Περιδιάβαση στην ελληνική οικονομία και ιστορία (19ος - 20ος αιώνας)
Δημήτρης Λιβιεράτος
Τιμή 15,90 ευρώ, 290 σελίδες
Εκδόσεις Κουκκίδα, 2019
Το νέο βιβλίο του Δημήτρη Λιβιεράτου “Περιδιάβαση στην ελληνική οικονομία και ιστορία (19ος - 20ος αιώνας)” κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κουκίδα. Στις 272 σελίδες του βιβλίου ο Λιβιεράτος διατρέχει την ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού και τέμνει τις οικονομικές με τις πολιτικές εξελίξεις αναδεικνύοντας τα αίτια της σημερινής οικονομικής κρίσης. Το παρόν βιβλίο αποτελείται από συλλογή δελτίων που κυκλοφόρησε και διακίνησε ο συγγραφέας την περίοδο 2013-2015 τα οποία σταματούν στην περίοδο της οκταετίας Καραμανλή.
Ο Δημήτρης Λιβιεράτος γεννήθηκε το 1927 στα Πετράλωνα. Είναι ιστορικός του εργατικού κινήματος και της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, επαναστάτης και διανοούμενος του οποίου η δράση και το έργο πηγάζουν από το ΕΑΜ και την Αντίσταση και εκβάλλουν στα Ιουλιανά, την αντιδικτατορική πάλη, τον διεθνή αντιιμπεριαλιστικό αγώνα και την Μεταπολίτευση.
Με αφετηρία την θεμελίωση του νεοελληνικού κράτους και τον Καποδίστρια (το έργο του οποίου είχε κομβική σημασία στην συγκρότηση ενός νέου κοινωνικού συστήματος στα πρότυπα της υπόλοιπης Ευρώπης) φτάνει ως τις ρίζες της κρίσης που διανύουμε. Σε αυτήν την διαδρομή περνάει από κρίσιμες καμπές όπως η πτώχευση του ελληνικού κράτους το 1893, η Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, το Κίνημα της Αντίστασης στην ναζιστική κατοχή και η μεταπολεμική ανοικοδόμηση.
Αποδομεί τις θεωρίες της «Ψωροκώσταινας» που εκπορεύονται από την αστική τάξη αλλά βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και σε κομμάτια της αριστεράς παραθέτοντας πληθώρα στοιχείων που αφορούν την πολύπλευρη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας όπως η Βιομηχανία, τα Ορυκτά-Μεταλλεία, η Εμπορική Ναυτιλία, οι Τράπεζες και η Αγροτική οικονομία. Προσπερνάει τις αφηρημένες θεωρίες περί «υποτέλειας» θέτοντας τα όρια της εξάρτησης του ελληνικού καπιταλισμού. Κρίσιμο ρόλο σε αυτήν την κατεύθυνση παίζει ο προσδιορισμός της ελληνικής αστικής τάξης στην εγχώρια και την παγκόσμια καπιταλιστική αγορά. Για έναν από τους πυλώνες του ελληνικού καπιταλισμού, το εφοπλιστικό κεφάλαιο, αναφέρει “Μέσα από τα μυωπικά μάτια των εθνικών συνόρων, το μεγαλύτερο μέρος των αναλύσεων για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας έχει αποκλείσει τις περισσότερες φορές τον κόσμο μίας επιχειρηματικής διασποράς που δεν σταματάει ποτέ να διακινεί κεφάλαια και να μετακινείται μέσα κι έξω από την χώρα μας ως σήμερα”.