Γιώργος Μπουζιάνης. Αυτοπροσωπογραφία.
Η Αλεξάνδρα Μαρτίνη γράφει για την Έκθεση που φιλοξενείται στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων.
Η έκθεση «Εξαιρέσεις: Όψεις του Εξπρεσιονισμού στην Ελλάδα», με έργα της Συλλογής της Πινακοθήκης και σύνολα από σημαντικούς καλλιτέχνες, παρουσιάζεται στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων. Όπως επισημαίνει ο τίτλος, η έκθεση φιλοξενεί έργα και καλλιτέχνες που αποτέλεσαν «εξαιρέσεις» ως προς το ακαδημαϊκό κλίμα των θεσμών της δεκαετίας του ’30 στην Ελλάδα.
Κεντρική μορφή, ο Γιώργος Μπουζιάνης, έχει άμεση σχέση με τον Εξπρεσιονισμό στη Γερμανία προπολεμικά. O εξπρεσιονισμός, χαρακτηρίζεται γενικά από μια υποκειμενικότητα και παραμορφωμένη πραγματικότητα, που διασπά τις έννοιες της αντικειμενικής μορφής για να μεταδώσει το συναίσθημα. Το ρεύμα του εξπρεσιονισμού εξαπλώνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη στις αρχές του 20ού αιώνα, αναπτύσσεται όμως περισσότερο στη Γερμανία.
Οι Γερμανοί εξπρεσιονιστές στράφηκαν όλο και περισσότερο σε νέες μορφές για να μεταδώσουν τη φρίκη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, ενώ η Γερμανική επανάσταση του 1918 έρχεται να ριζοσπαστικοποιήσει ακόμα περισσότερο σε μορφή και περιεχόμενο τα έργα τους. Στην Ελλάδα, ο όρος δεν ευδοκίμησε στους επίσημους ακαδημαϊκούς κύκλους, γιατί θεώρησαν πως αντιλέγει στο φως και την αρμονία της ‘ελληνικότητας’!
Ο Γιώργος Μπουζιάνης γεννήθηκε το 1885 στην Αθήνα, σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών από το 1897 μέχρι το 1906, και έρχεται σε επαφή με το κυρίαρχο ρεύμα στην Ελλάδα, τον ρομαντισμό και νεοκλασσικισμό. Έμαθε τον νατουραλισμό, για τον οποίον ισχυριζόταν πως ήταν το βάθρο της γνώσης αλλά όχι ολόκληρη η γνώση της ζωγραφικής. Να ξέρουμε τα πράγματα πως είναι, όχι όμως για να τα αναπαριστούμε, αλλά για να τα υποτάσσουμε στο δικό μας όραμα. Το 1907 πηγαίνει να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου, και γνωρίζει τον ιμπρεσιονισμό. Μία μεγάλη περίοδος του έργου του ανήκει στον ιμπρεσιονισμό, μα δεν μένει ούτε εκεί. Ψάχνει συνεχώς να εκφράσει πληρέστερα τον δικό του κόσμο αλλά και την ίδια την ταραγμένη περίοδο στην οποία ζει και δημιουργεί. Ξεπερνάει την ασφάλεια του ακαδημαϊκού ρεαλισμού, και έρχεται σε επαφή με τα εικονογραφικά ρεύματα της εποχής –κυρίως, την ομάδα της Νέας Σετσεσιόν των Εμίλ Νόλντε1 και Όσκαρ Κοκόσκα,2 της οποίας διετέλεσε μέλος.
