Ο Γιώργος Ράγκος ξετυλίγει το κουβάρι των σκανδάλων αλλά και των κοινωνικών αντιφάσεων που χαρακτηρίζουν τη βιομηχανία της μπάλας.
«Όταν απειλείται με διχασμό η ελληνική κοινωνία, η οποία είναι τραυματισμένη από το πρόσφατο παρελθόν, η ανάληψη νομοθετικής πρωτοβουλίας από την κυβέρνηση, είναι στάση ευθύνης. Η ενότητα είναι αναγκαίος όρος προόδου όχι μόνο στον αθλητισμό αλλά και ευρύτερα. Η κυβέρνηση οφείλει να διασφαλίσει τη συνοχή της κοινωνίας, να μην επιτρέψει ένα νέο κοινωνικό διχασμό, με αφορμή το συγκεκριμένο θέμα του ποδοσφαίρου. Αυτό είναι το πρώτιστο μέλημά μας».
Λίνα Μενδώνη,
Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού
Η παράπανω δήλωση της Μενδώνη έγινε για την ανάγκη της, άρον - άρον, τροπολογίας που κατέθεσε η κυβέρνηση που προέβλεπε αφαίρεση βαθμών, και όχι υποβιβασμό που ίσχυε ως σήμερα, ύστερα από την αποκάλυψη του «σκανδάλου πολυϊδιοκτησίας» ανάμεσα στον ΠΑΟΚ του Σαββίδη και τη Ξάνθη. Σύμφωνα με την υπουργό, οι αντιδράσεις των οπαδών του ΠΑΟΚ απειλούν με διχασμό την ελληνική κοινωνία και η κυβέρνηση πρέπει να διασφαλίσει την συνοχή της.
Αυτή η κυβέρνηση έχει κάνει επιστήμη τη γελοιότητα.
Κατ’ αρχάς, ο τρόπος που η ΠΑΕ ΠΑΟΚ αποκτά «ιδιοκτησία» στην ΠΑΕ Ξάνθη είναι ενδεικτικός για το πως γίνονται οι δουλειές (και) στο ποδόσφαιρο. Σύμφωνα με τις εφημερίδες, ένα συγγενικό πρόσωπο του Ιβάν Σαββίδη (που τυπικά δεν έχει καμία σχέση με τον ΠΑΟΚ αλλά ουσιαστικά είναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης), κάποιος Ιωάννης Καλπαζίδης, που συνδέεται με την ΠΑΕ ΠΑΟΚ μέσω ομολογιακού δανείου, αγόρασε την εταιρία Vialand, που έχει το σαλέ και τις προπονητικές εγκαταστάσεις της ΠΑΕ Ξάνθης. Ταυτόχρονα οι Πανόπουλος και Συγγελίδης κάνουν αίτηση ώστε να μεταβιβασθεί η ΠΑΕ ΞΑΝΘΗ από την ΒΙΑΜΑΡ ΑΕ στην INSPORTS ΙΚΕ (και οι δύο αυτές εταιρείες είναι ιδιοκτησίας των Πανόπουλου και Συγγελίδη) με την μοναδική διαφορά ότι στην INSPORTS ΙΚΕ μοναδικός διαχειριστής τέθηκε ο κ. Χαλαβαζής, ο οποίος τυγχάνει και πρόεδρος και νόμιμος εκπρόσωπος της Vialand, η οποία όμως τώρα, ανήκει πλέον στον Καλπαζίδη και συγχρόνως είναι μέλος και του ΔΣ της ΠΑΕ ΞΑΝΘΗ.
