Η νέα δεκαετία ξεκίνησε με ένα ιμπεριαλιστικό έγκλημα αλλά και αντιπολεμικά συλλαλητήρια. Η Μαρία Στύλλου γράφει για τις προοπτικές της παγκόσμιας αντίστασης.
«Η δολοφονία δεν δείχνει ότι είσαι ‘νταής’, δείχνει ότι είσαι τέρας». Αυτό ήταν το σχόλιο της Αλεξάντρια Οκάζιο Κορτέζ, μέλους της Βουλής των Αντιπροσώπων στις ΗΠΑ μετά τη δολοφονία του Ιρανού στρατηγού Κασέμ Σουλεϊμανί με εντολή του Τραμπ. Ήταν μια δήλωση που συμβάδιζε με τις μεγάλες αντιπολεμικές διαδηλώσεις που έγιναν σε πολλές πόλεις της Αμερικής και όχι μόνο.
Αυτές είναι εικόνες χαρακτηριστικές για το πώς προχωράει η νέα χρονιά και η κρίσιμη προεκλογική περίοδος που θα κρίνει την τύχη του Τραμπ μέσα στην καρδιά του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Πριν από σαράντα χρόνια, το 1980 μετά την επανάσταση που ανέτρεψε τον Σάχη, οι ΗΠΑ ξεκινούσαν τις επιθέσεις κατά του Ιράν μέσα σε διαφορετικές συνθήκες. Είχαν τη στήριξη όλων των συμμάχων τους και ο Ρήγκαν που κέρδισε τότε τις εκλογές είχε μαζική υποστήριξη υπέρ των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων.
Ακόμη πιο έντονο ήταν αυτό το στοιχείο το 2001, μετά την επίθεση του Μπιν Λάντεν στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης. Ο Μπους ο νεότερος προχώρησε στην εισβολή πρώτα στο Αφγανιστάν και στη συνέχεια στο Ιράκ με στρατό εκατοντάδων χιλιάδων και χωρίς αμφισβήτηση αρχικά εκείνων των επιλογών, ακόμη και από τμήματα της Αριστεράς διεθνώς. Χρειάστηκε να φτάσουμε στο 2003 για την μεγάλη έκρηξη του αντιπολεμικού κινήματος.
Σήμερα ακόμη και σε επίπεδο κυβερνήσεων εκφράζονται οι επιφυλάξεις ότι η δολοφονική ενέργεια του Τραμπ είναι επικίνδυνη και αποσταθεροποιητική. Δεν υπάρχουν πολλοί «εταίροι» σαν τον Μητσοτάκη που πήγε στον Λευκό Οίκο και δήλωσε «αξιόπιστος και προβλέψιμος». Μέσα στον απλό κόσμο η οργή είναι τεράστια και οι αντιδράσεις άμεσες σχεδόν παντού.
Αυτή η διαφορά δεν οφείλεται απλά και μόνο στο πόσο «αλλοπρόσαλλος» είναι ο Τραμπ, όπως λένε πολλοί σχολιαστές. Οι συνθήκες είναι διαφορετικές σε όλα τα επίπεδα, οικονομικά, γεωπολιτικά, κινηματικά.
Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού. Από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η αμερικάνικη επίθεση στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης που άφησε νεκρό τον Σουλεϊμανί, η τιμή του πετρέλαιου άρχισε να ανεβαίνει και όλοι να μιλούν για την απειλή που αποτελεί μια τέτοια άνοδος για την οικονομία. Έστω και αν η άνοδος δεν συνεχίστηκε τις επόμενες μέρες, οι ανησυχίες παραμένουν επειδή η οικονομία είναι πραγματικά ευαίσθητη.
Το κύριο χαρακτηριστικό είναι η απουσία επενδύσεων που να δώσουν πραγματική ώθηση σε μια ανάκαμψη ύστερα από δέκα χρόνια κρίσης μετά το κραχ του 2008. Το φθηνό χρήμα που διοχετεύουν οι Κεντρικές τράπεζες στο τραπεζικό σύστημα δεν αναθερμαίνει τις επενδύσεις, αντίθετα καταλήγει σε φαινόμενα κερδοσκοπίας στα Χρηματιστήρια και τις αγορές ομολόγων. Οι μεγάλες επιχειρήσεις διαθέτουν τα κέρδη τους για να αγοράζουν τις μετοχές τους και να ανεβάζουν έτσι τη χρηματιστηριακή αξία τους ή για να εξαγοράζουν άλλες επιχειρήσεις.
