Κλείνουν 90 χρόνια από το μεγαλύτερο κραχ της ιστορίας. Ο Σωτήρης Κοντογιάννης θυμίζει πόσο επίκαιρη είναι η αναδρομή σε εκείνη την κρίση.
Την “Μαύρη” Πέμπτη 24 Οκτωβρίου του 1929 ο πανικός κατέλαβε το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. “Εκείνη την ημέρα”, γράφει ο Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ, ο “βιογράφος” του Κραχ του 1929,”12.894.650 μετοχές άλλαξαν χέρια”.1 Ήταν ένα ρεκόρ που ξεπερνούσε κατά πολύ όλα τα προηγούμενα.
Αλλά δεν ήταν αυτή η μοναδική διαφορά: στα προηγούμενα ρεκόρ οι επενδυτές έκαναν ουρά για να αγοράσουν. Τώρα όλοι ήθελαν να πουλήσουν. Αγοραστές όμως δεν υπήρχαν. Αυτό θεωρείτο μέχρι τότε αδιανόητο. Με βάση τον διαβόητο “νόμο των αγορών” του Ζαν Μπαπτίστ Σε,2 ενός Γάλλου Οικονομολόγου των αρχών του 19ου αιώνα, σε κάθε πωλητή θα αντιστοιχούσε πάντα και ένας αγοραστής -αρκεί η τιμή να ήταν “σωστή”. Αλλά τώρα οι τιμές κατρακυλούσαν και κατρακυλούσαν. Μάταια. Κανείς δεν ήθελε να αγοράσει:
“Στις 11 η ώρα το χρηματιστήριο είχε εκφυλιστεί σε ένα άγριο, τρελό συνωστισμό για ξεπούλημα. Στις 11 και μισή είχε παραδοθεί στον τυφλό, αμείλικτο φόβο... Έξω από το Χρηματιστήριο ακούγονταν απόκοσμες φωνές... Η μια φήμη μετά την άλλη σάρωνε την Γουόλ Στριτ και τα παραρτήματα των χρηματιστηριακών εταιρειών. Τώρα οι μετοχές πουλιούνταν σχεδόν δωρεάν. Εξελισσόταν ένα κύμα αυτοκτονιών... Έντεκα γνωστοί κερδοσκόποι είχαν κιόλας αυτοκτονήσει...” 3
Οι φήμες συνέχισαν να οργιάζουν για πολλές ημέρες:
“Την εβδομάδα που ακολούθησε τη Μαύρη Πέμπτη, τα λαϊκά έντυπα... μιλούσαν με τρόμο για τις σκηνές στο Κέντρο της Νέας Υόρκης. Κερδοσκόποι αυτοκτονούσαν πέφτοντας από τα παράθυρα. Οι πεζοί περνούσαν με προσοχή ανάμεσα από τα κορμιά των πεσμένων χρηματιστών...”.4
Στην πραγματικότητα ελάχιστοι μόνο αυτοκτόνησαν –και από αυτούς σχεδόν κανένας με την “κλασσική μέθοδο” της πτώσης από το παράθυρο ενός ουρανοξύστη.
Ο διευθυντής της Rochester Gas and Electric Company αυτοκτόνησε με γκάζι. Ο Τζέιμς Ριόρνταν,6 ο διευθυντής του επενδυτικού ταμείου County Trust Company με μια σφαίρα στον κρόταφο. Ο Ίβαρ Κρόιγκερ,7 ο “βασιλιάς των σπίρτων” με μια σφαίρα στην καρδιά.
Τα μεγάλα θύματα της κρίσης του 1930 δεν ήταν οι πλούσιοι και ισχυροί: ήταν οι εργάτες, οι αγρότες, οι απλοί άνθρωποι, οι φτωχοί. Στις ΗΠΑ στο χειρότερο σημείο της κρίσης, το 1/4 περίπου των εργαζομένων ήταν χωρίς δουλειά.8 Πάνω από 30 εκατομμύρια Αμερικάνοι δεν είχαν κανένα απολύτως εισόδημα. Το 1931 άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους παραγκουπόλεις στις οποίες έβρισκαν καταφύγιο χιλιάδες άστεγες οικογένειες. Η μεγαλύτερη από αυτές, στα περίχωρα του Σιάτλ, ονομαζόταν από τον κόσμο κοροϊδευτικά Χούβερβιλ9 (ο Χούβερ ήταν μέχρι το 1932 πρόεδρος των ΗΠΑ). Στη Γερμανία, τη δεύτερη ισχυρότερη βιομηχανική χώρα της εποχής εκείνης, οι άνεργοι ξεπέρασαν το 1933 τα 6 εκατομμύρια. Οι σκηνές που περιγράφει ο Τζον Στάϊνμπεκ στα “Σταφύλια της Οργής” δεν είναι υπερβολές.
Κερδοσκοπία
Ο πρώτος -και ο πιο διαδεδομένος- μύθος για την κρίση της δεκαετίας του 1930 είναι ο μύθος της κερδοσκοπίας. Η Μεγάλη Ύφεση σύμφωνα με αυτή την κοινότοπη ερμηνεία, ήταν το αποτέλεσμα της “έκρηξης της φούσκας” που είχε δημιουργηθεί από την ανεξέλεγκτη δράση των χρηματιστών και των τραπεζιτών τα προηγούμενα χρόνια. Είναι μια ερμηνεία που έχει αναβιώσει τα τελευταία χρόνια μέσα από τη θεωρία της “χρηματοπιστωτικοποίησης” -της κυριαρχίας, υποτίθεται, του χρηματοπιστωτικού συστήματος πάνω στην πραγματική οικονομία.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε έξαρση της κερδοσκοπίας τη δεκαετία του 1920: υπήρχε και ήταν ακραία. Ο Γκάλμπρεϊθ αναφέρει στο βιβλίο του το παράδειγμα της “αγοράς μετοχών με περιθώριο”. Με το κόλπο αυτό, λέει, οι χρηματιστές “ανακάλυψαν τα πλεονεκτήματα της γεωμετρικής προόδου”.
Οι τράπεζες έδιναν δάνεια στους πελάτες τους για να αγοράσουν μετοχές. Στη συνέχεια δέχονταν αυτές τις ίδιες τις μετοχές σαν εγγύηση για ένα νέο δάνειο -με στόχο την αγορά και νέων μετοχών. Δηλαδή με ένα κεφάλαιο, πχ 1000 δολαρίων μπορούσε ένας επενδυτής να αγοράσει μετοχές αξίας πέντε, δέκα ή δεκαπέντε χιλιάδων δολαρίων. Το μόνο που τον περιόριζε ήταν η διαδρομή ανάμεσα στην Γουόλ Στριτ, το γραφείο του και την τράπεζα.10 Και οι “αγορές μετοχών με περιθώριο” δεν ήταν παρά ένα από τα δεκάδες “μεγάλα κόλπα” που είχαν εφεύρει οι χρηματιστές εκείνης της εποχής.
Το αποτέλεσμα αυτής της φοβερής κερδοσκοπίας απογείωσε το χρηματιστήριο. Το 1922 ο δείκτης της “μεγάλης κεφαλαιοποίησης” Dow Jones ήταν κοντά στις 75 μονάδες. Στα τέλη του 1928 είχε ξεπέρασε τις 200. Τον Οκτώβρη του 1929, τις τελευταίες ημέρες πριν από το Κραχ, πλησίασε στις 400.
