Άρθρο
Μια άλλη εκπαίδευση είναι αναγκαία και εφικτή

Το πανό των εκπαιδευτικών στις 8 Μάρτη τα λέει όλα

Η Σταυρούλα Πανίδου, εκπαιδευτικός, προτείνει εναλλακτικές απέναντι στις τραγικές γελοιότητες της Κεραμέως.

 

Οι οβιδιακές μεταμορφώσεις της υπουργού Παιδείας, αν δεν ήταν εξαιρετικά επικίνδυνες, θα μπορούσαν να αποτελέσουν κορυφαίο νούμερο θεατρικής επιθεώρησης. Η Κεραμέως προ κορονοϊού, μαντηλοφορεμένη θεούσα, ευαγγελίζεται την επιστροφή της εκπαίδευσης σε χουντικής έμπνευσης μοντέλα τύπου πατρίς – θρησκεία – οικογένεια. Η Κεραμέως στην εποχή του κορονοϊού, ξετρελαμένη οπαδός του κυβερνοχώρου και της τελευταίας λέξης της τεχνολογίας, χαριεντίζεται με εκπροσώπους εταιριών του διαδικτύου και της κινητής τηλεφωνίας, μοιράζοντας δωράκια εκατομμυρίων ευρώ κι ανοίγοντας διάπλατα τις πόρτες της Δημόσιας Εκπαίδευσης στις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Με την τηλεκπαίδευση πρόσθεσε μερικά εκατομμύρια στα ταμεία της Cisco Systems, Inc., αν και το Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο είχε όλες τις δυνατότητες να κάνει την ίδια δουλειά, αφού συνδέει και υποστηρίζει όλη την εκπαιδευτική και μαθητική κοινότητα. Μέχρι και τώρα σπαταλά δεκάδες χιλιάδες ευρώ όχι, βέβαια, για τη διευκόλυνση της δωρεάν πρόσβασης του μαθητόκοσμου στην πλατφόρμα του υπουργείου (αυτούς και τις οικογένειές τους τους παρέπεμψε στις άφραγκες Σχολικές Επιτροπές για να βρουν υπολογιστές), μα για τη διαφήμιση της «εξ αποστάσεως εκπαίδευσης». 

Ταυτόχρονα, σε ένα κρεσέντο θρασυδειλίας, θεωρώντας ότι το καθεστώς εγκλεισμού αποκλείει τη συλλογική αγωνιστικότητα, κατεβάζει νέο Πολυνομοσχέδιο για την Παιδεία. Ένα Πολυνομοσχέδιο που στόχος του είναι να ολοκληρώσει στην εκπαίδευση όλες τις ταξικές αναδιαρθρώσεις που έχει ανάγκη η οικονομία τους και ενάντια στις οποίες εύρισκαν κάθε φορά μπροστά τους τις αντιστάσεις όλης της εκπαιδευτικής κοινότητας. Όχι μόνο θέτει ακόμη μεγαλύτερα προσκόμματα για την είσοδο του μαθητόκοσμου στα Πανεπιστήμια (μείωση εισακτέων, βάση του 10 κ.ά.), αλλά δυσκολεύει ακόμη και το να μπορούν να παίρνουν το απολυτήριο του Λυκείου (πχ επαναφορά των εξετάσεων από την Τράπεζα Θεμάτων, άρα κεντρικός έλεγχος και στις εσωτερικές εξετάσεις, σύνδεση του Εθνικού Απολυτήριου με, επί της ουσίας, έξω από τη δημόσια εκπαίδευση εφόδια, πχ πιστοποιημένη γνώση ξένης γλώσσας) και θέτει ξανά το ζήτημα της Αξιολόγησης ρίχνοντας τη δημόσια εκπαίδευση βορά στο ιδιωτικό κεφάλαιο.

