Άρθρο
ΣΥΡΙΖΑ - Πόσο ακόμα πιο δεξιά;

Η Μαρία Στύλλου εξηγεί γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να γίνει το νέο ΠΑΣΟΚ και πού τον οδηγεί αυτή η επιλογή

 

Ο Μητσοτάκης παραδέχεται ανοιχτά ότι η κυβέρνησή του βρίσκεται μπροστά στη χειρότερη κρίση (οικονομία, επιδημία, πρόσφυγες), φοβάται ότι τα πράγματα βγαίνουν εκτός ελέγχου και φοβάται πολύ περισσότερο τις αντιδράσεις. Το εργατικό κίνημα, τις απεργίες, το αντιρατσιστικό κίνημα, τον κόσμο που άνοιξε μια παρατεταμένη περίοδο αντίστασης από την εκλογή του μέχρι σήμερα. Είναι η μεγαλύτερη κρίση της κυβέρνησης και από πάνω και από κάτω. Προφανώς γαντζώνεται για να μην καταρρεύσει και ζητάει στήριξη και συνεργασία από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. 

Τα μάτια του κόσμου είναι δικαίως στραμμένα προς τα αριστερά. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μην είναι πια κυβέρνηση αλλά είναι το δεύτερο κόμμα στη Βουλή, τριπλάσιο μέχρι τετραπλάσιο από το ΚΙΝΑΛ – το παλιό ΠΑΣΟΚ δηλαδή την επίσημη σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα. Όλα αυτά τα ξέρουμε, αλλά χρειάζεται να τα ξαναθυμηθούμε μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, απαντώντας στο ερώτημα: πού βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ σ’ αυτήν την κρίση της κυβέρνησης και του συστήματος; Οργανώνει τους αγώνες και τις αντιστάσεις; Παρακολουθεί εξ αποστάσεως; Ή ψάχνει τρόπους να συνεργαστεί και να στηρίζει τις βασικές επιλογές της κυβέρνησης του Μητσοτάκη; 

Η απάντηση είναι το τρίτο. Στηρίζει τις κρίσιμες αποφάσεις της κυβέρνησης για την ΑΟΖ, την πολεμική συνεργασία με Μακρόν και Τραμπ για την περιοχή και διεκδικεί σκληρότερη αντιμετώπιση για την Τουρκία. Το «βυθίσατε το Χόρα» του Αντρέα Παπανδρέου το 1976 έχει γίνει γραμμή του Τσίπρα. Ίδια αντιμετώπιση και για τους πρόσφυγες. Η ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ για τους πρόσφυγες έχει κάνει κοινή σύσκεψη με αντίστοιχο κλιμάκιο της τωρινής κυβέρνησης με στόχους την καλύτερη εφαρμογή της Συμφωνίας Τσίπρα – Ε.Ε., τα κλειστά σύνορα, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις απελάσεις.

Όσο για τους αγώνες που δίνει το εργατικό κίνημα από την εκλογή της κυβέρνησης του Μητσοτάκη μέχρι σήμερα η απάντηση είναι σαφής: δεν τους στηρίζει, δεν τους οργανώνει και τις πιο πολλές φορές η ηγεσία του κινείται ενάντια στον κόσμο του, ακόμα και σε όσους συνδικαλιστές του αναγκάζονται να ψηφίσουν και να στηρίζουν αυτές τις μάχες. 

Κοινό συμπέρασμα, στη μεγαλύτερη κυβερνητική κρίση, αλλά και του συστήματος, ο ΣΥΡΙΖΑ πάει πιο δεξιά. Γιατί όλα αυτά;

Τι σχέση έχει το παρελθόν µε το µέλλον;

Ο ΣΥΡΙΖΑ πηγαίνει για συνέδριο στις αρχές Μάη και κυκλοφόρησε κείμενο απολογισμού περίπου 90 σελίδων για την περίοδο από το 2012. Είναι ένας χρήσιμος και αποκαλυπτικός απολογισμός. Αποκαλύπτει γιατί η στρατηγική «και με το νεοφιλευθερισμό και ενάντια του» οδηγεί στις χειρότερες δεξιές προσαρμογές και σε σύγκρουση με την τάξη που εξασφάλισε την άνοδο της αριστεράς σε πρώτο κόμμα και έδωσε τη δυνατότητα για την «πρώτη φορά  κυβέρνηση της αριστεράς στην Ελλάδα» και σε όλη την Ευρώπη. 

Σύμφωνα με το κείμενο αυτό, το πρώτο εξάμηνο του 2015 «φάνηκε τότε σαν να μη συνδέουμε απτά τη στρατηγική μας για έναν αμοιβαίως γόνιμο συμβιβασμό με τα τακτικά βήματα της διαπραγμάτευσης και, τελικά, να υποβαθμίζουμε το καθαυτό πολιτικό έργο σε διαπάλη –και κάποτε καυγά– μεταξύ αφηρημένων ιδεών».1 

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο ΣΥΡΙΖΑ μιλάει για στρατηγική «αμοιβαίως γόνιμου συμβιβασμού». Ο Γιάννης Δραγασάκης, ένας από τους τρεις συντάκτες του απολογισμού (οι άλλοι δυο είναι ο Θοδωρής Δρίτσας και ο Αριστείδης Μπαλτάς) υποστήριξε σε κείμενά του το 2013 ότι μια κυβέρνηση της αριστεράς μπορεί να είναι με επιτυχία και με τη διαπραγμάτευση και με τις μονομερείς ενέργειες:

“Το δίπολο ‘διαπραγμάτευση ή μονομερείς ενέργειες’ αναδεικνύεται ορισμένες φορές με έναν τρόπο διλημματικό και διχαστικό. Οι καθεστωτικές δυνάμεις κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ ότι το πρόγραμμά του αντικειμενικά οδηγεί σε μονομερείς ενέργειες -που θεωρούνται παντού και πάντα επικίνδυνες- ενώ δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, αλλά εσχάτως και το ΚΚΕ, κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ για το αντίθετο. Ότι δεν έχει ως πολιτική του τη, σε κάθε περίπτωση, μονομερή ακύρωση του χρέους και των δανειακών συμβάσεων.

Είναι, όμως, αμοιβαία αποκλειόμενες η διαπραγμάτευση και οι μονομερείς αποφάσεις; 

Η επιλογή [του ΣΥΡΙΖΑ] δεν αποκλείει ούτε τη διαπραγμάτευση ούτε τη μονομερή ενέργεια ως στοιχεία μιας στρατηγικής που εκτυλίσσεται ανάλογα με την εξέλιξη των συσχετισμών”.2

Ουσιαστικά περιγράφουν μια στρατηγική συμβιβασμών και με την Ε.Ε. και με τον ΣΕΒ, και με τον Τραμπ, και με τον Νετανιάχου, και με το ΝΑΤΟ, και με τον Λάτση. Είναι η στρατηγική με την οποία έγιναν όλες οι υποχωρήσεις:

-Η συμφωνία να κλείσουν τα σύνορα με υπογραφές Ελλάδας, Γερμανίας και Τουρκίας που έγινε το Μάρτη του 2016, δυο μήνες μετά το συγκλονιστικό συλλαλητήριο στον Έβρο από τον κόσμο της αριστεράς, του αντιρατσιστικού και του εργατικού κινήματος.

-Οι υπογραφές για να ιδιωτικοποιηθούν τα λιμάνια (Πειραιάς και Θεσσαλονίκη), ο δημόσιος σιδηρόδρομος ΟΣΕ, οι μεγάλες κρατικές εκτάσεις όπως το αεροδρόμιο του Ελληνικού, αλλά και να μπουν οι ιδιώτες στην υγεία, στην παιδεία, στους δήμους, αποδομώντας κομμάτι κομμάτι το κράτος πρόνοιας, ήταν των υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ. Και βέβαια ο Νόμος Κατρούγκαλου για το ασφαλιστικό, τις συντάξεις και τα ταμεία.

-Η συνεργασία με τον Τραμπ και το Ισραήλ (το πιο πιστό τσιράκι του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή και το πιο παλιό) σήμαινε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε συνέχεια στις πολιτικές επιλογές του ελληνικού καπιταλισμού. 