Ύστερα από αυτή την αποκάλυψη και τον κίνδυνο υποβιβασμού, ο Σαββίδης κατηγόρησε την κυβέρνηση για πόλεμο εναντίον του ΠΑΟΚ και τον υφυπυργό αθλητισμού Αυγενάκη για «εντολοδόχο» του Ολυμπιακού και του (υπόδικου και κουμπάρου του Μητσοτάκη) Μαρινάκη. Οπαδοί του ΠΑΟΚ κατέβηκαν στο δρόμο και επιτέθηκαν στα τοπικά γραφεία της ΝΔ στη Θεσσαλονίκη. Από την άλλη πλευρά ο Μαρινάκης κατηγόρησε τη κυβέρνηση για «τροπολογία χάδι» προς τον ΠΑΟΚ και απειλεί με συνέχεια αν δεν υποβιβαστεί ο ΠΑΟΚ. Την ίδια στιγμή ο Μητσοτάκης στέλνει τον υπουργό Επικρατείας, Γεραπετρίτη, στην UEFA για να συνάψει «ποδοσφαιρικό μνημόνιο» και αξιωματούχοι της UEFA μπαινοβγαίνουν στο Μαξίμου.
Πρόκειται για ρεσιτάλ υποκρισίας από την κυβέρνηση και από τους ιδιοκτήτες των ομάδων.
Ο κόσμος που πηγαίνει στο γήπεδο είναι αυτός που απεργεί, διαδηλώνει, δίνει μάχες ενάντια στα μνημόνια, την ανεργία, τη φτώχεια, το πετσόκομα των μισθών και των συντάξεων, το νέο ασφαλιστικό, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη διάλυση του κοινωνικού κράτους, το ρατσισμό, τον εθνικισμό, την καταπάτηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Γιατί αυτά είναι που διαλύουν την κοινωνία και τις ζωές μας και αυτά δεν τα νομοθέτησαν οι οπαδοί των ομάδων αλλά η τωρινή και οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Οι Μαρινάκης και Σαββίδης, αλλά και οι ιδιοκτήτες των άλλων ΠΑΕ (Μελισσανίδης, Αλαφούζος κλπ), βρέθηκαν να έχουν στη κατοχή τους εφημερίδες (Εθνος, ΝΕΑ, Βήμα), κανάλια (MEGA, OPEN, ΣΚΑΙ), λιμάνια (Πειραιάς, Θεσσαλονίκη), καράβια, πετρέλαια, τον πρώην κρατικό ΟΠΑΠ, εργοστάσια που ιδιωτικοποιήθηκαν (ΣΕΚΑΠ), γήπεδα ποδοσφαίρου (Καραϊσκάκη, Φιλαδέλφεια), τεράστια οικονομική και πολιτική δύναμη επειδή είχαν τις πλάτες των κυβερνήσεων που νομοθετούσαν για τα συμφέροντα και τα κέρδη τους.
Είναι ανέκδοτο ότι δήθεν υπάρχουν πρόεδροι ΠΑΕ που κόπτονται για την τήρηση των νόμων και την αξιοπιστία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Από την εποχή του Γουλανδρή και του Μαντζαβελάκη (όταν το ποδόσφαιρο ήταν ακόμα «ερασιτεχνικό»), μέχρι του Νταϊφά, του Κοσκωτά, του Σαλιαρέλη, του Κόκκαλη, του Βαρδινογιάννη και των σημερινών ιδιοκτητών, όλοι οι αθλητικοί νόμοι και οι αποφάσεις ήταν πάντα «κομμένες και ραμένες» στα μέτρα του εκάστοτε δυνατού. Όλος αυτός ο συρφετός, προσπαθούσε και προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τις ομάδες και τους οπαδούς των ομάδων «τους» για διαφήμιση, για προστασία και για βοήθεια για να «κλείνουν δουλειές» με τις κυβερνήσεις και για προώθηση της κάθε λογής επιχειρηματικής τους δραστηριότητας.
Τα λεφτά από το ποδόσφαιρο είναι πολλά, η διαπλοκή των ιδιοκτητών των ΠΑΕ έχει γιγαντωθεί και ο Μητσοτάκης προσπαθεί να κάνει τον διαιτητή στις ενδοκαπιταλιστικές συγκρούσεις των (φίλων του) Σαββίδη, Μαρινάκη για να μην στεναχωρήσει κανέναν αλλά αυτό είναι (πολύ) πάνω από τις δυνατότητες του.