Ας μην καμαρώνει το Υπουργείο για τα νούμερα της σύνδεσης με τις ηλεκτρονικές του πλατφόρμες και για το πόσο η κοινωνία αγκάλιασε το εγχείρημα. Η εικόνα αυτή είναι εντελώς πλαστή. Όσο και να προσπαθεί με επικοινωνιακά τρικ να πείσει ότι η «εξ αποστάσεως εκπαίδευση» δε διαφέρει και πολύ από την κανονική εκπαιδευτική διαδικασία, δεν πείθει κανέναν. Μαθήτριες/ές και οι οικογένειές τους είδαν πολύ καθαρότερα από ποτέ τι σημαίνει ταξική εκπαίδευση. Μηνύματα όπως «Κύριε, η άσκηση στη γεωγραφία από το φωτόδεντρο θέλει υπολογιστή κι εμείς οι πιο πολλοί είμαστε με κινητά», «Κυρία, έχουμε μόνο κινητό στο σπίτι, και τα video που μας προτείνετε δεν είναι δωρεάν για μας» δεν στάλθηκαν από κάποιο απομακρυσμένο χωριό ή νησί, ούτε από κάποιο στρατόπεδο μεταναστών ούτε από συνοικισμό ρομά. Είναι από μαθήτριες/ές δημοτικού σχολείου της Κυψέλης, στο κέντρο της Αθήνας. Δεν είναι από το 25% που δεν έχει καν τη δυνατότητα σύνδεσης με την υπουργική πλατφόρμα, αλλά περιλαμβάνονται μέσα στα ποσοστά που δήθεν διδάσκονται στο σπίτι τους.

Το Υπουργείο έβαλε μπροστά όλο το μηχανισμό ελέγχου που διαθέτει –προϊσταμένους, συντονιστές και διευθυντές– για να κάνουν απειλητικά σαφές ότι η συμμετοχή των εκπαιδευτικών σ’ αυτού του τύπου την «εκπαιδευτική διαδικασία» κακώς κατανοήθηκε ως προαιρετική. Αντιθέτως είναι πιθανότατο να συνδεθεί με την αξιολόγησή τους. 

Πολλοί όμως εκπαιδευτικοί, θέλοντας να στηρίξουν εκπαιδευτικά αλλά κυρίως ψυχολογικά, τις μαθήτριες και τους μαθητές τους συνδέθηκαν μαζί τους με ιδιωτικούς τρόπους (Skype, messenger, email). Άλλοι από αυτούς απηυδισμένοι από τις προσπάθειες να κάνουν την υπουργική πλατφόρμα να λειτουργήσει, άλλοι με επιλογή τους να μην συμμετέχουν στην προπαγάνδα του υπουργείου ότι η «εξ αποστάσεως εκπαίδευση» είναι μια κανονικότητα. Και είναι τεράστιο λάθος της ΟΛΜΕ και της ΔΟΕ, συμπεριλαμβανομένων των εκπροσώπων του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, που, στο όνομα της «εθνικής και εκπαιδευτικής ευαισθησίας», δε μετέτρεψαν αυτές τις ατομικές αντιστάσεις σε συλλογικές.1 

Είναι ξεκάθαρη η βούληση του υπουργείου να αντικαταστήσει σε μια επόμενη περίοδο –και όχι μόνον σε έκτακτες περιπτώσεις– την εντός της τάξης διδασκαλία με την «εξ αποστάσεως». Δεν χρειάζονται διορισμοί εκπαιδευτικών, καινούρια σχολεία, βιβλιοθήκες, διδασκαλία επικουρούμενη από σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό μέσα στις τάξεις. Όλα αυτά μπορούν να αντικατασταθούν από την τόσο «σύγχρονη» –δηλαδή πάμφθηνη και απόλυτα ελεγχόμενη– τηλεκπαίδευση. 

Έτσι κι αλλιώς ήδη αυτό έγινε και μια προηγούμενη περίοδο σε «ασύμφορες» για το κράτος περιοχές, στη Νίσυρο, στην Κάσο, στη Γαύδο. Γιατί όχι αύριο, μετά από το τόσο επιτυχημένο πείραμα, και σε πιο κεντρικά σχολεία, αντικαθιστώντας, επί παραδείγματι, αρχικά τη διδασκαλία κάποιων όχι τόσο «απαραίτητων» για τα παιδιά των εργατών μαθημάτων, όπως τα εικαστικά, τη μουσική, τη θεατρική αγωγή;

Πέρα από τα μελλοντικά τους σχέδια, η απάτη της εξομοίωσης της τηλεκπαίδευσης με την κανονική εκπαιδευτική διαδικασία είχε εξαρχής ως άμεσο στόχο του ΥΠΑΙΘ το να γίνουν οι πανελλαδικές εξετάσεις. Το να θεωρηθεί δηλαδή ότι η χρονιά έγινε κανονικά και άρα δεν υπάρχει κανένας λόγος για να μη γίνουν. Γι’ αυτό και παρά τις ιατρικές διαγνώσεις, παγκόσμια και τοπικά, ότι η εξάπλωση της πανδημίας παραμένει στο «κόκκινο», όσο οι ημερομηνίες στενεύουν, η υπουργός δείχνει με κάθε τρόπο την πρεμούρα της για κυριολεκτικά ανεξέλεγκτη επιστροφή στα σχολεία. 

Εκπαίδευση και Εξετάσεις

Το ερώτημα που προκύπτει πάντα για τους καπιταλιστές και το κράτος τους είναι, αφενός, πώς θα εξασφαλίζεται μέσα από την εκπαίδευση ένα εργατικό δυναμικό με χαρακτηριστικά γνώσεων τέτοια που κάθε χρονική περίοδο να εξυπηρετούν τις παραγωγικές τους ανάγκες και, ταυτόχρονα, πώς αυτό θα γίνεται με τον πιο φθηνό τρόπο.2 Αυτό το δεύτερο, πρώτα από όλα, σημαίνει έλεγχο των ποσοστών των μαθητριών/ών που ανέρχονται τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. 

Οι εξετάσεις είναι ένα από τα ισχυρότερα εργαλεία για τον έλεγχο του πόσα παιδιά της εργατικής τάξης και των φτωχών στρωμάτων θα πεταχτούν έξω από την εκπαίδευση. Αποδεδειγμένα δεν έχουν απολύτως καμιά παιδαγωγική αξία –ακριβώς το αντίθετο μάλιστα– και ο μοναδικός λόγος ύπαρξής τους είναι για να λειτουργούν ως μηχανισμός διαλογής και απόρριψης. Πρόκειται για έναν καθόλα ταξικό φραγμό. 

Μα, αν καταργηθούν οι εξετάσεις, με ποιον τρόπο θα γίνεται η επιλογή αυτών που αξίζουν να γίνουν επιστήμονες; Πώς θα επιβραβευθούν οι μαθήτριες και οι μαθητές που προσπαθούν, από όσες/ους απλά «παρίστανται» στη σχολική διαδικασία; Μήπως οι πάντες θα δηλώνουν τις «καλές» σχολές; Και σε τελική ανάλυση, μπορούν να απορροφηθούν τόσοι επιστήμονες; Τα ερωτήματα αυτά δεν τα ακούς μόνον «από τα πάνω». Είναι μια λογική που έχει ενσωματωθεί στον τρόπο που οι περισσότεροι άνθρωποι βλέπουν την εκπαιδευτική διαδικασία. 

Πόσους επιστήμονες χρειαζόμαστε; Όλες και όλους τους μαθητές και τις μαθήτριες που θέλουν να σπουδάσουν. Το επίπεδο των γνώσεων που κατέχει πλέον η ανθρωπότητα είναι τόσο υψηλό σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δράσης, που όχι μόνο δε θα έπρεπε να κλείσει ούτε μία σχολή αλλά θα έπρεπε να ανοίξουν πολύ περισσότερες. 