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία για την δραχμή που αναδείχθηκε σε «σκληρό νόμισμα» και προσέλκυσε επενδύσεις: “Θα φανεί παράξενο σε πολλούς ότι η δραχμή το 1914 ήταν το μοναδικό νόμισμα που δεν κλονίστηκε με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε τα νομίσματα έχασαν μέρος της αξίας τους με την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών και το τύπωμα χρήματος για να αντιμετωπιστούν τα νέα μεγάλα έξοδα(...). Η δραχμή έμεινε σταθερή και μάλιστα με ανοδική τάση καθ΄ όλη την διάρκεια του πολέμου. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε στις 11 Νοεμβρίου 1918. Αλλά η δραχμή εξακολουθούσε να έχει ισχυρή θέση ακόμη και στο 1919 στις διεθνείς συναλλαγές. Το εκπληκτικό ήταν ότι αυξήθηκε και η πραγματική ισοτιμία της δραχμής σε σχέση με την αγγλική λίρα. Οι παράγοντες που υποστήριξαν αυτή την σταθερότητα και μάλιστα την άνοδο της δραχμής ήταν ότι αυξήθηκε η παραγωγική δραστηριότητα με πιο ισχυρές τάσεις. Αυτό οφειλόταν στους νικηφόρους πολέμους και την επέκταση της χώρας στα νέα πλούσια εδάφη της Μακεδονίας, της Θράκης, των νησιών, της Ηπείρου. Αλλά και στο νέο ένδοξο κύρος της χώρας, που έκανε να αυξηθεί η τοποθέτηση κεφαλαίων του εξωτερικού ελληνικού καπιταλισμού Βαλκανίων, Ρωσίας, Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Αιγύπτου. Οι πλούσιοι έλληνες των παροικιών του εξωτερικού έβλεπαν ότι η ελλάδα δεν είναι πια μία ασταθής κατάσταση όπως μετά την ήττα του 1897”.
Μαζί με την ανάπτυξη της οικονομίας μεγεθύνεται και το προλεταριάτο. Μηχανουργοί, ναυτικοί, ηλεκτρολόγοι, εμποροϋπάλληλοι, λιθογράφοι, όλα τα παλιότερα και νέα επαγγέλματα μίας τάξης που οργανώνεται και συγκροτείται με την ίδρυση της ΓΣΕΕ το 1918 της οποίας είχε προηγηθεί η αντίστοιχη των Εργατικών Κέντρων σε Βόλο, Λάρισα, Κέρκυρα, σημαντικές εργατουπόλεις της χώρας. Ταυτόχρονα με την ανάδειξη της εργατικής τάξης στο προσκήνιο κάνουν την εμφάνισή τους και οι εργατικοί αγώνες. Στον Πειραιά που μετατρέπεται σε βασικό βιομηχανικό κέντρο πραγματοποιείται η πρώτη απεργία εργατριών στην Ελλάδα στην υφαντουργία του Ρετσίνα το 1892. Αντίστοιχοι αγώνες ξεσπάνε σε άλλα κέντρα όπως η Πάτρα που αποτελεί σπουδαίο λιμάνι καθώς και στα ορυχεία στα νησιά του Αιγαίου και στα μεταλλεία στο Λαύριο.
Ιδιαίτερη μνεία κάνει ο συγγραφέας στις επιπτώσεις που επέφερε η Μικρασιατική Εκστρατεία και τα φιλόδοξα σχέδια του “Βενιζέλου της Καταστροφής” που παρασύρθηκε με την καθοδήγηση του Λονδίνου, όπως αναφέρει, σε αδικαιολόγητες περιπέτειες. Οι χιλιάδες πρόσφυγες που έφτασαν δίχως τίποτε εξαντλημένοι και που εγκαταστάθηκαν σε παραγκουπόλεις είχαν τεράστια συμβολή στην εκτίναξη του ελληνικού καπιταλισμού την δεκαετία του ’30. Ο Λιβιεράτος παράλληλα τονίζει την καταστροφή της οικονομίας των ελλήνων στην Μικρά Ασία, που ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την οικονομία της Ελλάδας.
