Κόντρα στους μύθους, ο Φόλκαρτ Μόζλερ, αγωνιστής της γενιάς του 1968 στη Γερμανία, θυμίζει βήμα βήμα το κίνημα που γκρέμισε το τείχος του Βερολίνου.
Τριάντα χρόνια μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου τα ανατολικά κρατίδια της Γερμανίας έχουν γίνει πλέον προπύργια του μισο-φασιστικού κόμματος “Εναλλακτική για τη Γερμανία” (AfD). Και αυτό παρόλο που στην ανατολή, στα κρατίδια της πρώην Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (DDR), οι πρόσφυγες και οι μετανάστες είναι ελάχιστοι.
Ένα μεγάλο κομμάτι της αριστεράς χαρακτηρίζει ακόμα και σήμερα τα γεγονότα του 1989-1990 “πολιτική και κοινωνική αντεπανάσταση”. Η ενίσχυση των φασιστικών κομμάτων στα εδάφη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας θεωρείται “εισαγόμενη από τη Δύση” -όπως ακριβώς και το μαζικό κίνημα της επανένωσης που οδήγησε τελικά την DDR στην πτώση.
Σε αντίθεση με τους ίδιους τους ιδρυτικούς της μύθους, κυρίαρχη τάξη στην Ανατολική Γερμανία δεν ήταν το προλεταριάτο αλλά η κομματική και κρατική γραφειοκρατία, μια τάξη που έλεγχε τα μέσα παραγωγής και τον πλούτο της κοινωνίας μέσα από τον έλεγχο του κράτους.
Το προλεταριάτο, η μεγάλη πλειοψηφία των μισθωτών εργατών, ήταν όπως σε κάθε καπιταλιστική κοινωνία αποκλεισμένο από κάθε έλεγχο πάνω στα μέσα παραγωγής. Η εργατική τάξη δεν είχε καν λόγο στον σχεδιασμό των “πεντάχρονων πλάνων” που καθόριζαν το τι θα παραχθεί.
Από τα μέσα του Νοέμβρη του 1989 στην κεφαλή της εξέγερσης βρέθηκε η ίδια η εργατική τάξη της Ανατολικής Γερμανίας. Το κέντρο της εξέγερσης ήταν η Λειψία και οι νότιες, βιομηχανικές περιοχές της χώρας.
Η εξέγερση δεν ξεκίνησε με τις διαδηλώσεις της 3ης και της 9ης Οκτώβρη των 20 και των 70 χιλιάδων στη Λειψία. Είχε ξεκινήσει ήδη από τον Αύγουστο όταν δεκάδες χιλιάδες νέες και νέοι εργάτριες και εργάτες άρχισαν να εγκαταλείπουν την DDR διαφεύγοντας μέσω της Τσεχοσλοβακίας και της Ουγγαρίας προς την Αυστρία. Τον Σεπτέμβρη είχαμε μαζικές καταλήψεις των πρεσβειών της δυτικής Γερμανίας στην Πράγα και τη Βαρσοβία –οι δραματικές εικόνες από αυτές τις καταλήψεις έφτασαν στην DDR.
Στις 3 Οκτώβρη 10 χιλιάδες νέοι και νέες “κατέλαβαν” ένα τραίνο με προορισμό τη Δυτική Γερμανία. Το πέρασμά του από τη Δρέσδη μετατράπηκε σε μια άγρια συμπλοκή ανάμεσα στις 20 χιλιάδες διαδηλωτές που συγκεντρώθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό για να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους στους καταληψίες και ίσως να επιβιβαστούν και αυτοί -αν κατάφερναν να το σταματήσουν- και να φύγουν από τη χώρα. Το ερώτημα είναι, πού βρήκαν αυτοί οι νέοι ξαφνικά το θάρρος να συγκρουστούν με την αστυνομία;
Τρεις βασικές εξελίξεις πυροδότησαν αυτή την εξέγερση.
Το πρώτο και σημαντικότερο ήταν η επιστροφή της δυναμικής της κρίσης της παγκόσμιας οικονομίας με τις βίαιες αναταράξεις του 1974 και του 1980-81.
Οι κρίσεις αυτές έσπρωξαν τη Δύση στην σταδιακή στροφή από την πολιτικής της “κρατικής παρέμβασης” προς τον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση. Για τις χώρες του κρατικού καπιταλισμού του Ανατολικού Μπλοκ όμως ο δρόμος αυτός παρέμενε κλειστός.
Η ηγεσία της DDR προσπάθησε να αναπτύξει τον τομέα των μικροηλεκτρονικών. Η προσπάθεια όμως απέτυχε δραματικά. Το κόστος ήταν τεράστιο και η ποιότητα των συσκευών πολύ χειρότερη από αυτή που κυκλοφορούσε στη διεθνή αγορά. Αλλά δεν είχε άλλη επιλογή: η DDR δεν είχε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 συνάλλαγμα για να τα αγοράσει. Το 1983 οι τόκοι και τα χρεολύσια του εξωτερικού χρέους “έτρωγαν” ήδη μιάμιση φορά περισσότερο συνάλλαγμα από αυτό που απέφεραν όλες οι εξαγωγές. Από τη βέβαιη χρεοκοπία σώθηκε τελικά μόνο χάρη στα δάνεια της κυβέρνησης του Χέλμουτ Κολ της Δυτικής Γερμανίας.
Το δεύτερο σημαντικό γεγονός ήταν η αποτυχημένη εισβολή το 1979 του σοβιετικού στρατού στο Αφγανιστάν.
Ο πόλεμος κράτησε δέκα ολόκληρα χρόνια, άφησε πίσω του δεκάδες χιλιάδες Ρώσους στρατιώτες νεκρούς ή τραυματίες και στοίχισε τουλάχιστον 50 δις. δολάρια στα δημόσια ταμεία. Στο τέλος η ΕΣΣΔ, αντιμέτωπη με την αντίσταση των Αφγανών από τη μια και την οργή του κόσμου μέσα στην ίδια τη Ρωσία αναγκάστηκε να αποσυρθεί. Η ήττα ήταν συντριπτική: ο ρωσικός στρατός χρειάστηκε πάνω από δέκα χρόνια για να ανακτήσει, επί Πούτιν, το “αξιόμαχό” του.
Ο σοβιετικός στρατός είχε καταστείλει από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 με τη βία μια ολόκληρη σειρά από εργατικές και δημοκρατικές εξεγέρσεις. Το 1953 τα ρωσικά τανκς είχαν βοηθήσει το καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας στην καταστολή μιας λαϊκής εξέγερσης. Το 1956 και το 1968 προσέφεραν τις ίδιες υπηρεσίες στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία. Η ήττα του σοβιετικού στρατού στο Αφγανιστάν ήταν μια από τις βασικές προϋποθέσεις που “προστάτευσαν” την επανάσταση του 1989 στην DDR από την αιματοχυσία.
Το τρίτο σημαντικό γεγονός ήταν το κίνημα της “Αλληλεγγύης” του 1980-81 στην Πολωνία.
Το Πολωνικό κράτος βρισκόταν σε μια αντίστοιχη με την DDR βαθιά κρίση χρέους και η κυβέρνηση αποφάσισε να αναζητήσει διέξοδο μέσα από την κατάργηση της επιδότησης των τιμών των τροφίμων και τις αυξήσεις των τιμών των λαϊκών προϊόντων. Η “Αλληλεγγύη” (Solidarność), ένα ανεξάρτητο εργατικό συνδικάτο που ξεπήδησε από το κίνημα της αντίστασης στις επιθέσεις αυτές, έφτασε να έχει δέκα εκατομμύρια μέλη και να ελέγχει την διανομή των προμηθειών και των κατοικιών σε διάφορες πόλεις.
Το 1981 το κράτος πέρασε, υπό την ηγεσία του στρατηγού Γιαρουζέλσκι, στην αντεπίθεση. Επέβαλε στρατιωτικό νόμο, η Solidarność κρίθηκε “παράνομη” και τα στελέχη της ρίχτηκαν στις φυλακές. Αλλά δεν κατάφερε να συντρίψει ολοκληρωτικά το συνδικάτο. Μέσα στα εργοστάσια, στη βάση, εξακολουθούσαν να επιβιώνουν στην παρανομία οι δομές της Solidarność.
Από τον Απρίλη μέχρι τον Αύγουστο του 1988 είχαμε μια αναβίωση του απεργιακού κινήματος -με κέντρο τα ανθρακωρυχεία της νότιας Πολωνίας. Αυτή τη φορά ο Γιαρουζέλσκι δεν τόλμησε να κατεβάσει το στρατό στους δρόμους.
Το 1981 ο Γιαρουζέλσκι μπορούσε, με μια δόση αληθοφάνειας, να απευθυνθεί στον Πολωνικό λαό με το ρητορικό ερώτημα “τι προτιμάτε, μια εισβολή των ρωσικών τανκς στο πρότυπο της Πράγας του 1968 ή ένα πραξικόπημα του πολωνικού στρατού;” Το 1988 όμως ο σοβιετικός στρατός δεν ήταν πλέον σε θέση να καταστείλει μια εξέγερση στην Πολωνία. Η γραφειοκρατία ήταν τώρα αναγκασμένη να αναζητήσει έναν “έντιμο” συμβιβασμό με την αντιπολίτευση.
Η βαθιά οικονομική κρίση, η φθορά του σοβιετικού στρατού και η απειλητική δύναμη της εμπνευσμένης από τα γεγονότα της Πολωνίας εργατικής τάξης - αυτές ήταν οι αρχικές συνθήκες που καθόρισαν τον χώρο μέσα στον οποίο μπορούσε να κινηθεί η κυβέρνηση του “Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας” (SED) στο ανατολικό Βερολίνο το φθινόπωρο του 1989.
Τον Ιούνη του 1989, όταν η κυβέρνηση της Κίνας έπνιξε στο αίμα την εξέγερση της Πλατείας Τιενανμέν η κυβέρνηση της DDR έστειλε συγχαρητήρια στην κινεζική ηγεσία για την άμεση “αποκατάσταση της τάξης και της ασφάλειας”.
Η αντιπολίτευση, καθόλου άδικα, εξέλαβε αυτή την κίνηση σαν μια απειλή. Αλλά πολύ γρήγορα φάνηκε ότι η απειλή αυτή ήταν στην πραγματικότητα κενή. Στις αρχές Οκτώβρη σε μια επίσημη επίσκεψη στο Βερολίνο (για τον γιορτασμό των 40 χρόνων από την ίδρυση της DDR) ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ συμβούλεψε την ηγεσία της χώρας να ακολουθήσει τον δρόμο της μεταρρύθμισης. “Η ζωή τιμωρεί αυτούς που καθυστερούν”, είπε συμβολικά. Όταν το καθεστώς βρέθηκε τελικά αντιμέτωπο στις 9 Νοέμβρη με μια τεράστια διαδήλωση 70 χιλιάδων στη Λειψία δεν τόλμησε να κατεβάσει τα τανκς. Λίγες ώρες αργότερα το τείχος του Βερολίνου “έπεσε”.
Οι μεταρρυθμιστές
Από εκείνη τη στιγμή η κυβέρνηση άρχισε να αναζητάει μια συμμαχία με τους πολιτικούς εκπροσώπους του μεσοστρώματος - που καθοδηγούσαν την εξέγερση μέχρι τότε.1 Και αυτοί ανταποκρίθηκαν άμεσα. Από τον Σεπτέμβρη κιόλας είχε ιδρυθεί μια πολιτική πλατφόρμα με το όνομα “Νέο Φόρουμ”. Οι τριάντα αρχικές υπογραφές περιλάμβαναν γιατρούς, ιερείς, καλλιτέχνες, φοιτητές και έναν μοναδικό εργάτη. “Αρχηγός” ήταν μια ζωγράφος, η Μπέρμπελ Μπόλεϊ.
Το Νέο Φόρουμ μεγάλωσε γρήγορα μέσα στους πρώτους μήνες. Στο ζενίθ της δύναμής του, τον Δεκέμβρη του 1989, είχε 200 χιλιάδες υποστηρικτές. Η ιδρυτική του διακήρυξη ασκούσε κριτική στη “μονόδρομη επικοινωνία” ανάμεσα στην εξουσία και το λαό και καλούσε σε έναν ανοιχτό, δημοκρατικό διάλογο ανάμεσα στις δυο πλευρές. Καλούσε όλους τους πολίτες της DDR να συνεργαστούν για την “μεταμόρφωση της κοινωνίας μας”.
Το Νέο Φόρουμ ήταν ανοιχτά αντίθετο στο κύμα φυγής και το σύνθημά του “θέλουμε να φύγουμε”. Σε αντιδιαστολή πρόβαλε το σύνθημα “εμείς μένουμε!”. Από την αρχή οι εκπρόσωποί του αναζητούσαν τον “διάλογο” με τους εκπροσώπους της κυρίαρχης τάξης. Και αυτοί κατάλαβαν πολύ γρήγορα ότι αυτή την προσφορά δεν θα έπρεπε να την αποκλείσουν. Στις 4 Νοέμβρη είχαμε μια τεράστια συγκέντρωση στο Βερολίνο -η συμμετοχή έφτασε στις 400 χιλιάδες- με ομιλητές και από το Νέο Φόρουμ και από την κυβερνούσα νομενκλατούρα. Ένας από τους ομιλητές ήταν και ο Μάρκους Βολφ, ο υπουργός ασφαλείας, που ήταν υπεύθυνος για την μισητή “κρατική ασφάλεια”, την διαβόητη Stasi.
Σε αντίθεση με τις προηγούμενες διαδηλώσεις στη Λειψία, τη Δρέσδη και τις άλλες πόλεις η συγκέντρωση αυτή στο Βερολίνο είχε πάρει άδεια από την αστυνομία -και καλύφθηκε ζωντανά και από την τηλεόραση. Όλες οι ομιλίες ήταν προτροπές για μια ανανεωμένη, δημοκρατική και σοσιαλιστική DDR. Το άνοιγμα των συνόρων δεν περιλαμβανόταν στα αιτήματα. Ούτε η η διάλυση της Stasi, ούτε τα ελεύθερα συνδικάτα ούτε άλλες κοινωνικές απαιτήσεις που θα μπορούσαν ίσως να κάνουν το σύνθημα “εμείς μένουμε!” και για τους εργάτες κάπως πιο ελκυστικό.
Ένας δημοσιογράφος που συμμετείχε σε αυτή τη συγκέντρωση έθεσε αργότερα το ερώτημα, γιατί αυτές οι 500 χιλιάδες δεν πήγαν εκείνη την ημέρα απλά στο τείχος να το ρίξουν; Όμως ακόμα και μετά την 9η Νοέμβρη (την ημέρα που έπεσε το τείχος) η Μπέρμπελ Μπόλεϊ τασσόταν ενάντια στο “ανεξέλεγκτο άνοιγμα” των συνόρων και απαιτούσε από την δυτική “Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας” (BRD), αντί να επιτρέπει την ελεύθερη είσοδο να αναγνωρίσει την DDR, έτσι ώστε οι πρόσφυγες από την Ανατολική Γερμανία να έχουν το δικαίωμα να κάνουν αίτηση για άσυλο. Μια προκήρυξη του Νέου Φόρουμ παραπονιόταν: “ο λαός δεν ρωτήθηκε ούτε για την οικοδόμηση του τείχους του 1961 ούτε για το γκρέμισμα του”.
Το τείχος πέφτει
Το “άνοιγμα του τείχους” ήταν ένα ταξικό ζήτημα. Οι κυρίαρχες τάξεις και οι πολιτικοί εκπρόσωποι του μεσοστρώματος απέκρουαν το ανεξέλεγκτο άνοιγμα των συνόρων γιατί φοβούνταν ότι, με τη φυγή των νέων εργατών και εργατριών θα αποδυναμωνόταν ακόμα περισσότερο η ήδη ερειπωμένη οικονομία. Συνδεδεμένο άμεσα με το ζήτημα των συνόρων ήταν και το ζήτημα της συνέχισης της DDR ή της ενοποίησής της με τη Δυτική Γερμανία, την BRD. Μια άλλη προκήρυξη του Νέου Φόρουμ για το τείχος “υποσχόταν” στους εργάτες μια δημοκρατική, σοσιαλιστική DDR όπου θα υπήρχε μεν φτώχεια αλλά με αξιοπρέπεια: “Θα παραμείνουμε για πολύ καιρό ακόμα φτωχοί, αλλά δεν θέλουμε μια κοινωνία στην οποία τα λόμπυ και τα υπομόχλια της δύσης θα ξαφρίζουν τον ιδρώτα μας”.
Η εργατική τάξη της DDR δυσπιστούσε απέναντι σε έναν σοσιαλισμό της αξιοπρεπούς φτώχειας προερχόμενο από τα χείλη και τα μυαλά ιερέων και συγγραφέων. Δυσπιστούσε γιατί ήξερε ότι η φτώχεια στην οποία αναφέρονταν δεν αφορούσε αυτούς τους ίδιους. Οι συγγραφείς, οι καλλιτέχνες, οι μηχανικοί και οι δικηγόροι δεν πληρώνονταν με τους ίδιους άθλιους μισθούς, ούτε δούλευαν κάτω από τις ίδιες άθλιες συνθήκες, ούτε πεινούσαν, ούτε έμεναν (κατά κανόνα) στις υποβαθμισμένες περιβαλλοντολογικά βιομηχανικές περιοχές του νότου.
Τον Ιούνη του 1990 όταν έγινε η μετατροπή του νομίσματος από μάρκα Ανατολικής Γερμανίας σε μάρκα Δυτικής Γερμανίας ήρθαν στην επιφάνεια οι καταθέσεις που είχαν οι “πολίτες” στις τράπεζες: το πλουσιότερο 20% κατείχε το 75% των καταθέσεων. Αυτό το χάσμα ανταποκρίνεται περίπου στις πραγματικές εισοδηματικές διαφορές που υπήρχαν στην “σοσιαλιστική” DDR: ένας εργάτης έπαιρνε κατά μέσο όρο 1.000 μάρκα το μήνα, ένα μέλος της κυρίαρχης γραφειοκρατίας ανάμεσα στις 4.000 και τις 6.000 μάρκα ενώ ένα μέλος του μεσοστρώματος από 2.000 ως 3.000.
Οι προειδοποιήσεις για τα “υπομόχλια των δυτικών καπιταλιστών” δεν μπορούσαν να τρομάξουν τους εργάτες, ειδικά σε μια εποχή που οι αποκαλύψεις για το τι είχαν ξαφρίσει “τα υπομόχλια” του ίδιου του σοσιαλιστικού κράτους διαδέχονταν καθημερινά η μία την άλλη.
Μετά την πτώση του τείχους η διάθεση τόσο στο δρόμο όσο και στα εργοστάσια άλλαξε. Οι εργάτες που ταξίδευαν στη Δύση συνειδητοποιούσαν το χάσμα που τους χώριζε από τους συναδέλφους τους εκεί. Οι εκπρόσωποι του μεσοστρώματος κοιτούσαν με περιφρόνηση τις μάζες που είχαν καταληφθεί, υποτίθεται, από την καταναλωτική μανία. Στη Λειψία και συνολικότερα στον βιομηχανικό νότο άρχισαν να ξεσπάνε απεργίες για αυξήσεις. Στους δρόμους το σύνθημα “εμείς είμαστε ο Λαός” αντικαταστάθηκε τώρα από το “είμαστε ένας (ενιαίος) λαός”.
Η πίεση για ένα δημοψήφισμα πάνω στο ερώτημα της επανένωσης γινόταν ολοένα και πιο μεγάλη. Σε πολλά από τα αστικά κέντρα του βιομηχανικού νότου ολόκληρα κομμάτια του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα άρχισαν να επηρεάζονται από τους εργάτες που κατέβαιναν τώρα στις δρόμους με τα δικά τους αιτήματα.