Όπως ισχυρίζεται ο ίδιος δεν αντιλήφθηκε ότι έγινε εξπρεσιονιστής, «ήρθε από μόνο του, από μία εσωτερική ανάγκη», λέει. Μία μέρα στο Μόναχο είδε έξω από το παράθυρο ένα κιτρινοπράσινο φύλλο. Αυτό το φύλλο του ανοίγει τον κόσμο σε μία νέα μορφή, ρευστή και κινούμενη, που τον συγκίνησε και ξεκίνησε να ζωγραφίζει στο ατελιέ του μία αυτοπροσωπογραφία με ‘φύλλο στο χέρι’. Εξέθεσε δεκαέξι "τέτοια σαν πορτρέτα", όπως τα αποκαλεί, στην γκαλερί Ritlaler στο Μόναχο το 1924 και οι κριτικές τον κατέταξαν στους εξπρεσιονιστές. Τα κίνητρα που οδήγησαν τον Μπουζιάνη σε όλη αυτή τη διαδικασία της μορφής, ήταν «μέσα από την ψυχή». Οι πίνακές του εκφράζουν τον έντονο ψυχισμό, το άγχος του σύγχρονου ανθρώπου, που και ο ίδιος βίωνε, με το λιτό και ταυτόχρονα περιεκτικό σχέδιό του και τον εκπληκτικό προσωπικό συνδυασμό των χρωμάτων. Ο Μπουζιάνης έπαιρνε τις αφορμές για τα έργα του μέσα από το άμεσο περιβάλλον. «Περνούσα μια μέρα, διηγούταν κάποτε από το Κολωνάκι. Είδα έναν κύριο πολύ καλοντυμένο και με μονόκλ να κατεβαίνει στο δρόμο. Σε μια στιγμή στάθηκε και χαιρέτισε με υπόκλιση έναν άλλο κύριο το ίδιο καλοντυμένο που φορούσε και αυτός μονόκλ. Μου φάνηκε σα να χαιρετήθηκαν δύο μονόκλ. Γύρισα στο εργαστήρι και ζωγράφισα έναν πίνακα με δύο κύριους με μονόκλ».3 Έτσι δύο κολωνακιώτες, εκπρόσωποι της αστικής τάξης ενέπνευσαν τον φτωχό και λαϊκό καλλιτέχνη να αποτυπώσει αυτό το γραφικό συναπάντημα.
Μετά την άνοδο των ναζί και του Χίτλερ στην εξουσία, μπαίνει και αυτός στην μεγάλη λίστα των «εκφυλισμένων καλλιτεχνών» και κάτω από την απειλή όχι μόνο της τέχνης του αλλά και της ίδιας του της ζωής, επιστρέφει στην Ελλάδα το 1934. Αφήνει πίσω του θέση σημαντική, ενώ έχει μπει ήδη στις μεγάλες πινακοθήκες της Γερμανίας. Ο πρεσβευτής στο Βερολίνο Αλέξανδρος Ρίζος-Ραγκαβής είχε δώσει στον Μπουζιάνη επίσημη κυβερνητική υπόσχεση για την έδρα στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Η έδρα ουδέποτε δόθηκε. Ο Μπουζιάνης δεν έγινε ποτέ αποδεκτός από τον επίσημο εικαστικό χώρο. Την εποχή που ξεδιπλώνεται η ελληνικότητα σε όλο της το μεγαλείο, η ζωγραφική του δεν έχει ελληνικά γνωρίσματα. Δουλεύει πέρα από τα αρχαιοελληνικά μοντέλα και τα ηλιόλουστα ακρογιάλια. Απαλλάσσει τα πρόσωπα από τις περιγραφικές τους λεπτομέρειες, και οι άναρχες πινελιές, τα σκούρα χρωματικά πλάνα κάνουν τα έργα του να θυμίζουν πρόδρομο του αφηρημένου εξπρεσιονισμού της Βόρειας Αμερικής. “Με λένε εξπρεσιονιστή γιατί δεν μπορούν να τοποθετήσουν σε καμία από τις γνωστές τεχνοτροπίες την εργασία μου. Θα μπορούσα να πω πως το έργο μου είναι ο ίδιος ο εαυτός μου. Μια εσώτερη, βαθύτερη ανάγκη με έκανε να εκδηλώνομαι με αυτό τον τρόπο στον μουσαμά”. Το έργο του, Κανάλι στη Διέππη (1936) που φιλοξενείται στην έκθεση είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, το οποίο αποτυπώνει την αίσθηση του «φευγαλέου» στο τοπίο.