Η κερδοσκοπία έπαιξε τον ρόλο της -βοήθησε να γίνει η κρίση “μεγάλη”. Αλλά η κρίση δεν προκλήθηκε από την κερδοσκοπία. Οι ρίζες της κρίσης βρίσκονταν στην ίδια την “πραγματική οικονομία”. Η οικονομία ήταν “θεμελιακά μη υγιής”, όπως γράφει ο Γκάλμπρεϊθ.11
Ύφεση
Η δεκαετία του 1920 είχε αρχίσει με τους καλύτερους οιωνούς για τις ΗΠΑ. Με την Ευρώπη κατεστραμμένη από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αμερικανική οικονομία έγινε αυτόματα “το εργοστάσιο” αλλά και “ο τραπεζίτης” του πλανήτη. Στην οκταετία 1921-1929 η παραγωγή αυξήθηκε κατά 42%, το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα ανέβηκε από τα 6500 στα 8000 δολάρια (την αύξηση την καρπώθηκαν βέβαια κύρια οι πλούσιοι) και η ανεργία έπεσε στο 4%. Την εποχή που ξέσπασε το Κραχ, 6 στις 10 αμερικανικές οικογένειες είχαν ραδιόφωνο (το τεχνολογικό θαύμα της εποχής), ενώ πάνω από 26 εκατομμύρια αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν στους αμερικανικούς δρόμους.12
Τα πρώτα σημάδια της ύφεσης εμφανίστηκαν στα τέλη του 1926. Το πρόβλημα ξεπεράστηκε άμεσα χάρη κύρια στην παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας που έσπευσε να μειώσει τα επιτόκια από το 4% στο 3,5%. Αλλά πολύ γρήγορα η μείωση αυτή γύρισε μπούμερανγκ: το φτηνό χρήμα φούντωσε την κερδοσκοπία (οι χρηματιστηριακοί δείκτες αυξήθηκαν σχεδόν κατά 40% μέσα στο 1928) αναγκάζοντας τελικά την κεντρική τράπεζα όχι μόνο να ακυρώσει τη μείωση αλλά και να την αντιστρέψει, ανεβάζοντας τελικά τα επιτόκια στο 5%.13
Τον Αύγουστο του 1929, τρεις σχεδόν μήνες πριν από το Κραχ, η αμερικανική οικονομία βρισκόταν πλέον σε σοβαρή ύφεση. Τα εργοστάσια δούλευαν πολύ κάτω από τις δυνατότητές τους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η παραγωγή ραδιοφώνων: μέσα στους τελευταίους 18 μήνες της “άνθησης” τριπλασιάστηκε η παραγωγική δυνατότητα. Το 1929, η αμερικανική βιομηχανία μπορούσε να παράγει 15 εκατομμύρια ραδιόφωνα το χρόνο. Αλλά η “αγορά” μπορούσε δεν μπορούσε να απορροφήσει ούτε το ένα τρίτο από αυτά.14 Τους πρώτους έξι μήνες του 1929, τριακόσιες πενήντα περιφερειακές τράπεζες έβαλαν λουκέτο.
Και το πρόβλημα δεν ήταν μόνο αμερικανικό. Στη Γερμανία, οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 14% το 1928, οι εξαγωγές κατά 8%, οι κρατικές δαπάνες περικόπηκαν (αναγκαστικά) κατά 3% το 1929 και η ανεργία άρχισε να φουντώνει πολύ πριν σκάσει το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.15
Ο Ρούσβελτ και το Νιου Ντιλ
Ο δεύτερος μεγάλος μύθος για τη Μεγάλη Ύφεση λέει ότι η κρίση ξεπεράστηκε με το Νιου Ντιλ, την πολιτική του κρατικού παρεμβατισμού, του προέδρου Ρούζβελτ. Στην πραγματικότητα, όμως, η κρίση του μεσοπολέμου δεν ξεπεράστηκε ποτέ. Απλά εξαφανίστηκε, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Γκάλμπρεϊθ, μέσα στη μεγάλη πολεμική προετοιμασία της δεκαετίας του 1940.
Ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ, ο υποψήφιος του Δημοκρατικού Κόμματος, κέρδισε τις εκλογές τον Νοέμβριο του 1932 με μια μεγάλη πλειοψηφία 57% και εγκαταστάθηκε στον Λευκό Οίκο τον Μάρτιο του 1933. Μέσα στους τρεις μήνες που μεσολάβησαν ανάμεσα στην εκλογική νίκη και την ανάληψη της προεδρίας, η οικονομία -που έμοιαζε να έχει σταθεροποιηθεί κάπως- έκανε μια απότομη βουτιά προς τα κάτω: 450 τράπεζες χρεοκόπησαν μέσα στον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 1933 (οι Ρεπουμπλικάνοι χρέωναν τις χρεοκοπίες αυτές στον “τρόμο” των επενδυτών μπροστά στην επικείμενη προεδρία του Ρούζβελτ).
Ο Χούβερ είχε αντιμετωπίσει την ύφεση με μεγάλη παθητικότητα. Η αμερικανική οικονομία είχε βυθιστεί τρεις τουλάχιστον ακόμα φορές μέσα στον 20ο αιώνα σε ύφεση και είχε ανακάμψει και από τις τρεις από μόνη της. Οι υφέσεις είναι “μπόρες” έλεγαν οι οικονομολόγοι. Κρατάνε λίγο. Αργά ή γρήγορα ο ήλιος θα λάμψει και πάλι στον ουρανό. Το μόνο που θα έπρεπε να κάνει η κυβέρνηση -όπως και κάθε καλός νοικοκύρης- θα ήταν να “σφίξει το ζωνάρι”, να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό δηλαδή, για να προστατέψει τα δημόσια ταμεία.