Οι εργατικοί αγώνες της δεκαετίας του ’30 κορυφώνονται στην Θεσσαλονίκη τον Μάη του 1936. Με αφετηρία την απεργία των καπνεργατών επεκτείνεται σε Γενική Απεργία σε όλη την Θεσσαλονίκη και την Βόρεια Ελλάδα. Η εξουσία περνάει για λίγες μέρες στην Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή που θα βρεθεί αντιμέτωπη με την κρατική καταστολή αλλά και τα πολιτικά σφάλματα της πολιτικής καθοδήγησης του ΚΚΕ που θα οδηγήσουν στην παράλυση και την ήττα.
Σημαντική θέση στο βιβλίο κατέχει το ηρωικό κίνημα της Αντίστασης στις πόλεις και στην ύπαιθρο την περίοδο της φασιστικής κατοχής και η λειτουργία της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης στην Ελεύθερη Ελλάδα. “H Τοπική Αυτοδιοίκηση λειτουργούσα με βάση τη συνέλευση των κατοίκων, κατοχυρώνεται σαν θεμελιώδης θεσμός της κοινωνικής ζωής του ελληνικού λαού. (..) Στην Ελεύθερη Ελλάδα του 1941-1944, παρά τις δύσκολες συνθήκες, ανέβηκε το επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας, της μεγάλης πλειοψηφίας της”.
Μεταπολεμικά αναπτύσσονται τομείς όπως το εμπόριο, ο τουρισμός και οι συγκοινωνίες, ενώ ιδρύεται η ΔΕΗ, γιγαντώνεται η Ολυμπιακή Αεροπορία, επενδύσεις προχωράνε στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά και Ελευσίνας, ο ΟΤΕ μετατρέπεται σε κέντρο τηλεπικοινωνίων που απλώνεται σε όλα τα Βαλκάνια με χιλιάδες εργαζόμενους πολλών εθνοτήτων. Στόχος είναι η δημιουργία υποδομών στην υπηρεσία του ελληνικού καπιταλισμό με σκοπό την διεύρυνση και ενοποίηση της εγχώριας αγοράς. Το ελληνικό Τραπεζικό κεφάλαιο επεκτείνεται στην Τουρκία, τα Βαλκάνια και την Νοτιοανατολική Ευρώπη.
O Λιβιεράτος φωτίζει το μεγάλωμα της τάξης που στο είδωλό της καθρεφτίζεται το “οικονομικό θαύμα” του ελληνικού καπιταλισμού. “Η τεράστια προσπάθεια της ελληνικής εργατικής τάξης. (..)Ελάχιστοι λαοί εργάστηκαν με τέτοιους ρυθμούς. Εδώ σε αυτόν τον τόπο όπου ακόμα και πολλοί από την εργατική τάξη δεν θέλουν καν να ονομάζονται έλληνες, ο λαός δούλεψε ασταμάτητα μέρα και νύχτα. Κυριακές και σχόλες χτίζοντας, δουλεύοντας με απίθανη ένταση. Πολλές φορές ειρωνευόμενος κι ο ίδιος τον εαυτό του για κοπανατζή και άταχτο. Όταν οι άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί κάνουν διακοπές ή διασκεδάζουν, οι έλληνες είναι δυνατόν να ψήνουν αρνί το Πάσχα κρατώντας στο ένα χέρι το ποτήρι του εύοσμου οίνου και στο άλλο ένα μυστρί, κάποιο πινέλο που συμπληρώνει το αυθαίρετο, την κατοικία, το εξοχικό, το πατρογονικό χωριάτικο σπίτι”.
Η «Ψωροκώσταινα» του άλλοτε συγκαταλέγεται σήμερα από τον ΟΗΕ στις 30 πλουσιότερες χώρες του πλανήτη αλλά βρίσκεται αντιμέτωπη και με μια μακρόσυρτη οικονομική και πολιτική κρίση. Το βιβλίο του Λιβιεράτου είναι πολύτιμο για την αριστερά που αναζητάει τις ρίζες της κρίσης αλλά και το υποκείμενο της επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας.