Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: "Ζητήματα Εξουσίας Από την Κίνα στην Ευρώπη και την Ελλάδα – Αριστερή στρατηγική και αντεπαναστάσεις μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια συγκριτική παράθεση"

Ζητήματα Εξουσίας 
Από την Κίνα στην Ευρώπη και την Ελλάδα – Αριστερή στρατηγική και αντεπαναστάσεις μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια συγκριτική παράθεση
Μιχάλης Λυμπεράτος

Τιμή 9 ευρώ, 492 σελίδες
Εκδόσεις Νότιος Ανεμος

 

Το 1949 έκλεινε με τον θρίαμβο της Κινέζικης Επανάστασης και την στρατιωτική συντριβή της Αριστεράς στον εμφύλιο στην Ελλάδα. Στο τέλος Αυγούστου οι μαχητές/τριες του ΔΣΕ εγκατέλειπαν και τα τελευταία τους προπύργια στο Βίτσι. Ένα μήνα μετά, την 1 Οκτώβρη ο Μάο Τσε Τουνγκ στο Πεκίνο ανακήρυσσε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Το βιβλίο του Μιχ. Λυμπεράτου περιστρέφεται γύρω από αυτούς τους δυο άξονες για να εξετάσει την στρατηγική της Αριστεράς στη δεκαετία του ’40. Όχι μόνο να συγκρίνει τις εξελίξεις στις δυο χώρες αλλά και να τις εντάξει σε ένα σύνολο, τις αλλαγές στο μεταπολεμικό κόσμο. 

Μ’ αυτό το σκοπό το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε μέρη. Το πρώτο ερευνά τη «μεταπολεμική στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος στην Ευρώπη» και στην ουσία καλύπτει όχι μόνο την στάση των Κομμουνιστικών Κομμάτων στην κατοχή και μετά το τέλος του πολέμου, αλλά και τις επιλογές του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και των αρχουσών τάξεων της Ευρώπης. Το δεύτερο μέρος εξετάζει τις εξελίξεις στις «χώρες της ανατολικής Ευρώπης». Τα τρία μέρη που ακολουθούν επικεντρώνουν στην Κίνα και την Ελλάδα. Η «Κινέζικη Επανάσταση» καλύπτει όλη την περίοδο από τα τέλη της δεκαετίας του ’20 μέχρι την «κατάληψη της εξουσίας από τους κινέζους κομμουνιστές», δηλαδή μια περίοδο είκοσι χρόνων. Η δεκαετία του ’40 στην Ελλάδα από την Αντίσταση και τον Δεκέμβρη στην Βάρκιζα και στον ΔΣΕ και την ήττα στον Εμφύλιο καλύπτεται από τα δυο τελευταία μέρη (ζητήματα που έχουν απασχολήσει τον συγγραφέα και σε προηγούμενες εργασίες του). 

Με άλλα λόγια πρόκειται για ένα έργο σύνθεσης που καλύπτει εξελίξεις και αλλαγές σε πολλά επίπεδα, κάτι που θα δυσκολέψει ίσως όποιους/ες δεν έχουν μια συστηματική τριβή με την ιστορία της περιόδου. Ωστόσο, αυτή η δυσκολία δεν στερεί ούτε ουσία ούτε ενδιαφέρον από το βιβλίο. 

Καταρχήν, γιατί ανοίγει την συζήτηση για το πως φτάσαμε από την «μεγάλη αντιφασιστική συμμαχία» του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου στον Ψυχρό Πόλεμο στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Για την κυρίαρχη άποψη τα πράγματα είναι απλά. Οι δημοκρατίες νίκησαν τον φασισμό στον πόλεμο και μετά χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τον «κόκκινο ολοκληρωτισμό» που είχε καταπιεί την ανατολική και κεντρική Ευρώπη. Κάπως έτσι το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα βρέθηκε να πολεμάει το 1951 στην Κορέα «για να πνίξει τους κίτρινους στο αίμα / δείχνοντάς τους τι θα πει λευτεριά» όπως έλεγε και το εμβατήριο της εποχής. Η εικόνα που ξετυλίγει ο Μ. Λυμπεράτος είναι ένα χρήσιμο αντίδοτο στην σημερινή ιδεολογική επίθεση της Δεξιάς στο πεδίο της ιστορίας. 