Η πολιτική της λεγόμενης «ποσοτικής χαλάρωσης» έχει φτάσει να κάνει τα επιτόκια ακόμη και αρνητικά και αυτό είναι πρόβλημα για τις τράπεζες που ακόμα δεν έχουν απαλλαγεί από τις επισφάλειες (τα κόκκινα δάνεια) της περασμένης δεκαετίας. Επίσης δημιουργεί πρόβλημα υπερδανεισμού κρατών και επιχειρήσεων. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά πως το 40% αυτών των δανείων θα «σκάσει» αν επέλθει ύφεση. Ένα νέο «πετρελαϊκό σοκ» αν κλείσουν τα στενά του Ορμούζ μετά από κλιμάκωση του πολέμου κατά του Ιράν μπορεί να σημαίνει σπάσιμο της φούσκας του υπερδανεισμού και μαζικές χρεοκοπίες κρατών και επιχειρήσεων.
Η αστάθεια του συστήματος παγκόσμια δεν είναι μόνο οικονομική. Τροφοδοτείται και από την όξυνση των ανταγωνισμών μέσα σε συνθήκες κρίσης και υποχώρησης της αμερικανικής ηγεμονίας όχι μόνο στη Μέση Ανατολή αλλά διεθνώς.
Η αμερικάνικη εκστρατεία στις αρχές του 21ου αιώνα για έναν «νέο αμερικάνικο αιώνα» έχει βαλτώσει. Η εποχή όπου όλοι μιλούσαν για τη «μια και μόνη υπερδύναμη» μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ ανήκει στο παρελθόν. Η ανερχόμενη οικονομική και στρατιωτική δύναμη της Κίνας, η επιστροφή της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή και όχι μόνο, οι εντάσεις μέσα στο ίδιο το δυτικό στρατόπεδο με απειλές Τραμπ για οικονομικές κυρώσεις κατά της ΕΕ και με τον Μακρόν να δηλώνει ότι το ΝΑΤΟ είναι «εγκεφαλικά νεκρό»- όλα αυτά μαρτυρούν πού έχει φτάσει η κατάσταση.
Η αποτυχία της αμερικάνικης κατοχής στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις. Όπως έγραφε η Εργατική Αλληλεγγύη στο πρώτο φύλλο της νέας χρονιάς:
«Την περασμένη βδομάδα η αμερικανική πρεσβεία στη Βαγδάτη σχεδόν λεηλατήθηκε από διαδηλωτές. Δυο δεκαετίες πολέμου, δισεκατομμυρίων που έχουν πέσει για την “ανοικοδόμηση”, τη “σταθεροποίηση” και τον έλεγχο του Ιράκ, και οι ΗΠΑ δεν μπορούν να εγγυηθούν την ασφάλεια των διπλωματών τους μέσα στην Πράσινη ζώνη, το πιο βαριά ασφυκτικά φυλασσόμενο σημείο της χώρας. Η εφημερίδα Ουάσινγκτον Ποστ περιγράφει ως εξής: “Οι διαδηλωτές κατάφεραν και έφτασαν με έφοδο μέχρι τους πιο καλά φυλασσόμενους χώρους υποδοχής, ρίχνοντας θωρακισμένες πόρτες και αλεξίσφαιρα τζάμια προτού βάλουν φωτιά στην αίθουσα. Οι Αμερικάνοι φρουροί μέσα στην πρεσβεία έριξαν δακρυγόνα για να τους απομακρύνουν, ενώ αμερικάνικα στρατεύματα ήταν ορατά σε κοντινή απόσταση και πάνω σε ταράτσες με τα όπλα σε θέση πυρός… Οι διαδηλωτές έσπασαν τις κάμερες ασφαλείας, έβαλαν φωτιά σε δύο φυλάκια και έκαψαν λάστιχα αυτοκινήτου. Άναψαν μια μεγάλη φωτιά με ένα σωρό έγγραφα και έτοιμα γεύματα για τους στρατιωτικούς που βρήκαν μέσα στην πρεσβεία, εκεί όπου οι φρουροί συνήθως ελέγχουν και περνάνε από ακτίνες Χ τους επισκέπτες”».
Βρισκόμαστε στο σημείο όπου η Βουλή στη Βαγδάτη ψηφίζει υπέρ της αποχώρησης όλων των αμερικάνικων στρατευμάτων από τη χώρα και ο Τραμπ αναγκάζεται να απειλεί το Ιράκ με οικονομικές κυρώσεις!
Αυτή η υποβάθμιση της αμερικάνικης ηγεμονίας στην περιοχή έχει αφήσει το πεδίο ανοιχτό για την ανάδειξη του Ιράν σε τοπική δύναμη με μεγάλη επιρροή που απλώνεται στον Λίβανο, στη Συρία, στην Υεμένη και διεκδικεί τον έλεγχο στο ίδιο το Ιράκ. Τόσα χρόνια μετά τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ στη δεκαετία του 1980, στον οποίο οι ΗΠΑ είχαν στηρίξει τότε τον Σαντάμ Χουσείν για να αποκρούσει το Ιράν, φτάνουμε στο σημείο να μπορεί η Τεχεράνη να παίζει μεγαλύτερο ρόλο από την Ουάσιγκτον στη Βαγδάτη.
Και οι προκλήσεις για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό δεν σταματούν εκεί. Γιατί η αμφισβήτηση δεν έρχεται μόνο από αντίπαλες δυνάμεις αλλά και από την επιστροφή των εξεγέρσεων.
Το 2011 είχε ξεσπάσει το κύμα των εξεγέρσεων που είχε ονομαστεί «Αραβική Άνοιξη». Από την Τυνησία μέχρι το Κάιρο και αργότερα τη Δαμασκό, είχε βγει στο προσκήνιο μια δύναμη πολύ πιο απειλητική για τον έλεγχο του ιμπεριαλισμού από τους ανταγωνισμούς των τοπικών δυνάμεων. Εκείνο το κύμα ηττήθηκε αλλά σήμερα ξεσπάει ένας νέος κύκλος που άνοιξε με το Σουδάν και την Αλγερία και έχει απλωθεί στον Λίβανο και στο ίδιο το Ιράκ. Η προοπτική είναι ανοιχτή ότι το μέλλον της Μέσης Ανατολής δεν θα κριθεί από τα παζάρια και τις συγκρούσεις του Τραμπ και του Πούτιν ή του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν της Σαουδικής Αραβίας και του Άσαντ της Συρίας αλλά από τους εργάτες, τους αγρότες και τη νεολαία που βγαίνουν στους δρόμους.
Αυτή η προοπτική στηρίζεται σε έναν κοινωνικό αναβρασμό που έχει παγκόσμιες διαστάσεις. Οι από κάτω δείχνουν έμπρακτα την οργή και τη σιχαμάρα τους για το σύστημα από τη Χιλή μέχρι το Χονγκ Κονγκ και το Παρίσι. Το κίνημα ενάντια στην πολεμική βαρβαρότητα που απειλεί ο Τραμπ μπορεί να είναι πραγματική «υπερδύναμη».
Πριν από είκοσι χρόνια στο Σιάτλ και στη Γένοβα ξεκινούσε ένα νέο αντικαπιταλιστικό κίνημα. Οι διαδηλώσεις με σύνθημα «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός» συγκινούσαν τη νεολαία που έβαζε στην ημερήσια διάταξη τη σύγκρουση με τον καπιταλισμό δείχνοντας όλη τη σιχαμάρα και την αντίσταση ενάντια στα σύμβολα της αδικίας όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και η Παγκόσμια Τράπεζα που εκμεταλλεύονται τον Τρίτο Κόσμο, αλλά και τους G8 στα κέντρα του καπιταλισμού. Εκείνο το κίνημα απλώθηκε και έγινε κέντρο στα αντιπολεμικά συλλαλητήρια για να δημιουργηθεί το μεγάλο αντιπολεμικό κίνημα του 2003.
Απ’ αυτήν την περίοδο ανέβηκε η Αριστερά, αλλά με πολιτικό έλεγχο του ρεφορμισμού και στρατηγικό προσανατολισμό λαθεμένο: κοινοβουλευτικός δρόμος, συνεργασία με τη σοσιαλδημοκρατία, αυταπάτες για ανάδειξη και συμμετοχή σε κυβερνήσεις. Οι αποτυχίες και οι απογοητεύσεις που έφερε αυτή η στρατηγική, όμως, δεν είναι το τέλος της διαδρομής.
Σήμερα βρισκόμαστε σε μια ανάλογη αλλά και διαφορετική περίοδο. Η εξέλιξη της, και η κατάληξη της, θα εξαρτηθεί πολύ από την παρουσία, τις πρωτοβουλίες και το δυνάμωμα της επαναστατικής αριστεράς.
Η διακήρυξη της Διεθνιστικής Σοσιαλιστικής Τάσης στις 6 Γενάρη πρόβαλε την εναλλακτική προοπτική :
«Καταδικάζουμε την αμερικανική επίθεση και κάθε επόμενη επιθετική ενέργεια των ΗΠΑ. Στεκόμαστε αντίθετοι σε πόλεμο με το Ιράν. Ένας πόλεμος με ηγεσία ή προτροπή των ΗΠΑ κατά του Ιράν θα έχει φρικτές άμεσες συνέπειες και θα προκαλέσει ανυπολόγιστες ζημιές σε όλη την περιοχή. Το μόνο που έχουν πετύχει οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις είναι να μετατρέψουν τη Μέση Ανατολή σε μια καταστραμένη μόνιμη πολεμική ζώνη. Αντί να στέλνουν περισσότερο στρατό στην περιοχή, οι ΗΠΑ αλλά και η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ρωσία θα έπρεπε να αποσύρουν όλες τις δυνάμεις τους από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Ξεσηκωνόμαστε μαζί με όλους ενάντια στην απειλή του πολέμου.
Απορρίπτουμε επίσης την ιδέα ότι οποιοσδήποτε από τους τοπικούς αντίπαλους υπο-ιμπεριαλισμούς μπορεί να δώσει προοδευτική διέξοδο. Τους τελευταίους μήνες έχουμε δει μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στη φτώχεια, τη διαφθορά και τις θρησκευτικές διακρίσεις στο Ιράν, στο Ιράκ και στον Λίβανο. Η δολοφονία Σουλεϊμανί μπορεί να δώσει τη δυνατότητα στις άρχουσες τάξεις αυτών των χωρών να αποκαταστήσουν την τάξη παίζοντας το χαρτί του εθνικισμού. Στεκόμαστε αντίθετοι σε κάθε απόπειρα των τοπικών αρχουσών τάξεων να στρέψουν τους λαούς της περιοχής τον έναν ενάντια στον άλλον.
Η πραγματική λύση για την εκμετάλλευση και την καταπίεση που χτυπάει τους εργάτες, τους φτωχούς των πόλεων και τους αγρότες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής βρίσκεται στα δικά τους χέρια. Οι Αραβικές εξεγέρσεις του 2011 έδωσαν μια γεύση για την επαναστατική δυναμική που αντιπροσωπεύει η αυτενέργεια των μαζών. Εργαζόμαστε για την ανανέωση αυτών των αγώνων που μπορούν τελικά να τσακίσουν τον έλεγχο του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού στην περιοχή».
Βρισκόμαστε στο σημείο όπου ένα εξάμηνο μετά την εκλογή της Νέας Δημοκρατίας, ο Μητσοτάκης γύρισε στην Αθήνα από την συνάντηση με τον Τραμπ μέσα σε πολιτικό και οικονομικό αδιέξοδο. Τα περί οικονομικής ανάκαμψης ανήκουν πια στη σφαίρα των αποτυχημένων προβλέψεων, και παράλληλα προχωράει με κίνδυνο να βρεθεί μέσα στις πολεμικές συγκρούσεις που ανοίγουν από τη Λιβύη μέχρι το Ιράν. Οι αντιπολεμικές κινητοποιήσεις έρχονται να προστεθούν στην εργατική αντίσταση και στις αντιδράσεις που αντιμετωπίζει κάθε κυβερνητική επίθεση.
Εργατικοί αγώνες έχουν ξεκινήσει με το καλημέρα και γενικεύονται καθώς μπαίνουν κομμάτια που δεν είχαν δώσει μάχες για μια ολόκληρη περίοδο – οι τράπεζες, ο ΟΤΕ, η ΔΕΗ, τα Πετρέλαια. Αντιστέκονται στα χτυπήματα στις συλλογικές συμβάσεις, στους κανονισμούς εργασίας, στις απολύσεις και στις ιδιωτικοποιήσεις και δίνουν ξανά μάχες. Απεργίες που αναγκάστηκαν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες να καλέσουν γιατί αλλιώς θα έχαναν τον έλεγχο. Και παράλληλα οι εργαζόμενοι στο δημόσιο, νοσοκομεία, δήμοι, εκπαιδευτικοί, υπουργεία συνεχίζουν τους αγώνες για προσλήψεις και μονιμοποιήσεις των συμβασιούχων που είχαν ξεκινήσει ήδη με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ τώρα που η κυβέρνηση της ΝΔ κλιμακώνει τις επιθέσεις στην Παιδεία, στην Υγεία, στην κοινωνική πρόνοια.
Η Θάτσερ επιτέθηκε στα πιο δυνατά και οργανωμένα κομμάτια της εργατικής τάξης όταν ξεκίναγε η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, με στόχο την ήττα τους και την απογοήτευση σε όλη την τάξη. Η πολιτική του Μητσοτάκη είναι η ίδια, αλλά δεν έχει τα ίδια αποτελέσματα. Θα ήθελε να σπείρει τον τρόμο και την παραίτηση αλλά προκαλεί την οργή και την αντίσταση.
Απαραίτητο συμπλήρωμα της κυβερνητικής επίθεσης είναι το χτύπημα σε πρόσφυγες και μετανάστες. Δολοφονεί, πνίγει, δημιουργεί κλειστά στρατόπεδα, βγάζει την αστυνομία στους δρόμους και το στρατό σε ρόλο εσωτερικής ασφάλειας αλλά και αυτή η ρατσιστική εκστρατεία συναντάει αντιδράσεις. Η ακροδεξιά μέσα και γύρω από την κυβέρνηση μπορεί να παίζει ρόλο στον κρατικό μηχανισμό και να αποθρασύνει κινήσεις όπως η εισαγγελική πρόταση για ξέπλυμα των νεοναζί δολοφόνων στη δίκη της Χρυσής Αυγής, αλλά δεν καθορίζει το τι γίνεται στους δρόμους, στους εργατικούς χώρους, στις σχολές.
Οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης έχουν δυσκολίες να επιδράσουν στον κόσμο που αγωνίζεται. Παραδοσιακά στο πολιτικό σύστημα, ο ρόλος της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι να φρενάρει τον κόσμο που παλεύει, να καλλιεργεί έναν ψεύτικο ρεαλισμό για τις διεκδικήσεις και αυταπάτες για την προοπτική.
Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύεται να παίξει αυτόν το ρόλο. Μεγάλα κομμάτια της εργατικής τάξης έχουν ζωντανή την εμπειρία για το τι σήμαινε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και πόσο δεξιά στρέφεται η πολιτική του όχι μόνο όταν ήταν στα υπουργεία αλλά και τώρα που είναι αντιπολίτευση. Το βάρος πέφτει στην επαναστατική αριστερά να καλύψει τις ανάγκες του κόσμου που παλεύει, να δώσει στήριξη και συντονισμό στις απεργίες, οργάνωση και πολιτική υποστήριξη στο αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα, διεθνιστικές απαντήσεις ενάντια στην πολεμική απειλή, εναλλακτική συνολική στρατηγική για το δρόμο προς τη νίκη. Σε αυτή την πρό(σ)κληση χρειάζεται επιτακτικά να ανταποκριθούμε.