Η πάλη ενάντια στον σεξισμό έχει ανάγκη μια συνολική ταξική στρατηγική. Ο Κώστας Τορπουζίδης προχωράει τον διάλογο.
Η συζήτηση για τα θέματα της έμφυλης και σεξουαλικής ταυτότητας, των αποκλεισμών και της ρατσιστικής/σεξιστικής βίας έχει έρθει στην επικαιρότητα πολλές φορές τα τελευταία χρόνια. Η επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια, η ποινικοποίηση του μισαλλόδοξου ρατσιστικού λόγου και φυσικά η νομική κατοχύρωση του δικαιώματος επιλογής ταυτότητας φύλου και της αναδοχής παιδιών (αλλά όχι παιδοθεσίας) από ομόφυλα ζευγάρια ήταν κάποιες από τις στιγμές που κυριάρχησε στη δημόσια συζήτηση. Η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου στις 21 Σεπτέμβρη του 2018 και το εύρος του κόσμου που συστρατεύτηκε απαιτώντας «δικαιοσύνη για το Ζακ»1, ανέδειξαν με τραγικό τρόπο την πολιτική σημασία τους για τα κινήματα αντίστασης στις διακρίσεις και την καταπίεση.
Η συζήτηση για την έμφυλη/σεξουαλική ταυτότητα άνοιξε με νέα ένταση ήδη από τις αρχές του 2000, μέσα από τα κινήματα αντίστασης που γέννησε η εξέγερση του Σιάτλ το 1999 και φτάνουν μέχρι τις μέρες μας με τις πολυπληθείς κινητοποιήσεις μέσα και έξω από τις ΗΠΑ ενάντια στην εκλογή του ρατσιστή Τράμπ, με τις μάχες σαν το #MeToo που ξεκίνησε από το «λαμπερό» κόσμο του Χόλυγουντ ή απεργίες σαν αυτή στο διεθνή κολοσσό της Google κόντρα στις σεξιστικές παρενοχλήσεις των γυναικών στους χώρους εργασίας και ακόμη πιο πρόσφατα με την εντυπωσιακή και πολιτικά κρίσιμη κινητοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων κόσμου στο φετινό Gay Pride στη Βραζιλία στις 23 Ιούνη, ενάντια στον εμπρηστή του Αμαζονίου και ξεδιάντροπο ρατσιστή-σεξιστή Μπολσονάρου.
Στην Ελλάδα, αυτή η δυναμική είδαμε να εκδηλώνεται σε μια σειρά μάχες ενάντια στο ρατσισμό, την κρατική καταστολή και τους φασίστες όλη την προηγούμενη δεκαετία, για να φτάσουμε μέχρι τη φετινή απεργιακή από δεκάδες συνδικάτα 8η Μάρτη-μέρα των γυναικών και τις πολυπληθείς διαδηλώσεις υπερηφάνειας (Gay Pride), που έχουν πλέον καθιερωθεί σε μια σειρά πόλεις σ’ όλη τη χώρα.
Μέσα από αυτά τα κινήματα, συνθήματα όπως «είμαστε όλοι γυναίκες, τρανς, λεσβίες, ομοφυλόφιλοι» και «κάθε επίθεση σ’ αυτούς/ές είναι επίθεση σε όλους μας»! γίνονται υλική πραγματικότητα που καθορίζει τις εξελίξεις, δηλαδή τις ιδέες και τις επιλογές εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά και την πίεση πάνω στις κυβερνήσεις για θετικές μεταρρυθμίσεις σαν αυτές που αναφέραμε αρχικά.
Αυτές οι εικόνες μαζικής και ενωτικής αντίστασης δεν κλείνουν φυσικά τη συζήτηση, αλλά είναι πάντα η καλύτερη αφετηρία για να επιχειρήσουμε να δώσουμε τις απαντήσεις από τη σκοπιά του αγώνα για τη συνολική απελευθέρωση. Άλλωστε, η συζήτηση γύρω από το ζήτημα των ταυτοτήτων και συνολικά της καταπίεσης και το πώς την πολεμάμε έχει ανοίξει ήδη από τη δεκαετία του 1960 και καθορίστηκε όλα τα χρόνια που μεσολάβησαν από την κάθε φορά πολιτική συγκυρία.
