Άρθρο
“Σφυρί-δρεπάνι και ψήφο στο φουστάνι”- Η γυναικεία εργατική τάξη στο μεσοπόλεμο και την Αντίσταση

Διαδήλωση του ΕΑΜ Γυναικών Ν. Ιωνίας

Η Σταυρούλα Πανίδου γράφει για τη δυναμική που ανέπτυξε η είσοδος των γυναικών στους εργατικους χώρους.

 

Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου αναπτύχθηκε στην Ελλάδα ένα εξαιρετικά διεκδικητικό εργατικό κίνημα και ως προς τη διαμόρφωση των συνθηκών εργασίας αλλά και ως προς το δικαίωμα της τάξης να οργανωθεί συνδικαλιστικά και πολιτικά. Η βίαιη κατασταλτική πολιτική - αστυνομία και στρατός εναντίον απεργών, παρακρατικές ομάδες και κίτρινα συνδικάτα, δικτατορία Πάγκαλου και Ιδιώνυμο Βενιζέλου, όχι μόνον δεν ανέστειλαν τη κινηματική δράση αλλά, αντίθετα, οδηγούσαν σε όλο και μεγαλύτερη ριζοσπαστικοποίηση των εργατών και στον προσανατολισμό μεγάλου τμήματός τους στις σοσιαλιστικές ιδέες.1 

Στη δυναμική αυτού του κινήματος πρωτοστατούσε η γυναικεία εργατική τάξη. Οι γυναίκες αποτελούσαν πλέον ένα σημαντικό τμήμα της βιομηχανικής εργατικής τάξης και μάλιστα, ισχυρή πλειοψηφία στους κλάδους με τη μεγαλύτερη συμμετοχή στις απεργιακές κινητοποιήσεις.2 Με βάση τα στοιχεία της απογραφής του 1928, οι γυναίκες αποτελούσαν το 83% στην κλωστοϋφαντουργία, το 72% στην καπνοβιομηχανία και το 71% στη βιομηχανία ετοίμων ενδυμάτων. Συνεχώς αυξανόμενη ήταν επίσης η γυναικεία «υπαλληλική» εργασία αλλά και η κινηματική δράση τους σε πολλούς εργασιακούς τομείς, δημόσιους και ιδιωτικούς, στην εκπαίδευση, στα νοσοκομεία, στις τράπεζες, στα υπουργεία. Στους τριατατικούς (ΤΤΤ), έναν από τους πιο δυναμικούς κλάδους και κατά τον μεσοπόλεμο και κατά την διάρκεια της Κατοχής, ένα μεγάλο τμήμα τους ήταν αποκλειστικά γυναίκες, οι τηλεφωνήτριες. 

Εκτός από τα συνολικά εργατικά αιτήματα της περιόδου, οι γυναίκες είχαν κι ένα δεύτερο πεδίο διεκδικήσεων, αυτό που αφορούσε τη νομοθετική κατοχύρωση της ισότητάς τους στο εργασιακό καθεστώς. Διεκδικούσαν τη μισθολογική τους εξίσωση και το να μην αποτελούν εφεδρικό εργατικό δυναμικό, δηλαδή να μην απολύονται κάθε φορά που υπήρχε αφθονία ανδρικών χεριών. Στους τομείς του Δημοσίου, οι γυναίκες συγκρούστηκαν με συνταγματικές απαγορεύσεις –δημόσιοι (πολιτικοί) υπάλληλοι μπορούσαν να είναι μόνον όσοι ήταν έλληνες πολίτες, δηλαδή όσοι είχαν δικαίωμα ψήφου– και πέτυχαν σημαντικές συνταγματικές ρυθμίσεις που επέτρεπαν την πρόσληψη, αλλά σε αρκετούς τομείς και τη μονιμοποίησή τους. Η διεκδίκηση της εργασιακής ισότητάς τους (ακόμη και με αποκλειστικά «γυναικείες» απεργίες, ειδικά στις περιπτώσεις απόλυσής τους) δεν στρεφόταν μόνο προς το κράτος και τους εργοδότες. Ήταν μια συνεχής πάλη μέσα στα συνδικάτα να πείσουν ότι ήταν προς το ταξικό συμφέρον όλων των εργαζόμενων η κατάκτηση της εργασιακής –αλλά και της πολιτικής– ισότητάς τους. Και, βέβαια, διεκδίκησαν και πέτυχαν την ισότιμη συμμετοχή τους στα ίδια τα συνδικάτα, όπως το να έχουν μέσα σ’ αυτά το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι.

Οι γυναίκες πρωτοστατούσαν και στις κινητοποιήσεις στους χώρους κατοικίας.3 Ειδικά μετά την έλευση των προσφύγων και τον άθλιο τρόπο εγκατάστασής τους –με τα λεφτά της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) έγινε το μεγάλο φαγοπότι της εποχής– οι εργατοσυνοικίες έγιναν κέντρα κινητοποιήσεων με διεκδικήσεις που αφορούσαν την καθημερινή επιβίωση (δημιουργία δικτύου ύδρευσης και αποχέτευσης, ασφαλτόστρωση και ηλεκτροφωτισμός). Συχνή, επίσης, πρακτική του μεσοπολεμικού συνδικαλιστικού κινήματος ήταν ότι, στη διάρκεια απεργιών, κινητοποιούταν όλη η συνοικία ή η πόλη, όταν επρόκειτο για επαρχία, στο να συνδράμει με κάθε τρόπο τις/τους απεργούς. Και αυτές τις πρακτικές εργατικής αλληλεγγύης τις οργάνωναν οι γυναίκες.

Το ΣΕΚΕ είχε ήδη από το ιδρυτικό του πρόγραμμα το 1919 ως αίτημα «Το δικαίωμα της ψηφοφορίας και της εκλογής εις άνδρας και γυναίκας για κάθε είδος εκλογής» και στις πρώτες εκλογές που πήρε μέρος, αυτές του 1920, ένα από τα προεκλογικά του συνθήματα ήταν το «Σφυρί - δρεπάνι και ψήφο στο φουστάνι», συνδέοντας την προοπτική της εργατικής εξουσίας με την πάλη για την κατάκτηση δικαιωμάτων μέσα στον καπιταλισμό. Οι ίδιες οι γυναίκες θεωρούσαν τις μάχες για τη νομοθέτηση θεσμικών αλλαγών (το ζήτημα της ψήφου, τις αλλαγές στο εργασιακό και οικογενειακό δίκαιο, το δικαίωμα πρόσβασης σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, τη δημιουργία κοινωνικού κράτους που θα τις ελάφρυνε από τον φόρτο της οικιακής εργασίας) ως μάχες απόλυτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, μάχες που πρωτίστως έπρεπε να δοθούν συλλογικά μέσα στους εργατικούς τους χώρους. Γι’ αυτό και στο φεμινιστικό κίνημα της περιόδου επήλθαν μεγάλες αλλαγές. Ο βασικός του κορμός δεν προέρχονταν πλέον από τα μεσοαστικά στρώματα, αλλά ήταν εργαζόμενες γυναίκες, που και οι ίδιες υφίσταντο αυτές τις εργασιακές ανισότητες. Όταν, μάλιστα, οι πολιτικές αυταπάτες τους για τις βενιζελικές κυβερνήσεις διαλύθηκαν, λόγω της εξαιρετικά φειδωλής έως και ανύπαρκτης για τα γυναικεία αιτήματα πολιτικής τους, οι περισσότερες στράφηκαν στις σοσιαλιστικές ιδέες, στις απόψεις που συνέδεαν την απελευθέρωση της γυναίκας με τη συνολική κοινωνική αλλαγή και στην περίοδο της Κατοχής έδρασαν μέσα στις εαμικές οργανώσεις. 

