Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: "Ημερήσια διάταξη"

Ημερήσια διάταξη
Eric Vuillard

Τιμή 14 ευρώ, 148 σελίδες
Εκδόσεις Πόλις

 

Η «Ημερήσια Διάταξη» είναι ένα ασυνήθιστο βιβλίο, καθώς δεν είναι εύκολο να καταταγεί σε κάποιο από τα παραδεδεγμένα λογοτεχνικά είδη. Δεν είναι ούτε ακριβώς μυθιστόρημα, ούτε ακριβώς διήγημα και ίσως γι’ αυτό από τους εκδότες αναφέρεται ως «αφήγημα». Πιο ακριβής είναι μάλλον η Μικέλα Χαρτουλάρη της «Εφσυν» που υποστήριξε ότι συνταιριάζει χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος, της ιστορικής μελέτης και του δοκιμίου. Η δυσκολία κατηγοριοποίησής του πάντως δεν αποτελεί μειονέκτημα. Ανταποκρίνεται περισσότερο στο γεγονός ότι η γραφή του Βυιγιάρ είναι προσαρμοσμένη στα ιστορικά γεγονότα τα οποία ξαναζωντανεύει.

Η «Ημερήσια διάταξη» ξεκινά με τη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1933. Ήταν η μέρα που 24 εκπρόσωποι του μεγάλου γερμανικού κεφαλαίου, οι μεγιστάνες της βιομηχανίας και του χρηματοοικονομικού τομέα, συναντήθηκαν με τον Γκαίρινγκ και τον Χίτλερ. Μπροστά τους ήταν οι εκλογές της 5ης Μαρτίου. Ο Γκαίρινγκ ήταν ξεκάθαρος: «αν το ναζιστικό κόμμα πάρει την πλειοψηφία, οι εκλογές αυτές θα είναι οι τελευταίες των δέκα επόμενων χρόνων». Το ίδιο και ο Χίτλερ που μίλησε για την ανάγκη «να μπει τέλος σε ένα αδύναμο καθεστώς, να απομακρυνθεί η κομμουνιστική απειλή, να διαλυθούν τα συνδικάτα και να επιτραπεί σε κάθε εργοδότη να γίνει Φύρερ στην επιχείρησή του». Οι βιομήχανοι υποδέχτηκαν θερμά αυτές τις εξαγγελίες και μετά πέρασαν από το ταμείο, προσφέροντας εκατομμύρια μάρκα για να ενισχύσουν το ναζιστικό κόμμα και να διασφαλίσουν ότι όντως αυτές θα ήταν οι τελευταίες εκλογές. Όπως βέβαια επισημαίνει ο συγγραφέας, αυτή η σύσκεψη «δεν είναι για τους Κρουπ, τους Όπελ, τους Ζίμενς τίποτα περισσότερο από ένα αρκετά σύνηθες συμβάν της επιχειρηματικής ζωής, μια κοινή πρόσκληση για την καταβολή κεφαλαίων. Όλοι θα επιβιώσουν και μετά την πτώση του καθεστώτος και θα χρηματοδοτήσουν στο μέλλον και άλλα πολλά κόμματα, ανάλογα με τις επιδόσεις τους». Πίσω από τους συγκεκριμένους ανθρώπους βρίσκονταν οικονομικά μεγαθήρια όπως οι Basf, Bayer, Agfa, Opel, IG Farben, Siemens, Allianz, Telefunken, που διαπρέπουν μέχρι σήμερα στη διεθνή αγορά. Όπως μάλιστα αναφέρεται στο τέλος του βιβλίου, το καθεστώς προμήθευε αυτούς τους βιομηχανικούς κολοσσούς με εργάτες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όταν μετά το τέλος του πολέμου κάποιοι από τους επιζώντες διεκδίκησαν αποζημιώσεις, το ζήτημα κουκουλώθηκε γρήγορα... 

Η κυριαρχία του ναζισμού στη Γερμανία και η άγρια καταστολή των συνδικάτων, των κομμάτων και κάθε ανεξάρτητης φωνής από το καθεστώς, έδωσε στον Χίτλερ και στο γερμανικό καπιταλισμό την ευκαιρία να αρχίσουν την κούρσα των εξοπλισμών. Οι ανταγωνισμοί με τη Γαλλία και την Αγγλία οξύνθηκαν, με τα ωραία λόγια και τις επιδείξεις δύναμης να εναλλάσσονται. Σ’ αυτό το πλαίσιο πραγματοποιείται η συνάντηση του βρετανού λόρδου Χάλιφαξ με τον Γκαίριγκ το 1937, την οποία γλαφυρά διηγείται ο Βυιγιάρ. Και δεν κρύβει καθόλου την αηδία του για εκείνο τον λόρδο που ενώ είχε πλήρη γνώση του τι ήταν ο Γκαίριγκ και ο ναζισμός κάθισε να φάει και να διασκεδάσει μαζί του. Δεν ήταν τυχαίο: όπως έγραψε ο ίδιος ο Χάλιφαξ μετά τη συνάντησή του με τον Χίτλερ, «ο εθνικισμός και ο ρατσισμός είναι ισχυρές δυνάμεις, αλλά δεν τις θεωρώ ούτε παρά φύσιν, ούτε ανήθικες» και «δεν αμφιβάλλω ότι αυτοί οι άνθρωποι μισούν πραγματικά τους κομμουνιστές. Και σας διαβεβαιώνω ότι στη θέση τους θα αισθανόμασταν το ίδιο πράγμα». Όπως πικρά συμπληρώνει ο Βυιγιάρ, «τέτοια ήταν τα προμηνύματα αυτού που και σήμερα ακόμα ονομάζουμε πολιτική κατευνασμού». 