Ο Ρούζβελτ πήρε πράγματι μια σειρά από ριζοσπαστικά μέτρα. Η κεντρική τράπεζα εγγυήθηκε τα κεφάλαια των τραπεζών (και με αυτόν τον τρόπο τις καταθέσεις) σε μια προσπάθεια να σταματήσει το κύμα των χρεοκοπιών. Το κράτος άρχισε να αγοράζει μαζικά αγροτικά προϊόντα και να τα θάβει στις χωματερές σε μια προσπάθεια να σταματήσει τον κατήφορο των τιμών. Ταυτόχρονα ενθάρρυνε τη δημιουργία καρτέλ στη βιομηχανία με στόχο την σταθεροποίηση των τιμών των βιομηχανικών προϊόντων. Ύστερα ξεκίνησε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων με άμεσο στόχο την δημιουργία 2,5 εκατομμυρίων νέων θέσεων εργασίας. Ακόμα και στα εργατικά συνδικάτα έδωσε ο Ρούζβελτ μια (τυπική τουλάχιστον) στήριξη -στο βαθμό που θα περιόριζαν την δράση τους στη διεκδίκηση καλύτερων μισθών και μόνο φυσικά.
Υπήρξε μέσα στους επόμενους μήνες μια μικρή ανάκαμψη της οικονομίας –μια επιστροφή στην κανονικότητα για να θυμηθούμε τα παραμύθια του Τσακαλώτου. Αλλά η ανάκαμψη ήταν πολύ αργή. Χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να επιστρέψει η παραγωγή στα επίπεδα του 1929 και να πέσει η ανεργία κάτω από το 15%. Αλλά το χειρότερο ήταν ότι η βελτίωση αποδείχτηκε τελείως πρόσκαιρη. Το 1937 ένα νέο κύμα ύφεσης χτύπησε τις ΗΠΑ. Η παραγωγή έπεσε ξανά 25% και η ανεργία σκαρφάλωσε και πάλι στο 19%. Μέχρι και το 1941, το ονομαστικό ΑΕΠ ήταν χαμηλότερο από το 1929, ενώ ο αριθμός των ανέργων έπεσε μόνο μια και μοναδική χρονιά κάτω από τα 8 εκατομμύρια.
Τι έφταιξε;
Όλες οι απόπειρες της επίσημης, αστικής οικονομικής επιστήμης να ανακαλύψουν τα πραγματικά αίτια που οδήγησαν στη Μεγάλη Ύφεση έχουν αποτύχει παταγωδώς. Και ο λόγος είναι απλός: η κρίση της δεκαετίας του 1930 ήταν -όπως και η σημερινή- μια “συστημική κρίση”. Υπεύθυνη για την κρίση ήταν η ίδια η “φυσιολογική λειτουργία” του καπιταλισμού και όχι η παραβίασή της. Αλλά αυτό είναι κάτι που οι αστοί οικονομολόγοι δεν μπορούν να αποδεχτούν. Και για αυτό ψάχνουν συνεχώς να βρουν άλλα εξιλαστήρια θύματα.
Ο Άρθουρ Σέσιλ Πιγκού, ένας συντηρητικός Άγγλος οικονομολόγος, για παράδειγμα, θεωρούσε ότι το πρόβλημα ήταν οι “υπερβολικοί μισθοί” των εργατών. Με τις κινητοποιήσεις και τον συνδικαλισμό, έλεγε, οι εργάτες “κατάφεραν” να κάνουν τις επιχειρήσεις μη ανταγωνιστικές και στο τέλος να χάσουν και οι ίδιοι τις δουλειές τους.
Ο Φρίντριχ φον Χάγιεκ, ο διάσημος νομπελίστας Αυστριακός οικονομολόγος (και φανατικός υπέρμαχος του κλασσικού φιλελευθερισμού της αγοράς) θεωρούσε ότι το πρόβλημα είχε ξεκινήσει από τα χαμηλά επιτόκια της κεντρικής τράπεζας που “παραμόρφωσαν” τα σήματα της αγοράς και οδήγησαν στα μέσα της δεκαετίας του 1920 σε μια σειρά μη βιώσιμων επενδύσεων.