Από την άλλη πλευρά, στο ΚΚΕ υπήρξε σύγκρουση με τη σταλινική πλέον εκδοχή για το «γυναικείο», μια κομματική γραμμή που επαγγελλόταν τη γυναικεία ισότητα σ’ έναν μελλοντικό σοσιαλιστικό «παράδεισο», αποκόβοντάς την από τις μάχες του σήμερα. Παρότι η Σοβιετική Ένωση είχε την αίγλη ενός κράτους –πρότυπου ισότητας και παρότι τα μέλη του ΚΚΕ ήταν σε συνεχή διωγμό, η συζήτηση αυτή παρέμενε ανοιχτή μέσα στο κόμμα. Μια συζήτηση και μια μάχη που οι γυναίκες την ξαναέδωσαν, με πολύ μαζικότερους και ριζοσπαστικότερους όρους, στο αντιστασιακό κίνημα.

Οι γυναίκες στην Αντίσταση

Η Αντίσταση, η Οργάνωση όπως τη λένε τα μέλη της, ήταν πρώτα απ’ όλα αυτό ακριβώς: ένα τεράστιο οργανωτικό δίκτυο, που ξεκίνησε να στήνεται στις μεγάλες εργατουπόλεις και από κει εξαπλώθηκε παντού. Απέναντι στην πλήρη ανικανότητα του αστικού κράτους να τους προστατέψει, οι άνθρωποι από τα κάτω – και μάλιστα σε συνθήκες ναζιστικής κατοχής – δημιούργησαν δομές πρόνοιας τέτοιες που ποτέ δεν είχε η χώρα. Ταυτόχρονα, η σταδιακή επίγνωση της δύναμής τους, έκανε την Αντίσταση μια παρέμβαση των μαζών με χαρακτήρα όχι μόνο αντικατοχικής αλλά ταξικής σύγκρουσης και ρήξης με το παρελθόν. 

Η Αντίσταση κτίστηκε καταρχάς στις πόλεις. Στους χώρους δουλειάς και στους χώρους κατοικίας. Η εργατική τάξη οργάνωσε τις μεγάλες συγκρούσεις του αντιστασιακού κινήματος: τη μάχη ενάντια στην «πείνα», τη διεκδίκηση, δηλαδή, των βασικών για τη ζωή αγαθών και τη δημιουργία αντίπαλων στη μαύρη αγορά μηχανισμών διανομής τους, τη μάχη ενάντια στην πολιτική επιστράτευση, δηλαδή ενάντια στην καταναγκαστική εργασία και τη μάχη ενάντια στην τρομοκρατία και την καταστολή. Σ’ όλες αυτές τις μάχες, οι γυναίκες ήταν στην πρώτη γραμμή.

Δεν πρόκειται για κάποιου τύπου εμμονή όταν λέμε ότι η εργατική τάξη υπήρξε πρωτοπορία στη δημιουργία αυτού του κινήματος. Εργάτες και εργάτριες έδειξαν ότι, και σε συνθήκες πολέμου και κατοχής, από την ίδια τη θέση τους στην παραγωγή, έχουν τεράστια διεκδικητική δύναμη. Την αρχή την έκαναν οι τριατατικοί.4 Όταν στις 14 Απρίλη του ’42, οι τηλεφωνήτριες κατέβασαν τ’ ακουστικά τους, πάγωσε, κυριολεκτικά, όχι μόνον η δοσίλογη κυβέρνηση αλλά και η ναζιστική πολεμική μηχανή – δεν μπορεί να γίνει πόλεμος χωρίς τηλεπικοινωνίες. Η απεργία εξαπλώθηκε σ’ όλο το δημόσιο, μετατράπηκε σε διαρκείας με αιτήματα όχι μόνον επισιτιστικά αλλά και την απελευθέρωση των συλληφθέντων απεργών. Στις 22 Απρίλη η κυβέρνηση υπαναχώρησε. Οι συλληφθέντες απελευθερώθηκαν, οι απολυμένοι επανήλθαν στις υπηρεσίες τους, οι εκκρεμούσες διώξεις ενώπιον των στρατοδικείων σταμάτησαν. Οι μισθοί αυξήθηκαν έως και 300% και, κυρίως, ενισχύθηκαν με είδη πρώτης ανάγκης οι Εργατοϋπαλληλικοί Συνεταιρισμοί, που ήταν πλέον στον έλεγχο του Εργατικού ΕΑΜ και της Κεντρικής Πανυπαλληλικής Επιτροπής. 