∆ιεθνή σκάνδαλα
Τα σκάνδαλα στο ποδόσφαιρο δεν είναι ούτε τωρινό, ούτε μόνο ελληνικό φαινόμενο. Η αιτία είναι τα τεράστια ποσά που διακινούνται στο ποδόσφαιρο είτε νόμιμα είτε, κυρίως, παράνομα. Ο κατάλογος των (γνωστών) σκανδάλων είναι τεράστιος και αφορά πολλές μεγάλες ομάδες αλλά και την ίδια τη FIFA και την UEFA.
Πρόσφατα, η UEFA επέβαλε ποινή αποκλεισμού από την Ευρώπη και πρόστιμο 30 εκατ. ευρώ στη Μάντσεστερ Σίτι για παραβίαση των κανόνων του Financial Fair Play. Η Μάντσεστερ Σίτι είναι η ποδοσφαιρική ομάδα με την μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αξία στον κόσμο με 3,74 δις λίρες. Το Der Spiegel απέδειξε ότι ο ιδιοκτήτης της Σίτι, Σεΐχης Μανσούρ μπιν Ζαγέν αλ-Ναχίαν, την χρηματοδοτούσε με 81,2 εκατ. ευρώ ετησίως, με χορηγία στη φανέλα και στο όνομα του γηπέδου, μέσω της δικής του αεροπορικής εταιρίας, της Έτιχαντ.
Μέχρι τώρα, το μεγαλύτερο σκάνδαλο ήταν το «Calciopolis» και αποκαλύφθηκε τον Μάιο του 2006 από την ιταλική αστυνομία. Ενέπλεξε την πρωταθλήτρια Γιουβέντους και τις Μίλαν, Φιορεντίνα, Λάτσιο και Ρετζίνα. Οι κατηγορίες βασίστηκαν σε τηλεφωνικές συνομιλίες που καταγράφηκαν από τις Αρχές και μέσω των οποίων αποκαλύφθηκε το κύκλωμα που περιελάμβανε ορισμούς και παρακολουθήσεις διαιτητών, πλαστούς λογαριασμούς, φοροδιαφυγή, παράνομο στοιχηματισμό παικτών και άλλα ποινικά αδικήματα. Από την Γιουβέντους, που υποβιβάστηκε, αφαιρέθηκαν τα πρωτάθλημα της σεζόν 2004-2005 και 2005-2006.
Εμπνευσμένο από το ιταλικό «Calciopolis», ήταν το όνομα του ελληνικού σκανδάλου στημένων αγώνων, που αποκαλύφθηκε το 2011 και πήρε την επωνυμία «Κοriopolis».Οι κοριοί της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, εντόπισαν 68 υπόπτους, ανάμεσα στους οποίους ποδοσφαιρικοί παράγοντες, διαιτητές, παίκτες και αστυνομικοί υπάλληλοι. Στις απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες επιβεβαιώθηκαν αδικήματα δωροδοκίας, εξαγοράς, νόθευσης ανταγωνισμού, καθώς και απειλής χρήσης βίας. Εδώ, σε αντίθεση με την Ιταλία, όλοι πέσανε στα μαλακά.
Ο κατάλογος σκανδάλων περιλαμβάνει και την ίδια την κεφαλή του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, τη FIFA αλλά και τις Ομοσπονδίες (UEFA - Ευρώπη, CONCACAF - Βόρεια, Κεντρική Αμερική & Καραϊβική και CONMEBOL - Νότια Αμερική). Το 2015 το FBI κάνει έφοδο στην έδρα της CONCACAF στο Μαϊάμι και ταυτόχρονα, σε συνεργασία με την Ιντερπόλ, συλλαμβάνει επτά υψηλόβαθμους παράγοντες της FIFA στη Ζυρίχη. Σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, απάτη, ξέπλυμα μαύρου χρήματος, δωροδοκίες και εκβιασμοί είναι, μεταξύ άλλων, οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι συλληφθέντες. Οι κατηγορούμενοι είχαν δημιουργήσει ένα σύστημα το οποίο την τελευταία 25ετία είχε αντλήσει περισσότερα από 200 εκατ. ευρώ σε δωροδοκίες που σχετίζονται με το διεθνές ποδόσφαιρο. Το FIFA-gate συμπαρασύρει και τους δύο τότε ισχυρούς άνδρες του παγκόσμιου ποδοσφαίρου Μπλάτερ και Πλατινί.
Αλλά τα πολλά λεφτά, άρα και τα μεγάλα σκάνδαλα, είναι γύρω από τα Μουντιάλ. Έτσι, το 2015, το «Spiegel» αποκαλύπτει ότι η Γερμανία αγόρασε τη διοργάνωση του Μουντιάλ του 2006, δωροδοκώντας μέλη της επιτροπής ανάθεσης. Σύμφωνα με το γερμανικό περιοδικό, πίσω από αυτό βρίσκεται ο πρώην ιδιοκτήτης της Adidas Ρόμπερτ-Λουί Ντρεϊφίς. Από την ημέρα που το Κατάρ πήρε το χρίσμα για το επόμενο Μουντιάλ άρχισαν οι καταγγελίες για δωροδοκίες και άλλες παράτυπες συναλλαγές με μέλη της FIFA ώστε οι Καταριανοί να αναλάβουν τη διοργάνωση. Καθώς συνεχίζονται οι σχετικές έρευνες γίνονται γνωστά «σημεία και τέρατα» για τη διαφθορά στη FIFA. Σύμφωνα με τη γαλλική Le Monde, ο Πλατινί είχε προσκληθεί, εννέα μέρες πριν την ψηφοφορία, από τον τότε Πρόεδρο Σαρκοζί σε γεύμα στο μέγαρο των Ιλισίων, όπου βρισκόταν και ο γιος του τότε Εμίρη του Κατάρ αλλά και ο πρωθυπουργός της χώρας. Ο Πλατινί είπε πως ο Σαρκοζί ήθελε δύο πράγματα: Να αγοράσει το Κατάρ την ομάδα Παρί Σεν Ζερμέν και να ψηφίσει ο Πλατινί για να πάρει το Κατάρ το Παγκόσμιο Κύπελλο. Έξι μήνες μετά την ψηφοφορία και την ανάθεση των Αγώνων στο Κατάρ, ένα από τα πιο πλούσια funds του κρατιδίου, το Qatar Sports Investments, πήρε πράγματι την Παρί Σεν Ζερμέν, η οποία πνιγόταν στα χρέη. Το τηλεοπτικό δίκτυο beIN του Κατάρ αγόρασε αμέσως τα τηλεοπτικά δικαιώματα για το γαλλικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου. Ο Πρόεδρος του beIN, Νάσερ αλ-Κελαίφι, τυγχάνει να είναι και Πρόεδρος του QSI και φυσικά και της Παρί Σεν Ζερμέν. Για να κλείσει αυτή η αλυσίδα, το Κατάρ αγόρασε από τη Γαλλία και 150 Airbus για το στόλο της Qatar Airways.
Τα χρήματα που κερδίζουν οι μεγάλες ομάδες του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου προκαλούν σοκ. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Deloitte, τα τηλεοπτικά δικαιώματα αντιστοιχούν στο 45% των εσόδων, τα εμπορικά δικαιώματα στο 38% και τα εισιτήρια των αγώνων μόλις στο 17%.
Μόνο για τα τηλεοπτικά δικαιωμάτα, η διοργανώτρια αρχή του αγγλικού πρωταθλήματος (Πρέμιερ Λιγκ) καταβάλλει από 100 εκατ. ευρώ ετησίως σε Άρσεναλ, Τσέλσι, Λίβερπουλ, Μάντσεστερ Σίτι, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και Τότεναμ. Αντίστοιχα, η Μπάγερν Μονάχου εισέπραξε 63,2 εκατ. ευρώ, η Παρί Σεν Ζερμέν 60 εκατ. ευρώ, η Γιουβέντους 90 εκατ. ευρώ, η Μπαρτσελόνα 154 εκατ. ευρώ και οι δύο μεγάλες ομάδες της Μαδρίτης (Ρεάλ και Ατλέτικο), από 148 και 110,6 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Από τους χορηγούς (σε φανέλα, όνομα γηπέδου κλπ) τα έσοδά των ομάδων της Πρέμιερ Λιγκ ανέρχονται σε πάνω από 1,2 δισ ευρώ, των ομάδων της Μπουντεσλίγκα στα 734,7 εκατ. ευρώ, της ισπανικής LaLiga στα 678,5 εκατ. ευρώ. Η UEFA αυξάνει συνεχώς και τα ποσά που παίρνουν οι ομάδες από τη συμμετοχή τους στο Champions League, τόσο για την είσοδο στους Ομίλους, όσο και για κάθε πρόκριση στον επόμενο γύρο. Ο νικητής του φετινού Champions League μπορεί να κερδίσει περισσότερα από 80 εκατ. ευρώ. Μόνο η είσοδος στους Ομίλους φέρνει 15 εκατ. ευρώ.
Η παγκόσμια αγορά του ποδοσφαίρου προσφέρει ανάπτυξη και στην παγκόσμια αγορά στοιχημάτων. Μία εξαιρετικά προσοδοφόρα αγορά και ο καλύτερος τρόπος για «ξέπλυμα μαύρου χρήματος». Σε όλο τον κόσμο, περίπου 700 δις ευρώ στοιχημάτων τοποθετούνται ετησίως σε ποδοσφαιρικούς αγώνες και, από αυτό, τουλάχιστον το 80% υπολογίζεται ότι αφορά «ξέπλυμα χρήματος».
Με όλη την παραπάνω εικόνα είναι τουλάχιστον αφέλεια να πιστεύει κάποιος ότι μπορεί να υπάρχει κάποια εξυγίανση στο επαγγελματικό (ελληνικό και παγκόσμιο) ποδόσφαιρο. Και μεγαλύτερη αφέλεια ότι αυτή την εξυγίανση θα την κάνουν οι κυβερνήσεις ή η FIFA, η UEFA κ.ο.κ.
Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο ήταν και είναι ένα μαζικό καταναλωτικό προϊόν που αναζητά όλο και περισσότερο κέρδος αδιαφορώντας ακόμα και για την ποιότητα του ίδιου του προϊόντος. Περισσότερες διοργανώσεις και αγώνες σε κάθε ώρα και μέρα της εβδομάδας για χάρη των τηλεοπτικών εταιρειών που έχουν τα τηλεοπτικά δικαιώματα των αγώνων και των στοιχηματικών εταιριών. Περιοδείες των ομάδων για αγώνες σε όλο τον πλανήτη για άνοιγμα σε νέες αγορές. Μάνατζερ που οργανώνουν σκλαβοπάζαρα ποδοσφαιριστών από τις φτωχογειτονιές της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής για να πουλήσουν κάποιους ακριβά σε μεγάλες ομάδες. Αντιμετώπιση των οπαδών ως πελάτες με πανάκριβα εισιτήρια.
Όμως, όλη αυτή η εμπορευματοποίηση αρχίζει να «αλλοιώνει» το προϊόν και τη σχέση του με τον κόσμο. Τα ακριβά εισιτήρια διώχνουν τους παραδοσιακούς οπαδούς, ο τηλεοπτικός βομβαρδισμός ποδοσφαιρικών αγώνων δημιουργεί κορεσμό και μειώνεται η τηλεθέαση, τα συχνά σκάνδαλα στα ψηλά κλιμάκια των Ομοσπονδιών και της FIFA και η γιγάντωση του στοιχηματισμού έχουν κάνει βεβαιότητα το στήσιμο των αγώνων και την εύνοια προς τις «μεγάλες» και εμπορικές ομάδες με αποτέλεσμα την απαξίωση.
Το ταλέντο των ποδοσφαιριστών θυσιάζεται σε συστήματα που βασίζονται στην ταχύτητα και στη δύναμη.
Το «μοντέρνο ποδόσφαιρο» δημιουργεί ήδη αντιδράσεις. Πρώτα και κύρια από τους οπαδούς, που βλέπουν ότι η ομάδα που παραδοσιακά υποστηρίζουν δεν είναι πια «η ομάδα τους» αλλά κάποιων πλούσιων και συχνά άγνωστων «ιδιοκτητών» που χρησιμοποιούν την ομάδα για δικούς τους σκοπούς. Όλο και πιο συχνά βλέπουμε διαμαρτυρίες για τα ακριβά εισιτήρια, για τους «περίεργους» χορηγούς, για την αδιαφάνεια των διοικήσεων, για το πρόγραμμα των αγώνων, για τη διαιτησία κλπ.
Το “όπιο” και το “άθληµα”
Και αυτό μας πάει στο ερώτημα, γιατί υπάρχουν εκατομμύρια απλού κόσμου που πάνε στα γήπεδα για να παρακολουθήσουν την ομάδα «τους», αφιερώνουν χρόνο και χρήμα γι’ αυτήν, χαίρονται για τις νίκες, στεναχωριούνται για τις ήττες ενώ και οι ίδιοι γνωρίζουν ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα πάρτυ χρήματος και διαφθοράς;
Η αριστερά έχει δύο κυρίαρχες αλλά αντιπαραθετικές μεταξύ τους απαντήσεις. Κατά τη γνώμη μου και οι δύο προσπαθούν να απαντήσουν με λάθος τρόπο. Η μία είναι, παραφράζοντας τον Μαρξ, ότι το ποδόσφαιρο είναι το «όπιο» του λαού. Αναπληρώνει την χαμένη κοινωνικότητα και συλλογικότητα, την αλλοτρίωση και την μοναξιά του σύγχρονου κόσμου. Η δεύτερη, που κατηγορεί την πρώτη για «ελιτισμό», υποστηρίζει ότι το ποδόσφαιρο, παρά την εμπορευματοποίηση που το καταστρέφει, παραμένει να είναι το «άθλημα» του λαού.
Προφανώς οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν το ποδόσφαιρο για να αποπροσανατολίσουν τον κόσμο από τα πραγματικά προβλήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι π.χ. κάθε χουντικό καθεστώς επένδυε στο ποδόσφαιρο. Επίσης, κάθε κυβέρνηση χρησιμοποιεί τις «επιτυχίες» της εθνικής ομάδας της χώρας της για προπαγάνδα (ποιος ξεχνάει τις ελληνικές φιέστες μετά την κατάκτηση του Euro 2004). Όμως, όσο και αν το επιδιώκει η άρχουσα τάξη, το ποδόσφαιρο δεν έχει κάποια «μαγική» δύναμη που αλλοιώνει τις συνειδήσεις του απλού κόσμου και τον κάνει να ξεχνά τα «πραγματικά προβλήματα» του. Η χούντα στην Ελλάδα «έδωσε τα ρέστα της» για να πάει το 1971 ο Παναθηναϊκός στο Γουέμπλεϊ και διευκόλυνε με κάθε τρόπο όλες τις ποδοσφαιρικές ομάδες. Η κυρίαρχη άποψη στην αριστερά της εποχής ήταν ότι ο κόσμος δεν μπορεί να παλέψει τη Χούντα γιατί τον έχει «κοιμήσει» με το ποδόσφαιρο. Όμως, δύο χρόνια μετά, αυτός ο κόσμος έκανε την εξέγερση του Πολυτεχνείου και υπήρχαν πολλοί «οπαδοί» μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο.
Στην πρόσφατη εξέγερση στη Χιλή, στις διαδηλώσεις στους δρόμους του Σαντιάγκου πρωταγωνιστούν ενωμένοι οι οπαδοί των τριών μεγαλύτερων ομάδων, της Κόλο Κόλο, της Ουνιβερσιδάδ ντε Τσίλε και της Ουνιβερσιδάδ Κατόλικα (ύστερα από κάλεσμα των συνδέσμων τους που καλούσαν τα μέλη τους να λάβουν μέρος στον αγώνα) όταν το «οπαδικό μίσος» αναμετάξυ τους είναι από τα μεγαλύτερα του πλανήτη,
Το ποδόσφαιρο ως «άθλημα του λαού που το έχουν σφετεριστεί οι μεγιστάνες του χρήματος» υποστηρίζεται από διάφορους διανοούμενους και ποδοσφαιρόφιλους της αριστεράς και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Από τον Εντουάρντο Γκαλεάνο («Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου») και τον Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν (“Ποδόσφαιρο: Μία θρησκεία σε αναζήτηση Θεού”) μέχρι τους Νίκο Μπογιόπουλο και Δημήτρη Μηλάκα («Μια θρησκεία χωρίς άπιστους - ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ») που γράφουν ότι «ναι το ποδόσφαιρο είναι “θρησκεία”, αλλά ο “Θεός” της δεν είναι ο πρόεδρος της εκάστοτε ΠΑΕ...το έχουν σφετεριστεί οι μεγιστάνες του χρήματος, αλλά το ποδόσφαιρο θα παραμένει πάντα το άθλημα του λαού...» και τον Θανάση Κάππο («Αριστερά, πολιτική και ποδόσφαιρο») που χαρακτηρίζει το ποδόσφαιρο ως «μπαλέτο των φτωχών», επισημαίνοντας όμως ότι «το ποδόσφαιρο έχει γίνει ένα αντικείμενο κερδοσκοπίας και κερδοφορίας και έχει ξεφύγει από την παραδοσιακή διασκέδαση που ήταν σημαντική για τους ανθρώπους τη δεκαετία του ’80 και του ’90» αναζητώντας το «τι θα ήταν αυτό που θα μπορούσε να βοηθήσει, ώστε το ποδόσφαιρο να μπει σε εκείνη τη παλιά ρότα».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αρχικά στην Ευρώπη, και στη συνέχεια στη Λατινική Αμερική, στην Αφρική και αλλού, το ποδόσφαιρο, για πάνω από έναν αιώνα, αποτελεί το πιο μαζικό άθλημα. Από το ποδόσφαιρο – παιχνίδι των παιδιών στις αλάνες, τη δημιουργία εκατομμυρίων ποδοσφαιρικών συλλόγων (με μία μικρή μειοψηφία από αυτούς να είναι επαγγελματικοί) σε όλο τον κόσμο, ως την μαζική παρακολούθηση αγώνων και την οπαδική ταύτιση με τους συλλόγους.
Πολλοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι δημιουργήθηκαν από κομμάτια της εργατικής τάξης, από μειονότητες, από πρόσφυγες. Κάθε μεγάλη βιομηχανική πόλη της Αγγλίας είχε δύο αντίπαλες ποδοσφαιρικές ομάδες, την «κόκκινη» (π.χ. Μάντσεστερ Γιουνάιντεντ, Λίβερπουλ) που την υποστήριζε η αριστερά και η εργατική τάξη και την «μπλε» (αντίστοιχα Μάντσεστερ Σίτυ, Έβερτον) που την υποστήριζαν, και την χρηματοδοτούσαν, τα εύπορα κομμάτια της κάθε πόλης.
Στην Ελλάδα, ομάδες όπως η ΑΕΚ, ο ΠΑΟΚ, ο Πανιώνιος, ο Απόλλων δημιουργηθήκαν από τους πρόσφυγες μετά την μικρασιατική καταστροφή. Ο κατάλογος είναι πολύ μεγάλος. Και επειδή η δημιουργία και η ανάπτυξη του ποδοσφαίρου είχε μέσα της όλη αυτή τη λαϊκή και ταξική εμπλοκή δημιουργήσε ποδοσφαιρικούς συλλόγους που ξεπερνούσαν την αυστηρή έννοια του όρου (για να χρησιμοποιήσω το μότο της Μπαρτσελόνα, ήταν «πολύ περισσότερο από έναν σύλλογο»). Ακόμα και αν αυτοί οι σύλλογοι έχουν γίνει σήμερα εμπορικά μεγαθήρια, συνεχίζουν να συντήρουν και να αναπαράγουν συλλογική μνήμη, θρύλους, οπαδική ταύτιση και οπαδικά στρατόπεδα. Αξίζει κανείς να διαβάσει (αν και περιορίζεται μόνο στην Ελλάδα) το βιβλίο του Νάσου Μπράτσου: ΣΠΟΡ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ ή να περιδιαβεί το site sombrero.gr για να διαβάσει πολλές τέτοιες ιστορίες παλιές και σύγχρονες από όλο τον κόσμο.
Το ότι το ποδόσφαιρο «διαδόθηκε» τόσο γρήγορα και τόσο πλατιά δεν έχει να κάνει με κάποια ιδιαιτερότητά του αλλά με την οικονομική και ιμπεριαλιστική επέκταση της χώρας που γέννησε το ποδόσφαιρο, της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Σε συνέντευξη στο περιοδικό Books, με αφορμή τη διεξαγωγή του Μουντιάλ στην Νότια Αφρική, ο κοινωνικός ιστορικός Peter Alegi (ειδικός σε θέματα ποδοσφαίρου και συγγραφέας του «African Soccerscapes» και του «Laduma! Soccer, Politics and Society in South Africa») εξηγεί πως έφτασε το ποδόσφαιρο στην Αφρική: «Σε γενικές γραμμές, οι παράγοντες του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού αθλούνταν για να διασκεδάσουν, αλλά χρησιμοποιούσαν τα όποια αθλήματα ως εργαλεία πολιτισμού… Το ποδόσφαιρο είναι εύκολο να το μάθει κανείς, είναι διασκεδαστικό και φτηνό. Οι Ευρωπαίοι εκπαιδευτές και ιεραπόστολοι το χρησιμοποίησαν για να διδάξουν στους νεοφώτιστους Αφρικανούς τις αρετές του χριστιανισμού, του καπιταλισμού και του δυτικού πολιτισμού… Το ποδόσφαιρο είχε ενθαρρυνθεί από τις πρώτες σιδηροδρομικές εταιρείες…. Οι υπεύθυνοι ορυχείων μάλιστα θεωρούσαν πως μέσα από το ποδόσφαιρο μπορούσαν να ασκήσουν ένα είδος κοινωνικού ελέγχου, προτρέποντας τους Αφρικανούς υπαλλήλους τους να σχηματίζουν ομάδες βασισμένες σε εθνική βάση, που ήταν ένας τρόπος να διαιρείς για να βασιλεύεις. Τέλος, οι άποικοι νόμιζαν επίσης πως το ποδόσφαιρο ήταν ένας υγιής τρόπος για την εκτόνωση των υποτιθέμενων άγριων ενστίκτων των Αφρικανών».
Το ποδόσφαιρο, όπως και κάθε ομαδικό άθλημα που γέννησε ο καπιταλισμός, εμπεριέχει και αναπαράγει τον ανταγωνισμό και τη σύγκρουση όπως αυτά υπάρχουν στην ταξική κοινωνία που ζούμε. Είναι ένα άθλημα με εκατομμύρια πιστούς (ανάμεσα τους και εμένα), με εκατομμύρια οπαδούς ομάδων (πιο εύκολα αλλάζεις ομάδα αίματος παρά ομάδα στο ποδόσφαιρο) αλλά ταυτόχρονα είναι και τόσο αντιδραστικό στη δομή του όσο αντιδραστική είναι και η κοινωνία που ζούμε. Γι’ αυτό η άποψη, των Μπογιόπουλου – Μηλάκα, «την μπάλα που εμείς ψάχνουμε, εκεί θα τη βρούμε να γκελάρει, στα γήπεδα μιας άλλης, πιο δίκαιης, δημοκρατικής και ανθρώπινης κοινωνίας» θέλει πολύ συζήτηση.
Εγώ πιστεύω ότι σε μία δίκαιη, δημοκρατική και ανθρώπινη κοινωνία δεν θα έχει θέση το ποδόσφαιρο (όπως και κανένα σημερινό ομαδικό άθλημα) γιατί τα παιχνίδια μας και ο αθλητισμός δεν θα έχουν λόγο να έχουν κανέναν ανταγωνισμό.