Ο Μίλτον Φρίντμαν (ο διαβόητος γκουρού του νεοφιλελευθερισμού) συμφωνούσε με τον Χάγιεκ ότι το πρόβλημα είχε προκληθεί από λανθασμένες παρεμβάσεις της κεντρικής τράπεζας αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο: η προσφορά χρήματος, έλεγε, ήταν υπερβολικά μικρή. Το κακό θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν η αμερικανική κεντρική τράπεζα χαλάρωνε την νομισματική της πολιτική το 1929/30, δηλαδή έριχνε τα επιτόκια ακόμα πιο κάτω από το 3,5% αντί να τα ανεβάσει.
Οι θεωρίες αυτές δεν αντέχουν ούτε στην κριτική της λογικής ούτε στην κριτική των δεδομένων. Όταν μια επιχείρηση γίνεται μη ανταγωνιστική κάποια άλλη (ή κάποιες άλλες) γίνονται εξ ορισμού ανταγωνιστικές. Αν οι Αμερικανοί εργάτες ήταν “πολύ ακριβοί” θα έκλεινε η αμερικανική βιομηχανία -όχι όλες οι βιομηχανίες του αναπτυγμένου κόσμου, όπως έγινε τη δεκαετία του 1930. Και το ίδιο ισχύει για τα επιτόκια.
Οι εργάτες δεν ήταν με κανένα τρόπο “πολύ ακριβοί” τη δεκαετία του 1920. Αντίθετα, αυτοί που ήταν “πολύ ακριβοί” ήταν οι ίδιοι οι καπιταλιστές και οι εκπρόσωποί τους. Από το 1921 ως το 1929, ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής (με τον οποίο φορολογούνταν ετήσια εισοδήματα άνω του ενός εκατομμυρίου δολαρίων) έπεσε από το 73% στο 24%.16
Ο Μαρξ και οι κρίσεις
Για να καταλάβουμε τι έγινε τη δεκαετία του 1930 χρειάζεται να γυρίσουμε στον Μαρξ και στην ανάλυσή του για την υπερσυσσώρευση, την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους και τις κρίσεις.
Ο καπιταλισμός, εξηγούσε ο Μαρξ, υπονομεύει νομοτελειακά την απόδοση των επενδύσεων. Το ίδιο κεφάλαιο δίνει από δεκαετία σε δεκαετία μικρότερο κέρδος. Το αποτέλεσμα είναι να έρχεται μια στιγμή όπου το αναμενόμενο κέρδος είναι τόσο μικρό που οι καπιταλιστές “αρνούνται” πλέον να επενδύσουν. Αυτό έχει δυο άμεσες συνέπειες: Πρώτον, η οικονομία πέφτει σε στασιμότητα. Δεύτερον, τα συσσωρευμένα κέρδη κατευθύνονται προς την κερδοσκοπία –που αρχίζει να φουντώνει. Αυτό ακριβώς έγινε τη δεκαετία του 1930. Τα ποσοστά κέρδους είχαν κάνει βουτιά πολύ πριν τη Μαύρη Πέμπτη του 1929 –αυτό το επιβεβαιώνουν μια σειρά από σύγχρονες μελέτες.17
Τον 19ο αιώνα που ο καπιταλισμός ήταν ακόμα σχετικά νέος οι κρίσεις ξεπερνιόνταν σχετικά γρήγορα από μόνες τους: οι υφέσεις ήταν τοπικές, οι πιο αδύναμες επιχειρήσεις έκλειναν, ο εξοπλισμός τους καταστρεφόταν ή εξαγοραζόταν από τους ανταγωνιστές τους για πενταροδεκάρες και ο κύκλος της συσσώρευσης μπορούσε να ξαναρχίσει από την αρχή. Στο σύγχρονο καπιταλισμό, όμως, με τις τεράστιες επιχειρήσεις οι χρεοκοπίες προκαλούν μια “αλυσιδωτή αντίδραση” που θυμίζει πυρηνική έκρηξη. Αυτό ακριβώς έγινε τη δεκαετία του 1930.
Οι εργάτες αντιστάθηκαν ηρωικά τη δεκαετία του 1930 απέναντι στις προσπάθειες των αφεντικών να τους φορτώσουν τα βάρη της κρίσης. Στις ΗΠΑ το 1937 οι εργάτες κατέλαβαν το εργοστάσιο της General Motors. Στη Γαλλία είχαμε τη μεγαλύτερη απεργία στην μέχρι τότε ιστορία. Στην Ισπανία επανάσταση.
Δυστυχώς η αριστερά της εποχής ήταν πολύ αδύναμη για να καθοδηγήσει αυτούς τους αγώνες στη νίκη. Το αποτέλεσμα επιβεβαίωσε με τον πιο δραματικό τρόπο την “προφητεία” της Ρόζας Λούξεμπουργκ: το δίλημμα δεν είναι ανάμεσα στον σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό αλλά στο σοσιαλισμό και τη βαρβαρότητα. Τη δεκαετία του 1940, η ανθρωπότητα βυθίστηκε στη βαρβαρότητα του ναζισμού και του πολέμου.
Σημειώσεις
1. Το Μεγάλο Κραχ του ‘29, Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ, Εκδόσεις ‘Νέα Σύνορα” - Α.Α.Λιβάνη, σελ 176
2. Ο Μαρξ κατέτασσε τον Σε στους “χυδαίους οικονομολόγους”.
3. Το Μεγάλο Κραχ του ‘29, σελ 178
4. Στο ίδιο, σελ 223
5. Η Rochester Gas όπως και οι μεγαλύτερες “αδελφές” της κατάφερε να επιβιώσει από την κρίση του 1930. Η εταιρία υπάρχει μέχρι σήμερα (αλλά δεν είναι πλέον ανεξάρτητη).
6. Αυτοκτόνησε στις 10 Νοεμβρίου 1929. https://www.nytimes.com/1929/11/10/archives/jj-riordan-ends-life-with-pistol-in-his-home-his-bank-declared.html
7. Ο Κρόιγκερ, με “εγγύηση” την μεγάλη του οικονομική επιφάνεια δανειζόταν τεράστια ποσά από τις αμερικανικές τράπεζες τα οποία δάνειζε στη συνέχεια στις μεγάλες επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις της Ευρώπης. Ανάμεσα στους “πελάτες” του ήταν και η Ελλάδα που είχε συνάψει δυο δάνεια ενός εκατομμυρίου λιρών (Αγγλίας) το καθένα, ένα το 1926 και ένα δεύτερο το 1931. Αυτοκτόνησε στο Παρίσι το 1932. BBC News, Kreuger: the original Bernard Madoff? http://news.bbc.co.uk/2/hi/business/7939403.stm
8. To 1933 υπήρχαν σχεδόν 13 εκατομμύρια άνεργοι στις ΗΠΑ, ένα νούμερο που αντιστοιχούσε στο 24,75%, βλέπε https://www.u-s-history.com/pages/h1528.html
9. Η αστυνομία του Σιάτλ πυρπόλησε δυο φορές την Χούβερβιλ για να διώξει τους άστεγους αλλά οι “κάτοικοι” την ξανάχτισαν. Τελικά εκκενώθηκε βίαια (και πυρπολήθηκε ξανά) το 1941, δέκα ολόκληρα χρόνια μετά την ίδρυση της. http://depts.washington.edu/depress/economics_poverty.shtml
10. Για την ακρίβεια οι τράπεζες έδιναν δάνεια ύψους 80% ως 90% της αξίας των μετοχών που είχαν καταθέσει σαν εγγύηση οι επενδυτές. Αλλά η συνεχής και ραγδαία άνοδος των τιμών των μετοχών αντιστάθμιζε στην πράξη με το παραπάνω αυτό ο “περιθώριο” του 10% - 20%.
11. Το Μεγάλο Κραχ του ‘29, σελ 298
12. The Balance, What was the economy like in the 1920s, https://www.thebalance.com/roaring-twenties-4060511
13. Στο ίδιο
14. Chris Harman, The slump of the 1930s and the crisis today, ISJ Winter 2009, σελ. 29
15. Στο ίδιο, σελίδα 31
16. The Balance, What was the economy like in the 1920s
17. Το κείμενο του Chris Harman, The slump of the 1930s περιέχει μια εκτενή αναφορά στις μελέτες αυτές.