8 Μάρτη 2020 στην Αθήνα
Τα βάρη της καραντίνας «Μένουμε σπίτι» χρειάζονται άμεση απάντηση με αγώνες για μαζικές κοινωνικές δομές βοήθειας στο σπίτι, υποστηρίζει η Κατερίνα Θωίδου
Ένα από τα ζητήματα που ανέδειξε η κρίση του κορονοϊού είναι ότι οι εργαζόμενοι σε μία σειρά κλάδους είναι αυτοί που βάζουνε σε λειτουργία όλες εκείνες τις υπηρεσίες που είναι απαραίτητες για την εξασφάλιση των άμεσων και βασικών αναγκών για την αξιοπρεπή διαβίωση όλης της κοινωνίας. Μπορεί ο Μητσοτάκης και η κυβέρνηση να μιλάνε επαινετικά για τους “ήρωες πίσω από τις μάσκες”, όμως αυτή η υποκριτική στάση δεν μπορεί να κρύψει τις ευθύνες μίας κυβέρνησης που στρώνει το δρόμο στα αφεντικά να αλωνίζουν, αφήνοντας όλους αυτούς τους ήρωες και τις ηρωίδες έρμαιο είτε του κορονοϊού είτε της εκμετάλλευσης για χάρη του κέρδους.
Μέσα στην πανδημία οι νοσοκόμες, οι καθαρίστριες, οι εργαζόμενες στα σούπερ μάρκετ, οι “αόρατες” μέχρι χτες γυναίκες με τους κακοπληρωμένους μισθούς και τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, αναδείχθηκαν αναμφισβήτητα ως αυτές που στηρίζουν στις πλάτες τους μία ολόκληρη κοινωνία, με την εργασία τους τόσο στη δουλειά όσο και στο σπίτι.
Όμως πίσω από τα συγχαρητήρια και τα μπράβο, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου καταγράφηκαν 41.000 απολύσεις στον ιδιωτικό τομέα και την ίδια ώρα καθημερινές είναι οι καταγγελίες εργαζομένων για καταστρατήγηση της εργατικής νομοθεσίας για βλαπτική μεταβολή των συμβάσεων εργασίας και άδειες άνευ αποδοχών. Στην Ελλάδα, πάνω από 350.000 εργαζόμενοι είχαν τεθεί σε καθεστώς αναστολής των συμβάσεών τους τις πρώτες τρεις ημέρες εφαρμογής των έκτακτων μέτρων.
Οι γυναίκες χτυπήθηκαν πολύ περισσότερο από αυτές τις αντεργατικές επιθέσεις. Ο πρώτος και βασικός λόγος είναι γιατί μέσα στην περίοδο της οικονομικής κρίσης η ψαλίδα των διακρίσεων ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες είχε ανοίξει ακόμα περισσότερο. Όλα τα προηγούμενα χρόνια των μνημονίων οι γυναίκες είχαν μεγαλύτερο μερίδιο στις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, στα τετράωρα, αλλά και στην ανεργία αφού απολύονταν πιο εύκολα. Η έκρηξη της μερικής ή ελαστικής εργασίας, την μνημονιακή περίοδο, αφορούσε τις γυναίκες σε διπλάσιο ποσοστό σε σχέση με τους άνδρες (13,7% έναντι 6,9%). Σύμφωνα με την έκθεση «Εκθήλυνση της Φτώχειας», του Παρατηρητηρίου της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων, τον Αύγουστο του 2018, «οι γυναίκες αποτελούν το 60,51% του μερικώς απασχολούμενου πληθυσμού».
