Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: «Ο "αθώος" εθνικισμός»

Ο "αθώος" εθνικισμός
Επιμέλεια: Ηρακλής Μήλλας

Τιμή 17 ευρώ, σελίδες 256 
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2019

 

Ο εθνικισμός σήμερα, τουλάχιστον στις “αναπτυγμένες” καπιταλιστικές χώρες, θεωρείται σχεδόν ταυτόσημος με τα ακροδεξιά πολιτικά μορφώματα. “Είμαστε έλληνες εθνικιστές” κραυγάζουν οι νεοναζί δολοφόνοι στης Χρυσής Αυγής –και λίγο πολύ αυτό είναι το μοτίβο των ομογάλακτών τους σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο όρος παραπέμπει σε πολέμους, διωγμούς, εθνοκαθάρσεις, ανοικτό ρατσισμό και φασίστες. Σε τι μπορεί, λοιπόν, να αναφέρεται ένα βιβλίο με τίτλο “Ο ‘αθώος’ εθνικισμός”, όπως αυτό που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια;

Ο Ηρακλής Μήλλας, που επιμελήθηκε αυτόν το συλλογικό τόμο με κείμενα Ελλήνων και Τούρκων αναλυτών, εξηγεί από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου ότι στο στόχαστρό του είναι αυτό που “κάποτε λέμε ‘ο εθνικισμός με την καλή έννοια’ ή προτιμούμε τη λέξη ‘πατριωτισμός’… Ο δήθεν αθώος συναινετικός εθνικισμός”, γράφει, “φέρει όλα τα συστατικά που χρειάζονται για να αναβιώσει ‘ο κακός εθνικισμός’… Το να καταπολεμάται ο συγκυριακός εθνικισμός (π.χ. η Χρυσή Αυγή) και να αποσιωπάται η εθνικιστική ιστοριογραφία, η εθνοκεντρική παιδεία, η πατριωτική λογοτεχνία, ο ‘εθνικός’ πολιτικός ή εκκλησιαστικός λόγος κ.ά., είναι μια υποκριτική συμφιλίωση με τον εθνικισμό, που έτσι συντηρείται καθημερινά”.

Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο στα κείμενα του βιβλίου είναι πως κανείς από τους συγγραφείς τους –και από τις δυο πλευρές του Αιγαίου– δεν αναφέρεται στον εθνικισμό του Άλλου, γιατί “το να δίνεις παραδείγματα εθνικισμού με αναφορές στους άλλους είναι ο τρόπος εξιλέωσης του ‘δικού’ μας εθνικισμού”. Αυτό που θέλουν να δείξουν είναι το πώς οι εθνικιστικές –και, εν τέλει, πολεμοκάπηλες– ιδέες επιβάλλονται θεσμικά από τα πάνω, προσπαθώντας να επηρεάσουν την ίδια την καθημερινότητα μέσα από φαινομενικά αθώες λειτουργίες: από την έπαρση της σημαίας και την πρωινή προσευχή στο σχολείο μέχρι τον εθνικό ύμνο σε ένα ποδοσφαιρικό αγώνα ή μια γελοιογραφία που αναπαράγει τα αρνητικά στερεότυπα της εικόνας του ‘προαιώνιου εχθρού’.

Τα περισσότερα από τα ζητήματα που καταπιάνονται δεν είναι πρωτόγνωρα, τουλάχιστον στα πλαίσια μιας αριστερής κριτικής του εθνικισμού. Αλλά αυτό που προκαλεί το ενδιαφέρον είναι ο πολύ ζωντανός τρόπος με τον οποίο περιγράφει και αναλύει ο καθένας και η καθεμιά από τους συγγραφείς τη συγκεκριμένη πλευρά του θέματος που επικεντρώνει.