Γιατί τα αναφέρουμε αυτά σήμερα που στην κυβέρνηση είναι η Νέα Δημοκρατία και όχι ο ΣΥΡΙΖΑ; 

Για να δώσουμε και την εικόνα των καθηκόντων που έχουμε μπροστά μας, αλλά πάνω απ’ όλα για να εξηγήσουμε γιατί αυτή τη στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ πηγαίνει για συνέδριο χωρίς να έχει διδαχτεί τίποτα από το αδιέξοδο παρελθόν και γι’ αυτό συνεχίζει στην αντιπολίτευση με τον ίδιο τρόπο και κάτω από μεγαλύτερες πιέσεις.

Ο ΣΥΡΙΖΑ πηγαίνει πιο δεξιά μετά τις εκλογές γιατί αποδέχεται και προσαρμόζεται στις καινούργιες πιέσεις που είναι ακόμα πιο μεγάλες.

Η οικονομική κρίση προχωράει προς μια νέα βουτιά. «Ο ΟΟΣΑ προειδοποιεί ότι ο ο κορονοϊός απειλεί να μειώσει την παγκόσμια ανάπτυξη στο μισό».3 Ο κορονοϊός είναι το «κερασάκι» στην παγκόσμια οικονομία που ακόμα σέρνεται από τον ιό της κρίσης του 2007, και δεν μπορεί να ανάκαμψει. 

Αυτό είναι το υπόβαθρο που καθορίζει και τις γεωπολιτικές εξελίξεις παντού, και στη Μέση Ανατολή και την Τουρκία, τους πολέμους και τους χιλιάδες πρόσφυγες που θέλουν να σπάνε φράχτες και σύνορα για μια καλύτερη ζωή. 

Και ταυτόχρονα μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες ξεδιπλώνεται ένα τεράστιο κύμα μαζικών εκρήξεων που απλώνεται από χώρα σε χώρα, που ξεκίνησε το 2019 από «ασήμαντες αφορμές ή μικρά πράγματα» και ρίχνει κυβερνήσεις, δημιουργεί καινούργια συνδικάτα, παλεύει ενάντια σ’ένα σύστημα απάνθρωπο και ανεβάζει κόμματα της αριστεράς με πιο πρόσφατο παράδειγμα στην Ιρλανδία.

Αυτή η εικόνα είναι πιο πολωμένη και πιο συγκρουσιακή από το 2012 και το 2015.  Και απέναντι σ’ αυτό γίνεται πολύ καθαρό ότι τα κόμματα της αριστεράς -και συγκεκριμένα ο ΣΥΡΙΖΑ- χρειάζεται να διαλέξουν. Το «και με τους μεν και με τους δε» δεν δουλεύει. Κόμματα που φοβούνται ότι στήριξη στους αγώνες του κόσμου που αντιστέκεται σημαίνει εξελίξεις εκτός ελέγχου πηγαίνουν δεξιά. Κάτω απ’ αυτές τις πιέσεις η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ είναι να γίνει κόμμα του κέντρου.

Σχέση ρεφορµιστικού κόµµατος και εργατικής τάξης

Υπάρχουν απόψεις που προσπαθούν να θεωρητικοποιήσουν αυτή τη στροφή: «Αλλάζουμε στρατηγική στον ΣΥΡΙΖΑ γιατί τώρα πια δε μπορούμε να μιλάμε για εργατική τάξη των εργοστασίων αλλά εργατική τάξη του διαδίκτυου».4 

Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι αυτή η εικόνα για την τάξη είναι λάθος. Παρά την κρίση και τα κλεισίματα βιομηχανιών στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς, παρά τις αλλαγές που κάνουν οι καπιταλιστές στον τρόπο και στην οργάνωση της παραγωγής, η εργατική τάξη έχει μεγαλώσει. Ο καπιταλισμός συγκεντρώνει την εργατική τάξη σε μεγάλες πόλεις, σε μεγάλους χώρους δουλειάς και εκεί προσπαθεί να εξασφαλίσει την εκμετάλλευση εργατών και εργατριών στο μεγαλύτερο δυνατό σημείο που μπορεί. 

Οι νέοι «εκσυγχρονιστές» του ρεφορμισμού υποτιμώντας λαθεμένα την εργατική τάξη προσανατολίζονται προς τη «μεσαία τάξη». Και αυτή η τάση είχε εκδηλωθεί από παλιότερα, π.χ. στην περσινή προεκλογική εκστρατεία, αλλά τώρα παίρνει μονιμότερες διαστάσεις.  

Και σε αυτή την περίπτωση υπάρχει άγνοια σε δυο επίπεδα. Πρώτο, η κατηγορία του μεσοστρώματος είναι αμφισβητούμενη γιατί μπορεί με τον ίδιο χαρακτηρισμό να περιγράφει διαφοροποιήσεις που υπάρχουν στις αμοιβές, στις συνθήκες, και στη δουλειά που κάνουν διάφορες ειδικότητες και κατηγορίες εργαζομένων και ταυτόχρονα να συγχέει αυτά τα τμήματα της εργατικής τάξης με μια κατηγορία στελεχών που συγκροτούν το πιο ψηλό κομμάτι της κρατικής γραφειοκρατίας, των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων. Αυτό το δεύτερο κομμάτι είναι ένα ενδιάμεσο στρώμα που μεσολαβεί, τις περισσότερες φορές σε συνεργασία με τους ιδιοκτήτες-επιχειρηματίες, τραπεζίτες, υπουργούς, για τον έλεγχο των εργαζομένων. Επιπλέον, βρισκόμαστε σε εποχές όπου η δυνατότητα κινητικότητας προς τα πάνω μέσα στην εργατική τάξη κλείνει.  Ενδεικτικά, σε πρόσφατο πίνακα των Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς υπήρχε η εικόνα ότι «τα πιο φτωχά τμήματα πρέπει πια να περιμένουν τα επόμενα 100 χρόνια σε Ευρώπη και Αμερική για να γίνουν υψηλόμισθοι».5

Η απασχόληση με το διαδίκτυο ή μέσω διαδίκτυου, οι αλλαγές στη μορφή απασχόλησης, επικοινωνίας και οργάνωσης της εργασίας δεν αφαιρούν από τη μάζα των εργαζομένων ούτε τη συλλογικότητα, ούτε τις διεκδικήσεις, ούτε τη σημασία της συλλογικής δράσης και οργάνωσης μέσα από τα συνδικάτα, μέσα από απεργίες, καταλήψεις και διαδηλώσεις. 

Οι θεωρίες ότι η εργατική τάξη εξαφανίζεται έρχεται στη μόδα κάθε φορά που τα κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς βρίσκονται μπροστά στη διχάλα να πάρουν κρίσιμες αποφάσεις. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίχτηκε στη δύναμη των εργατικών αγώνων για να κερδίσει τις εκλογές του Γενάρη του 2015, αλλά βήμα-βήμα στην κυβέρνηση κάθε μέτρο, κάθε απόφαση, κάθε επιλογή ήταν το κτύπημα αυτής της τάξης.

Στον απολογισμό των 90 σελίδων αποδίδει την άνοδο της δύναμης του το 2012 αλλά και στη συνέχεια, στους «αγανακτισμένους», στις πλατείες, στα κινήματα. Αλλά χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε ότι μέσα σε όλα αυτά τα κινήματα κινείται ανοργάνωτα ή οργανωμένα μια τεράστια εργατική τάξη. Αυτό καθόρισε και τη συνέχεια των αγώνων. Η μεγάλη καμπή που τσάκισε την κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ και άνοιξε το δρόμο για την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ήταν η κατάληψη της ΕΡΤ.

Η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ τότε, και η αντιμετώπιση που είχε απέναντι στην εργατική τάξη από τότε, αντίληψη που μοιράζονταν στελέχη και οργανώσεις που οργανώναν όλοι όλο το εγχείρημα, καθόρισε και την αντιμετώπισή του αμέσως μετά τις εκλογές. Απέναντι σε μια κυρίαρχη τάξη στην Ελλάδα αλλά και στο επιτελείο της Ε.Ε., η αντιμετώπισή του ποτέ δεν ήταν στηρίζουμε τους εργατικούς αγώνες, τις διεκδικήσεις, τη μάχη για να καταργηθούν τα προηγούμενα μνημόνια που ήταν περιεχόμενο των μεγάλων πανεργατικών. Αυτές οι απεργίες είχαν αναγκάσει ακόμα και τις πιο συντηρητικές ηγεσίες των συνδικάτων να καλύψουν. Μια τέτοια στρατηγική θα έδινε φτερά στο εργατικό κίνημα που έβγαινε γεμάτο ενθουσιασμό απ’ αυτή τη νίκη και μπορούσε να μπει μπροστά παίζοντας καθοριστικό ρόλο στις κρίσιμες εξελίξεις.

Ένα δύσκολο συνέδριο

Οι αντιδράσεις για την προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ, το στόχο να γίνει δεύτερη κυβέρνηση της κεντροαριστεράς, να πάρει και επίσημα τη θέση της δεξιάς σοσιαλδημοκρατίας είναι δύσκολο να περάσει. Δεν είναι μόνο η αλλαγή του ονόματος που θα ήθελε να κάνει, αλλά και η στροφή σε κόμμα του Κέντρου που έχει σημάνει ήδη να έχουν αναλάβει την ηγεσία του «νέου κόμματος» ένα μέρος της παλιάς ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ σε συνεργασία με κεντρώους, Πασόκους και δεξιούς παράγοντες που θέλουν να παίξουν καθοριστικό ρόλο και στο συνέδριο, αλλά και στην πολιτική αυτού του καινούργιου κόμματος. Με το επιχείρημα «δε θέλουμε να γυρίσουμε στο κόμμα του 3%», στόχος είναι να γίνει το κόμμα του Σημίτη και του Γιώργου Παπανδρέου. 

Το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Η στροφή σε μια δεξιά σοσιαλδημοκρατία με τον πρωταγωνιστικό ρόλο των συνεργατών, αλλά πάνω απ’ όλα με την αλλαγή συμμαχιών, ονόματος, προγράμματος και λειτουργίας, έχει ήδη ξεσηκώσει μεγάλες αντιδράσεις στο εσωτερικό του. Στα μέλη του, στη νεολαία, ακόμα και σε άτομα της ηγεσίας.

Το ό,τι προηγείται το συνέδριο της Νεολαίας (το μεγάλο κόλπο για την ηγεσία που θέλει να μπετονάρει τη νεολαία στο να γίνει ΠΑΣΠ στη θέση της ΠΑΣΠ) θα μεγαλώσει τις διαφωνίες. Τα περισσότερα μέλη της νεολαίας προέρχονται από τις σχολές, η δύναμη και οι ιδέες της αριστεράς στους φοιτητές είναι μεγάλη, η χρονιά άνοιξε με μάχες, καταλήψεις και όλα αυτά μεγαλώνουν τις πιέσεις, και τις εσωτερικές συγκρούσεις.

«Κόμμα ανοιχτό στην ένταξη μελών, αλλά όχι στην ένταξη μηχανισμών…  Πρόγραμμα ριζοσπαστικό για δεύτερη φορά αριστερά αλλά ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα…» κλείνει την παρέμβαση του στην Αυγή (1/3) ο Αντώνης Παπαζαχαρίου. 

Στην Ιταλία το Κ.Κ. άλλαξε το όνομα του, και από Κ.Κ. έγινε Δημοκρατικό Κόμμα και πέταξε τελείως τα παλιά απομεινάρια περί κυβέρνησης της αριστεράς. Έγινε ένα κόμμα του νεοφιλευθερισμού, με πρωθυπουργό τον Ρέντζι που εφάρμοσε σκληρό πρόγραμμα περικοπών, ανεργίας, κατάργησης συλλογικών συμβάσεων και αντιδημοκρατικών αλλαγών στο Σύνταγμα. Αυτές οι εξελίξεις άνοιξαν το δρόμο στη Λίγκα του Σαλβίνι να απλώσει την επιρροή της στα μεγάλα εργατικά κέντρα του Βορρά και στις πόλεις κάστρα του Κ.Κ. 

Αυτή την εξέλιξη, αυτό το έγκλημα δεν πρέπει να αφήσουμε να γίνει και εδώ, και σ’ αυτό ο ρόλος του επαναστατικού κόμματος είναι καθοριστικός. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας περνάει τη μεγαλύτερη κρίση από την εκλογή της. Η προοπτική δεν είναι η σταθεροποίηση αλλά μεγαλύτερη κρίση, αστάθεια και αδιέξοδο. 

Αυτά σημαίνουν τρία πράγματα. Το πρώτο ότι η αριστερά δεν μπορεί να λειτουργήσει σαν σανίδα σωτηρίας και να προδώσει, να πουλήσει τις μεγάλες μάχες που δίνει η εργατική τάξη και το κίνημα. Στηρίζουμε και οργανώνουμε όλες τις μάχες του εργατικού κινήματος συγκεκριμένα και ασταμάτητα. Το εργατικό κίνημα παλεύει για να τα πάρει όλα πίσω. Δουλειές, αυξήσεις, προσλήψεις, συνδικάτα, κρατικοποιήσεις, μέχρι το τέλος.

Η δύναμη του εργατικού κινήματος είναι η ενότητα και η συλλογικότητα. Αυτό σημαίνει χωρίς διακρίσεις, χρώμα, εθνικισμούς και πατριωτισμούς που χωρίζουν και δίνουν τη δύναμη στη δεξιά, ακροδεξιά και φασίστες. Η αριστερά είναι αντιρατσιστική και διεθνιστική και παλεύει όχι για να κερδίσει τις εκλογές, αλλά για να ανατρέψει αυτό το σύστημα, για τη δημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας για τις ανάγκες των πολλών, για την απελευθέρωση των καταπιεσμένων για να έχουν τον έλεγχο οι παραγωγοί του πλούτου και όχι οι καπιταλιστές. Μόνο μια αριστερά που στηρίζει, παλεύει και κερδίζει στην επαναστατική προοπτική μπορεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες εξελίξεις, και τις ανάγκες των κοινωνιών έτσι όπως διαμορφώνονται σήμερα.

Πώς γίνεται να είναι η αριστερά σήμερα και επαναστατική και ανοιχτή; Μήπως αυτά τα δύο βρίσκονται σε αντίφαση μεταξύ τους; Όχι, εάν είναι ενιαιομετωπική. Εάν απευθύνεται και συνεργάζεται με όλη την αριστερά – απευθύνεται και παλεύει μαζί με τον κόσμο των ρεφορμιστικών κομμάτων, και του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή είναι η εμπειρία του ΣΕΚ και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα και το δυνάμωμα των αγώνων, αλλά και των επαναστατικών ιδεών και της προοπτικής.

Αυτό σημαίνει συμμετοχή στη συζήτηση που αυτή την περίοδο γίνεται μέσα σε όλη την αριστερά και ιδιαίτερα στα ρεφορμιστικά κόμματα. Στη νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ, στους συνδικαλιστές/τριες του ΣΥΡΙΖΑ, στις γυναίκες, στις γειτονιές. Το ίδιο ισχύει και για το ΚΚΕ. Η συζήτηση μέσα στο ΚΚΕ για τη σχέση του με τα άλλα κόμματα της αριστεράς, με τη νεολαία, με τα συνδικάτα έχει φουντώσει. Εάν μετά τις εκλογές του Ιούλη το ΣΑΚ κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Η Ν.Δ. “θέλει” αλλά δυσκολεύεται, και εμείς δεν θα τους αφήσουμε», τώρα μετράμε και πώς θα τους σταματήσουμε, και πώς θα τους ανατρέψουμε αλλά και πώς θα ανοιξουμε το δρόμο για την προοπτική της συνολικής απελευθέρωσης από τα δεσμά και εγκλήματα αυτού του σάπιου συστήματος. 

 

Σημειώσεις

1. Σχέδιο απολογισμού ΣΥΡΙΖΑ 2012-2019 (εισήγηση), Φεβρουάριος 2020

2. Κυβέρνηση της Αριστεράς, συλλογικό, εκδόσεις Τόπος, 2013, σελ.34-35

3. Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, Τρίτη 3 Μάρτη 2020

4. Δήλωση της Δώρας Αυγέρη, βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ σε άρθρο που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα των Συντακτών (29 Φλεβάρη 2020)

5. Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, Δευτέρα 24 Φλεβάρη 2020