Ο Ντενκτάς στον Νότο - Η κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ελληνοκυπριακή πλευρά
Γρηγόρης Ιωάννου
Τιμή 17 ευρώ, 288 σελίδες
Εκδόσεις Ψηφίδες, 2019
Η συζήτηση για το Κυπριακό στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από ένα κυρίαρχο κλισέ: υπεύθυνη για τη μη επίλυση του προβλήματος είναι η αδιαλλαξία της Τουρκίας, που επιμένει στη διχοτόμηση της Κύπρου και στα τετελεσμένα που δημιούργησε το 1974. Το βιβλίο του πανεπιστημιακού και ενεργού στο κίνημα της Κύπρου Γρηγόρη Ιωάννου θέτει εξαρχής ως στόχο την αποδόμηση αυτής της αφήγησης. Με τα λόγια του συγγραφέα, το βασικό επιχείρημά του είναι ότι “η εδραίωση της διχοτόμησης δεν υπήρξε ούτε αυτόματη και εκ των πραγμάτων διαδικασία, ούτε συνέβη πίσω από την πλάτη της ε/κ κοινότητας” (σελ. 29).
Το ιστορικό κεφάλαιο του βιβλίου είναι συνοπτικό αλλά δίνει μια εικόνα πολύ διαφορετική από τη συνηθισμένη. Ο συγγραφέας στέκεται στον αντίποδα της ηρωικής αφήγησης για την ΕΟΚΑ, κάνοντας λόγο για μια “ενός είδους αντεπανάσταση σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο” τη δεκαετία του ‘50 (σελ. 40), που ακολούθησε την κορύφωση των ταξικών αγώνων στα τέλη της δεκαετίας του ’40. Η Εκκλησία, η Δεξιά και η αστική τάξη πήραν την πρωτοβουλία των κινήσεων με το σύνθημα της Ένωσης με την Ελλάδα, με αποτέλεσμα η πορεία προς την ανεξαρτησία να καθοριστεί από τους εθνικιστές της ΕΟΚΑ και της ΤΜΤ. Η ίδρυση της Κυπριακής δημοκρατίας δεν σήμανε το τέλος αλλά την κλιμάκωση των διακοινοτικών συγκρούσεων, με τις παραστρατιωτικές ομάδες να προχωρούν σε εν ψυχρώ δολοφονίες (οι ε/κ έχοντας μάλιστα τη στήριξη του επίσημου κράτους).
Μετά τον πόλεμο του 1974, μια ολόκληρη γενιά Κυπρίων μεγάλωσε με το νησί χωρισμένο στα δύο και χωρίς επαφές με την άλλη κοινότητα, με αποτέλεσμα και στις δύο πλευρές να ηγεμονεύουν οι εθνικές αφηγήσεις. Ο απόλυτος διαχωρισμός του νησιού συνεχίστηκε ως τον Απρίλη του 2003. Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, αποτέλεσε σύμφωνα με τον Ιωάννου τη σημαντικότερη εξέλιξη στην πρόσφατη κυπριακή ιστορία και τις διακοινοτικές σχέσεις μετά το 1974. Πραγματικά, το κύμα κινητοποιήσεων των τ/κ κατά του Ντενκτάς, υποχρέωσε τον ηγέτη των τ/κ να ανοίξει τα οδοφράγματα. Η ανταπόκριση των ε/κ ήταν εντυπωσιακή. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, “ήταν μια «σιωπηλή επανάσταση» της πλειοψηφίας των ε/κ, που κόντρα στην πολιτική τους ηγεσία, στα ΜΜΕ και το κυρίαρχο γενικό αφήγημα, αγνοώντας κάθε «κίνδυνο» και κάθε αναστολή, επισκέφτηκαν το έδαφος υπό τον έλεγχο του τουρκικού στρατού. Υπολογίζεται ότι τους πρώτους τρεις μήνες 200.000 ε/κ διασταύρωσαν τα οδοφράγματα” (σελ. 100-101).