Οι κίνδυνοι της εξάπλωσης του κορονοϊού ειδικά για τις γυναίκες που εργάζονται στην πρώτη γραμμή πολλαπλασιάζονται. Καταρχήν γιατί οι γυναίκες καταδικάζονται πλέον σε περισσότερα χρόνια έκθεσης σε επαγγελματικούς κινδύνους λόγω της γενικής αύξησης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης και της κατάργησης της διαφοράς 5ετίας μεταξύ ανδρών - γυναικών. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν χιλιάδες γυναίκες άνω των 60 ετών που είναι αναγκασμένες να εργάζονται μέσα σε συνθήκες πανδημίας, εκθέτοντας τον εαυτό τους σε άμεσο κίνδυνο. Επίσης υποχρεούνται συχνότερα σε ανασφάλιστη εργασία, κατά συνέπεια με μειωμένες δυνατότητες πρόληψης, αλλά και διάγνωσης και θεραπείας προβλημάτων υγείας. Ήδη μιλάμε για εργαζόμενες (σε νοσοκομεία, καθαριότητα ή στα σούπερ μάρκετ) που αντιμετωπίζουν μία σειρά προβλήματα όπως πχ μυοσκελετικές διαταραχές λόγω του ότι σηκώνουν βάρη ή αντιμετωπίζουν συνεχή ορθοστασία. Τώρα έρχεται να προστεθεί και η έλλειψη μέτρων ατομικής προστασίας, με αποτέλεσμα την άμεση έκθεση σε κίνδυνο των ίδιων και των οικογενειών τους.
Η έλλειψη ουσιαστικών μέτρων προστασίας του πληθυσμού αλλά και η υποβάθμιση του συστήματος υγείας ανάγκασε τις κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε αυστηρά μέτρα για να περιορίσουν την εξάπλωση του κορονοϊού, με βασικότερο αυτό του «λοκντάουν». Όμως ο περιορισμός στο σπίτι δεν είναι ίδιος για όλους. Αλλιώς είναι να είσαι κλεισμένος σε ένα σπίτι που έχει θέρμανση, ίντερνετ και γεμάτο ψυγείο και αλλιώς να μην έχεις τίποτα από όλα αυτά, όπως συμβαίνει με χιλιάδες νοικοκυριά, που δεν “παίζουν” στις διαφημίσεις. Την ίδια στιγμή που η φτώχεια πολλαπλασιάζεται, μέσα στο σπίτι μεταφέρονται μία σειρά υπηρεσίες που αφορούν τη φροντίδα των παιδιών, των ηλικιωμένων, των αρρώστων με αποτέλεσμα να επιβαρύνουν τη ζωή της γυναίκας και να κάνουν ακόμα πιο έντονη την καταπίεσή της. Οι γυναίκες της εργατικής τάξης είναι αυτές που για άλλη μία φορά πληρώνουν τα σπασμένα ενός συστήματος που έχει μάθει να λειτουργεί μόνο για το κέρδος, χωρίς να διαθέτει τους πόρους εκείνους που χρειάζονται για να διαμορφώσει τις απαραίτητες υποδομές προκειμένου να ανταποκριθεί σε έκτακτες συνθήκες όπως η πανδημία.
Είναι χαρακτηριστικά όσα δήλωσε η Αλίκη Μουρίκη, κοινωνιολόγος και ερευνήτρια στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) σε συνέντευξή της στην Καθημερινή τον περασμένο Μάρτιο, με αφορμή τη μέρα της γυναίκας. «Σήμερα εργάζεται το 43,9% των γυναικών, έναντι του 60% των ανδρών, ενώ και η ανεργία είναι γένους θηλυκού καθώς οι άνεργες γυναίκες είναι το 23,7% όσων αναζητούν εργασία, έναντι 14,7% στους άνδρες...Βασικό ρόλο όμως τελικά έπαιξε η οικονομική στενότητα, η οποία αφαιρούσε από τις οικογένειες τη δυνατότητα εξόδων για τη φροντίδα ηλικιωμένων ή παιδιών, με αποτέλεσμα τελικά η γυναίκα να μένει πίσω για να καλύψει αυτές τις ανάγκες», τονίζει η ερευνήτρια του ΕΚΚΕ. «Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: σε ποσοστό 85% οι γυναίκες στην Ελλάδα ασχολούνται καθημερινά με τη φροντίδα του σπιτιού και το μαγείρεμα, έναντι 16% των ανδρών. Ενώ όσο αφορά την υποστήριξη και την εκπαίδευση των παιδιών, το 95% των γυναικών ασχολείται καθημερινά, έναντι 53% των ανδρών».