Μετά το Σιατλ
Την εξέγερση του 1999 στο Σιατλ των ΗΠΑ, αλλά και όλες τις μάχες που την ακολούθησαν στη Γένοβα, στη Φλωρεντία, στο κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Ιράκ το 2003, μπορούμε να την θεωρούμε ορόσημο ακριβώς γιατί αποτέλεσε ένα κρίσιμο βήμα προς τα εμπρός σε σχέση με όλη την περίοδο που είχε προηγηθεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’802.
Η συστράτευση συνδικαλιστών της εργατικής τάξης, φεμινιστριών, ακτιβιστών/-στριών του LGBT κινήματος και οικολογικών οργανώσεων «ενάντια στο σύστημα που καταστρέφει τις ζωές μας και το περιβάλλον για τα κέρδη μιας μειοψηφίας» είχε όλη τη δυναμική και τον ενθουσιασμό που γεννούσε το ξανακτίσιμο της ενότητας των κινημάτων, παρά το ότι οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφοροποιήσεις και αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό τους παρέμειναν ενεργές.
Ήταν μια εντυπωσιακή αντιστροφή και στη δράση και στις ιδέες της πορείας υποχώρησης, που ξεκίνησε με την ύφεση των μαζικών εργατικών αγώνων της δεκαετίας του ’60 και ’70 και την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού. Ιδιαίτερα για τα κινήματα ενάντια στην καταπίεση τα ζητήματα σχετικά με το ποιοι μπορεί να είναι οι σύμμαχοι μας στην αντίσταση και το εάν μπορεί η εργατική τάξη να παίξει τον κρίσιμο ρόλο, αλλά και με ποια πολιτική μπορούμε να δυναμώσουμε το κίνημα και τις κατακτήσεις του, τέθηκαν ξανά με εμφανή την τάση να ξεπεραστούν η ηττοπάθεια και οι διαχωρισμοί του παρελθόντος.
Δύο βασικά σημεία της πορείας υποχώρησης που είχε προηγηθεί ήταν, πρώτο ότι δεν μπορεί να υπάρξει συνολική απάντηση στην καταπίεση και τις διακρίσεις παρά μόνο επιμέρους μάχες (π.χ. στο ζήτημα του AIDS, των εκτρώσεων κτλ) και δεύτερο ότι κάθε κομμάτι (γυναίκες, ομοφυλόφιλοι, τρανς, μαύροι, ανάπηροι κτλ) μπορεί να παλέψει μόνο με βάση μια συλλογικότητά χτισμένη πάνω στα ιδιαίτερα βιώματα καταπίεσης και διακρίσεων της κάθε κοινωνικής ομάδας και την οργή και αγανάκτηση που γεννάνε. Με άλλα λόγια, αυτό που θεωρούνταν κεντρικής σημασίας για να υπάρξει πραγματική και αποτελεσματική αντίσταση ήταν η ανάδειξη του πώς βιώνει την καταπίεση η κάθε ομάδα και με βάση αυτό χτίζει τη οργάνωση και τη δράση του, ενώ η συζήτηση για το πώς ενώνουμε τις αντιστάσεις και με ποια προοπτική θεωρήθηκε ισοπεδωτική και λανθασμένη.
Η συνολική αντίσταση με προοπτική την απελευθέρωση όπως την έθετε στο ιδρυτικό του μανιφέστο το Gay Liberation Front (Μέτωπο Απελευθέρωσης Ομοφυλόφιλων), που γεννήθηκε μέσα από την εξέγερση στο Stonewall της Νέας Υόρκης τον Ιούνιο του 1969: «Είμαστε μαζί με όλους τους καταπιεσμένους – από τους Βιετκόνγκ στο Βιετνάμ μέχρι τους μαύρους στις ΗΠΑ – ενάντια στο γαμημένο καπιταλιστικό σύστημα», αντιμετωπίστηκαν σαν ξεπερασμένες.
Επρόκειτο, όμως, και για μια συνολικότερη ιδεολογική και πολιτική υποχώρηση που πήρε το όνομα «μεταμοντερνισμός» και συνδύαζε την παραίτηση από την ταξική ανάλυση της κοινωνίας, την υπόκλιση στον υποκειμενισμό και ταυτόχρονα στον πολιτικό ρεαλισμό. Κάθε απόπειρα για μια θεωρία που θα ανοίγει το δρόμο για τη συνολική ανατροπή του συστήματος και μάλιστα με κέντρο την εργατική τάξη αντιμετωπίστηκε σαν άγονη άλλα και επικίνδυνη να οδηγήσει σε νέα τυραννικά καθεστώτα σαν αυτά που αποκαλύπτονταν ότι είναι τα σταλινικά καθεστώτα της Αν. Ευρώπης. Κάθε καταπιεσμένος/-η μπορεί να στηριχθεί μόνο πάνω στα βιώματα του για να κατανοήσει ποιες είναι οι αιτίες της και έτσι να χτίσει τη συλλογικότητα και την αντίσταση του αποκεντρωμένα.
Με όλες τις αποχρώσεις του, αυτό το πολιτικό ρεύμα περιοριζόταν συνήθως σε δράσεις πίεσης για την ατζέντα κάθε κοινωνικής ομάδας προς το δεδομένο καπιταλιστικό κράτος και τους θεσμούς του είτε με την πολιτική ενσωμάτωση και στήριξη σε μεταρρυθμιστικές πολιτικές δυνάμεις για μια προοδευτική διαχείριση τους είτε, ακόμη χειρότερα, με την ανάδειξη σε θέσεις εξουσίας προβεβλημένων ατόμων από τους κόλπους ή με κάποια από τα χαρακτηριστικά των καταπιεσμένων (οι προσδοκίες για την εκλογή Ομπάμα στις ΗΠΑ είναι χαρακτηριστική μιας τέτοιας αντίληψης, η οποία μπορεί να αγκαλιάζει ακόμη και την ανάδειξη νεοφιλελεύθερων πολιτικών όπως του ομοφυλόφιλου πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου Ξαβιέ Μπετέλ ή ακόμα και της γυναίκας καγκελαρίου Μέρκελ).
Επρόκειτο για μια διαιρετική πολιτική, την πολιτική των ταυτοτήτων όπως ονομάστηκε, που αποδείχτηκε όμως τελικά πολύ λίγο αποτελεσματική απέναντι στις επιθέσεις, οικονομικές και ιδεολογικές που έφερνε μαζί του ο νεοφιλελευθερισμός με στόχο να περιορίσει ή και να ακυρώσει προηγούμενες κατακτήσεις σχετικά με τα δικαιώματα των γυναικών και των μειονοτήτων. Τα κινήματα που εμπνεύστηκαν από την εξέγερση του Σιατλ άρχισαν να ξαναενώνουν τα κομμένο νήμα της αντίστασης στο σύστημα συνολικά.
Φουκώ και Μπάτλερ
Όμως, πρέπει να σταθούμε σ’ εκείνη την περίοδο και να εξετάσουμε, εν συντομία εδώ, ένα ολόκληρο ρεύμα ιδεών που αναπτύχθηκε παράλληλα και επιχειρήθηκε να χρησιμοποιηθεί για θεωρητική στήριξη στη διαιρετική και απαισιόδοξη πολιτική των ταυτοτήτων. Δεν πρόκειται για κάποιου είδους ακαδημαϊκή αξιολόγηση, αλλά για την ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε τη συμβολή αναλύσεων σαν του Michel Foucault και στη συνέχεια της Judith Butler, που και σήμερα αποτελούν σταθερά σημεία αναφοράς στη συζήτηση για τα θέματα της καταπίεσης3.
Καταρχήν οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι πάνω στις επεξεργασίες τους βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό η ανάπτυξη από τη δεκαετία του ‘80 των σπουδών φύλου, που είχαν σαν βασικό θεμέλιο τους τη θέση ότι το φύλο είναι κοινωνικά κατασκευασμένο με έναν τρόπο που δεν έχει να κάνει με την βιολογία (αρσενικό - θηλυκό), αλλά με την κατανομή ιδιοτήτων, κοινωνικών ρόλων και τελικά εξουσίας σε καθένα απ’ αυτά.
Η αμφισβήτηση του δήθεν «έμφυτου» των ιδιοτήτων και ρόλων που αποδίδονται στα φύλα βοήθησε να αναδειχθεί η δυνατότητα των ατόμων να βιώνουν με μια ποικιλία τρόπων του να είναι κανείς άνδρας ή γυναίκα. Ακόμη περισσότερο, αποτέλεσε το θεμέλιο για να διεκδικηθεί και να κατοχυρωθεί σαν ανθρώπινο δικαίωμα αυτή η ίδια η ταυτότητα φύλου και ειδικότερα το δικαίωμα ταυτότητας των τρανς ανθρώπων, δηλαδή το δικαίωμα να έχουμε τον έλεγχο σ’ αυτό το ίδιο το σώμα μας περά από το βιολογικό «πεπρωμένο» του διμερούς φύλου αρσενικό/θηλυκό.