Ο Ιωάννου υποστηρίζει ότι το Όχι των ελληνοκυπρίων στο δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν το 2004 έδειξε την αντοχή του εθνικισμού και την (ανομολόγητη) ηγεμονία της διχοτομικής λογικής στον Νότο. Έτσι όμως προσπερνά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο σχέδιο ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της στρατηγικής των ΗΠΑ για τη Μέση Ανατολή μετά τον πόλεμο στο Ιράκ. Το σχέδιο προσπαθούσε να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία αλλά η λογική του ήταν διαιρετική και αντιδημοκρατική. Χιλιάδες ελληνοκύπριοι, τουρκοκύπριοι και Τούρκοι μετανάστες (“έποικοι”) θα καλούνταν να μετακινηθούν στο πλαίσιο των εδαφικών διευθετήσεων την ίδια στιγμή που η ένταξη στην ΕΕ γινόταν αυτόματα και χωρίς δημοψήφισμα. Το Όχι στο σχέδιο Ανάν ήρθε ελάχιστα μετά από την “σιωπηρή επανάσταση” του ανοίγματος των οδοφραγμάτων, γεγονός που αποδεικνύει ότι ήταν σε μεγάλο βαθμό μια ψήφος δυσπιστίας απέναντι σε μια ιμπεριαλιστική πρωτοβουλία και απέναντι στη δεξιά του ΔΗΣΥ που υποστήριζε δήθεν την ειρήνη. Εξάλλου, όπως σημειώνει ο ίδιος ο Ιωάννου, οι συνομιλίες Χριστόφια-Ταλάτ είχαν πιο μαζικό έρεισμα επειδή ήταν “κυπριακής ιδιοκτησίας” (δηλαδή συνομιλίες μεταξύ των δυο κοινοτήτων), και οι συγκλίσεις που σημειώθηκαν είχαν τη σφραγίδα του δικοινοτισμού (κυρίως η διασταύρωση της ψήφου, που έδινε τη δυνατότητα επιρροής της μιας κοινότητας στην πολιτική διαδικασία της άλλης).
Μπορεί η Αριστερά να λύσει το γόρδιο δεσμό του Κυπριακού; Ο Ιωάννου ασκεί δίκαιη κριτική στη στάση του ΑΚΕΛ το οποίο αφού εγκατέλειψε τη διεθνιστική θέση του ΚΚ Κύπρου έγινε ουρά των δυνάμεων της “Ένωσης”. Παρότι το ΑΚΕΛ εξακολουθεί να συσπειρώνει τη μεγάλη πλειοψηφία των αριστερών, η πολιτική του παραμένει στο πλαίσιο της εθνικής ενότητας και δεν του επιτρέπει να πρωταγωνιστήσει σε μια διαφορετική προοπτική. Ο συγγραφέας ασκεί κριτική και σε άλλες δύο αριστερές προσεγγίσεις: την “εθνοαριστερή” (Ψυρούκης κα) και την “αριστερίστικη-διεθνιστική”. Για την πρώτη επισημαίνει εύστοχα ότι πέρα από την αντιιμπεριαλιστική της ρητορική ελάχιστα διαφέρει από τη θέση των αστικών κομμάτων που αντιμετωπίζουν το Κυπριακό με όρους εξασφάλισης των συμφερόντων της ε/κ πλειοψηφίας. Η δεύτερη προσέγγιση (σελ. 206-207), για την οποία παραπέμπει στην Εργατική Δημοκρατία (αδερφή οργάνωση του ΣΕΚ στην Κύπρο), θεωρεί ότι είναι καλύτερη από την πρώτη και αναγνωρίζει τη συμβολή της στο κίνημα της επαναπροσέγγισης. Η βασική αιχμή της κριτικής του είναι ότι υποτιμά την αυτοτέλεια του Κυπριακού περιορίζοντάς το σε μια προέκταση των ελληνοτουρκικών ανταγωνισμών. Όμως, η ίδια η πραγματικότητα είναι εκείνη που εντάσσει το νησί στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών ανταγωνισμών, όπως φαίνεται ξεκάθαρα στις διαμάχες για την οριοθέτηση της ΑΟΖ, και μάλιστα ακόμα και ευρύτερων ανταγωνισμών αφού ο άξονας Ελλάδας-Κύπρου συμπληρώνεται πλέον και με το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Εξάλλου, η διακήρυξη μιας καθαρά “κυπροκεντρικής” στρατηγικής αντιφάσκει με τη στήριξη στο ιμπεριαλιστικής και, πάντως, εξωκυπριακής έμπνευσης σχέδιο Ανάν ή με τις ελπίδες για το ρόλο που μπορεί να παίξει η ΕΕ.
Συνολικά, το βιβλίο αποτελεί μια σημαντική συμβολή στην αμφισβήτηση της ε/κ αφήγησης για το Κυπριακό. Οι αγώνες που δόθηκαν και από τις δύο πλευρές του νησιού αναδεικνύονται επίσης, έστω και σε μικρή έκταση, μέσα στις σελίδες του βιβλίου: το κίνημα των τουρκοκυπρίων που επέβαλε το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, τα δικοινοτικά μνημόσυνα για τα θύματα των συγκρούσεων, η παρέμβαση του Πανσυνδικαλιστικού Φόρουμ για τα δικαιώματα των εργαζομένων σε μια προοπτική επανένωσης του νησιού, οι κοινές διαδηλώσεις την Πρωτομαγιά... Το στοίχημα της ειρήνης και της επαναπροσέγγισης θα κριθεί από τη γενίκευση, το συντονισμό και την πολιτική εμβάθυνση αυτών των παραδειγμάτων, ώστε να βγουν επιτέλους στο προσκήνιο τα ταξικά συμφέροντα των απλών ανθρώπων, των εργαζόμενων και των φτωχών της Κύπρου ανεξάρτητα από την εθνοτική καταγωγή τους.