά τείνοντας προς τον σοσιαλισμό, έχουμε την πεποίθηση ότι θ’ αρχίσει να μετεξελίσσεται σε κομμουνισμό και, σε συνδυασμό μ’ αυτό, θα εκλείπει οποιαδήποτε ανάγκη άσκησης βίας στους ανθρώπους γενικά...γιατί οι άνθρωποι θα συνηθίσουν να τηρούν τους στοιχειώδεις όρους της κοινωνικής ζωής δίχως βία και δίχως υποταγή».10

Ο Λένιν ολοκλήρωσε απότομα το βιβλίο του, χωρίς να περιλάβει το κεφάλαιο για την πείρα των επαναστάσεων του 1905 και του 1917 στη Ρωσία. Όπως γράφει «είναι πιο ευχάριστο και πιο χρήσιμο να πραγματώνεις την “πείρα της επανάστασης” παρά να γράφεις για αυτήν». Η πραγμάτωση δεν άργησε. Κέρδισε το κόμμα των Μπολσεβίκων στην στρατηγική προοπτική του συνθήματος “όλη η εξουσία στα σοβιέτ”, και λίγους μήνες μετά οι Μπολσεβίκοι θα έπαιρναν την πλειοψηφία στα σοβιέτ και θα τα οδηγούσαν στη νικηφόρα Οκτωβριανή επανάσταση. Το κράτος που δημιούργησαν στα ερείπια του παλιού, άπλωσε τη δημοκρατία σε κάθε πτυχή της ζωής: από την παραγωγή, όπου τον έλεγχο πήραν οι εργάτες, μέχρι την παιδεία, τις επιστήμες και τις τέχνες, την καθημερινή ζωή και την απελευθέρωση των γυναικών, τις καταπιεσμένες εθνότητες της τσαρικής αυτοκρατορίας δίνοντάς τους ακόμα και το δικαίωμα απόσχισης και δημιουργίας δικού τους κράτους.

Όμως η αντίδραση της παλιάς τάξης πραγμάτων δεν άργησε να επιτεθεί στο νεαρό κράτος. Όπως και με την Κομμούνα, που καταπνίγηκε όταν ο γαλλικός στρατός αναδιοργανώθηκε (με τη βοήθεια των Πρώσων που απελευθέρωσαν 100.000 αιχμαλώτους πολέμου), έτσι και η σοβιετική δημοκρατία δέχθηκε την επίθεση των Λευκών μαζί με στρατεύματα από 14 ξένα κράτη (ανάμεσά τους και το ελληνικό) που εισέβαλαν στη Ρωσία. Το εργατικό κράτος βγήκε νικητής από αυτόν τον πόλεμο, αλλά το τίμημα που πλήρωσε προοδευτικά ήταν βαρύ: ο αποδεκατισμός της εργατικής τάξης μαζί με την απομόνωση της επανάστασης, έπαιξαν ρόλο στην ανάδυση της σταλινικής γραφειοκρατίας που αντέστρεψε κάθε προηγούμενη προοδευτική κατάκτηση. Αντί για ένα κράτος που απονεκρώνεται, ο σταλινισμός δημιούργησε ένα κράτος που γιγαντώθηκε σε ιστορικές διαστάσεις.

Το κράτος και η επανάσταση στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

Η κατάληξη αυτή έφερε ένα συνολικό πισωγύρισμα στην αριστερά. Για δεκαετίες για τη σοσιαλδημοκρατία και τα ΚΚ της δύσης, οι πολιτικοί αγώνες περνούσαν αποκλειστικά μέσα από το κοινοβούλιο, εντελώς διαχωρισμένοι από τους οικονομικούς που ήταν ευθύνη των συνδικάτων. Η κατάσταση αυτή άρχισε να αλλάζει διεθνώς με αποκορύφωμα το «παγκόσμιο ‘68», την κρίση των δικτατοριών (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία) και το ξέσπασμα εργατικών μαχών που υπερέβαιναν τη διάκριση του πολιτικού και οικονομικού αγώνα και συγκροτούσαν μορφές οργάνωσης, επιτροπές και συμβούλια, που αντιστοιχούσαν σε αυτήν την υπέρβαση και θύμιζαν τα σοβιέτ (όπως στη Χιλή το 1972-1973 και στην Πορτογαλία το 1974-1975). Ταυτόχρονα, η ενίσχυση της αριστεράς και η προοπτική της συμμετοχής της σε κυβερνήσεις επανέφερε πιεστικά τη συζήτηση για το αστικό κράτος. Αλλά οι θέσεις του Λένιν για το κράτος και την επαναστατική στρατηγική είτε θεωρήθηκαν ανεπίκαιρες, είτε ότι οδηγούν κατευθείαν στο σταλινισμό.

Αντίθετα, οι απόψεις που κυριάρχησαν, έτειναν ξανά να θεωρούν το αστικό κράτος ως μια δομή εξωτερική και αυτονομημένη από τον καπιταλισμό, διαχωρίζοντας εκ νέου την οικονομία από την πολιτική. Τόσο η «εργαλειακή» άποψη του Μίλιμπαντ, που εντοπίζει τις συνδέσεις των καπιταλιστών με το κράτος τους απλά στο ότι προέρχονται από τα ίδια κυκλώματα με τους κρατικούς αξιωματούχους, όσο και η «λειτουργική» άποψη του Πουλαντζά ότι το κράτος είναι «συμπύκνωση του ταξικού συσχετισμού δύναμης», ανοίγουν ξανά τον κοινοβουλευτικό δρόμο προς τον «δημοκρατικό σοσιαλισμό», είτε με την αλλαγή προσώπων, είτε με την κατάκτηση «θέσεων» στον κρατικό μηχανισμό11.

Οι απόψεις αυτές επηρεάζουν μέχρι και σήμερα τη σχετική συζήτηση. Έτσι, όπως έγραφε το 2016 ο Χριστόφορος Βερναρδάκης (σύμβουλος του Τσίπρα και μετέπειτα υπουργός Επικρατείας), «η “Κυβέρνηση” δεν ταυτίζεται μεν με την κατάκτηση της εξουσίας, δεν παύει ωστόσο να αποτελεί ένα κρίσιμο κρίκο στην αλυσίδα των εργαλείων που διαθέτει το αστικό κράτος. Η ανάληψη της Κυβέρνησης επομένως προσφέρει ένα εργαλείο για τη συνέχιση αυτής της πάλης από μια πιο προνομιακή θέση».12

Το πόσο προνομιακή αποδείχθηκε αυτή η θέση αποτελεί νωπή εμπειρία για τον κόσμο που συνεχίζει να δίνει τις μάχες στη χώρα μας. Το «κράτος έχει συνέχεια», και αυτό σήμαινε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση δεν επιχείρησε καν να ελέγξει το «βαθύ κράτος», όπως δεν αμφισβήτησε την πολιτική των μνημονίων και την πρόσδεση του ελληνικού καπιταλισμού στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Όλα αυτά χρειάστηκαν βέβαια τη συνέχιση της κρατικής καταστολής και την ουσιαστική εγκατάλειψη κάθε προοδευτικής ή δικαιωματικής πολιτικής.

Συγγενείς με αυτές τις απόψεις είναι και όσες υποστηρίζουν ότι ο ρόλος του κράτους στην εποχή της παγκοσμιοποίησης αδυνατίζει, έως και καταντά εμπόδιο για το ελεύθερο εμπόριο σε διεθνοποιημένες συνθήκες. Θεσμοί όπως η ΕΕ αποκτούν έτσι «προοδευτικό» χαρακτήρα και γίνονται πρόσφοροι για την κατάληψη νέων «θέσεων». Το πώς τέτοιοι θεσμοί ενισχύουν τη θέση του κράτους και των συμφερόντων της άρχουσας τάξης που είναι ταγμένο να εξυπηρετεί απέναντι στον «εσωτερικό εχθρό», φάνηκε καθαρά στο δημοψήφισμα του 2015.

Ως προς το ρόλο των ίδιων των κρατών, δε χρειάζεται να γυρίσουμε στις μνήμες του 2008 και τις κρατικές διασώσεις των τραπεζών (στη χώρα μας μόνο οι ανακεφαλαιοποιήσεις τραπεζών κόστισαν 46 δις χωρίς, μέχρι σήμερα, να έχουν βγει από το τέλμα). Αν σταθούμε στο τι συμβαίνει με τους εμπορικούς πολέμους της τελευταίας περιόδου, θα δούμε όχι μόνο ότι τα κεφάλαια αδυνατούν να διαμορφώσουν δικά τους δίκτυα, αλλά ότι είναι αναγκασμένα να επιστρέφουν στο εθνικό τους κράτος, το οποίο με την οικονομική του ισχύ και τη στρατιωτική απειλή θα τους φέρει σε πλεονεκτικότερη θέση στο διεθνή ανταγωνισμό. Είναι ξεκάθαρο ότι οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν το χαρτί του «προστατευτισμού» για να επιτύχουν νέες, πιο συμφέρουσες εμπορικές συμφωνίες απέναντι στην απειλή που φέρνει η συνεχιζόμενη διεθνοποίηση της κινέζικης οικονομίας.

Ο ρόλος του κράτους ενισχύεται και από τον ενεργητικό ρόλο που αναλαμβάνει στην ίδια την παραγωγή αλλά και την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης (δημόσια υγεία, παιδεία κοκ) με τις δικές του επιχειρήσεις. Δεν πρόκειται για τάση που αντιστρέφεται ολοκληρωτικά διεθνώς: στη χώρα μας είχαμε κατ’ επανάληψη το φαινόμενο ιδιωτικοποιήσεων από ξένες κρατικές επιχειρήσεις. Και εδώ ισχύει ό,τι έγραφε ο Ένγκελς στα τέλη του 19ου αιώνα: «Όσο περισσότερες παραγωγικές δυνάμεις περιλαμβάνει στην ιδιοκτησία του (το κράτος) τόσο περισσότερο γίνεται συλλογικό όργανο όλων των καπιταλιστών και τόσο περισσότερους πολίτες εκμεταλλεύεται».13

Όμως, όπως είδαμε η ταύτιση του κράτους με το κεφάλαιο αποτελεί μια υπεραπλούστευση. Τα κράτη είναι αναγκασμένα να αναλαμβάνουν έναν περισσότερο αυτονομημένο ρόλο σε έναν κόσμο γεμάτο αντιφάσεις και συγκρούσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, οι καθημερινοί αγώνες απέναντι σε ένα γερασμένο σύστημα κάνουν τη διαφορά, ιδιαίτερα όταν αμφισβητούν τα «ιερά και όσια» του καπιταλισμού, όσα δηλαδή το αστικό κράτος είναι διατεθειμένο να στηρίξει πάση θυσία. Αλλά επειδή ακριβώς τα πράγματα είναι έτσι, οι αγώνες αυτοί χρειάζεται σήμερα, σε έναν κόσμο που η οικονομική και η πολιτική κρίση αλληλοτροφοδοτούνται, να βάλουν τον πήχη ψηλότερα από την «ανάληψη του εργαλείου της κυβέρνησης»: χρειάζεται να στείλουν τους καπιταλιστές και το κράτος τους στο «μουσείο των αρχαιοτήτων». Πάνω απ’ όλα χρειάζεται μια αριστερά επαναστατική, που να εμπιστεύεται την αστείρευτη δημιουργικότητα μιας εργατικής τάξης μεγαλύτερης, πιο δυνατής και πιο έμπειρης από ποτέ. Μια τέτοια αριστερά είναι, όπως μας έδειξε ο Λένιν και το κόμμα των μπολσεβίκων, ο καταλύτης στη διαδρομή από την «αριστερή κυβέρνηση» στην εργατική δημοκρατία.  

 

Σημειώσεις

1. Β. Ι. Λένιν, «Κράτος και επανάσταση», Σύγχρονη Εποχή, σελ. 13.

2. Φ. Ένγκελς, «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», Σύγχρονη Εποχή, σελ. 210-214.

3. ό.π., σελ. 212.

4. Στο περιοδικό αυτό έχουμε αναλύσει πιο λεπτομερειακά τις μορφές του αστικού κράτους: βλ. Θανάση Καμπαγιάννη, «Δημοκρατία, Δικτατορία, Φασισμός», ΣΑΚ τ. 101

5. «Κράτος και επανάσταση», σελ. 20-21.

6. βλ. Κρις Χάρμαν, «Καπιταλισμός Ζόμπι», Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σελ. 247 (βλ. αναλυτικά επίσης σελ. - που αποτελούν κρίσιμη συμβολή στη σχετική συζήτηση).

7. «Κράτος και επανάσταση», σελ. 97

8. «Κράτος και επανάσταση», σελ. 27.

9. «Κράτος και επανάσταση», σελ. 142.

10. «Κράτος και επανάσταση», σελ. 61 και σελ. 100.

11. Βλ Μαρία Στύλλου, «Τι φταίει για την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ», ΣΑΚ 135.

12. «Το Κράτος, το Κόμμα και η Κυβέρνηση. Τι κάναμε, τι να κάνουμε και πώς να το κάνουμε»· διαθέσιμο στο http://www.vernardakis.gr/article.php?id=626

13. Φ. Ένγκελς, «Αντι-Ντίρινγκ», Σύγχρονη Εποχή, σελ. 435.