Η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων λειτούργησε ως πρότυπο για όλους τους εργατικούς χώρους αλλά και για την ύπαιθρο. Τα διαλυμένα από τη μεταξική δικτατορία συνδικάτα πέρασαν στα χέρια της Αριστεράς και δομήθηκαν με τρόπους πρωτόγνωρους. Το παράδειγμα των νοσοκομείων είναι χαρακτηριστικό. Κάθε νοσοκομείο είχε την επιτροπή του, αποτελούμενη από εκπροσώπους των νοσηλευτριών, του ιατρικού προσωπικού αλλά και των μόνιμων ασθενών του (αναπήρων πολέμου και φυματικών) και όλες μαζί ενώνονταν στην Παννοσοκομειακή Επιτροπή που συντόνιζε τις κινητοποιήσεις. Η δύναμη της διεκδίκησης και του συντονισμού έφτασε ως την τελευταία γωνιά της χώρας. Με τη μάχη της σοδειάς αγρότες κι αγρότισσες διεκδίκησαν έλεγχο της δικής τους παραγωγής κι έτσι στήθηκε ένα ολόκληρο σύστημα άμεσης συνεργασίας των εργατικών και των αγροτικών συνεταιρισμών. 

Το δίκτυο της Αντίστασης οργανώθηκε και λειτούργησε όχι μόνον στους χώρους δουλειάς αλλά και στις εργατογειτονιές, χάρη στην μεγάλη κινηματική εμπειρία που είχαν οι γυναίκες. Οργάνωσαν και λειτούργησαν τα συσσίτια, τους παιδικούς σταθμούς για τα ορφανά του πολέμου, τα νοσοκομεία του ΕΑΜ. Γυναίκες εκπαιδευτικοί πρωτοστάτησαν στο άνοιγμα των σχολείων. Γυναίκες οργάνωναν τις διαδηλώσεις που ξεκινούσαν από τις συνοικίες τους και κατευθύνονταν και ενώνονταν στο κέντρο της πόλης. Στη διαδήλωση της 5/3/43 που σταμάτησε την ναζιστική πολιτική επιστράτευση, οι γυναίκες στην Αθήνα υπολογίζονται κοντά στις 200.000. Ο Βασίλης Μπαρτζιώτας, μέλος του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ, σε άρθρο του στην ΚΟΜΕΠ τον Αύγουστο του ’43, ζητά να δοθεί «ιδιαίτερη προσοχή» στη στρατολογία των γυναικών «τη στιγμή που οι γυναίκες παίζουν σοβαρό ρόλο και δείχνουν πρωτοφανέρωτη μαχητικότητα στις παλλαϊκές διαδηλώσεις καθώς και στις απεργίες … Απ’ αυτές τις ηρωικές γυναίκες πρέπει να στρατολογήσουμε χιλιάδες στο κόμμα μας … ν’ ανοίξουμε τις πόρτες για μια μαζική στρατολογία γυναικών». 