Μία πρόσφατη μέτρηση, πριν την πανδημία, λέει ότι «ο χρόνος που δαπανάται σε “απλήρωτη εργασία” -δουλειές του σπιτιού, φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων, ψώνια, αποκαλύπτει τεράστιο χάσμα ανάμεσα στα φύλα. Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες με τις χειρότερες επιδόσεις, με τις γυναίκες να κάνουν απλήρωτη εργασία που φτάνει τις 4 ώρες και 26 λεπτά τη μέρα, και τους άντρες λίγο πάνω από μιάμιση ώρα. Ο μέσος όρος των 28 χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, σε μελέτη του 2018, δείχνει ότι οι άντρες συνεισφέρουν κατά 50% σχεδόν λιγότερο χρόνο από τις γυναίκες στην απλήρωτη εργασία».
Το λοκντάουν μεγιστοποίησε την πίεση πάνω στις πλάτες των γυναικών. Μέσα στην πυρηνική οικογένεια, όταν τα παιδιά μένουν σπίτι γιατί κλείνουν τα σχολεία και οι παιδικοί σταθμοί, τα αναλαμβάνει κυρίως η γυναίκα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους αρρώστους ή τους ηλικιωμένους που δεν μπορούν να πάνε τόσο εύκολα στο νοσοκομείο ή έχουν αναγκαστεί να αναβάλουν ιατρικές πράξεις για αργότερα. Μάλιστα αρκετοί ηλικιωμένοι έχασαν τους φροντιστές τους λόγω της καραντίνας, αφού ήταν κυρίως μετανάστριες, αόρατες και χωρίς χαρτιά, που εργάζονταν για αυτούς και αδυνατούν να μεταβούν φοβούμενες την σύλληψη και την απέλαση. Το ρόλο του φροντιστή ανέλαβε εξ ολοκλήρου η γυναίκα, όπως και τα άτομα με αναπηρίες και κινητικά προβλήματα. Ταυτόχρονα το καθάρισμα, το μαγείρεμα, το πλύσιμο, που πολλαπλασιάζεται μέσα σε συνθήκες όπου χρειάζεται η καθαριότητα να είναι αυστηρή λόγω κορονοϊού, αυξάνει τα βάρη που πέφτουν πάνω στις γυναίκες.
Η εργασία εξ αποστάσεως δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερα βάρη και πίεση στην οικογένεια. Τα ωράρια εργασίας καταστρατηγούνται, ο φόρτος εργασίας μεγαλώνει αφού τα αφεντικά έχουν τη δικαιολογία ότι κάποιος δουλεύει από την “άνεση του σπιτιού του” αλλά η κατάσταση στο σπίτι παραμένει μία κόλαση πολύ μεγαλύτερων υποχρεώσεων. Επιπλέον τα περισσότερα σπίτια διαθέτουν έναν υπολογιστή, από τον οποίο χρειάζεται να δουλέψει ο ένας ή και οι δύο γονείς, τις περισσότερες φορές πάνω από 8 ώρες και ταυτόχρονα να γίνεται η εκπαίδευση εξ αποστάσεως για τα παιδιά. Συν όλες οι υπόλοιπες υποχρεώσεις, όπως είναι το ποιος θα απασχολήσει τα μικρά παιδιά, ποιος θα φροντίσει τους αρρώστους, ποιος θα κάνει τις δουλειές του σπιτιού.
Η πανδημία αυξάνει την πίεση στην οικογένεια μεταφέροντας μεγαλύτερα βάρη και κατά συνέπεια αυξάνει την γυναικεία καταπίεση. Ο βασικός λόγος είναι γιατί ζούμε σε ένα σύστημα που έχει αναθέσει από πριν στις γυναίκες τη λειτουργία της αναπαραγωγής της νέας εργατικής τάξης που γίνεται μέσα στο νοικοκυριό. Η έλλειψη κοινωνικών δομών έχει σαν αποτέλεσμα η αναπαραγωγή να γίνεται όλο και περισσότερο ιδιωτική υπόθεση της οικογένειας και λόγω των σεξιστικών στερεοτύπων αυτή η λειτουργία γίνεται όλο και περισσότερο υπόθεση που πέφτει πάνω στις πλάτες των γυναικών. Πρόκειται για στερεότυπα που τροφοδοτούνται τόσο έντονα από όλους τους θεσμούς του συστήματος που μοιάζουν φυσιολογικά, όπως το ότι οι γυναίκες είναι κατώτερες, είναι για την κουζίνα και το σπίτι και ακόμα και όταν βγαίνουν στην παραγωγή αυτό είναι προσωρινό, γιατί ο προκαθορισμένος προορισμός της ζωής τους είναι να κάνουν οικογένεια και να αφοσιωθούν σε αυτήν. Αντίστοιχα για τον άντρα το κυρίαρχο στερεότυπο είναι αυτό της δύναμης και της κυριαρχίας πάνω στην γυναίκα και τα παιδιά.