Το 1949 κάνει την πρώτη του έκθεση στον Παρνασσό, που προκάλεσε την αίσθηση στους φιλότεχνους αλλά και στην αστυνομία. Τον κάλεσαν να απολογηθεί γιατί ακρωτηριάζει της φιγούρες του! Η εμφάνιση αυτή στον Παρνασσό ωστόσο είχε και το επιπρόσθετο ενδιαφέρον ότι θα είναι η πρώτη εκδήλωση μιας καινούργιας ομάδας καλλιτεχνών με το όνομα «Στάθμη». Εκτός από τον Μπουζιάνη ανήκουν σε αυτήν ο Απάρτης, Σώχου, Ζογγολόπουλος, Θεοδωρόπουλος, Μηταράκης, Σεμερτζίδης, Παπαλουκά, Βακαλός, Σπυρόπουλος, πολλοί από τους οποίους φιλοξενούνται στην έκθεση. Στο επίκεντρο της ομάδας ήταν οι άθλιες οικονομικές συνθήκες κάτω από τις οποίες αναγκάζονταν να δουλεύουν οι καλλιτέχνες χωρίς να μπορούν να εξασφαλίσουν τα στοιχειώδη, όπως ένα εργαστήρι, ένα μοντέλο, υλικά, χρώματα. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Μπουζιάνη «Καλά την πείνα την συνηθίσαμε από την Κατοχή. Μα να μην έχεις λεπτά για χρώματα αυτό είναι φοβερό».4
Δυο μήνες μετά τον θάνατό του, τον Δεκέμβρη του ’59, φίλοι, θαυμαστές και μαθητές του ίδρυσαν το σύλλογο «φίλοι του Μπουζιάνη». Σκοπός του συλλόγου ήταν η δημιουργία ενός αρχείου, όπου θα συγκεντρωνόταν υλικό για το ζωγράφο και το έργο του, δίνοντας τη δυνατότητα να μελετηθεί και να γίνει γνωστό. Έτσι μπορούμε σήμερα να έχουμε αρχειοθετημένα πάνω από 800 έργα του καλλιτέχνη, καθώς και γραπτά όπως τις πολύτιμες επιστολές του στον γκαλερίστα του στο Παρίσι.
«Η έκθεση καλύπτει την περίοδο μέσα από τις διασυνδέσεις καλλιτεχνικών ομάδων του 1ου μισού του 20ου αιώνα από το Σύνδεσμο Ελλήνων Καλλιτεχνών (1911-1939) με τον οποίο ξεκινά και η συλλογή, το «Άσυλο Τέχνης» (1927-1929), την Ένωση Ελεύθεροι Καλλιτέχνες (1935-1940), την Ομάδα Τέχνη (1917-1944), που μέλη της θα ανασυγκροτήσουν το 1950, την ομάδα Στάθμη. Όλες αυτές οι ομάδες, ενώ διεκδικούν την αναγνώριση της πνευματικής εργασίας και του δικαιώματος των καλλιτεχνών στην εργασία, δεν διεκδικούν παρόλα αυτά, θέσεις και οφίτσια στην κρατική ή ιδιωτική νομενκλατούρα», σημειώνει ο επιμελητής της έκθεσης Ντένης Ζαχαρόπουλος.
Βασικό χαρακτηριστικό των ομάδων αυτών ήταν η απόρριψη των ακαδημαϊκών τάσεων, που τεχνοτροπικά κυμαίνονταν την περίοδο αυτή μεταξύ ενός συμβατικού αναπαραστατικού ρεαλισμού και του ακαδημαϊκού ιμπρεσιονισμού. Αλλά ταυτόχρονα έβαζαν στο τραπέζι τα ζητήματα διαβίωσης και εργασίας των φτωχών καλλιτεχνών. Μέσα στην περίοδο της κρίσης του ’30, της κατοχής και του εμφυλίου, το μεγαλύτερο κομμάτι αυτών των καλλιτεχνών απομονώνεται από τους ακαδημαϊκούς κύκλους και ζει σε ένδεια, πουλώντας σπάνια τα έργα του. Εκτός από τον Μπουζιάνη ανάλογες είναι οι περιπτώσεις του Τριανταφυλλίδη, που τον συντηρούν οι λίγοι μαθητές του, του Οικονόμου που θα πεθάνει έγκλειστος στο Δαφνί, του Βιτσώρη που πεθαίνει στο τέλος του πολέμου από τις κακουχίες.
Είναι καλλιτέχνες που δεν διστάζουν να έρθουν σε σύγκρουση είτε μέσω του ίδιου τους του έργου είτε και στην πραγματική ζωή, παίρνουν θέση ενάντια στον φασισμό, στηρίζουν σε κάποιες περιπτώσεις το ΕΑΜ, ενώ έρχονται σε ρήξη με αυτό το αντιδραστικό κράτος που τους στερούσε τόσο τα προς το ζην όσο και υπονόμευε την τέχνη τους.
Πίσω στην έκθεση, αίσθηση προκαλούν τα έργα όλων αυτών των καλλιτεχνών, τα οποία δεν έχουν ποτέ εκτεθεί στο σύνολό τους.
Από τον Μιχάλη Οικονόμου (1888-1933), που μετά βίας αναγνωρίστηκε μετά τον θάνατό του. Το έργο του «Σπίτια σε νερά» που παρουσιάζεται στην έκθεση, απεικονίζει ένα μοναχικό, απομονωμένο μάλλον φτωχικό σπίτι στην άκρη της θάλασσας ή μιας λίμνης. Τα αχνά χρώματα και οι φωτοσκιάσεις δημιουργούν μία ονειρική ατμόσφαιρα δίνοντας την αίσθηση ότι το σπίτι ‘ταξιδεύει’.
Μέχρι τη Σελέστ Πολυχρονιάδη (1904 – 1985), μία από τους καλλιτέχνες που εδραίωσαν την αφηρημένη τέχνη στην Ελλάδα και με ενεργό ρόλο κατά τη διάρκεια της κατοχής. Χαρακτηριστική είναι η σειρά σκίτσων με τίτλο «Κατοχή 1940-1944». Ο πίνακάς της «Μελαγχολικό ξέσπασμα» (1936) που φιλοξενείται στην έκθεση είναι εντυπωσιακό παράδειγμα των σουρεαλιστικών επιρροών της.
Μεγάλο ενδιαφέρον έχουν τα σκίτσα του Περικλή Βυζάντιου (1893-1972) με έντονο καυστικό περιεχόμενο, και κοινωνική κριτική για την δεινή οικονομική κατάσταση των καλλιτεχνών στην Ελλάδα του μεσοπολέμου. Το σκίτσο με τίτλο «οι εκτός σωματείων» απεικονίζει έναν ασθενικό και μάλλον απεγνωσμένο ζωγράφο με στοιβαγμένους τους πίνακές του, ενώ η λεζάντα γράφει χαρακτηριστικά «Περίεργο, έστειλα τρία έργα και μου επέστρεψαν τέσσερα» .
Οι πίνακες του Γιάννη Μηταράκη, της Κούλας Μαραγκοπούλου, του Μίμη Βιτσώρη, τα γλυπτά του Θανάση Απάρτη και του Λουκά Δούκα, τα χαρακτικά του Αλέξανδρου Κορογιαννάκη αποτελούν μοναδικά εκθέματα!
Η έκθεση φέρνει ξανά στην επικαιρότητα το τεράστιο έργο του Μπουζιάνη και των υπόλοιπων καλλιτεχνών, που περιφρονημένοι από το κράτος αντιστάθηκαν στην κυρίαρχη ιδεολογία, χρησιμοποίησαν νέες μορφές έκφρασης, κόντρα στους συμβιβασμούς. Αξίζει κανείς να την επισκεφτεί!
Σημειώσεις
1. Έμιλ Νόλντε (7 Αυγούστου 1867 - 13 Απριλίου 1956) Γερμανοδανός ζωγράφος, μέλος της εξπρεσσιονιστικής καλλιτεχνικής ομάδας Die Brücke ("Η γέφυρα" περίοδος 1906-1907), Berlin Sucession (περίοδος 1908-1910) και Der Blaue Reiter
2. Όσκαρ Κοκόσκα ( 1 Μαρτίου 1886 - 22 Φεβρουαρίου 1980), Αυστριακός καλλιτέχνης, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, γνωστός για τα εξπρεσιονιστικά του τοπία και πορτρέτα.
3. Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 57-59 ( 9-10/1959), ‘Ο Γιώργος Μπουζιάνης’, Γ. Πετρής
4. Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 57-59 ( 9-10/1959), ‘ Ο Γιώργος Μπουζιάνης’, Γ. Πετρής