Παρόλο που οι ποινές για τις αντιστασιακές πράξεις, από τη συμμετοχή σε απεργία ή διαδήλωση, μέχρι το γράψιμο συνθημάτων ή τη μεταφορά παράνομου υλικού (ακόμη και σημειωμάτων) ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, φυλάκιση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και από το ’43 και μετά, όλο και πιο συχνά, η εκτέλεση, ο αριθμός των μελών της Αντίστασης συνεχώς αυξανόταν. Στα πάνω από ένα εκατομμύριο μέλη της Εθνικής Αλληλεγγύης το 75% ήταν γυναίκες, στην ΕΠΟΝ το 43% και στο ΕΑΜ το 35%. Στον Τακτικό ΕΛΑΣ οι αντάρτισσες ήταν περίπου 1.000 και στον Εφεδρικό ΕΛΑΣ αποτελούσαν το 10%, όμως στις βοηθητικές υπηρεσίες του ΕΛΑΣ δούλευαν κυρίως γυναίκες, που ο αριθμός τους δεν μπορεί να υπολογισθεί. Είναι αυτές που ανέλαβαν όλες τις δουλειές που αφορούσαν τη σίτιση και την καθαριότητα του στρατού, ήταν οι σύνδεσμοι, κρατούσαν τις επικοινωνίες και όταν άρχισαν οι ταγματασφαλίτικες και γκεσταπίτικες έφοδοι στις συνοικίες τους και στα χωριά, έμπαιναν στην ένοπλη σύγκρουση. 

Η πολιτικοποίηση των γυναικών της Αντίστασης και το ζήτημα της πάλης για τη χειραφέτησής τους

Η Μαρία Αγριγιαννάκη, εξόριστη κομμουνίστρια στην Κίμωλο στη μεταξική δικτατορία, βουλευτίνα της ΕΔΑ και πρωτοπόρα στο γυναικείο κίνημα, όταν ρωτήθηκε γιατί άλλαξαν στην Αντίσταση οι γυναίκες είπε «Έχει σχέση που άλλαξε όλη η δομή η στερεωμένη, η στρωμένη, η κανονική ζωή, όπως τινάχτηκε στον αέρα η Ελλάδα ολόκληρη… Έτσι ακριβώς –και με μεγαλύτερη δύναμη– το γυναικείο κίνημα, επειδή είναι ζωή και η ζωή είναι πολύ ζωντανό πράγμα. Επειδή το γυναικείο κομμάτι κρατιούνταν πιο πολύ απ’ όλα κλεισμένο και καταπιεσμένο, εκεί ήταν και η δυνατότερη έκρηξη».

Κι όμως, οι μελέτες που αφορούν την ιστορία του γυναικείου κινήματος στην Ελλάδα δεν περιλαμβάνουν την Αντίσταση. Η απουσία αυτή οφείλεται στη θέση ότι, παρόλη τη μαζική τους συμμετοχή, δεν μπορούμε να μιλάμε για χειραφέτηση των αντιστασιακών γυναικών, εφόσον δεν δημιούργησαν ένα αμιγώς γυναικείο κίνημα ως διακριτό διεκδικητικό υποκείμενο, με λόγο και αιτήματα που αφορούν τη γυναικεία καταπίεση. Η συμμετοχή των γυναικών στην Αντίσταση ήταν κυρίως μια αναπαραγωγή των έμφυλων κοινωνικών ρόλων μέσα στο κίνημα –οι γυναίκες «φρόντισαν» το κίνημα. Οι απόψεις αυτές καταλήγουν στο να αρνούνται, εν πολλοίς, τη συνειδητή πολιτική δράση των γυναικών, καθώς ισχυρίζονται ότι οι γυναίκες μετείχαν κυρίως λόγω οικογενειακών δεσμών ή σχέσεων γειτονίας. Προς επίρρωση αυτών των θέσεων επικαλούνται τη ρητορική του ίδιου του ΚΚΕ, που αναπαρήγε τις κυρίαρχες αντιλήψεις για την οικογένεια ως σεβαστού θεσμού, καλούσε τις γυναίκες να συμμετάσχουν στο κίνημα ως μάνες, κόρες κι αδελφές και είχε αυτοχριστεί φύλακας της τιμής των αντιστασιακών γυναικών. 