Αυτές είναι οι ρίζες της γυναικείας καταπίεσης και της ενδοοικογενειακής βίας που αυξάνεται μέσα στην περίοδο του “μένουμε σπίτι”. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με το Κέντρο Γυναικείων Μελετών και Ερευνών «Διοτίμα», από τα πρόσφατα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, οι κλήσεις στη γραμμή SOS 15900 αυξήθηκαν τον Μάρτιο κατά 16,5%, σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο (454-390 κλήσεις). Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Γρηγόρη Λέων, Προέδρου της Ελληνικής Ιατροδικαστικής Εταιρίας, σε πρόσφατη συνέντευξη του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «παρότι το ιατρείο μου παραμένει διαθέσιμο μόνο για έκτακτα περιστατικά, ήδη έχω κληθεί να εξετάσω αυτές τις μέρες θύματα ενδοοικογενειακής βίας που συνδέουν την κατάστασή τους με τον εγκλεισμό στο σπίτι».
Είναι επείγον σήμερα να απαιτήσουμε προγράμματα κοινωνικής πολιτικής και συνολικά να παλέψουμε για να πάψει το σύστημα να βασίζεται στην απλήρωτη εργασία των γυναικών στο νοικοκυριό. Ώστε καμία γυναίκα να μην είναι υποχρεωμένη να μαγειρεύει, ή να πλένει ή να φροντίζει τους αρρώστους και τους ηλικιωμένους, είτε εργάζεται είτε όχι, αλλά να έχει οποιαδήποτε βοήθεια χρειάζεται κάθε στιγμή της ημέρας ή της νύχτας.
Χρειάζεται να διεκδικήσουμε σαν εργατικό κίνημα δαπάνες για δημόσιες κοινωνικές δομές που θα αποφορτίσουν τις γυναίκες. Οι έκτακτες συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία δείχνουν ότι χρειάζονται πλέον νέες κοινωνικές δομές και ενίσχυση αυτών που ήδη υπάρχουν, για να μπορεί η οικογένεια να ανταποκριθεί στις ανάγκες.
Ένα μεγάλο ζήτημα είναι πώς μπορούν να ενισχυθούν οι κοινωνικές υπηρεσίες σε κάθε δήμο, που ούτως ή άλλως έχουν αναλάβει ένα μεγάλο κομμάτι από τις υπηρεσίες που αφορούν την καθημερινότητα των γυναικών. Χρειάζονται πολύ περισσότερες προσλήψεις εργαζομένων στο “Βοήθεια στο Σπίτι” για να εξυπηρετούν τους ηλικιωμένους και άλλες ευάλωτες ομάδες που δεν μπορούν να βγουν έξω από το σπίτι γιατί οι ανάγκες πλέον έχουν πολλαπλασιαστεί. Είναι αναγκαίο, στην περίοδο της καραντίνας, να συνεχιστεί η παροχή φαγητού στο σπίτι σε όσους το χρειάζονται, με τη λειτουργία των μαγειρείων των Δημοτικών παιδικών σταθμών. Γι’ αυτό διεκδικούμε μαζικές προσλήψεις σε όλες τις απαιτούμενες ειδικότητες και εξασφάλιση μέσων για τις επισκέψεις στα σπίτια. Επίσης, ενίσχυση των προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας, δωρεάν τεστ για COVID-19 στα ΤΟΜΥ και στα δημοτικά ιατρεία στις γειτονιές, να διευρυνθούν οι παροχές των Κοινωνικών Παντοπωλείων και των Κοινωνικών Φαρμακείων.