Επίσης, η ανάλυση της κοινωνικής κατασκευής των «φυσιολογικών» φύλων, είτε μέσα από τις πειθαρχικές και βιοπολιτικές διαδικασίες της ιατρικής/ψυχιατρικής, του ποινικού συστήματος, της οικογένειας, του σχολείου4
είτε μέσα από τη διαδικασία της «επιτέλεσης» όπως την ονόμασε η Μπάτλερ, που εστιάζει στο πώς χτίζεται η ταυτότητα μας μέσα από την επαναληπτική βίωση από την βρεφική ακόμη ηλικία των ρόλων που αποδίδει στα φύλα ο κυρίαρχος λόγος της εξουσίας, αποτέλεσαν σημαντικό προχώρημα σε σχέση με την κυρίαρχη μέχρι τότε θεωρία περί πατριαρχίας.
Η τελευταία αναζητώντας τις αιτίες της γυναικείας καταπίεσης σε βιολογικούς παράγοντες και εν τέλει στον ιδιαίτερο ρόλο των γυναικών στην αναπαραγωγή, πράγμα που δεν μπορεί να αλλάξει, κατέληγε συχνά σε ενοχοποίηση των αδρών για την επιθετική και αυταρχική τους φύση και τελικά σε μια αδιέξοδη και απαισιόδοξη πολιτική στάση σχετικά με τη δυνατότητα να φτάσουμε στην απελευθέρωση. Η Queer θεωρία και πολιτική, αντίθετα, που στηρίχθηκε στις αναλύσεις και της Μπάτλερ, διεκδικεί τη δυνατότητα κάθε ατόμου στη συνεχή αμφισβήτηση των στερεότυπων ρόλων και ιδιοτήτων των φύλων5.
Παρά την αμφισβήτηση, όμως, του κυρίαρχου λόγου της εξουσίας, που μας απαλλάσσει από το δήθεν ακλόνητο βιολογικό επιχείρημα ότι το κοινωνικά φύλα και η ατομική μας ταυτότητα είναι εν πολλοίς καθορισμένα από τη γέννησή μας, η παράδοση που αναπτύχθηκε πάνω σ’ αυτούς τους δύο θεωρητικούς αποδείχτηκε αδύναμη να δώσει απαντήσεις στο ποιες είναι οι υλικές και κοινωνικές αιτίες της επικράτησης αυτών των διαδικασιών δόμησης των κοινωνικών φύλων και ταυτοτήτων και σε τελική ανάλυση ποιοι κερδίζουν απ’ αυτές.
Αυτή η αδυναμία δεν ήταν τυχαία. Πατούσε πάνω στην απόρριψη της προσπάθειας να υπάρξει μια συνολική θεωρία του καπιταλιστικού κράτους και το πώς αυτό εδραιώνει την εξουσία και την ηγεμονία του σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Με άλλα λόγια, ερωτήματα όπως, ποια κοινωνία και πιο κράτος είναι αυτά που έχουν ανάγκη την διαμόρφωση του καθυποταγμένου «ετεροκανονικού» υποκειμένου και πώς τελικά εξηγείται η συνεχής αμφισβήτηση αυτών των διαδικασιών πειθάρχησης τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο θεωρήθηκαν τουλάχιστον παραπλανητικά6.
Η εξουσία, λοιπόν, είναι σχέσεις που εκδηλώνονται σε όλα τα πεδία και σε μια πληθώρα καταστάσεων, από το σπίτι και τις διαπροσωπικές σχέσεις μέχρι το σχολείο, την εργασία κτλ και όχι μια υλική δύναμη συγκεντρωποιημένη κάτω από τον έλεγχο μιας άρχουσας τάξης και των θεσμών του κράτους της. Κατά συνέπεια, η αντίσταση μας στην εξουσία δεν μπορεί παρά να είναι αποκεντρωμένη και αποσπασματική και πάντα με γνώμονα την κατάσταση και τη θέση στην οποία βρίσκεται κάποιος/-α κάθε φορά, και όχι μια συνολική επαναστατική στρατηγική.7
Προνόμια και διαθεματικότητα
Πάνω σ’ αυτήν την αδυναμία να δοθούν απαντήσεις για τις υλικές αιτίες που καθορίζουν την καταπίεση αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της πολιτικής των ταυτοτήτων, πολιτικές απόψεις με αποκλίνουσες πορείες8.