Η υγειονομική πανδημία ήταν μόνον η αφορμή για να δούμε ότι χρειαζόμαστε δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενες/ους στα νοσοκομεία, δεκάδες χιλιάδες εκπαιδευτικούς στα σχολεία για να μπορούν τα τμήματα να είναι μικρά. Όχι μόνον γιατί αλλιώς τα σχολεία γίνονται «υγειονομικές βόμβες», αλλά γιατί αυτό σημαίνει να μπορούν οι εκπαιδευτικοί πραγματικά να μορφώνουν τα παιδιά μέσα στην τάξη και να μη χρειάζονται εξωσχολική, δηλαδή επί πληρωμή, βοήθεια. 

Αυτή τη στιγμή ο κόσμος συνειδητοποιεί με ραγδαίους ρυθμούς τον ταξικό χαρακτήρα της πανδημίας σε όλες τις πλευρές της καθημερινότητάς του. Από την απουσία οποιουδήποτε κράτους πρόνοιας που φόρτωσε ακόμη περισσότερο στην εργατική οικογένεια –και ειδικά στις γυναίκες– όλα τα βάρη της φροντίδας, ως τα ορατά σχέδια των καπιταλιστών και των κυβερνήσεών τους να πατήσουν κυριολεκτικά επί πτωμάτων για να σώσουν την οικονομία τους. 

Δεν χρειάζεται να πάμε στην επόμενη μέρα. Οι μαυραγορίτες της εποχής του κορονοϊού είναι ήδη εδώ: οι κλινικάρχες της ιδιωτικής υγείας, οι σχολάρχες, οι μεγαλοεργολάβοι στον καθαρισμό, ένας κατάλογος όρνεων που αυξάνει καθημερινά τον πλούτο του και θα συνεχίσει με όλο και γοργότερους ρυθμούς, αν εμείς τους αφήσουμε.

Η ελεύθερη πρόσβαση στα πανεπιστήμια (ασυζητητί και σε κάθε άλλη εκπαιδευτική βαθμίδα) θα τίναζε στον αέρα όλο το οικοδόμημα της ιδιωτικής παιδείας, που θησαυρίζει και κερδοσκοπεί σε βάρος της εργατικής οικογένειας, περισσότερο μάλιστα από κάθε άλλη φορά αυτή την περίοδο με κλειστά τα σχολεία. Γι’ αυτό, το αίτημα όλων πρέπει να είναι η κατάργηση των εξετάσεων και η ελεύθερη πρόσβαση μαθητριών και μαθητών στα πανεπιστήμια. Όμως, τη δύναμη να το παλέψουμε συλλογικά αυτή τη στιγμή την έχουμε κυρίως οι εκπαιδευτικοί. Και τα τρία συνδικάτα, ΟΛΜΕ, ΟΙΕΛΕ και ΔΟΕ, πρέπει να κηρύξουν απεργία στις εξετάσεις, για να ακυρωθούν στην πράξη. Αυτός είναι και ο τρόπος για να δείξουμε πραγματικά την αλληλεγγύη μας στις μαθήτριες, στους μαθητές μας και στις οικογένειές τους. Κι αυτό θα έχει όχι απλά τη συμπαράσταση αλλά τη συμπαράταξη όλης της εργατικής τάξης. 

Στην εκπαίδευση υπήρξαν ήδη νίκες. Από την ιδιωτική εκπαίδευση και τον εξαναγκασμό των σχολαρχών να υποχωρήσουν στα σχέδιά τους για μαζικές απολύσεις εκπαιδευτικών μέχρι το ότι οι προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις δε θα γίνουν φέτος, ό,τι και να ψελλίζει η Κεραμέως. Αν κατορθώσουμε να μη γίνουν και οι πανελλαδικές, θα πετύχουμε το σύνθημα του Μάη του ’68 «Όταν υποχωρείς λίγο, παραδίνεσαι πολύ», μα αυτή τη φορά η παράδοση θα είναι από τη μεριά της δικιάς τους τάξης. 

Απέναντι στο σχολείο που αυτοί ονειρεύονται –φτηνό, πειθαρχημένο, εντατικοποιημένο για εκπαιδευτικούς και μαθητόκοσμο, ορθάνοιχτο στα κέρδη του ιδιωτικού κεφαλαίου– θ’ ανοίξει ο δρόμος για να βάλει η τάξη μας τη δική της διεκδικητική ατζέντα, το δικό της όραμα για το τι εκπαίδευση θέλουμε και μπορούμε να πετύχουμε.