Ταυτόχρονα χρειάζεται να διεκδικήσουμε προσλήψεις στους παιδικούς σταθμούς για να μπορέσουν να λειτουργούν με πολύ λιγότερα παιδιά ανά τμήμα, τηρώντας όλα τα μέτρα ασφαλείας. Το κλείσιμό τους έχει φέρει τεράστια αναστάτωση πάνω στην εργαζόμενη γυναίκα. Παράλληλα παλεύουμε για αύξηση των δαπανών για την παιδεία, με προσλήψεις μόνιμων εκπαιδευτικών και μονιμοποίηση των αναπληρωτών, για να μπορέσουν να ανοίξουν τα σχολεία χωρίς να μπαίνει σε κίνδυνο η ασφάλεια των μαθητών και των εκπαιδευτικών. Γι’ αυτό το σκοπό θα χρειαστούν περισσότερα και σύγχρονα σχολικά κτίρια και υποδομές, με λιγότερα παιδιά ανά τάξη, αύξηση των κονδυλίων για τις σχολικές επιτροπές, προσλήψεις καθαριστριών και σχολικών φυλάκων, για να κάνουν τα παιδιά μάθημα σε κατάλληλες συνθήκες, να επεκταθεί η διανομή σχολικών γευμάτων για όλα τα παιδιά.
Χρειάζεται άμεσα να παλέψουμε για δημόσιες δομές αλληλεγγύης για τις οικονομικά αδύναμες οικογένειες και ειδικά τις μονογονεϊκές, για δομές πρόληψης, στήριξης και περίθαλψης τοξικοεξαρτημένων, φροντίδα για τους πάσχοντες και υποστήριξη στις οικογένειες των ατόμων με αναπηρία ή ψυχικές παθήσεις. Να φτιαχτούν δομές ψυχοκοινωνικής στήριξης για κάθε οικογένεια ή άτομο που αντιμετωπίζει ανάλογα προβλήματα. Να επεκταθεί η ειδική αγωγή. Να γίνουν δημοτικά γηροκομεία με δωρεάν διαμονή γερόντων σε κάθε δήμο. Ακόμα και στο ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας ένα βασικό αίτημα είναι η επίταξη ξενοδοχειακών μονάδων και άλλων χώρων για τη στέγαση των γυναικών που έχουν υποστεί κακοποίηση και είναι αναγκαία η άμεση απομάκρυνση των ίδιων και των παιδιών τους.
Για να μπορέσουν να λειτουργήσουν όλες αυτές οι πολύτιμες κοινωνικές υπηρεσίες χρειάζεται άμεσα ενίσχυση με 10πλάσιο προσωπικό και γενναία κρατική χρηματοδότηση, τουλάχιστον στο επίπεδο της προ μνημονίου εποχής, δηλαδή αύξηση των πόρων τουλάχιστον κατά 60%.
Αντί για δωράκια στους καπιταλιστές εν μέσω κρίσης, να δοθεί όλος αυτός ο πλούτος που εξακολουθεί να παράγει η εργατική τάξη για τις ανάγκες της, για να σώσουμε τις ανθρώπινες ζωές όλων των πολύτιμων κομματιών της και να χτίσουμε μια κοινωνία χωρίς ταξικές και σεξιστικές διακρίσεις. Αντί οι προτεραιότητες της κυβέρνησης της ΝΔ να είναι η εξυπηρέτηση του χρέους σε βάρος των αναγκών της εργατικής τάξης, να διεκδικήσουμε τη διαγραφή του, με κρατικοποίηση των τραπεζών κάτω από εργατικό έλεγχο.
Και συνολικότερα να παλέψουμε για μία κοινωνία όπου η ανατροφή των παιδιών, η φροντίδα του νοικοκυριού και κάθε είδους απλήρωτη δουλειά της γυναίκας μέσα στο σπίτι, θα μετατραπούν από ιδιωτική υπόθεση της πυρηνικής οικογένειας σε κοινωνική υπόθεση. Να παλέψουμε για μία κοινωνία που οι εργαζόμενοι θα ασκούν δημοκρατικό έλεγχο στους πόρους που οι ίδιοι παράγουν με βάση τις ανάγκες τους και όχι τις ανάγκες του κέρδους. Γιατί η πάλη ενάντια στο σεξισμό σήμερα, σημαίνει πάλη για την αντικαπιταλιστική διέξοδο από αυτή την κρίση.