Η «θεωρία των προνομίων» αποτέλεσε την πιο ελιτίστικη και συντηρητική εκδοχή, ισχυριζόμενη ότι ανακάλυπτε σε κάθε εξουσιαστική σχέση αυτόν που κέρδιζε και τον τρόπο που θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί. Στις ποικίλες και διάχυτες εξουσιαστικές σχέσεις μέσα στις οποίες ζούμε, υπάρχει πάντα εκείνη η πλευρά που φέρει κάποιο προνόμιο και εξασφαλίζει ασυνείδητα μια σειρά από υλικά πλεονεκτήματα: είναι ο λευκός απέναντι στον μαύρο, είναι ο άνδρας απέναντι στη γυναίκα, είναι ο ετεροκανονικός (straight) απέναντι στον gay, είναι ο αρτιμελής απέναντι στον ανάπηρο κ.ο.κ. Οι ρατσιστικές προκαταλήψεις που γεννιούνται από μια τέτοια προνομιακή θέση είναι κι αυτές κατά βάση ασυνείδητες, όποτε καμιά συνολική αλλαγή δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν αλλάξουν πρώτα τα άτομα και το κύριο εργαλείο γι’ αυτό είναι η αυτογνωσία και ο αυτοπεριορισμός του «προνομιούχου» μέσα από την εκπαίδευση…
Πρόκειται για μια απαισιόδοξη θεωρία που δεν μπορεί να εξηγήσει την πραγματικότητα: τι έσπρωξε τους «προνομιούχους» straight ανθρώπους κατά εκατοντάδες χιλιάδες στο φετινό Pride στη Βραζιλία, αν όχι η έμπρακτη αλληλεγγύη προς τους gay ανθρώπους, οι οποίοι έχουν μπει στο στόχαστρο του Μπολσονάρου; Το ίδιο δεν συμβαίνει όταν η πλειοψηφία (53%) των «προνομιούχων» ελλήνων πολιτών απαντάει όχι στο κόψιμο του ΑΜΚΑ για τους πρόσφυγες από την κυβέρνηση Μητσοτάκη; Είναι δύο μόνο παραδείγματα που δείχνουν καθαρά ότι τελικός θεματοφύλακας του ρατσισμού και του σεξισμού μέσα στην κοινωνία είναι το ίδιο κράτος και οι κυβερνήσεις του, που εξυπηρετούν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των καπιταλιστών και κάθε άλλο παρά υπακούουν στη θέληση της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Στην αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκε η πολιτική της διαθεματικότητας, αφού στο κέντρο της έβαλε τη γενίκευση και την ενότητα των αντιστάσεων χωρίς διαχωρισμούς. Το άτομο βιώνει πολλαπλές μορφές καταπίεσης από διαφορετική θέση κάθε φορά, άλλοτε σαν εργάτης ακόμη κι αν είναι λευκός straight αρτιμελής, άλλοτε σαν γυναίκα ακόμη κι αν είναι λευκή straight αρτιμελής κ.ο.κ., οπότε η μονοθεματική εστίαση σε μια και μόνη ταυτότητα αντίστασης είναι και λανθασμένη και αδύναμη. Παρ’ όλα αυτά, κι από την πολιτική της διαθεματικότητας λείπει η συνολική ταξική ανάλυση της κοινωνίας που προσπαθεί να αποκαλύψει τις ρίζες των διακρίσεων και της καταπίεσης με την ανάλυση του πώς οργανώνεται η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης μέσα στον καπιταλισμό.
Η πολιτική των ταυτοτήτων εστιάζοντας στα άτομα και τις βιωμένες εμπειρίες τους μας οδηγεί σε λάθος δρόμους. Ούτε η αναγωγή στη βιολογία των ανθρώπων, ούτε όμως στους μεταξύ τους ανταγωνισμούς ή στην κακή τους εκπαίδευση μπορούν να μας δώσουν τις απαντήσεις που χρειαζόμαστε.
Απαντήσεις από τη σκοπιά του μαρξισμού
Σαν επαναστάτες που στηριζόμαστε στη θεωρητική παράδοση του μαρξισμού, ξεκινάμε από την αφετηρία ότι μας εμπνέουν όλες οι μάχες και αντιστάσεις σε κάθε μορφή διακρίσεων και καταπίεσης. Επιμένουμε ότι η δύναμη αυτών των αγώνων μεγαλώνει όσο πιο ενωτικές και μαζικές είναι. Γι’ αυτό και η συμβολή μας λογοδοτεί πάντα στην προσπάθεια να ενωνόμαστε στη δράση, τροφοδοτώντας την αναγκαία συζήτηση γύρω από τη θεωρία και τις ιδέες, που μπορούν να ανοίγουν το δρόμο για τη συνολική απελευθέρωση όλων των καταπιεσμένων.
Σ’ αυτό το διάλογο το ζήτημα του ποιες είναι οι βαθύτερες υλικές αιτίες του ρατσισμού, του σεξισμού και κάθε μορφής διακρίσεων και καταπίεσης είναι βασικό για να αποφύγουμε λανθασμένες απαντήσεις σαν αυτές που παρουσιάσαμε. Η ταξική ανάλυση δεν αποτελεί ένα κόλπο για να αφαιρεθεί ο λόγος από τους ίδιους τους καταπιεσμένους και να τους επιβληθούν οι «έτοιμες λύσεις» της θεωρίας. Αντίθετα, ο στόχος είναι κάθε βίωμα, αντίσταση κι αγώνας να ενταχθούν στο συνολικό αγώνα ενάντια στο σύστημα. Σε μια τέτοια προσπάθεια το να ξεφύγουμε από τον υποκειμενισμό των προσωπικών βιωμάτων προς μια συνολική θεώρηση για το πώς λειτουργεί η κοινωνία γύρω μας είναι ένα αναγκαίο βήμα.
Ένα πρώτο κρατούμενο είναι ότι στο σημερινό καπιταλιστικό σύστημα ο θεσμός της οικογένειας και η ιδεολογία που την συνοδεύει, παρά τις αλλαγές που έχουν υπάρξει τα τελευταία 50 χρόνια, συνεχίζει να παίζει έναν κεντρικό ρόλο, τόσο οικονομικά όσο και ιδεολογικά. Αυτό μπορεί να φαίνεται σαν προσκόλληση της πλειοψηφίας των ανθρώπων στους παραδοσιακούς τρόπους συμβίωσης, αλλά είναι λάθος να ξεχνάει κανείς ότι στην πραγματικότητα λειτουργεί σαν αποκούμπι μέσα σ’ έναν κόσμο άκρατου ανταγωνισμού, σαν «η καρδιά μέσα σ’ έναν άκαρδο κόσμο» για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Μαρξ.
Αυτό βέβαια καθόλου δεν σημαίνει ότι η οικογένεια δεν είναι κι αυτός ένας καπιταλιστικός θεσμός, με εξασφαλισμένη την ιδεολογική, πολιτική και οικονομική στήριξη του αστικού κράτους, από το επίπεδο του συντάγματος μέχρι την καθημερινή πολιτική κρατικών υπηρεσιών και κυβερνήσεων. Η πρόσφατη εξαγγελία της κυβέρνησης Μητσοτάκη για την παροχή επιδόματος στις γυναίκες που θα τεκνοποιούν πριν από την ηλικία των 30 χρόνων είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Τι εξασφαλίζει λοιπόν για την κυρίαρχη τάξη και τα κράτη της η οικογένεια; Πρώτα και κύρια, την απλήρωτη εργασία πολλών ωρών από τον ελεύθερο χρόνο κύρια των γυναικών για τη συντήρηση της εργατικής δύναμης, την ανατροφή της επόμενης γενιάς εργαζόμενων αλλά και την περίθαλψη των άπορων και απόμαχων. Δεύτερο, εξασφαλίζει την υποτιμημένη εργασία των εκατομμυρίων πλέον εργατριών σ’ όλους τους τομείς της παραγωγής και της πολιτικής και ταυτόχρονα μεταθέτει στις πλάτες των ανδρών σαν κύρια ατομική τους ευθύνη την επιβίωση της οικογένειας τους. Και φυσικά αποτελεί έναν βιοπολιτικό οργανισμό9, που μαζί με τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς, τις εκκλησίες, τα ΜΜΕ κτλ, εξασφαλίζει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο την αναπαραγωγή των κυρίαρχων ιδεών και των «φυσιολογικών» ταυτοτήτων που έχει ανάγκη η καπιταλιστική εξουσία.
Γυρνώντας στην πρωτοποριακή ανάλυση του Έγκελς στο έργο του «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους» βλέπουμε πώς με το πέρασμα, πριν από περίπου 10.000 χρόνια, από τις τροφοσυλλεκτικές στις ταξικές κοινωνίες γεννήθηκε για πρώτη φόρα ο οικογενειακός θεσμός και διαδόθηκε σταδιακά σε όλες τις κοινωνικές τάξεις με διαφορετικές μορφές και σκοπιμότητες σε κάθε ιστορική περίοδο.
