Ιστορία χωρίς ταξική πάλη
Το βιβλίο του Κωστή επιχειρεί να δώσει μέσα σε σχεδόν 900 σελίδες ένα πανόραμα της νεοελληνικής ιστορίας γραμμένο από μια σύγχρονη ιστορική οπτική. Έργα τέτοιας κλίμακας είναι σπάνια, και ο πλούτος των στοιχείων και των εικόνων είναι ένας από τους λόγους που το βιβλίο έχει σημειώσει τόσο μεγάλη εκδοτική επιτυχία. Ο αναγνώστης μπορεί να αποκομίσει πολλά σημαντικά στοιχεία για τα ερωτήματα και τις διαμάχες του σήμερα. Στη φάση που τα ζητήματα του ρατσισμού και της ιθαγένειας παίζουν κεντρικό ρόλο, είναι πολύτιμη η εικόνα του πως ιστορικά τα επιχειρήματα και οι πρακτικές με τα οποία σήμερα η Ακροδεξιά επιτίθεται στους μετανάστες, χρησιμοποιόντουσαν το 1840 ενάντια στους ετερόχθονες Έλληνες και στο Μεσοπόλεμο ενάντια στους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Στην φάση που εντείνεται η κρατική καταστολή, οι εικόνες από την ιστορία του Μεσοπολέμου και του μεταπολεμικού κράτους της Δεξιάς είναι σημαντικές.
Η θεμελιακή αδυναμία όμως του βιβλίου είναι η κεντρική αφήγηση του. Είναι μια αφήγηση φιλελεύθερης προέλευσης, που έχει όμως επηρεάσει και σημαντικά κομμάτια της αριστεράς. Με βάση αυτή την αφήγηση, το κεντρικό ζητούμενο της νεοελληνικής ιστορίας είναι πως το κράτος που προήλθε από μια επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας θα κατάφερνε να αποσείσει την «ανατολίτικη» κληρονομιά του και να γίνει ένα σύγχρονο «ευρωπαϊκό» κράτος. Οι «καλοί» σ’αυτή την αφήγηση είναι οι φωτισμένοι πολίτικοι που προσπάθησαν να εκσυγχρονίσουν τη χώρα και να την κάνουν Ευρώπη: αν ο Καποδίστριας, ο Τρικούπης και ο Βενιζέλος είναι οι συνηθισμένοι πρωταγωνιστές, η αναγόρευση του Σημίτη σε έναν από τους πιο επιτυχημένους πρωθυπουργούς της νεοελληνικής ιστορίας και η θετική αποτίμηση του Μητσοτάκη λίγο εκπλήσσουν. Για δεκαετίες η «ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας» φάνταζε μόνοδρομος, και μεγάλα κομμάτια της αριστεράς είχαν και εξακολουθούν να αποδέχονται αυτή τη λογική.
Το βασικό πρόβλημα με την ανάλυση του Κωστή είναι η σχεδόν πλήρης απουσία των τάξεων και των ταξικών συγκρούσεων. Οι αναλύσεις για τον εκσυγχρονισμό της χώρας υποκρύπτουν ποια συμφέροντα εξυπηρετούσαν οι συγκεκριμένες πολιτικές που υιοθετούσε το ελληνικό κράτος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ο Κωστής εκφράζεται με διθυραμβικούς όρους για τις «εθνικές επιτυχίες» της συμμετοχής στην ΟΝΕ και το ευρώ, ταυτόχρονα παραδέχεται ότι αυτές οι επιτυχίες δεν συνοδεύτηκαν από τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού. Χωρίς ανάλυση του γιατί η αστική τάξη της Ελλάδας έχει κάνει ως στρατηγικό στόχο της την συμμετοχή στην ΕΕ, και γιατί αυτή η επιλογή είχε και έχει καταστροφικά αποτελέσματα για την εργατική τάξη, μένει κανείς μόνο με παράδοξα και απορίες.
Μια λέξη είναι περιέργως απούσα από το βιβλίο: καπιταλισμός. Ο συγγραφέας δίνει μια ιδιαίτερα περιεκτική σύνοψη των «αργών μετασχηματισμών» της οικονομίας στη διάρκεια του 19ου αιώνα την επέκταση της καλλιέργειας σταφίδας για εξαγωγή, την πρώτη φάση της εκβιομηχάνισης, την ανάπτυξη της εμπορικής ναυτιλίας, την εισαγωγή κεφαλαίων που τα ενθάρρυναν. Γράφει ότι: «Δεν θα ήταν αδόκιμο να υποθέσουμε ότι το καθεστώς προστασίας της ατομικής ιδιοκτησίας που υιοθετείται από το ελληνικό κράτος με την ίδρυσή του και παρά τις παλινωδίες που συχνά παρατηρούνται, δημιούργησε ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την οικονομική δραστηριότητα, που γίνεται ακόμα ευνοϊκότερο όσο προχωρούμε στο 19ο αιώνα». Αυτό είναι σωστό, αλλά γεννάει το ερώτημα, γιατί μπόρεσε το κράτος να παίξει αυτό τον ρόλο; Αν όντως η Ελλάδα του 1880 δεν είχε «καμιά σύγκριση με το κράτος των γεωργών, βοσκών καραβοκύρηδων και εμπόρων όπως ήταν την εποχή που αποβιβάστηκε ο Όθωνας στο Ναύπλιο», αυτό οφειλόταν σε μια αστική τάξη που εκμεταλλεύτηκε τις ευκαιρίες που της έδωσε η Ανεξαρτησία και η μεγαλύτερη κατάκτησή της σε αυτή την πορεία ήταν το κράτος της.
Το ίδιο πρόβλημα, υπάρχει και αν δούμε την κοινωνία «από τα κάτω». Ο συγγραφέας περιγράφει πάλι περιεκτικά και διεισδυτικά τις «νέες αστικές ιεραρχίες» (το μετασχηματισμό των πόλεων) στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα. Ποιοι ήταν οι «χαμένοι» αυτών των αλλαγών; Μόνο οι μικροεπιχειρηματίες που στέναζαν από την φορολογία; Εκείνη η περίοδος είναι η «στιγμή» της γέννησης της εργατικής τάξης που με τους αγώνες της διαμόρφωσε την νεοελληνική ιστορία στις επόμενες δεκαετίες – «η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου» για να θυμίσουμε τον Αβραάμ Μπεναρόγια.
Η απουσία ταξικής ανάλυσης σημαίνει επίσης και την σιωπή για τις ταξικές συγκρούσεις. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ η συζήτηση της Οθωμανικής Ελλάδας και της επανάστασης του 1821 βασίζεται σε μια σχετικά λεπτομερή ανάλυση των κοινωνικών ομάδων και των συγκρούσεων, στη συζήτηση της ιστορίας του νεοελληνικού κράτους αποφεύγεται συστηματικά η ανάλυση των ταξικών συγκρούσεων. Ο Κωστής παρουσιάζει το Βενιζέλο σαν τον μεταρρυθμιστή που απαλλοτρίωσε τη μεγάλη γαιοκτησία και μοίρασε τη γη στους ακτήμονες, χωρίς να κάνει την παραμικρή αναφορά στο Κιλελέρ ή στον Αντύπα. Ο Καραμανλής του 1974-81 παρουσιάζεται σαν ο πολιτικός που πήρε το μήνυμα των καιρών και πέτυχε να εκσυγχρονίσει το εμφυλιοπολεμικό κράτος της Δεξιάς: ούτε κουβέντα για το εργατικό κίνημα της Μεταπολίτευσης, που έχτισε τα συνδικάτα και τσάκισε την αστυνομοκρατία.
Αυτή η ιστορία από τα πάνω σημαίνει ότι ο Κωστής αποφεύγει να συζητήσει την ιδεολογία και τη στρατηγική των τάξεων, ομάδων και κομμάτων που ιστορικά βρέθηκαν αντίπαλα με το νεοελληνικό κράτος. Χωρίς ανάλυση της ιδεολογίας και στρατηγικής του ΚΚΕ, που δεν έβαζε ως στόχο την επαναστατική ανατροπή του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά τον εκδημοκρατισμό του αστικού κράτους και την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, δεν είναι περίεργο που ο Κωστής αδυνατεί να εξηγήσει τη στάση του ΚΚΕ στα Δεκεμβριανά, τον Εμφύλιο, το 1965 ή το 1973.
Το βιβλίο του Κωστή είναι σε γενικές γραμμές απογοητευτικό, παρά το μέγεθος του και τον πλούτο των πληροφοριών του. Η αριστερή οπτική πάνω στην νεοελληνική ιστορία έχει μια μακρά παράδοση, την οποία ο Κωστής αποσιωπά: ήδη από το Μεσοπόλεμο, τα έργα του Κορδάτου, του Μάξιμου και του Πουλιόπουλου έχουν βάλει τα θεμέλια για μια πραγμάτευση που βάζει στο κέντρο της την ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού και την εξέλιξη των ταξικών συγκρούσεων. Παρά τις αδυναμίες τους, αυτά τα έργα, και οι αναλύσεις που έχουν στηριχτεί πάνω τους, προσφέρουν μια ασύγκριτα καθαρότερη ματιά για την πορεία της νεοελληνικής ιστορίας από αυτή του Κωστή.
Κώστας Βλασόπουλος
Τιμή 30€, 894 σελίδες
Εκδόσεις Πόλις, 2013