Παλεύοντας για ένα άλλο σχολείο τώρα …

Μπορεί οι ανάγκες στον γοργά αναπτυσσόμενο κατά τον μεσοπόλεμο ελληνικό καπιταλισμό για παραγωγικούς, δηλαδή στοιχειωδώς μορφωμένους εργάτες, να πίεζαν για μαζικοποίηση της εκπαίδευσης, όμως ήταν ακόμη εκατοντάδες χιλιάδες τα παιδικά χέρια που έστηναν αυτόν τον καπιταλισμό. Δίπλα στις φαμπρικούδες μάνες τους, έκλωσαν εκατομμύρια μέτρα υφάσματος, παστάλιασαν αμέτρητα φύλλα καπνού, ξεβρώμισαν τα σπίτια των αστών και φρόντισαν τα παιδιά τους. Θα τους αφήσουμε να μας ξαναπάνε στα χρόνια που δεν υπήρχε παιδική ηλικία; 

Σήμερα, πόσα από τα παιδιά των Ρομά στο Δροσερό της Ξάνθης, καταφέρνουν να τελειώσουν το δημοτικό, αφού από πολύ μικρά είναι αναγκασμένα να γίνουν εργάτες γης δίπλα στους γονείς τους; Το ίδιο ερώτημα ισχύει για τα παιδιά της μειονότητας στην περιοχή. Είναι εξαιρέσεις; Ας δούμε το κέντρο της Αθήνας. Στα περισσότερα δημοτικά της το ποσοστό που είναι παιδιά μεταναστών φτάνει το 65%-70%. Πόσα από αυτά τα παιδιά, αλλά και ένα μεγάλο μέρος από τα υπόλοιπα, που οι γονείς τους επίσης πλήττονται από την ανεργία, θα μπορέσουν να συνεχίσουν, όταν το εκπαιδευτικό σύστημα αφαιμάσσει οικονομικά την εργατική οικογένεια; 

Δεν είναι μόνον οι εξετάσεις που εμποδίζουν έναν ολόκληρο κόσμο να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Η γνώση, έτσι όπως δίνεται στα σχολεία, είναι εξαιρετικά αποσπασματική και ελλιπής και γι’ αυτό οι οικογένειες χρειάζεται να ξοδεύουν τεράστια ποσά για τη μόρφωση των παιδιών τους. Γι’ αυτό ακριβώς χρειαζόμαστε πολύ περισσότερους εκπαιδευτικούς στο Δημόσιο Δωρεάν Σχολείο. Γι’ αυτό θέλουμε στα σχολεία να διδάσκεται η ανθρώπινη γνώση και δημιουργία σε όλο της το εύρος. 

Οι δυνατότητες αυτενέργειας στο σχολείο είναι ελάχιστες για όλες και όλους, απ’ όποια μεριά της έδρας κι αν στεκόμαστε Η διαδικασία απόκτησης γνώσης προκαλεί στις μαθήτριες και στους μαθητές τα ίδια συναισθήματα που προκαλεί στους εργαζόμενους η δουλειά τους. Άγχος, κούραση, βαρεμάρα. Η ίδια η σχέση τους με τη γνώση έχει πολλές αναλογίες με τη σχέση των εργαζόμενων με το προϊόν που παράγουν, υλικό ή πνευματικό. Είναι μια σχέση στην οποία οι ίδιοι/ες δεν παρεμβαίνουν σχεδόν καθόλου. Δεν επιλέγουν τι θα μάθουν, δεν μπορούν να παρέμβουν στο πώς θα το μάθουν, δεν μπορούν να δημιουργήσουν σε σχέση με αυτό που μαθαίνουν. Τα ίδια ακριβώς συμβαίνουν στους διδάσκοντες. Δεν επιλέγουμε τι θα διδάξουμε και πώς θα το διδάξουμε. Τα αναλυτικά προγράμματα, από την πρώτη δημοτικού ως την γ’ λυκείου, καθορίζουν με το μοιρογνωμόνιο το τι είδους εργάτη χρειάζεται κάθε φορά η καπιταλιστική παραγωγή. 