Από τη σκοπιά αυτή ο σεξισμός, η υποτίμηση των γυναικών και οι ποικίλες διακρίσεις και αποκλεισμοί που βιώνουν οι ομοφυλόφιλοι/-ες και οι τρανς άνθρωποι είναι αναγκαία εργαλεία για να διαιωνίζεται η καπιταλιστική εκμετάλλευση σήμερα. Όπως και ο ρατσισμός πιο συνολικά, αποδυναμώνει την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων της εργατικής τάξης και πιέζει συνολικά προς τα κάτω το βιοτικό της επίπεδο.
Είναι, βέβαια, γεγονός ότι η ταξική θέση κάποιου/-ας δεν είναι ο καθοριστικός παράγοντας της ταυτότητας φύλου ή του σεξουαλικού προσανατολισμού, καθώς οι διαδικασίες κοινωνικής κατασκευής τους είναι διάχυτες σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Σίγουρα, όμως, είναι καθοριστική στο πώς βιώνεται η καταπίεση και στο πώς μπορεί να την παλέψει κανείς. Έτσι, οι γυναίκες και οι gay της άρχουσας τάξης μπορούν να χρησιμοποιούν τον πλούτο τους για να μετριάσουν τις συνέπειες της καταπίεσης και ταυτόχρονα για να προστατεύσουν τον πλούτο τους στηρίζουν τον καπιταλισμό και τους θεσμούς του συστήματος.
Ένα επόμενο σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο μπορεί να είναι αποτελεσματική η ταξική πολιτική που προτείνουμε σαν μαρξιστές. Η ήττα των εργατικών επαναστάσεων του 20ου αιώνα και η σχεδόν καταθλιπτική επικράτηση του σταλινισμού για σχεδόν 60 χρόνια έχει τροφοδοτήσει όλο το σκεπτικισμό σχετικά με τη δυνατότητα να φτάσουμε σε μια επαναστατική ανατροπή που να είναι το «πανηγύρι όλων των καταπιεσμένων».
Για τον μαρξισμό οι άνθρωποι δεν είναι ένας άγραφος πίνακας όπου πάνω του γράφει η βιολογία ή η κάθε εξουσία τη δική της ιστορία. Όσο κι αν «η συνείδηση μας καθορίζεται από τις υλικές συνθήκες κάθε εποχής», η φράση του Μαρξ «οι άνθρωποι γράφουν την ιστορία τους, αλλά σε συνθήκες που δεν έχουν οι ίδιοι επιλέξει» περιγράφει όλη τη ζωντανή διαλεκτική της ζωής μας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Οι άνθρωποι μετασχηματίζοντας διαρκώς τον κόσμο γύρω τους αλλάζουν και οι ίδιοι και οι ιδέες τους. Αλλά και αντίστροφα, αν θέλουμε να αλλάξουμε τον εαυτό μας και τις ιδέες που μας καθυποτάσσουν, πρέπει να μπούμε στον αγώνα για να αλλάξουμε τον κόσμο γύρω μας.
Αυτή η διαλεκτική αποδεικνύεται ολόσωστη αν σκεφτεί κανείς, για παράδειγμα, πάνω στο ζήτημα της θέσης των γυναικών, των ομοφυλόφιλων και των τρανς ανθρώπων στην Ελλάδα του ’40 και σήμερα. Οι μεγάλες ταξικές μάχες της Αντίστασης και σε μια δεύτερη φάση της μεταπολίτευσης, με τις επιτυχίες και τις ήττες τους, είναι αυτές που έχουν μεταμορφώσει τον κόσμο γύρω μας και τις ιδέες που κυριαρχούν.
Η εργατική τάξη σήμερα αριθμεί δισεκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη και αποτελεί ίσως την πιο πολύμορφη τάξη που υπήρξε στην ιστορία, τόσο παγκόσμια όσο και μέσα σε κάθε κράτος χωριστά. Πολύμορφη όσον αφορά την εθνική, πολιτιστική και θρησκευτική ταυτότητα, και όπως αναδεικνύεται όλο και περισσότερο τα τελευταία 50 χρόνια, και όσον αφορά την ταυτότητα φύλου και το σεξουαλικό προσανατολισμό των μελών της. Μοιράζονται, όμως, όλοι και όλες μια κοινή σχέση εκμετάλλευσης με τους καπιταλιστές και τα κράτη τους και κάθε άλλο παρά έχουν συμφέρον στον μεταξύ τους ανταγωνισμό για να επιβάλλουν κάποια «ανώτερη» ταυτότητα απ’ τις άλλες.
Στο ζήτημα του δικαιώματος της ταυτότητας φύλου υποστηρίζουμε χωρίς προϋποθέσεις τη δυνατότητα του κάθε ανθρώπου να κάνει τις σωστές επιλογές για τον εαυτό του και το σώμα του και να εκφραστεί ελεύθερα. Όμως, όπως προκύπτει μέχρι εδώ, πρόκειται για μια πολιτική διεκδίκηση που βρίσκει απέναντί της όλους τους θεσμούς της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Η εργατική τάξη μέσα στους αγώνες της έχει κάθε συμφέρον αλλά και τη δυνατότητα να ενώνει τους ανθρώπους όλων των ταυτοτήτων. Όμως, καθώς η μάχη δίνεται με έναν οικονομικά και ιδεολογικά υπέρτερο αντίπαλο, η ενότητα αυτή δεν προκύπτει αυτόματα. Η επιμονή των επαναστατών να αντιπαλεύουν κάθε καταπιεστική ιδεολογία, κάθε μορφή ρατσισμού και διακρίσεων μέσα στους αγώνες που ξετυλίγονται γύρω μας είναι πάντοτε αναγκαία. Ένα κίνημα όλων των καταπιεσμένων με κέντρο του τους αγώνες στους χώρους εργασίας, εκεί που καθημερινά χτίζονται τα δεσμά της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, μπορεί να «γυρίσει τον κόσμο ανάποδα».
Σημειώσεις
1. Βλ. Κώστας Τορπουζίδης, Μπορούμε να απαντήσουμε ταξικά στην καταπίεση;, Σοσιαλισμός από τα κάτω, Νο 131.
2. Βλ. αναλυτικά Colin Wilson, Queer theory and politics. International Socialism, , October 2011, http://isj.org.uk/queer-theory-and-politics/
3. Βλ. Χλόη Κολύρη, Το φύλο ως δόλωμα, Πατάκης 2017, κεφ. Το επιτελεστικό φύλο.
4. Ο Φουκώ στο έργο του «Ιστορία της σεξουαλικότητας» αναλύει πώς από τα μέσα του 19ου αιώνα γεννήθηκε η έννοια του ομοφυλόφιλου σαν διακριτή ομάδα ανθρώπων μέσα από τη συστηματική ανάπτυξη πειθαρχικών υπηρεσιών και ιδεολογιών (όχι μόνο στο νομικό επίπεδο, αλλά και στο χώρο της ιατρικής και της εκπαίδευσης), ώστε να φτάσουμε να «προκύψει το «φυσιολογικό-ετεροκανονικό» άτομο.
5. Βλ. Χλόη Κολύρη, ο.π., κεφ. Το Queer.
6. Βλ. την ενδιαφέρουσα κριτική παρουσίαση αυτών των θέσεων του Φουκώ στη μελέτη της Λίλας Τρουλινού «Εξουσία και δίκαιο στο Φουκό» στο βιβλίο Μισέλ Φουκό, η μικροφυσική της εξουσίας», εκδ. Υψιλον/βιβλία, 1991.
7. Βλ. Πάνου Γκαργκάνα, Φουκώ: Το μακρύ ταξείδι της διαλεκτικής στη «Μικροφυσική της εξουσίας», περιοδικό Η Μαμή Νο4, Μάης-Ιούνης 1984, σελ. 46-47,
8. Βλ. αναλυτικά Esme Choonara and Yuri Prasad, What’s wrong with privilege theory?, International Socialism, , April 2014, καθώς και Sue Caldwell, Marxism, feminism and transgender politics, International Socialism Νο157, December 2017, και στα ελληνικά, Μαρξισμός, φεμινισμός και η πολιτική του τρανς ζητήματος, δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα της Ομάδας για το φύλο και τη σεξουαλικότητα – LGBTQ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, https://lgbtqantarsya.wordpress.com/2018/03/06/marxism-feminism-trans/
9. Βλ. την ανάλυση του Δημήτρη Παπανικολάου, στο παράδειγμα της ελληνικής οικογένειας, στον πρόλογο, το 1ο κεφάλαιο και τον επίλογο του βιβλίου του, Κάτι τρέχει με την οικογένεια, Πατάκης 2018.