Γενική απεργία
Την 1η Δεκέμβρη το συμβούλιο του Νέου Φόρουμ του Κέμνιτς (τότε ονομαζόταν Karl Marx Stadt) κάλεσε σε γενική απεργία για τις 6 Δεκέμβρη. Το κάλεσμα είχε προέλθει από εργάτες που είχε ενταχθεί -είχαν παρεισφρήσει θα έπρεπε να πει κανείς- στο Νέο Φόρουμ. Τα σημαντικότερα αιτήματα αυτής της απεργίας ήταν η κατάργηση της Stasi, η απόσυρση του SED (του κυβερνώντος κομμουνιστικού κόμματος) από τα εργοστάσια και δημοψήφισμα για την επανένωση. Η Μπέρμπελ Μπόλεϊ όμως όχι μόνο ακύρωσε, στο όνομα του συντονιστικού του Βερολίνου, την απόφαση αλλά ξεκίνησε και μια καμπάνια μέσα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης η οποία χαρακτήριζε την γενική απεργία “περιπέτεια”.
Άλλες, πιο αριστερές οργανώσεις σαν την Ενωμένη Αριστερά ή την αναγεννημένη Σοσιαλδημοκρατία αντιτάχθηκαν και αυτές στην γενική απεργία “γιατί θα προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερη ζημιά στην οικονομία μας”. Παρόλα αυτά στις 6 Δεκέμβρη οι εργάτες έκλεισαν τις μηχανές και κατέβασαν τα εργαλεία για περισσότερες ώρες στο Πλάουεν. Σε άλλες πόλεις ξέσπασαν απεργίες σε πείσμα των μηχανορραφιών της Stasi. Στις μεγάλες πόλεις το κλίμα γινόταν ολοένα και πιο εκρηκτικό.
Μέσα σε αυτή την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα το Νέο Φόρουμ έκανε μια θανάσιμη στροφή προς τα δεξιά: ακολουθώντας το πολωνικό μοντέλο δέχτηκε να συμμετάσχει σε “στρογγυλά τραπέζια” με τους εκπροσώπους της νομενκλατούρας. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσει τη μαζική του επιρροή και να περιθωριοποιηθεί.
Το καθεστώς έπαιξε το τελευταίο του χαρτί στις αρχές του Ιανουαρίου του 1990 με μια μεγάλη συγκέντρωση στο Βερολίνο ενάντια στην “φασιστική απειλή” - δηλαδή το εργατικό κίνημα που επηρεαζόταν, υποτίθεται, από τον “φασισμό” της δύσης.
Η απόπειρα όμως απέτυχε - και αυτό φάνηκε δραματικά λίγες ημέρες αργότερα όταν ένα μεγάλο πλήθος εισέβαλε στα κεντρικά γραφεία της Stasi στο Βερολίνο. Το SED δεν είχε πλέον καμιά άλλη επιλογή από το να προτείνει στον Χέλμουτ Κολ, καγκελάριο της Δυτικής Γερμανίας ένα σχέδιο ενοποίησης που θα άφηνε κάποια περιθώρια επιρροής στον παλιό κρατικό μηχανισμό της DDR. Ο Κολ υποσχόταν την εποχή εκείνη ένα ανθόσπαρτο μέλλον στους εργάτες της ανατολικής Γερμανίας. Φυσικά οι συντηρητικοί δεν κράτησαν ούτε μια λέξη από τις παλιές τους υποσχέσεις. Η βιομηχανία της DDR συρρικνώθηκε μέσα σε τρία μόνο χρόνια κατά 80%. Ακόμα και σήμερα τα ανατολικά κρατίδια παραμένουν το φτωχοκομείο της ενοποιημένης Γερμανίας.
Η κινητήρια δύναμη της επανάστασης του 1989 ήταν και στην DDR η εργατική τάξη. Σε αυτήν πιστώνεται η κατεδάφιση του κράτους της γραφειοκρατίας του SED και της Stasi. Η επανάσταση μπορεί τελικά να βοήθησε τον δυτικό γερμανικό καπιταλισμό να απλωθεί και πάλι σε όλη τη Γερμανία. Ενοποίησε όμως και την εργατική τάξη. Ο αγώνας συνεχίζεται.
Σημειώσεις
1. Υπήρχε και ένα μεσόστρωμα στην DDR που αποτελείτο από δικηγόρους, καθηγητές, επιστήμονες, κληρικούς, καλλιτέχνες, συγγραφείς, τεχνικούς κλπ. Αυτό το μεσόστρωμα ανέλαβε την ηγεσία του κινήματος στις πρώτες φάσεις της επανάστασης, κάτω από το σύνθημα “εμείς είμαστε ο λαός”.