Πέρα από το προφανές, ότι η προνοιακή δράση των γυναικών έσωσε, κυριολεκτικά, τους ανθρώπους, η έξοδος στη δημόσια σφαίρα με όρους κινηματικούς, με οποιονδήποτε μορφή κι αν αυτή συμβαίνει, ανοίγει το παράθυρο της ριζοσπαστικοποίησης. Το παράδειγμα των συσσιτίων, που σχεδόν εξολοκλήρου είχαν αναλάβει οι γυναίκες, είναι πολύ χαρακτηριστικό. Τα συσσίτια λειτούργησαν ως εκρηκτικοί μηχανισμοί στα θεμέλια της οικογένειας. Μια λειτουργία που εθεωρείτο καθαρά ιδιωτική – η διατροφή ως καθήκον της οικογένειας, δηλαδή της γυναίκας – μετατράπηκε σε συλλογική λειτουργία, χτυπώντας έτσι στη καρδιά του το οικιακό καπιταλιστικό ιδεώδες. 

Μπορούμε να γεμίσουμε άπειρες σελίδες με κείμενα της ηγεσίας του ΚΚΕ που βρίθουν από έμφυλα στερεότυπα, να στήσουμε θεωρίες πάνω σ’ αυτά και να προβούμε έτσι σε βαθμολόγηση της πολιτικοποίησης, της ταξικότητας και της χειραφέτησης των αγωνιστριών. Τέτοιου είδους αναλύσεις είναι ρηχότατες, καθώς αγνοούν μια βασική παράμετρο στη μελέτη του κινήματος: τις συγκρούσεις που δίνονταν μέσα στις γραμμές του κόμματος και των εαμικών οργανώσεων, όχι μόνον για το γυναικείο, αλλά για δεκάδες πολιτικά ζητήματα και που είναι οι πραγματικοί δείκτες για την πολιτικοποίηση των μελών του. 

Αν η μια πλευρά της περιόδου ήταν η βαρβαρότητα της φασιστικής κατοχής, η άλλη ήταν η πλευρά ενός ολόκληρου κόσμου που, καθώς αντιστεκόταν σ’ αυτή τη βαρβαρότητα, καθώς αποκτούσε αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία από τις νίκες του, οραματιζόταν τη μελλοντική κοινωνία που θα κτίσει. Οι γυναίκες οργάνωναν συζητήσεις για τα οικονομικά συμφέροντα που δημιουργούν τις ανισότητες, για τη διπλή εκμετάλλευσή τους στη δουλειά και στο σπίτι, για το ότι οι εργοδότες χρησιμοποιούν τις γυναίκες ως εφεδρικό εργατικό δυναμικό, για την πάλη των γυναικών και σε προσωπικό επίπεδο, πχ να σπουδάσει για να βγει από το σπίτι, για να έχει δικαιώματα ίδια με τον άντρα. Συζητούσαν για το θέμα της «αστικής» και της «επαναστατικής ηθικής», το ζήτημα του έρωτα, το ποιο θα ήταν το μοντέλο που θα αντικαθιστούσε στον σοσιαλισμό τον ξεπερασμένο αστικό γάμο. Ακόμη και με συμβολισμούς εξαιρετικά νεωτερικούς, όπως της ηθοποιού, μέλους του ΕΑΜ Θεάτρου, Ολυμπίας Παπαδούκα, που δήλωνε, στη θέση του πατρώνυμου, το όνομα της μητέρας της, Ολυμπία Βασιλικής Παπαδούκα, συγκρούονταν με το θεσμό της αστικής οικογένειας. Η γνωστή ηθικολογική εντολή του ΚΚΕ «Πρώτα θα κοιτάτε το νεκροταφείο και μετά τις συναγωνίστριες», το περίφημο άρθρο 10, «παραβιάστηκε» αμέτρητες φορές, καθώς οι άνθρωποι ζούσαν, μέσα στην ένταση του αγώνα, σχέσεις που σάρωναν οποιαδήποτε κομματική εντολή. 