Όπως η Τούγτσε Σακλίτζα που παραθέτει συγκριτικά μια σειρά από γελοιογραφίες στον ελληνικό και τον τουρκικό καθημερινό τύπο τη δεκαετία του 1950 που καταδεικνύουν το ότι “η πολιτική αλήθεια είναι εθνικά προσδιορισμένη”. Στο κείμενο “Παιδικά βιβλία – Από νωρίς η πλύση εγκεφάλου”, ο Ηρακλής Μήλλας χρησιμοποιώντας το παράδειγμα των Κλασσικών Εικονογραφημένων (όσοι ήμασταν στο δημοτικό τη δεκαετία του ’60, μεγαλώσαμε με αυτά κόμικς) παρατηρεί ότι “οι Έλληνες και οι Τούρκοι συναντιούνται μόνο για να πολεμήσουν”, ενώ οι Τούρκοι είναι πολύ άσχημοι, αιμοβόροι, επιθετικοί, αλλά και μπουνταλάδες και έχουν και τάσεις …παιδεραστίας! Με αυτόν τον τρόπο το στερεότυπο διαμορφώνεται και εγκαθίσταται στο ασυνείδητο του παιδιού. Παρατηρεί ακόμα ότι πολλοί από τους συγγραφείς αυτών των κειμένων στα παιδικά κόμικς ήταν γνωστοί προοδευτικοί, σαν τον Βασίλη Ρώτα, επισημαίνοντας ότι “δεν είναι εύκολο να αποφύγει κανείς τον ιό του εθνικισμού”.

Ένα από τα πιο απολαυστικά κείμενα του βιβλίου είναι το “Οι Ρωμιοί και οι Έλληνες στις τηλεοπτικές σειρές της Τουρκίας” της Σεριφέ Τσαμ. Η συγγραφέας διαπιστώνει ότι μετά το 2000 έχει υπάρξει μια απομάκρυνση από τις παλιές χοντροκομμένες ρατσιστικές εικόνες των Άλλων στις τουρκικές τηλεοπτικές σειρές, αλλά υπάρχει μια συνέχεια στα εθνικιστικά στερεότυπα. Χωρίζει το κείμενο σε πέντε ενότητες ανάλογα με το φύλο, την κουλτούρα, την τάξη, την θρησκεία, για να καταλήξει στις αντιφάσεις που εμπεριέχονται μέσα στα ίδια τα σίριαλ. Οι έλληνες παρουσιάζονται κατά κανόνα ως πλούσιοι εισοδηματίες, οι ελληνίδες πάντα λουσάτες φορτωμένες με κοσμήματα, είναι όλοι βαθιά θρησκευόμενοι και όλοι διεκδικούν ότι ο μπακλαβάς είναι ελληνική κι όχι τουρκική εφεύρεση. Όμως, επειδή τα περισσότερα από αυτά τα σίριαλ έχουν χαρακτήρα κωμωδίας, υπάρχει ένα happy end, όπου όλοι μαζί τα βρίσκουν προσωρινά με τη διαμεσολάβηση συνήθως ενός φλερτ ανάμεσα σε κάποια Ρωμιά κι έναν Τούρκο ή το αντίστροφο.

“Τα εθνικά κράτη της Τουρκίας και της Ελλάδας θεώρησαν εμπόδιο στα εθνικά τους σχέδια τα τοπωνύμια που κληρονόμησαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και προσπάθησαν να κάνουν κυρίαρχα τα δικά τους όνειρα σχετικά με τον χρόνο και τον τόπο”, παρατηρεί ο Κερέμ Οκτέμ στο κείμενό του για τις αναγκαστικές αλλαγές των τοπωνυμίων που επιβλήθηκαν και στα δυο κράτη. Στην Ελλάδα 4.400 πόλεις και χωριά άλλαξαν όνομα ανάμεσα στο 1913 (Βαλκανικοί Πόλεμοι) και το 1996. Τα σλαβικά τοπωνύμια φρόντισε ο δικτάτορας Μεταξάς να τα απαλείψει δίνοντάς τους αρχαιοπρεπή ονόματα (όπως πχ την Αράχωβα Λακωνίας που την ονόμασαν Καρυές επειδή στα σλαβικά σημαίνει καρυδότοπος –η Αράχωβα στον Παρνασσό τού ξέφυγε). Στη Θράκη το 1977 άλλαξαν όσα τουρκικά τοπωνύμια δεν είχαν αλλάξει ως τότε και αντικαταστάθηκαν με ελληνικά ονόματα. Στην Τουρκία, η αντίστοιχη διαδικασία συντελέστηκε κύρια μετά το πραξικόπημα του 1960 με τις αλλαγές κυρίως των Κουρδικών και Αρμενικών τοπωνυμίων.

Το κείμενο του Ηλία Κανέλλη “Ποιος είναι ο τύπος του ελληνικού DNA; - Ελλάδα, πρωταθλητισμός και εθνοχουλιγκανισμός” μας μεταφέρει στην Ολυμπιάδα του 2004 και στην αποσιώπηση του σκάνδαλου ντόπας Κεντέρη-Θάνου και το κείμενο των Τανίλ Μπόρα και Εμρέ Γκιοκάλπ στα ποδοσφαιρικά γήπεδα της Τουρκίας. Και τα δυο αναλύουν τον αθλητισμό σαν μοχλό για την έκφραση του εθνικισμού. Από την Τουρκία, ανάμεσα σε πολλά άλλα, μας φέρνει το παράδειγμα μια τουρκικής ομάδας που σε ένα τουρνουά πήρε εντολή να μην εμφανιστεί επειδή η αντίπαλη ομάδα (του Ερμπίλ από το ιρακινό Κουρδιστάν) είχε στη φανέλα της τη λέξη Κουρδιστάν. Θα μπορούσαμε εμείς να θυμηθούμε πόσες φορές παράγοντες του αθλητισμού στην Ελλάδα έβαλαν βέτο επειδή στις αντίπαλες φανέλες υπήρχε η λέξη “Μακεδονία”.

Το βιβλίο συμπληρώνεται με τρία ακόμα κείμενα: Μια εξαιρετική ανάλυση της Χριστίνας Μπάτρα για την ιστορία του ρεμπέτικου με τίτλο “Ρεμπέτικα: από το γένος στο έθνος”, το “Ο εθνικός λόγος μιας ‘Εκκλησίας’” του Μανώλη Βασιλάκη –μια αποκαλυπτική εξιστόρηση του βρόμικου ρόλου των ιεραρχών στο προμοτάρισμα της εθνικιστικής υστερίας στην Ελλάδα, και τέλος το “Χορεύοντας φολκλόρ – τοπικισμός, εθνικισμός και οι ‘άλλοι’ μας” του Αρζού Οζτουρκμέν.

Αν λείπει κάτι από το βιβλίο, αυτό είναι μια ερμηνεία του επιβαλλόμενου από τα πάνω εθνικισμού ως αποτέλεσμα των ανταγωνισμών δυο αρχουσών τάξεων που διεκδικούν να είναι τα κεφαλοχώρια του ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Ενώ αναδεικνύεται η προώθηση του “αθώου” εθνικισμού σε όλες τις πλευρές της καθημερινότητας από κυβερνήσεις, ΜΜΕ κλπ, δεν υπάρχει πουθενά το γιατί. Σαν να οφείλεται σε κάποιο ανεξήγητο “παραλογισμό” των από πάνω.

Παρόλα αυτά, σε μια στιγμή που οι ελληνοτουρκικοί ανταγωνισμοί φουντώνουν στις ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου, στην Κύπρο και στο Αιγαίο και τα τύμπανα του πολέμου αντηχούν ξανά στη Μέση Ανατολή, το βιβλίο χτυπάει το καμπανάκι για το πού μπορούν να οδηγήσουν οι “αθώοι” εθνικισμοί. Πολύ καλογραμμένο, πολύ ζωντανό, αγγίζει εμπειρίες που όλοι και όλες έχουμε. Το ότι εκδόθηκε πρώτα στα τουρκικά (το 2010) δείχνει ότι στην αντίπερα όχθη η συζήτηση για τον εθνικισμό απασχολεί την τουρκική αριστερά. Αξίζει να διαβαστεί και εδώ.