Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: «Η κατάρρευση του "υπαρκτού" και η διάσπαση του ΚΚΕ - Η κομβική στιγμή του 1991»

Η κατάρρευση του "υπαρκτού" και η διάσπαση του ΚΚΕ
Η κομβική στιγμή του 1991
Κωνσταντίνος Ζαγάρας

Τιμή 22 ευρώ, 392 σελίδες
Εκδόσεις Θεμέλιο, 2019

 

Στις 20 Φλεβάρη του 1989 το ΣΕΦ στο Φάληρο ξεχείλισε από χιλιάδες ανθρώπους. Συμμετείχαν σε μια πολιτική εκδήλωση με ομιλητές τον Χαρ. Φλωράκη, γεν. γραμματέα του ΚΚΕ, τον Λ. Κύρκο της ΕΑΡ (Ελληνική Αριστερά) και τον Απ. Λάζαρη, που προερχόταν από το ΠΑΣΟΚ (ήταν υπουργός και βουλευτής μέχρι το 1988). Η αισιοδοξία ήταν διάχυτη. Η Αριστερά (το ΚΚΕ και η ΕΑΡ, η πλειοψηφική πτέρυγα του ΚΚΕ εσωτερικού) συμπορευόταν και έβαζε υποψηφιότητα να καλύψει το κενό που άφηνε η δεξιά μετατόπιση του ΠΑΣΟΚ. Τρεις μήνες μετά ιδρυόταν επίσημα ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου.

Οι ελπίδες διαψεύστηκαν. Δυόμισι μόλις χρόνια μετά το καλοκαίρι του ΄91 ήρθε η διάσπαση του Συνασπισμού και του ίδιου του ΚΚΕ. Η ΝΔ είχε γίνει κυβέρνηση το 1990 και εξαπέλυε τις πιο σκληρές επιθέσεις στην εργατική τάξη και τη νεολαία, ενώ η Αριστερά περνούσε τη πιο βαθιά κρίση: στις εκλογές του 1993 το ΚΚΕ πήρε το χαμηλότερο ποσοστό στην ιστορία του και ο Συνασπισμός δεν κατάφερε να μπει στη βουλή.

Το βιβλίο του Κ. Ζαγάρα αφηγείται αυτή τη διαδρομή με άξονα τις διεργασίες στο ΚΚΕ από τη μεταπολίτευση μέχρι το 1991. Η σύνδεση με τις εξελίξεις στην ίδια την ΕΣΣΔ και την κατάρρευση των καθεστώτων του “υπαρκτού σοσιαλισμού” πρώτα στην ανατολική Ευρώπη και μετά στην ίδια την ΕΣΣΔ είναι σωστή. Το “ελληνικό 89” και η κατάρρευση των καθεστώτων στην ανατολική Ευρώπη είναι ζητήματα που πάνε κατευθείαν στην στρατηγική της Αριστεράς και γι’ αυτό αξίζει να τα συζητάμε σήμερα.

Όταν ο Γκορμπατσόφ αναλάμβανε γενικός γραμματέας του ΚΚΣΕ το 1985 και ένα χρόνο αργότερα το 27ο συνέδριο του κόμματος υιοθετούσε το πρόγραμμα της “περεστρόικα” (ανασυγκρότηση) και της “γκλασνόστ” (διαφάνεια) η υποδοχή ήταν περίπου εκστατική. Το βιβλίο μας θυμίζει τις ανταποκρίσεις του Παύλου Τσίμα για τον Ριζοσπάστη με τίτλους όπως “Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο” για το συνέδριο της “επαναστατικής ανανέωσης”.

Ήταν πολύ μειοψηφικές οι φωνές, όπως της ΟΣΕ, της οργάνωσης απ’ την οποία προήλθε το ΣΕΚ, που δεν έβλεπαν “επαναστατική ανανέωση” αλλά την προσπάθεια της άρχουσας τάξης του κρατικού καπιταλισμού να ξεφύγει από την βαθιά οικονομική και πολιτική κρίση. Οι μεταρρυθμίσεις που έβαζαν την αγορά σαν μηχανισμό εξυγίανσης του συστήματος ήταν η συνταγή.

Το ΚΚΕ που παραδοσιακά ήταν δεμένο με την “πατρίδα του σοσιαλισμού”, δεν άργησε να ακολουθήσει αυτά τα “ανανεωτικά” βήματα προς την αγορά και την άρχουσα τάξη. Το 12ο συνέδριο του ΚΚΕ τον Μάη του 1987 τα κωδικοποίησε. Το βιβλίο αναδεικνύει την μετατόπιση στις θέσεις για την ΕΟΚ που σηματοδότησε το συνέδριο. Σχηματικά από το “έξω από την ΕΟΚ των μονοπωλίων” στο “παλεύουμε ενάντια στις αρνητικές συνέπειες της ένταξης” γιατί η ελληνική οικονομία πρέπει να συμμετέχει ενεργά “στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση” και τη “διεθνοποίηση”. Αυτή η αλλαγή επέτρεψε, σε μεγάλο βαθμό, και τη συγκρότηση του ενιαίου Συνασπισμού με την ΕΑΡ.