Στις εαμικές οργανώσεις και κυρίως στο ΚΚΕ, που είχε φτάσει πλέον να μετρά μισό εκατομμύριο μέλη –μέλη που πρωτοστατούσαν στο κίνημα– υπήρχε έντονη ιδεολογική σύγκρουση. Οι γυναίκες έβαζαν όχι μονάχα τα ζητήματα της γυναικείας καταπίεσης στον καπιταλισμό – που, εκ των πραγμάτων, δεν μπορούσαν στην περίοδο της Κατοχής να τεθούν ως ζητήματα θεσμικών διεκδικήσεων –αλλά απαιτούσαν να επιλυθούν ζητήματα ανισότητας μέσα στις οργανώσεις τους. Αντιδρούσαν στην «προστασία» των ανδρών συντρόφων τους, γιατί τη θεωρούσαν, και ορθά, ως υποτίμηση των δυνατοτήτων τους. Συγκρούονταν με κομματικές απαγορεύσεις και έδιναν μάχες με την ηγεσία ότι μπορούν να αναλάβουν όλα τα καθήκοντα εξίσου καλά με τους άνδρες συναγωνιστές τους. Και φυσικά, δεν μπήκε καν υπό διαπραγμάτευση η ψήφος τους στις εκλογές της ΠΕΕΑ, την άνοιξη του ’44.

Οι γυναίκες επέλεξαν να οργανωθούν κατά εκατοντάδες χιλιάδες στις οργανώσεις του ΕΑΜ, δηλαδή στην Αριστερά. Όπως λέει η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη, «Επειδή στην πραγματικότητα πάλευαν για κάτι που πίστευαν, για μια άλλη κοινωνία. Το όραμα της λαοκρατίας που είχε βάλει το ΕΑΜ μπορεί να ήταν θολό και όχι ακριβώς καθορισμένο για πώς θα ήταν αυτή η λαοκρατία, αλλά οι γυναίκες ονειρεύτηκαν μια άλλη κοινωνία στην οποία θα υπήρχε ισότητα». Από τη Μαίρη Λεοντιάδου, πλύστρα από τον Πειραιά, που εκτελέστηκε στις φυλακές Αβέρωφ γιατί αρνήθηκε να καταδώσει τον συναγωνιστή που της είχε δώσει να φυλάξει ένα πιστόλι, και που τα τελευταία της λόγια, όπως διηγούνται οι συγκρατούμενές της, ήταν «Αν είναι να χορτάσει ο κόσμος ψωμί όπως δεν το χόρτασα εγώ, ας πάει και το δικό μου το κορμί»5 μέχρι την καπνεργάτρια που, όταν ο Παπαστράτος τους έβγαλε λόγο λίγο πριν την Απελευθέρωση για το πόσο καλός θα είναι μαζί τους μετά την Κατοχή, του φώναξε «τότε που λες ότι θα μας τα δώσεις, θα τα πάρουμε μονάχοι μας. Και το κράτος ακόμη θα το πάρουμε εμείς στα χέρια μας».6

Το όραμα αυτής της άλλης κοινωνίας χάθηκε όχι γιατί η ριζοσπαστικοποίηση των αγωνιστριών και των αγωνιστών δεν ήταν αρκετά «βαθιά». Το κίνημα της Αντίστασης έχασε τη μάχη για την εργατική εξουσία και τις αιτίες της ήττας πρέπει να τις αναζητήσουμε στον πολιτικό οργανωτή αυτού του κινήματος, στο ΚΚΕ και στο ότι η συνολική προοπτική του δεν ήταν επαναστατική.7

Η αντίπαλη πλευρά σ’ αυτή την ταξική σύγκρουση είχε μια καθαρότατη εικόνα για το τι είχε να αντιμετωπίσει. Γι’ αυτό και οι γυναίκες, αρνούμενες κατά χιλιάδες να επανεγκλωβιστούν στα παλιά πρότυπα, έγιναν στόχοι μιας εξαιρετικής αγριότητας επίθεσης σε κάθε επίπεδο, σωματικό ή ψυχολογικό. Εκβιάστηκαν με το νόμο περί «συλλογικής ευθύνης» που εκτόπισε τις οικογένειές τους, τους πήραν τα παιδιά τους, τις φυλάκισαν, τις εξόρισαν, τις βίασαν, τις βασάνισαν, τις εκτέλεσαν, έγιναν πρόσφυγες, ακόμη και στον ίδιο τους τον τόπο, καθώς όλες οι «πόρτες ήταν κλειστές» γι’ αυτές για πολλά χρόνια ή και για όλη την υπόλοιπη ζωή τους. 

Αν μείνουμε όμως μόνον στις εικόνες της ήττας, χάνουμε την πολιτική ουσία. Η μαζική έξοδος των γυναικών που συντελέστηκε κατά την Αντίσταση όχι απλώς στη δημόσια σφαίρα, αλλά με όρους κοινωνικής ανατροπής, έφερε την αντίπαλη πλευρά σε κατάσταση πανικού. Έτσι εξηγείται η ακραία βία απέναντί τους, έτσι εξηγείται η επίθεση που έγινε σε συλλογικό επίπεδο στις γυναίκες. Τα γυναικεία δικαιώματα βρέθηκαν πίσω και από τις μεσοπολεμικές κατακτήσεις· το στοιχειώδες πλέον αστικό δικαίωμα για την ψήφο αντιμετωπίστηκε με συνεχείς παλινωδίες εκ μέρους των δεξιών κυβερνήσεων. Η βουλευτής της ΕΡΕ και πρώτη γυναίκα υπουργός, Λίνα Τσαλδάρη, στον προεκλογικό της λόγο το ’56 – στις πρώτες εθνικές εκλογές που οι γυναίκες μετέχουν ολοκληρωτικά – έδωσε το στίγμα αυτού του πανικού των νικητών: «Μη νομίζετε εξ άλλου ότι αι γυναίκες μετέχουσαι του πολιτικού βίου πρόκειται να εγκαταλείψουν το σπίτι τους και την οικογένειάν τους, ως τινές υπεστήριζαν εις το παρελθόν. Τα πρώτα των καθήκοντα θα είναι αι οικογενειακαί υποχρεώσεις και θα είναι πάντοτε η Ελληνίς το στήριγμα της οικογενείας». 

Οι γυναίκες της Αντίστασης και οι κόρες τους είχαν διαφορετική άποψη. Στις εκλογές του ‘58 η ΕΔΑ έγινε, σε μεγάλο βαθμό χάρη στη γυναικεία ψήφο, αξιωματική αντιπολίτευση. Και στη δεκαετία του ’60, οι γυναίκες, από τις λαμπράκισσες μέχρι τις εργάτριες των Ιουλιανών, βρέθηκαν και πάλι στην πρώτη γραμμή των αγώνων.8 n

 

Σημειώσεις

1. Καμπαγιάννης Θανάσης, Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα 1918 – 1926, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2007.

2. Για τους εργατικούς αγώνες των γυναικών ενδεικτικά βλ. Παπαστεφανάκη Λήδα, Εργασία, τεχνολογία και φύλο στην ελληνική βιομηχανία, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2009.

3. Για τις κινητοποιήσεις στους τόπους κατοικίας της εργατικής τάξης ενδεικτικά βλ. Λεοντίδου Λίλα, Πόλεις της σιωπής, Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά, 1909 – 1940, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2001.

4. Αρχείο ΑΔΕΔΥ, πρακτικά ημερίδας «Το Δημοσιοϋπαλληλικό Κίνημα την περίοδο 1941-1944», Μάιος 2006, εισήγηση Πανίδου Σταυρούλα, Συνδικαλιστική οργάνωση και κινητοποιήσεις των δημοσίων υπαλλήλων την περίοδο της Κατοχής. 

5. Βερβενιώτη Τασούλα, Η γυναίκα της Αντίστασης, Οδυσσέας, Αθήνα, 1994.

6. εφ. Προλετάριος και Διεθνιστής της κατοχής, Αθήνα (ανατύπωση Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη), 1986.

7. Μπόλαρης Λέανδρος, Αντίσταση, η Επανάσταση που χάθηκε, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2012, Λυμπεράτος Μιχάλης, Στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006. 

8. Στύλλου Μαρία, Η πάλη για την απελευθέρωση των γυναικών, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2019.