Θέλουμε την πληροφορική και υπολογιστές στα σχολειά μας, όχι γιατί είναι «ένα εφόδιο απαραίτητο για να βρεις δουλειά», αλλά γιατί μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα εξαιρετικό βοήθημα στη διδασκαλία κάθε γνωστικού αντικειμένου. 

Για να «αγαπήσουν τα παιδιά το διάβασμα», για να πάψει η λογοτεχνία να είναι ένα ακόμη βαρετό μάθημα, για να μάθουν τα παιδιά να φτιάχνουν εργασίες δημιουργικές κι όχι, στην καλύτερη περίπτωση, «copy – paste», χρειάζεται να ξανανοίξουν οι σχολικές βιβλιοθήκες – η συνεργασία των εκπαιδευτικών με τους βιβλιοθηκονόμους, έφερε, για το λίγο διάστημα που κράτησε, εξαιρετικά αποτελέσματα. 

Τα μεγάλα λόγια για «περιβαλλοντολογική ευαισθητοποίηση» των νέων δεν σημαίνουν ημερίδες. Σημαίνουν γεωπόνους, δασολόγους, βιολόγους στα σχολεία. 

Θέλουμε πολλούς καθηγητές για κάθε γλώσσα που ενδιαφέρονται να μάθουν τα παιδιά. 

Θέλουμε ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, εκπαιδευτικούς ειδικής αγωγής σε κάθε σχολείο. 

Και θέλουμε τα σχολειά μας να πλημμυρίσουν από μουσικές και χρώματα. Θέλουμε μουσικούς, εικαστικούς, θεατρολόγους για να ξεδιπλώσουν μπροστά στα παιδιά όλη την ανθρώπινη δημιουργικότητα αλλά και να προκαλέσουν τη δική τους.

Αυτά, όμως, είναι μόνον οι βάσεις για το σχολείο που θέλουμε. Είναι η δημιουργία ρωγμών και το ξεχείλωμά τους στο σχολείο μέσα στον καπιταλισμό.

…. παλεύουμε για το σχολείο του μέλλοντός μας

Του χρόνου τέτοια εποχή θα κλείσουν 150 χρόνια από την Παρισινή Κομμούνα και τα διδάγματα της. Στις 72 μέρες που κράτησε έβαλε στόχους για την παιδεία, που τόσα χρόνια μετά κανένας τους δεν έχει πραγματωθεί: «Κοινωνικοπολιτική παιδεία με στόχο την επαναστατική δραστηριότητα αντί για την απολίτικη διδαχή και τον εγκλεισμό του παιδιού στους τοίχους του σχολείου. Εκπαίδευση στις τέχνες και μια προσπάθεια σύνδεσης της παιδείας με το βιομηχανικό σχεδιασμό». Μ’ αυτόν τον προσανατολισμό κινήθηκε και το πρώτο εργατικό κράτος, μετά τη Ρώσικη Επανάσταση. Το 1918, στις «Βασικές αρχές» του νόμου για την εκπαίδευση διακηρύσσει ότι «Η προσωπικότητα θα παραμείνει η υψηλότερη αξία στη σοσιαλιστική κουλτούρα. Αυτή η προσωπικότητα όμως, μπορεί να αναπτύξει τις κλίσεις της σ’ όλη τους τη μεγαλοπρέπεια μόνο σε μια αρμονική κοινωνία ίσων. Εμείς (δηλαδή η κυβέρνηση) δεν ξεχνάμε το δικαίωμα του κάθε ατόμου στη δική του ιδιαίτερη ανάπτυξη. Δεν είναι για μας αναγκαίο να τσακίσουμε την προσωπικότητα, να την περιγελάμε, να την λιώνουμε σε σιδερένια καλούπια, γιατί η σταθερότητα της σοσιαλιστικής κοινότητας δεν βασίζεται στην ομοιομορφία των στρατώνων, ούτε στα καψόνια, ούτε στις θρησκευτικές και αισθητικές ψευδαισθήσεις, αλλά πάνω στην ενεργητική αλληλεγγύη των συμφερόντων».3