Όμως, η στροφή δεν περιλάμβανε “απλά” το θέμα της ΕΟΚ. Πάντα στη καρδιά της στρατηγικής των σταδίων του ΚΚΕ βρισκόταν ο στόχος για μια κυβερνητική διαχείριση του καπιταλισμού που θα έφερνε φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 διαπερνούσε όλες τις επιλογές του, από τα Λαϊκά Μέτωπα μέχρι το “Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ” το 1981. Όμως, πλέον η “κυβέρνηση της Αριστεράς” γινόταν “απαραίτητη προϋπόθεση” για την “ανάπτυξη νέου” που θα ήξερε την “τέχνη του επιχειρείν”. Έγραφαν για παράδειγμα οι Θέσεις της ΚΕ του κόμματος για το συνέδριο:

“Η εργατική τάξη, όλοι οι εργαζόμενοι μπορούν να νιώσουν ότι για την επιτυχία μιας τέτοιας ανάπτυξης, που θα δίνει αποτελέσματα προς όφελος τους, αξίζει να κάνουν ακόμη και θυσίες”.

Οσο για τις σχέσεις με την “αγορά”:

“Νέο πλαίσιο επιχειρηματικότητας με διαφάνεια και καθορισμένες σχέσεις με τα όργανα του δημοκρατικού προγραμματισμού... η χρηματοδότηση της νέας αυτής αναπτυξιακής προσπάθειας θα προέλθει πρωταρχικά από την αυτοχρηματοδότηση της με τους νέους πόρους που θα δημιουργεί η ίδια στην πορεία της”.

Ένα υποκεφάλαιο του βιβλίου έχει τίτλο “Η άνοιξη της ελληνικής Αριστεράς”. Θα περίμενε κανείς να διαβάσει για τους συγκλονιστικούς εργατικούς αγώνες που ακολούθησαν το πρόγραμμα λιτότητας του ΠΑΣΟΚ το 1985 που κορυφώθηκαν με τις απεργίες διαρκείας του 1987-88 που έσπασαν τη λιτότητα. Αυτοί οι αγώνες έφεραν μια πραγματική άνοιξη: τη διάσπαση της ΠΑΣΚΕ, την μετατόπιση προς τα αριστερά μεγάλων τμημάτων της εργατικής βάσης του ΠΑΣΟΚ. Έφεραν και εκλογικές επιτυχίες για την Αριστερά, όπως στις δημοτικές του 1986. Όμως, αυτά περνάνε τηλεγραφικά (και σε άλλο τμήμα του βιβλίου). Στο συγκεκριμένο, η “άνοιξη” ταυτίζεται με τις συναντήσεις ανάμεσα σε στελέχη του ΚΚΕ και της ΕΑΡ, και στο “Κοινό Πόρισμα” (Δεκέμβρης 1988) που έθεσε τις πολιτικές βάσεις για την ίδρυση του Συνασπισμού.

Αυτό είναι το πλαίσιο για να καταλάβουμε τις επιλογές της ηγεσίας του ΚΚΕ το καλοκαίρι του 1989, όταν στις εκλογές εκείνου του Ιούνη ο Συνασπισμός πήρε τα μεγαλύτερα εκλογικά ποσοστά της Αριστεράς μεταπολιτευτικά και αναδείχτηκε σε ρυθμιστικό παράγοντα στη βουλή. Η επιλογή ήταν η συγκυβέρνηση με τη ΝΔ σε πρώτη φάση (κυβέρνηση Τζανετάκη) και η συμμετοχή στην Οικουμενική με το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ (κυβέρνηση Ζολώτα).

Ο συγγραφέας περιορίζεται να αναφέρει τις εκτιμήσεις πρωταγωνιστών αυτών των επιλογών και κομματικών σωμάτων: η συμμετοχή ήταν λίγο πολύ επιβεβλημένη για να αντιμετωπιστούν τα σκάνδαλα, να έρθει η “κάθαρση”, να γίνει πια η Αριστερά νόμιμος διεκδικητής της κυβερνητικής εξουσίας μακριά από τα “εμφυλιοπολεμικά σύνδρομα”.

Αυτό που έγινε στην πραγματικότητα ήταν ότι η στρατηγική του “ιστορικού συμβιβασμού”, που είχε εγκαινιάσει το Ιταλικό ΚΚ στα μέσα της δεκαετίας του ’70, έφτανε και στην Ελλάδα με παρόμοια καταστροφικά αποτελέσματα. Διευκόλυνε την ΝΔ να έρθει στην κυβέρνηση, έστειλε κόσμο πίσω στο ΠΑΣΟΚ και τελικά η ίδια η Αριστερά βυθίστηκε στην κρίση, ανήμπορη να απαντήσει και στην προπαγάνδα της άρχουσας τάξης για το “τέλος της ιστορίας” και την “ιστορική ήττα” του σοσιαλισμού.

Το βιβλίο του Κ. Ζαγάρα αξίζει να διαβαστεί γιατί θυμίζει γεγονότα (και πρόσωπα) ανάμεσα σε αυτά και την αριστερή ανταρσία της ΚΝΕ, το θρυλικό “φυσικά και δεν θα υπακούσω” του Γ. Γράψα τον Σεπτέμβρη του 1989. Αλλά κυρίως γιατί ανοίγει την συζήτηση, έστω και αν δεν δίνει απαντήσεις για το πώς είναι δυνατόν να έχουμε μια δυνατή Αριστερά που θα φτάνει στη πηγή αλλά θα πίνει νερό. Μια Αριστερά αντικαπιταλιστική και επαναστατική.