Έπειτα, ο Βυιγιάρ περιγράφει την προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία το 1938. Ο αυστριακός καγκελάριος Σούσνιγκ δεν ήταν δημοκράτης, ήταν ο διάδοχος του Ντόλφους που είχε εγκαθιδρύσει ένα σκληρό δικτατορικό καθεστώς από το 1934. Ο Χίτλερ όμως δεν ήθελε τη φιλία της Αυστρίας αλλά την προσάρτησή της. Η μαρτυρία του ίδιου του Σούσνιγκ, που μας περιγράφει ο Βυιγιάρ, είναι χαρακτηριστική. Ο Χίτλερ, χωρίς καμιά διπλωματική αβρότητα, απαίτησε την πλήρη υποταγή του εκβιάζοντας απροκάλυπτα με εισβολή. Ταυτόχρονα, ο Ρίμπεντροπ επισκεπτόταν την Αγγλία και σ’ ένα στημένο τηλεφώνημα με τον Γκαίριγκ που ήξερε ότι παρακολουθούνταν, εξέφραζε την έκπληξή του για όσα κατηγορούνταν οι ναζί. Η εικόνα του γερμανικού στρατού πάντως απείχε πάρα πολύ από την ένδοξη εικόνα των μηχανοκίνητων αρμάτων που προελαύνουν την οποία ζωγράφισε η προπαγάνδα του Γκαίμπελς. Για πολλές ώρες, τα πάντσερ έμεναν ακινητοποιημένα λόγω μηχανικής βλάβης στους αυστριακούς δρόμους. Ο μύθος του αήττητου των ναζί φτιάχτηκε σε μια μάχη χωρίς αντίπαλο.

Η «Ημερήσια Διάταξη» αξίζει να διαβαστεί πλατιά. Ο τρόπος γραφής εντυπωσιάζει τον αναγνώστη καθώς περιγράφει τις σκηνές δίνοντας λεπτομέρειες ακόμα και για τις κινήσεις των προσώπων, τους μορφασμούς τους, τις μύχιες σκέψεις τους. Σε πολλές περιπτώσεις μοιάζει κάπως με σενάριο θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου, κάτι που μάλλον σχετίζεται με το γεγονός ότι ο Ερίκ Βυιγιάρ, εκτός από τα ποιήματα και τα μυθιστορήματα που έχει δημοσιεύσει, έχει σκηνοθετήσει και δύο ταινίες. Ο Βυιγιάρ στην «Ημερήσια διάταξη» περιγράφει τον κόσμο των «από πάνω» πρωταγωνιστών της Ιστορίας με τον ίδιο τρόπο που στην «14η Ιουλίου» παρουσιάζει το ρόλο των «από κάτω», του ανώνυμου πλήθους που πρωταγωνίστησε στην άλωση της Βαστίλης. Η ματιά του είναι προσανατολισμένη στους απλούς ανθρώπους και από αυτήν την άποψη εντάσσεται σ’ ένα ελπιδοφόρο ρεύμα νέων, αριστερών, γάλλων συγγραφέων που υπηρετούν το κίνημα με έναν έξυπνο αισθητικά τρόπο, όπως ο Τζοζέφ Αντράς και ο Εντουάρ Λουί. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, οι πολιτικές αρετές του βιβλίου αναδεικνύονται ακόμα περισσότερο. Ο Βυιγιάρ υπογραμμίζει αλήθειες που αποσιωπούνται από την επίσημη ιστορία: τη διαπλοκή του ναζισμού με το κεφάλαιο και το κράτος, τη διάχυτη συμπάθεια προς τον φασισμό ακόμα και των «συμμαχικών» αρχουσών τάξεων, τη «συνέχεια του κράτους» που σήμανε το ξέπλυμα των καπιταλιστών που ανέβασαν ουσιαστικά τον Χίτλερ στην εξουσία. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το βιβλίο συμβάλλει στην επίκαιρη μάχη ενάντια στην αναβίωση του φασισμού αλλά και για να ανατρέψουμε το σύστημα που τον γεννάει.