Παρότι εκατοντάδες χιλιάδες εκπαιδευτικοί σ’ όλο τον κόσμο έχουν σήμερα πια εξαιρετικές γνώσεις σε σχέση με εκπαιδευτικά μοντέλα που η εφαρμογή τους θα απελευθέρωνε την προσωπικότητα των παιδιών και τις ιδιαίτερες ικανότητές τους, θα καλλιεργούσε πνεύμα αλληλεγγύης και συλλογικότητας, θα ενίσχυε τη δραστηριοποίησή τους ενάντια στη φτώχεια και την εκμετάλλευση, το σεξισμό, το ρατσισμό, την καταστροφή του περιβάλλοντος, ανακαλύπτουν τα όρια που βάζει σε κάθε τέτοια τους προσπάθεια ο ίδιος ο ρόλος της εκπαίδευσης μέσα στον καπιταλισμό. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με περισσότερες ή λιγότερες εξετάσεις, με καλύτερη ή ανύπαρκτη σχολική υποδομή, όλα τα υπάρχοντα εκπαιδευτικά συστήματα έχουν στον πυρήνα ύπαρξής τους την οικονομική και ιδεολογική στήριξη του καπιταλισμού. Για να το πούμε επιγραμματικά, δεν υπάρχει «κόκκινο» (ούτε «πράσινο») σχολείο μέσα στον καπιταλισμό.

Αυτό καθόλου δε σημαίνει ότι κάθε σύγκρουση με τις ταξικές επιλογές των από τα πάνω είναι σισύφεια. Αντιθέτως, κάθε αγώνας, όχι μόνον ανακόπτει τις προσπάθειες της άλλης πλευράς για διάλυση και υποβάθμιση της ζωής της εργατικής τάξης και των παιδιών της, αλλά κάνει συνειδητή και την αναγκαιότητα συνολικής ανατροπής αυτού του βάρβαρου συστήματος. Για να μπορούμε να έχουμε σχολεία όπου εκπαιδευτικοί, μαθήτριες και μαθητές θα πειραματίζονται, θα συζητούν και θα «τσακώνονται» για παιδαγωγικές μεθόδους, αντιλήψεις και πρακτικές και όπου «(σ)ε μια πάλη τόσο αφιλόκερδη και τόσο έντονη, πάνω σε μια πολιτιστική βάση που θα ανυψώνεται σταθερά, η ανθρώπινη προσωπικότητα, με το ανεκτίμητο βασικό της γνώρισμα να μη μένει σε τίποτε ικανοποιημένη, θα αναπτύσσεται και θα λαμπικάρεται από όλες τις απόψεις».4

 

Σημειώσεις

1. Περισσότερα στοιχεία για την «εξ αποστάσεως εκπαίδευση» και για το πώς οργανώνουμε την πάλη μας ενάντια στη διάλυση της Δημόσιας εκπαίδευσης δες, στο https://www.facebook.com/ergatiki/ και «Η Τάξη μας – Δίκτυο εκπαιδευτικών».

2. Για τις εκπαιδευτικές «μεταρρυθμίσεις» του ελληνικού καπιταλισμού βλ. περ. Σοσιαλισμός από τα κάτω, τ. 61, Π. Γκαργκάνας, «Η εκπαιδευτική ‘μεταρρύθμιση’».

3. περ. Σοσιαλισμός από τα κάτω, τ. 23, Χάνι Ρόζενμπεργκ, «Επανάσταση και Εκπαίδευση».

4. Δανείζομαι τη φράση του Τρότσκι για την τέχνη στο σοσιαλισμό από το Λογοτεχνία και Επανάσταση, γιατί νομίζω ότι εκφράζει με εκπληκτικό τρόπο και το δικό μας εκπαιδευτικό όραμα.