Σε αντίθεση με αυτή την ψυχροπολεμική αφήγηση, ο Λυμπεράτος μας θυμίζει ότι το 1944-45 και μέχρι το 1947 αυτό που επικρατούσε ήταν η πεποίθηση ότι ο μεταπολεμικός κόσμος θα στηριζόταν στην συνεννόηση των Μεγάλων Δυνάμεων με την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών τους. Ο ΟΗΕ με το Συμβούλιο Ασφαλείας και το δικαίωμα του βέτο στήθηκε με αυτή την λογική για παράδειγμα. Ακόμα και τον Ιούλη του 1947, ο Μολότοφ, υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, συμμετείχε στην τριμερή προκαταρκτική συνάντηση στο Παρίσι για το περίφημο Σχέδιο Μάρσαλ (Ρωσία-Γαλλία-Μ. Βρετανία). Με άλλα λόγια ο πρώτος διδάξας της «ειρηνικής συνύπαρξης» δεν ήταν ο «ρεβιζιονιστής» Χρουτσόφ το 1956 αλλά ο Στάλιν το 1945. 

Αυτές οι προοπτικές αποδείχτηκαν τελικά αβάσιμες. Ο Μ. Λυμπεράτος κάνει μια σύντομη απόπειρα θεωρητικής ερμηνείας της μετάβασης στον ανταγωνισμό των δυο υπερδυνάμεων. Όμως το κέντρο βάρους της εργασίας του δεν είναι εκεί αλλά στο ρόλο που έπαιξε η εξωτερική πολιτική του Στάλιν. Πολύ απλά είχε στόχο να συγκροτήσει μια «σφαίρα επιρροής» που θα απέτρεπε μελλοντική στρατιωτική επίθεση στην Ρωσία. Με άλλα λόγια ήθελε την Πολωνία, και δεν ενδιαφερόταν για επαναστατικά «πειράματα» στην Γαλλία ή την Ιταλία. Αντιθέτως, η «γραμμή» ήταν η συνεργασία των ΚΚ της Δυτικής Ευρώπης με τις άρχουσες τάξεις, η συμμετοχή για παράδειγμα στις κυβερνήσεις συνεργασίας μέχρι και το 1947. Γράφει ο Μ. Λυμπεράτος:

«Η συμβιβαστική γραμμή που ακολούθησαν όλα τα κομμουνιστικά κόμματα του πλανήτη την περίοδο εκείνη έδωσε τα περιθώρια της σταδιακής ανασύνταξης του αστικού πολιτικού κόσμου που σε συνεργασία με τους Αμερικάνους εκδίωξαν τελικά τους κομμουνιστές από τις κυβερνήσεις των χωρών τους και τους περιστοίχισαν με κατασταλτικούς μηχανισμούς που έλεγχε η CIA». 

Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι «Αυτό που τελικά απέμεινε, όταν εκδηλώθηκε η συνδυασμένη επίθεση του διεθνούς ιμπεριαλισμού ήταν στις χώρες υπό την επιρροή της Μόσχας να υπάρχει μια αντίστοιχη αναδίπλωση που ακολούθησε τις ίδιες ακριβώς κατασταλτικές πρακτικές που επέβαλε η Δύση στις δικές της σφαίρες επιρροής. Όμως, έτσι στις δυτικές ευρωπαϊκές κοινωνίες, στα εγχώρια κομμουνιστικά κόμματα απέμεινε πλέον ένας δευτερεύων ρόλος». 

Αν αυτό που εξελίχτηκε στην δυτική Ευρώπη ήταν όντως μια αντεπανάσταση όπως την αποκαλεί ο συγγραφέας, τότε οι εξελίξεις στην ανατολική Ευρώπη ήταν ο καθρέπτης της. Σε κάμποσα σημεία των κεφαλαίων που αφορούν εκείνη τη μεριά ο Μ. Λυμπεράτος φαίνεται να εξιδανικεύει το πέρασμά τους στην ρωσική «σφαίρα επιρροής», όπως όταν γράφει ότι «η Σοβιετική Ένωση έστερξε από την πρώτη στιγμή οικονομικά τις κοινωνίες αυτές». Στην πραγματικότητα λεηλάτησε αυτές τις οικονομίες με διάφορες μεθόδους. 

Ο ρωσικός στρατός κατέλαβε αυτές τις χώρες και εγκατέστησε «φιλικά» καθεστώτα, ακόμα και αν περιλάμβαναν απομεινάρια των παλιών αυταρχικών καθεστώτων όπως στην Ρουμανία ή τη Βουλγαρία, και όταν τα ΚΚ πήραν τα ηνία γνώρισαν μια περίοδο εσωτερικών εκκαθαρίσεων το 1948/49 που εξόντωσαν τα όποια στελέχη τους είχαν αναφορά στο μαζικό κίνημα της προηγούμενης περιόδου. 

Σε αντίθεση με τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας έφτασε στην εξουσία με τις δικές του δυνάμεις. Ο Στάλιν μόνο έμμεσα το στήριξε στη τελική φάση του πολέμου από το 1946 και μετά. Ο Λυμπεράτος περιγράφει λεπτομερώς την ανάπτυξη του ΚΚΚ και του Κόκκινου Στρατού του (Λαϊκός Απελευθερωτικός από το 1937) και τους ηρωικούς αγώνες του. Το 1945 όταν τέλειωνε η ιαπωνική κατοχή, διέθετε 1 εκατομμύριο μαχητές/τριες στις τακτικές μονάδες του, έλεγχε το 25% του εδάφους της αχανούς χώρας στο οποίο κατοικούσε το 1/3 του πληθυσμού της. 

Ο συγγραφέας αποδίδει την επιτυχία του ΚΚ στην Κίνα στην στρατηγική οξυδέρκεια του Μάο που δεν έμεινε προσκολλημένος σε δόγματα αλλά «άλλαξε το υποκείμενο» της επαναστατικής διαδικασίας δίνοντας αυτό το ρόλο στους αγρότες. Αυτή η αντιμετώπιση έχει, ωστόσο, μια σειρά προβλήματα και κενά. Προσπερνάει ουσιαστικά αυτό που ονομάζει «προοίμιο της επανάστασης», τα χρόνια 1925-27 όταν το ΚΚ βρέθηκε επικεφαλής ενός μαζικού εργατικού κινήματος στις πόλεις που τρόμαξε αστούς και ιμπεριαλιστές. Η επιβίωση του κόμματος στις «κόκκινες βάσεις» της υπαίθρου ήταν επακόλουθο  της ήττας αυτής της επανάστασης. 

Η προσπάθεια να αναδειχθούν αναλογίες της κινέζικης εμπειρίας με την ελληνική δεν είναι γόνιμη από αυτή την άποψη. Αυτό που γιγάντωσε την Αριστερά στην Ελλάδα στη δεκαετία του ’40 ήταν μια ριζοσπαστικοποιημένη εργατική τάξη και οι στρατηγικές επιλογές της ηγεσίας σπατάλησαν και στόμωσαν αυτή τη δυναμική. Ο ΕΛΑΣ δεν «περικύκλωσε τις πόλεις», για να τις καταλάβει. Και ο ΔΣΕ δεν μπορούσε να επιβιώσει στις «κόκκινες βάσεις» του στα βουνά, κάτι που άλλωστε αναγνωρίζει και ο συγγραφέας. 

Το βιβλίο του Μ. Λυμπεράτου είναι μια συμβολή στην ιστορική έρευνα μιας περιόδου που λίγο έχει απασχολήσει και τους αριστερούς ερευνητές στην Ελλάδα. Διαθέτει ένα πλούτο πληροφοριών (πόσοι γνωρίζουν ότι η περίφημη Συμφωνία του Λιβάνου έχει αναφορές στην «ελεύθερη μετάβαση των Ελλήνων σε τόπους γειτονικούς» δηλαδή εδαφικές διεκδικήσεις) και ταυτόχρονα τροφοδοτεί την συζήτηση για την «αριστερή στρατηγική» που απασχολεί χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες.