Ο Νίκος Λούντος εξηγεί τις αντιφάσεις της «λάμψης» της Ινδίας ως ανερχόμενης δύναμης και παρουσιάζει τις μάχες των εκατομμυρίων που αντιστέκονται στις επιθέσεις του Ναρέντρα Μόντι
Ποιος θυμάται πως μέχρι πριν από μερικά χρόνια η Ινδία, αντιπροσωπεύοντας το μεσαίο Ι στο ακρωνύμιο BRICS, προβαλλόταν σαν ένα από τα πιο πιθανά σημεία από τα οποία η παγκόσμια οικονομία θα αναπηδούσε για να ξεφύγει από την κρίση που ξέσπασε το 2008; Η Ινδία υποτίθεται πως “έλαμπε” από τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Η λάμψη είχε γίνει επίσημο κυβερνητικό και προεκλογικό σλόγκαν. Για τους προπαγανδιστές του νεοφιλελευθερισμού, η Ινδία ήταν διπλά χρήσιμη. Από τη μία γινόταν παράδειγμα για τις επιτυχίες που φέρνει το άνοιγμα στην αγορά, και από την άλλη γινόταν φόβητρο διότι χωρίς κι άλλες μεταρρυθμίσεις και λιτότητα, η ελληνική και η ευρωπαϊκή οικονομία απειλούνταν όχι πλέον μόνο από την Κίνα, αλλά και από την Ινδία που θα μετατρεπόταν επίσης σε “παγκόσμιο εργοστάσιο”.
Οι “καλές ειδήσεις” όμως τελείωσαν από την Ινδία. Κι όχι μόνο γιατί οι ρυθμοί της ανάπτυξης αποδείχθηκαν και εφήμεροι και ψεύτικοι. Αλλά και πολιτικά η λάμψη έδωσε τη θέση της στο βαθύ σκοτάδι. Ο Ναρέντρα Μόντι κέρδισε τις εκλογές το 2014 και ξανά το 2019 στήνοντας μια ακροδεξιά κυβέρνηση που προωθεί ανοιχτά τους διωγμούς σε βάρος των 200 εκατομμυρίων μουσουλμάνων της χώρας. Ο Μόντι και ο υπουργός του των Εσωτερικών δεν ανήκουν μόνο στο BJP, το δεξιό “Λαϊκό Κόμμα” που κέρδισε τις εκλογές, αλλά και στο RSS, ίσως την πιο μαζική φασιστικού τύπου οργάνωση στον κόσμο με 5-6 εκατομμύρια μέλη. Το άστρο του Μόντι σε πανεθνικό επίπεδο είχε ανατείλει το 2002 όταν ήταν πρωθυπουργός στο κρατίδιο του Γκουτζαράτ και υπό την ευθύνη του εξελίχθηκε ένα πογκρόμ με 1000 μουσουλμάνους νεκρούς. Από τη στιγμή που ανέλαβε πρωθυπουργός της Ινδίας η ένταση με το Πακιστάν κορυφώθηκε. Το Φλεβάρη του 2019, καταρρίφθηκαν αεροσκάφη και η Ινδία βομβάρδισε πακιστανικό έδαφος για πρώτη φορά από τον πόλεμο του 1971. Το καλοκαίρι ο Μόντι επέβαλε στρατιωτικό νόμο στο Κασμίρ και κατάργησε την αυτονομία του. Στη συνέχεια εξαπέλυσε μια από τις μεγαλύτερες διχαστικές επιθέσεις με το νόμο περί πολιτογράφησης που απειλεί να μετατρέψει τους μουσουλμάνους σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας και να αφαιρέσει μαζικά πολιτικά δικαιώματα. Οι φασιστικές συμμορίες ρίχτηκαν κατά του κινήματος προσπαθώντας να μετατρέψουν τη σύγκρουση σε σφαγή μεταξύ Ινδουϊστών και μουσουλμάνων, με πάνω από 50 νεκρούς στις φτωχογειτονιές του Δελχίου στά τέλη Φλεβάρη.
Η ανανέωση της θητείας του Μόντι μετά την εκλογική νίκη την Άνοιξη του 2019 έγινε δεκτή διεθνώς σαν σημάδι ότι το πολιτικό σχέδιο της ινδικής ακροδεξιάς σταθεροποιείται και προχωράει. Οι υπουργοί, ένα μεγάλο μέρος του κρατικού μηχανισμού, τα στελέχη του BJP, τα ΜΜΕ γύρω από την κυβέρνηση και μαζί τους το RSS και το VHP (η θρησκευτικό-ιδεολογική μετωπική οργάνωση της ακροδεξιάς με σχεδόν εφτά εκατομμύρια οργανωμένα μέλη) είναι ένας μαζικός στρατός φανατικών, ρατσιστών, σεξιστών - ινδικές εκδοχές του Τραμπ και του Μπολσονάρο. Όμως, τα κινήματα που ξέσπασαν στους μήνες που ακολούθησαν έδειξαν ότι ο Μόντι δεν κυβερνάει ανεμπόδιστα και μάλιστα ότι οι επιθέσεις του συγκρότησαν ή έφεραν στο προσκήνιο καινούργιες και μαζικές δυνάμεις αντίστασης. Όπως θα επιχειρήσουμε να δείξουμε στη συνέχεια σε αυτό το άρθρο, η ανάδυση του Χιντούτβα (η κεντρική ιδεολογία της ινδικής ακροδεξιάς που ταυτίζει τον Ινδουϊσμό με την ουσία της ινδικής εθνικής ταυτότητας και έτσι μετατρέπει τα εκατοντάδες εκατομμύρια των μη-Ινδουϊστών Ινδών σε ξένο σώμα ή εσωτερικό εχθρό) είναι μια επιθετική προσπάθεια αναδιοργάνωσης της ινδικής πολιτικής πάνω στο πολύ ασταθές έδαφος που άφησε το τέλος περισσότερου από μισού αιώνα αδιαμφισβήτητης πολιτικής κυριαρχίας του κόμματος του Κογκρέσου. Έχει προς το παρόν μετατραπεί σε σχεδόν μοναδικό εργαλείο άσκησης πολιτικής, όμως δεν εμπνέει πλέον σιγουριά ούτε στους από πάνω, ούτε στους από κάτω.
Ας ξεκινήσουμε με τις υπερβολές περί ανερχόμενης υπερδύναμης, γιατί ένα από τα αίτια της πολιτικής ανωμαλίας είναι ότι τις είχε πιστέψει η ίδια η άρχουσα τάξη της Ινδίας. Και ακόμη και τώρα τεντώνεται για να δείξει ότι επιμένει. Για παράδειγμα, λίγο πριν τις περσινές εκλογές, η Ινδία εκτόξευσε πύραυλο για να καταστρέψει ένα δικό της δορυφόρο ο οποίος βρισκόταν σε τροχιά. Σύμφωνα με τον Μόντι, η Ινδία έγινε έτσι “διαστημική δύναμη” μιας και είναι η 4η μόλις χώρα που έχει καταφέρει να... καταρρίψει δορυφόρο της. Ακόμη και η ΝΑΣΑ διαμαρτυρήθηκε, γιατί κινδύνεψε ο διαστημικός σταθμός, αλλά ο Μόντι έκανε τη μόστρα του. Ας σταχυολογήσουμε από την Καθημερινή: το 2006 έγραφε πως:
“λιγότερο προβεβλημένη μέχρι πρότινος από την Κίνα στον δυτικό Τύπο, η Ινδία αναδύεται με εξίσου εντυπωσιακούς ρυθμούς σε παγκόσμια δύναμη. Με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 7,5% την τελευταία πενταετία, αντιπροσωπεύει ήδη την τέταρτη οικονομία του κόσμου και φιλοξενεί 125 από τις 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις του πλανήτη”.1
Και το 2010:
“Παρά λοιπόν την αρνητική κριτική, η Ινδία τα πάει καλά. Η οικονομία της αναμένεται να αναπτυχθεί κατά 8,5%. Έχει όμως πολύ δρόμο μέχρι να γίνει τόσο πλούσια όσο η Κίνα, της οποίας η οικονομία είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερη από την ινδική. Παρ’ όλα αυτά, η Ινδία αναπτύσσεται με φρενήρεις ρυθμούς και το 2013, αναμένεται ότι οι αναπτυξιακοί της ρυθμοί θα ξεπεράσουν αυτούς της Κίνας... Μάλιστα, πολλοί οικονομολόγοι εκτιμούν ότι η ανάπτυξη της ινδικής οικονομίας θα είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλη μεγάλη οικονομία για τα επόμενα 25 χρόνια. Η ραγδαία ανάπτυξης μιας χώρας των 1,2 δισεκατομμυρίων κατοίκων είναι τουλάχιστον εκπληκτικό”.2
Πυρηνικά και διαστημικό πρόγραμμα χωρίς καθαρό νερό και φαγητό
Η συζήτηση περί ρυθμών ανάπτυξης στην Ινδία ήταν και είναι σκέτη ύβρις. Αν στο άκουσμα της μαζικής πείνας ο νους μας πηγαίνει αποκλειστικά στην Αφρική, καλύτερα να το ξανασκεφτούμε. Η Ινδία είναι η πρωτεύουσα των υποσιτισμένων παιδιών του πλανήτη. Μόνο ένα στα δέκα παιδιά μέχρι 23 μηνών έχουν πλήρη δίαιτα. 60% των παιδιών μέχρι 5 ετών έχουν αναιμία, και 40% έχουν ελλιπή ανάπτυξη. Μία στις δύο έγγυες γυναίκες έχει αναιμία από έλλειψη τροφής. 20 εκατομμύρια παιδιά μέχρι έξι ετών υποσιτίζονται.3 100 εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε ασφαλές καθαρό νερό.4 Ανισότητα χαρακτηρίζει ολόκληρο τον καπιταλισμό, αναπτυγμένο και μη. Αλλά στην περίπτωση της Ινδίας μιλάμε για εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους καταδικασμένους να επιβιώνουν στο όριο ζωής και θανάτου, μακριά από ό,τι νοείται ως “σύγχρονος πολιτισμός”, άλλοι να περιφέρονται σκελετωμένοι στο περιθώριο των πόλεων, σε ένα κράτος που είναι ικανό να έχει πυρηνικά και διαστημικό πρόγραμμα αλλά είναι ανίκανο να τραβήξει την τεράστια πλειοψηφία έστω και ελάχιστα προς τα μπρος.
Αν χρειάζεται κάποιος να ορίσει τι σημαίνει η λέξη ανισομέρεια μπορεί να δει την Αντίλια, την πιο ακριβή ιδιωτική κατοικία του κόσμου στη Μουμπάι (Βομβάη). Με αξία σχεδόν 2 δισεκατομμύρια δολάρια, έχει 27 ορόφους, πάρκινγκ για 168 αυτοκίνητα, τρία ελικοδρόμια και 600 άτομα προσωπικό. Ανήκει στον πλουσιότερο άνθρωπο της Ινδίας. Από τα μπαλκόνια της μπορείς να κοιτάξεις το Νταράβι, ίσως την πιο πυκνοκατοικημένη παραγκούπολη της Ασίας. Εκεί ένα εκατομμύριο άνθρωποι στριμώχνονται σε λιγότερο από ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο.5
Κάπου ανάμεσα στην Αντίλια και το Νταράβι, ανάμεσα στα πυρηνικά όπλα και τα ραχιτικά παιδιά βρίσκεται η εξήγηση της ανόδου της ινδικής ακροδεξιάς και ο τρόπος για να τη σταματήσουμε. Πριν από την απελευθέρωση της Ινδίας από τους Άγγλους το 1947, αυτό που την κρατούσε ενωμένη ήταν ο γραφειοκρατικός και κατασταλτικός μηχανισμός της αυτοκρατορίας. Όμως αλλεπάλληλα κύματα εξεγέρσεων, μαζικής αντίστασης, η ανάδυση μιας πολιτικής αντιαποικιακής δύναμης (του Κογκρέσου) και οι ευρύτερες αλλαγές που ήρθαν μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανάγκασαν τους Βρετανούς να εγκαταλείψουν το “πετράδι του στέμματος”. Η Ινδία διασπάστηκε -τα σημερινά Πακιστάν και Μπαγκλαντές μετατράπηκαν σε ανεξάρτητο κράτος, ακολούθησε η μεγαλύτερη ανταλλαγή πληθυσμών στην ιστορία, συνδυασμένη με σφαγές. Το καινούργιο ινδικό κράτος στάθηκε στα πόδια του και μέσα στις δεκαετίες που ακολούθησαν η ανάπτυξη του καπιταλισμού μεταμόρφωσε τη χώρα, αν και αυτό έγινε με έναν αργό ρυθμό που κάποιοι οικονομολόγοι τον αποκαλούσαν, υποτιμητικά ίσως, “ινδουϊστικό ρυθμό ανάπτυξης” (γύρω στο 3,5% κατά μέσο όρο αρχικά).
Ποια ήταν η συγκολλητική ουσία που κατάφερε να κρατήσει όρθιο το νέο κράτος και να το μετατρέψει στη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική δημοκρατία του πλανήτη; Η Ινδία δεν είχε ούτε ενιαία γλώσσα, ούτε ενιαία θρησκεία, πώς κατάφερε να μείνει όρθιο το νέο κράτος και να συσσωρευτεί κεφάλαιο έστω και με αυτό τον αργό ρυθμό; Η απάντηση βρίσκεται στο πολιτικό πρόγραμμα που εξέφραζε το Κογκρέσο, το οποίο κυβέρνησε 55 από τα 72 χρόνια που έχουν περάσει από τότε. Το πολιτικό σχέδιο, ιδιαίτερα στην περίοδο του Νεχρού (ως το 1964) υποσχόταν την πρόοδο της Ινδίας μέσω της εκβιομηχάνισης, με ατμομηχανή το κράτος, αντιγράφοντας το μοντέλο των πεντάχρονων πλάνων από τον Στάλιν. Οι χαλυβουργίες και τα φράγματα θα ήταν οι σύγχρονοι ναοί της Ινδίας, σύμφωνα με τον Νεχρού.6 Το Κογκρέσο έχοντας βγει σαν μαζική οργάνωση μέσα από τον αντιαποικιακό αγώνα μπορούσε να συγκολλεί την κοινωνική συμμαχία που έβλεπε ελπίδα σε αυτή την προοπτική, μια κοινωνική συμμαχία που ξεκινούσε από τους καπιταλιστές και έφτανε ως τα φτωχότερα και ιστορικά καταπιεσμένα στρώματα. Οι Ινδοί καπιταλιστές είχαν πλέον ένα κράτος που δούλευε για τα δικά τους συμφέροντα και όχι για τους Άγγλους, τα μεσαία και ανώτερα στρώματα έβλεπαν ευκαιρίες κοινωνικής ανόδου και οικονομικής εξασφάλισης. Οι φτωχοί άκουγαν ένα κράτος να μιλάει στο όνομα του σοσιαλισμού και να τους υπόσχεται πως θα είναι οι πρώτοι που θα ωφεληθούν από την πρόοδο του έθνους. Οι καταπιεσμένοι άκουγαν ένα κράτος να ορκίζεται στο όνομα της κοσμικότητας και της ανεξιθρησκίας. Ήταν ένα κράτος που έβγαλε παράνομες τις διακρίσεις με βάση τις κάστες και κατ’ επιλογή του Μοχάντας Γκάντι (που είχε δολοφονηθεί από το 1948) ανέθεσε στον Μπιμράο Αμπέτκαρ, από την πιο καταπιεσμένη κάστα των Ντάλιτ που σε ένα χωριό οι ανώτερες κάστες δεν θα τον άφηναν ούτε να πιει νερό από το ίδιο πηγάδι, να γράψει το Σύνταγμα της χώρας.7
Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης
Όμως, αυτή ήταν η ιδεολογία, όχι η πραγματικότητα. Το αναπτυξιακό κράτος και η εκβιομηχάνιση δεν απογειώθηκαν ποτέ στο βαθμό που στόχευε ο σχεδιασμός,8 και ήδη από τα μέσα της δεκαετία του ‘60 ήταν πλέον φανερό ότι τόσο η ενότητα ανάμεσα στους πάνω και τους κάτω, όσο και η ενότητα ανάμεσα στις διάφορες πτέρυγες των από πάνω είχαν ραγίσει για τα καλά. Διάσπαση του Κογκρέσου το 1969, πόλεμος με το Πακιστάν το 1971, μαζικά κινήματα αγροτών, κινήματα φτωχών, τοπικιστικές εξεγέρσεις, φτάνοντας ως την 20ήμερη απεργία των σιδηροδρόμων από 1,5 εκατομμύριo εργάτες και εργάτριες το Μάη του 1974, μια χρονιά που συνολικά είχε 40 εκατομμύρια εργατοημέρες απεργίας.9
Το 1975 η Ίντιρα Γκάντι (κόρη του Νεχρού, συνωνυμία με τον Μοχάντας Γκάντι) κήρυξε την κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης, παίρνοντας δικτατορικές εξουσίες για να βγάλει εκτός νόμου την αντιπολίτευση, να στείλει στη φυλακή μαζικά συνδικαλιστές και αριστερούς, δημιουργώντας στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους φτωχούς, αφού ισοπέδωσε παραγκουπόλεις και προχώρησε σε υποχρεωτική στείρωση για έξι εκατομμύρια άνδρες ανάμεσα σε άλλα παρόμοια εγκλήματα.10 Τι είχε μεσολαβήσει; Πίσω από τη βιτρίνα του κοσμικού και ανεξάρτητου από κάστες κράτους, η εξουσία είχε περάσει στα χέρια μιας ελίτ προερχόμενης από τις ανώτερες κάστες που μιλούσε κυρίως αγγλικά -με κατεξοχήν παράδειγμα την οικογένεια Νεχρού-Γκάντι. Για τα κομμάτια της άρχουσας τάξης στις διαφορετικές επαρχίες, όσο πιο δυνατά καταπίεζαν τους από κάτω, τόσο περισσότερες επιτυχίες είχαν να δείξουν ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση στο Κογκρέσο και τον κρατικό μηχανισμό. Παράλληλα, χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο την κάστα, αλλά και τις διαφορετικές γλώσσες (τα κρατίδια της Ινδίας χαράχτηκαν κατά κύριο λόγο με γλωσσικά κριτήρια, με πολύ αδρές γραμμές σε μια χώρα με 22 επίσημες γλώσσες και εκατοντάδες άλλες γλώσσες και διαλέκτους), σαν μηχανισμό υπεράσπισης των ιδιαίτερων συμφερόντων τους. Οι εντάσεις στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης ήταν ασυμβίβαστες και τόσο απρόβλεπτες ώστε η Γκάντι προχώρησε σε εκλογές μετά την Έκτακτη Ανάγκη, τις οποίες παραδόξως κέρδισε η αντιπολίτευση. Οι εντάσεις στο εσωτερικό της αντιπολίτευσης ωστόσο δεν ήταν καθόλου μικρότερες και η κυβέρνησή τους κατέρρευσε μέσα σε δύο χρόνια, με το Κογκρέσο και την Γκάντι να επιστρέφουν το 1980. Οι αντίρροπες πιέσεις ωστόσο κάθε άλλο παρά δαμάστηκαν, και το Κογκρέσο έπαιζε με παρόμοιο τρόπο και με τον αντι-πακιστανικό εθνικισμό, και με τον τοπικισμό, και με την Ινδουϊστική ανωτερότητα και με τις κάστες, όπως και η αντιπολίτευση. Η Γκάντι θα το πληρώσει με την ίδια της τη ζωή, δολοφονημένη από τους Σιχ σωματοφύλακές της το 1984, λίγους μήνες μετά το βομβαρδισμό του σημαντικότερου ναού των Σιχ από το κράτος. Τι εναλλακτικές υπήρχαν για τους από πάνω, καθώς το Κογκρέσο έχανε όλο του το ιστορικό κύρος και η ιδεολογία του αναπτυξιακού κράτους δεν λειτουργούσε πλέον ως σταθεροποιητικός μηχανισμός; Από τη μία ήταν ο νεοφιλελευθερισμός και το άνοιγμα των αγορών που ιδιαίτερα μετά το ‘90 μετατράπηκε σε μαγικό εργαλείο που θα έλυνε όλα τα προβλήματα, παρασύροντας όχι μόνο το Κογκρέσο αλλά και την Αριστερά. Ξαφνικά το αναπτυξιακό κράτος από μηχανισμός προόδου μετατράπηκε σε αιτία όλων των κακών. Η δεύτερη υποψηφιότητα για να αντικαταστήσει τις παλιές σιγουριές ήταν η στροφή στο ρατσισμό και στον θρησκευτική μισαλλοδοξία.
Η ινδική ακροδεξιά ήταν καλύτερα προετοιμασμένη να συνδυάσει και τα δύο: και νεοφιλελευθερισμό και ρατσιστικό δηλητήριο.11 Από το 1986 το BJP είχε κάνει στροφή στα ακροδεξιά, οι φασίστες του RSS και του VHP καθορίζουν την ατζέντα. Το 1992 εξελίσσεται η μεγαλύτερη επίδειξη δύναμης των φασιστών. 10 χιλιάδες οργανωμένοι βάνδαλοι φτάνουν στην Αγιόντια και καταστρέφουν με τσεκούρια, σφυριά και γυμνά χέρια το ιστορικό τζαμί του Μπάμπουρ, χτισμένο το 1530. Η ινδική ακροδεξιά είχε ανακαλύψει μετά από 500 χρόνια ότι το τζαμί είχε χτιστεί πάνω σε ναό του θεού Ράμα και μάλιστα ότι στο ίδιο σημείο είχε γεννηθεί ο ίδιος ο θεός… το 5114πΧ. Μπορεί να μοιάζει τρελό, αλλά ας θυμηθούμε πως ήταν τα ίδια χρόνια που στην Ελλάδα έψαχναν αν καταλάβαινε ελληνικά ο Βουκεφάλας και οι Χρυσαυγίτες έκαναν τις πρώτες τους εμφανίσεις στο μεγάλο πεδίο που τους είχε ανοίξει η Νέα Δημοκρατία. Στην Ινδία αντί να φάνε τάπα, κατάφεραν να εδραιωθούν. Πάνω στο άρμα του θεού Ράμα, θα έρθει στην εξουσία αρχικά για λίγο το 1996 και έπειτα το 1998 για πέντε ολόκληρα χρόνια ο Βατζπαγί του BJP, με αναπληρωτή πρωθυπουργό τον Αντβανί, έναν από τους ιδεολογικούς πατέρες του βανδαλισμού του μνημείου το 1992. Τα χρόνια εκείνης της κυβέρνησης του BJP, ο Μόντι ξεκινούσε την καριέρα του ως πρωθυπουργός στο κρατίδιο του Γκουτζαράτ, επιβλέποντας όπως αναφέραμε παραπάνω το πογκρόμ του 2002. Για τη δεξιά, η εμπειρία της Αγιόντια του 1992 είχε μετατραπεί σε συνταγή που λέει πως αν θέλεις σταθερή εξουσία και ψήφους, χρειάζεσαι πογκρόμ, ανελέητα ρατσιστικά κυνηγητά, αντιπακιστανικές κορόνες και ισλαμοφοβία.12
Φασίστες και κεφάλαιο
Κι ενώ εξελίσσονταν όλα αυτά, η μόδα και εντός Ινδίας και διεθνώς ήταν να παρουσιάζεται ο Μόντι ως πρωτοπόρος της οικονομίας που άνοιγε δρόμο με το λεγόμενο “μοντέλο του Γκουτζαράτ προς την ανάπτυξη”. Το μοντέλο του Γκουτζαράτ δεν ήταν άλλο από την κατάργηση του οποιουδήποτε φραγμού στις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις. Φοροαπαλλαγές, ελαστικοποίηση της εργασίας, κατάργηση ακόμη και των πιστοποιητικών για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Οι πλούσιοι και τα νέα μεσαία στρώματα που είχαν βγει κερδισμένα από τα νεοφιλελεύθερα ανοίγματα είχαν κάθε λόγο να χειροκροτούν. Οι ρυθμοί ανάπτυξης από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 ξεπερνάνε το 7% και αυτά τα στρώματα ζητάνε κι άλλες φοροαπαλλαγές, κι άλλες ιδιωτικοποιήσεις. Όσο για τους φτωχούς, αυτοί είναι το πρόβλημα, και ο μόνος τρόπος να τους κρατήσεις ακίνδυνους είναι να τους βάλεις να σφάζονται μεταξύ τους. Το RSS διευρύνει την κοινωνική βάση των ψηφοφόρων του BJP προσηλυτίζοντας στρώματα από τις φυλές των ιθαγενών ή των κατώτερων καστών στον “καθαρό” Ινδουϊσμό, δηλαδή στο μίσος κατά των μουσουλμάνων.12
Ο δρόμος ανάμεσα στην πρωθυπουργία Βατζπαγί και την πρωθυπουργία Μόντι δεν ήταν ευθύγραμμος. Το 2004 το BJP έχασε τις εκλογές και επέστρεψε το Κογκρέσο για 10 χρόνια με πρωθυπουργό τον Σινχ. Στη δεύτερη θητεία του, κλιμάκωσε τις νεοφιλελεύθερες επιθέσεις, με αποκορύφωμα την κατάργηση των επιδοτήσεων για το υγραέριο που καταναλώνουν όλες οι φτωχές οικογένειες της χώρας. Οργανώθηκε μια 12ωρη γενική απεργία σε όλη τη χώρα το Σεπτέμβρη του 2012 και ο Σινχ ολοκλήρωσε σέρνοντας την πρωθυπουργία του.13 Το Κογκρέσο υπέστη τη χειρότερη ιστορικά ήττα του το 2014, πέφτοντας από τις 206 έδρες σε μόλις 44. Ο Μόντι ανέβηκε στην εξουσία με τον παραδοσιακό αντίπαλο πιο αδυνατισμένο από ποτέ. Το Κογκρέσο αντί να αναστηλωθεί στην αντιπολίτευση, έπεσε ακόμη χαμηλότερα.14 Στις εκλογές του ‘19 ο ηγέτης του, Ράχουλ Γκάντι, έφτασε να χάσει σε μία από τις δύο έδρες που κατέβαινε, στο Αμέτι, το οικογενειακό προπύργιο στο οποίο είχαν περάσει από βουλευτές τέσσερις Γκάντι (η μητέρα, ο πατέρας του και ο θείος του). Το όνομα Γκάντι ήταν το τελευταίο εργαλείο που είχε απομείνει στο Κογκρέσο και πλέον ούτε και αυτό δεν δούλεψε. Ο Μόντι, στο μεταξύ, είχε πάει στις εκλογές του ‘19 αφήνοντας εντελώς σε δεύτερη μοίρα τα μεγάλα λόγια για την ανάπτυξη και τις δουλειές. Οι οικονομολόγοι είχαν ήδη ξεκαθαρίσει ότι το παραμύθι τελείωσε. Όλη η προεκλογική εκστρατεία είχε σαν βάση τον ινδουϊστικό εθνικισμό, την πολεμοκαπηλία ενάντια στο Πακιστάν και τον ρατσισμό.
Αυτή η κατάσταση της αντιπολίτευσης κάνει ακόμη πιο θεαματική την μαζική αντίσταση που έχει ξεσπάσει ενάντια στον Μόντι. Το Δεκέμβρη, οι γυναίκες του Σαχίν Μπαγ έσπασαν με τον πιο ορμητικό τρόπο την τρομοκρατία που καλλιεργούσε ο Μόντι και οι φασιστικές συμμορίες. Δύο χιλιάδες γυναίκες κατέλαβαν μια διασταύρωση στο Δελχί, τις πιο κρύες μέρες της χρονιάς και τη μετέτρεψαν σε μια μαζική κατάληψη ενάντια στο Μόντι και το ρατσισμό που κράτησε 100 μέρες.15 Δεκάδες χιλιάδες κόσμος πέρασε, συμπαραστάθηκε, πήρε μέρος σε εκδηλώσεις, προστάτευσε την κατάληψη από τις επιθέσεις του κράτους και των φασιστών. Η κατάληψη μετατράπηκε και σε κέντρο οργάνωσης της αλληλεγγύης με περιβαλλοντικά κινήματα, με εργατικούς αγώνες, με την αντίσταση στο Κασμίρ και με τους φοιτητές. Τη φλόγα την είχε ανάψει ο Μόντι με το νόμο για την Πολιτογράφηση που έφερε στη βουλή εκείνες τις μέρες και το “Εθνικό Μητρώο Πολιτών” που ακολουθούσε. Ο νόμος ήρθε υποτίθεται σαν ανθρωπιστική βοήθεια σε διωκόμενες μειονότητες γειτονικών χωρών, δίνοντάς τους το δικαίωμα να γίνουν Ινδοί πολίτες. Όμως, εξαιρούνται οι μουσουλμάνοι. Δεν είναι απλώς επίθεση σε καταδιωκόμενους μουσουλμάνους, αλλά στα 200 εκατομμύρια των μουσουλμάνων της Ινδίας που βαφτίζονται και επίσημα εσωτερικός εχθρός. Η λογική του Χιντούτβα είναι πως αν είσαι μουσουλμάνος δεν έχεις δικαίωμα να είσαι Ινδός, απλώς περίσσεψες κατά λάθος στις ανταλλαγές του ‘47. Το Μητρώο προχωράει ακόμη παραπέρα την επίθεση. Αφαιρεί την υπηκοότητα από εκατομμύρια Ινδούς (κυρίως αλλά όχι μόνο μουσουλμάνους) αν δεν έχουν πιστοποιητικό γέννησης. Εκατομμύρια κόσμος στις πιο φτωχές περιοχές δεν έχει κανένα πιστοποιητικό.16
Ξεσηκωμός ενάντια στο ρατσισμό
Με το κίνημα ενάντια στο Νόμο και το Μητρώο να απλώνεται, η αστυνομία εισέβαλε σε δύο πανεπιστήμια στο Δελχί, συλλαμβάνοντας πάνω από 60 φοιτητές. Οι εικόνες των ινδικών ΜΑΤ να σπάνε την πόρτα της κεντρικής βιβλιοθήκης, να πετάνε δακρυγόνα και να αρχίζουν να χτυπάνε με τα γκλοπ τα κεφάλια των φοιτητών που κάθονταν στις θέσεις και διάβαζαν ξεσήκωσαν τη χώρα από άκρη σε άκρη. Και συγκλόνισε η εικόνα στον περίβολο του Πανεπιστημίου με τέσσερις φοιτήτριες να σώζουν με τα σώματά τους έναν συμφοιτητή τους την ώρα που τον βασάνιζε η αστυνομία. Τα συγκεκριμένα Πανεπιστήμια στοχοποιήθηκαν γιατί έχουν υψηλό αριθμό μουσουλμάνων φοιτητών, όμως το δηλητήριο δεν πέτυχε το στόχο του. Η μάχη δόθηκε ενιαία, σα μάχη για τη δημοκρατία, όχι με θρησκευτικό χαρακτήρα. Το γεγονός ότι μουσουλμάνες γυναίκες βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή και άνοιξαν το δρόμο ήταν επιπλέον χτύπημα στον πατερναλιστικό τρόπο με τον οποίο επιχείρησε να διχάσει ο Μόντι στην προηγούμενη θητεία του, με νομοθετήματα για το διαζύγιο και οικογενειακά θέματα, όπου παρίστανε τον απελευθερωτή των γυναικών από τη σαρία και από τους άντρες τους.17 Η ηγεμονία του BJP είχε ραγίσει. Τοπικά κόμματα που συνεργάζονται με τη δεξιά σε κυβερνήσεις κατά κρατίδιο άρχισαν να του στέλνουν μήνυμα να μην προχωρήσει με το Μητρώο. Δέκα από τα δεκατρία κόμματα της συμμαχίας του BJP του ζήτησαν να τα μαζέψει. Στο μακρινό Ασάμ στα σύνορα με το Μπουτάν όπου το Μητρώο του Μόντι είχε εφαρμοζόταν ήδη ως πιλότος, η αντίσταση είχε πάρει τη μορφή εξέγερσης, με μπλοκαρίσματα σιδηροδρόμων και μαζικές διαδηλώσεις.
Το περασμένο καλοκαίρι ο Μόντι είχε απαγορεύσει την κυκλοφορία και είχε κλείσει τα σύνορα του Κασμίρ, τα τηλέφωνα και το ίντερνετ για να μην εξαπλωθεί η αντίσταση στην υπόλοιπη Ινδία, όταν αποφάσισε να καταργήσει το τοπικό υπουργικό συμβούλιο και να βάλει το Κασμίρ κάτω από την άμεση εξουσία της κεντρικής κυβέρνησης. Χιλιάδες διαδηλωτές κατέβαιναν με πανό “Έξω η Ινδία”, “Μόντι τρομοκράτης”, ρισκάροντας τη ζωή τους απέναντι σε στρατό και αστυνομία που έριχναν πραγματικά πυρά.18 Το κίνημα ενάντια στο νέο νόμο όμως δεν μπορούσε να περιοριστεί σε καμία επαρχία.
Και ενώ ο Μόντι είχε επενδύσει στην ισλαμοφοβία, μεταξύ άλλων και για να φουσκώσει τις ψήφους της δεξιάς στο Δελχί, οι εκλογές στην πρωτεύουσα ήρθαν στις 8 Φλεβάρη στο μέσο όλου αυτού του κινήματος και του έκοψαν τη φόρα. Τις εκλογές τις κέρδισε ξανά το “Κόμμα του Απλού Ανθρώπου” (AAP) με πάνω από 50%. Το AAP είναι μία από τις μορφές που έχει πάρει η νέα πολιτικοποίηση με την κατάρρευση του Κογκρέσου. Ιδρύθηκε μέσα από το μαζικό κίνημα κατά της διαφθοράς που είχε ξεσπάσει επί πρωθυπουργίας Σινχ, και μέσα σε τρία χρόνια πήρε την απόλυτη πλειοψηφία στις τοπικές εκλογές της πρωτεύουσας.
Ένα μήνα πριν από τις εκλογές στο Δελχί, στις 8 Γενάρη, είχε οργανωθεί πανεθνική απεργία από τα συνδικάτα και συνέπεσε με την παραδοχή του Μόντι ότι το 2020 θα ήταν η χρονιά με τη μικρότερη ανάπτυξη τα τελευταία 11 χρόνια (βέβαια πριν από την κρίση της πανδημίας). Το 2019 ήταν η χρονιά με τη μεγαλύτερη ανεργία εδώ και δεκαετίες. Από την Κολκάτα (Καλκούτα) ως την Κέραλα οι συγκοινωνίες τράβηξαν χειρόφρενο και τα εργοστάσια σίγησαν. Τα συνδικάτα καλούν αυτές τις απεργίες με γραφειοκρατικό τρόπο, για να δείξουν τη δύναμή τους και χωρίς να κάνουν προσπάθεια να συνδεθούν με τις άλλες μάχες. Όμως δεκάδες και εκατοντάδες εκατομμύρια εργάτες σε απεργία και κινητοποίηση είναι μια δύναμη που δεν ελέγχεται από τα πάνω. Και φέτος ιδιαίτερα που κανείς δεν μπορούσε να αποφύγει την σύνδεση με τη μάχη ενάντια στην κυβέρνηση και με το ξεγύμνωμα των υποσχέσεων του Μόντι για την οικονομία.
Αυτός που ανέλαβε να βοηθήσει τον πληγωμένο πρωθυπουργό ήταν ο φίλος του ο Τραμπ. Έστειλε μήνυμα ότι θα επισκεφθεί την Ινδία και σε αντάλλαγμα ο Μόντι επιβεβαίωσε την παραγγελία αμερικάνικων ελικόπτερων για 2,5 δις ευρώ. Ο Μόντι πρόσφερε στον Τραμπ τελικά ένα από τα μεγαλύτερα πλήθη που τον έχει ακούσει και χειροκροτήσει στη ζωή του, κινητοποιώντας όλο τον κρατικό και παρακρατικό μηχανισμό και στην πρωτεύουσα και στο Γκουτζαράτ. Η ραγδαία στροφή προς τις ΗΠΑ είναι ένα ακόμη από τα στοιχήματα του Μόντι. Το Πακιστάν βρίσκεται βυθισμένο σε ακόμη σημαντικότερα προβλήματα, και η Ινδία φιλοδοξεί να κληρονομήσει τις παραδοσιακές του σχέσεις με την υπερδύναμη. Η κατάσταση προκαλεί μια σειρά νέες αποσταθεροποιήσεις, τόσο μεταξύ Ινδίας-Πακιστάν, αλλά κυρίως στις σχέσεις με την Κίνα που δεν έχει σταματήσει να επενδύει και να εξαγοράζει εταιρείες στην Ινδία.
Ο δρόμος για την Αριστερά
Ο Μόντι δεν είναι παντοδύναμος. Κέρδισε τις εκλογές το 2019, αλλά όλες του οι πρωτοβουλίες από τότε συναντάνε τεράστια αντίσταση. Η καταδίκη σε μαζική πείνα που προκάλεσε το απροειδοποίητο και ανοργάνωτο “λοκντάουν” που κήρυξε για τον κορονοϊό τον πλήττει ακόμη περισσότερο. Η Αριστερά μπορεί να βγάλει συμπεράσματα για ποια λάθη έκανε και πόσο κόστισαν, την ώρα που ρίχνεται στη μάχη να οργανώσει και να συντονίσει τα διαφορετικά μέτωπα. Το βάρος του σταλινισμού υπήρξε τεράστιο στην Ινδία. Τα δύο μεγάλα κομμουνιστικά κόμματα (ΚΚΙ(Μ) και ΚΚΙ) οργάνωσαν κατά καιρούς τον κόσμο που έδωσε ηρωικούς και ανυποχώρητους αγώνες, αλλά η πολιτική τους υπήρξε τραγική. Κινήθηκαν σαν εκκρεμές από εκδοχή αριστερής πτέρυγας του Κογκρέσου σε καταγγελίες για “φασιστικοποίηση”, μέχρι και τυχοδιωκτικές συμμαχίες με τη Δεξιά. Στη δεκαετία του ‘90 έφτασαν να αποδεχθούν την αγορά. Το ΚΚΙ(Μ) ελέγχοντας την κυβέρνηση της Δυτικής Βεγγάλης κατέστειλε εξεγέρσεις αγροτών γιατί στέκονταν ενάντια στις επενδύσεις που ήταν «για το καλό όλων».19 Από τις θεωρίες ότι οι καταπιέσεις λόγω φύλου, θρησκείας και κάστας θα λυθούν όχι με αγώνα αλλά με την εκβιομηχάνιση έφτασαν στην αποδοχή ότι τις καταπιέσεις θα τις βάλουν στην άκρη οι αλλαγές που φέρνει ο νεοφιλελευθερισμός και η ένταξη στην παγκόσμια αγορά. Και πάντα έβαζαν σαν κέντρο της πολιτικής παρέμβασης τις εκλογές και τις συμμαχίες με άλλα κόμματα για την εξασφάλιση εδρών.20
Η μάχη ενάντια στο Μόντι και τους φασίστες απαιτεί ενιαίο μέτωπο, όχι όμως μέτωπο για να ξαναστηθεί η παλιά συμμαχία της αριστεράς με το Κογκρέσο ούτε απλώς με ορίζοντα τις επόμενες εκλογές. Χρειάζεται μέτωπο των δυνάμεων που δίνουν αγώνες αφενός για να μπλοκάρουν τα σχέδια του Μόντι και αφετέρου για να σπάσουν από την επιρροή των φασιστών τον καταπιεσμένο και φτωχό κόσμο. Η εμπειρία του Σαχίν Μπαγ είναι το καλύτερο παράδειγμα. Υπάρχουν ήδη δυνάμεις που καλούν ανοιχτά σε αυτή την προσπάθεια, μέσα και έξω από την παραδοσιακή Αριστερά. Ένα μεγάλο κομμάτι της ριζοσπαστικοποιημένης νεολαίας και διανοούμενοι, είτε με αναφορές στον Γκάντι ή στον Αμπέτκαρ είτε στον Μαρξ ή τους Ναξαλίτες μαοϊκούς ανοίγουν την ιδεολογική κόντρα με τους φασίστες ανοιχτά και λένε ότι δεν μπορείς να αντισταθείς στον Μόντι αν δεν υπερασπίσεις τους μουσουλμάνους, αν δεν υπερασπίσεις το Κασμίρ, αν δεν υπερασπίσεις τις κατώτερες τάξεις, τους ιθαγενείς και αν δεν πεις την αλήθεια ότι το Κογκρέσο ήταν το πρώτο που αποδέχθηκε την πολιτική του Χιντούτβα και κήρυξε τον πόλεμο στην ίδια τη δημοκρατία. Αυτές οι αλήθειες πρέπει να συνδεθούν με την υλική δύναμη που μπορεί να τις βάλει στην πράξη, τα εκατοντάδες εκατομμύρια των εργατών, των φτωχών στις πόλεις και των χωρικών που δεν κέρδισαν τίποτα από τους πολυδιαφημισμένους ρυθμούς ανάπτυξης και δεν θα κερδίσουν αν η κρίση του ινδικού καπιταλισμού μετατραπεί σε θρησκευτικό πόλεμο. Αυτή είναι η πλειοψηφία που περιγράφει η Αρουντάτι Ρόι τη στιγμή της κήρυξης του λοκντάουν:
«Η σκηνή ήταν βιβλική. Ή ίσως και όχι. Η Βίβλος δεν ήξερε για τόσο μεγάλα πλήθη. Το λοκντάουν για να επιβληθεί η σωματική απόσταση μεταξύ των ανθρώπων είχε οδηγήσει στο αντίθετο - σωματική συμπύκνωση σε απίστευτο βαθμό. Το ίδιο συνέβη ακόμη και μέσα στις πόλεις και τις μεγαλουπόλεις της Ινδίας. Οι κεντρικοί δρόμοι μπορεί να έμεναν άδειοι, αλλά οι φτωχοί ήταν αμπαρωμένοι σε καταστριμωγμένα δωμάτια σε τρώγλες και παραγκουπόλεις. Όλοι οι οδοιπόροι με τους οποίους μίλησα ανησυχούσαν για τον ιό. Όμως ο ιός ήταν λιγότερο πραγματικός, λιγότερο παρών στις ζωές τους από ό,τι ήταν η ανεργία, η πείνα και η βία της αστυνομίας. Από όλους τους ανθρώπους με τους οποίους μίλησα εκείνη τη μέρα, ανάμεσά τους μια ομάδα από μουσουλμάνους ράφτες που μόλις πριν από μερικές βδομάδες είχαν επιβιώσει από τις αντιμουσουλμανικές επιθέσεις, τα λόγια ενός ανθρώπου ήταν αυτά που με αναστάτωσαν περισσότερο. Ήταν ένας ξυλουργός, ο Ραμτζίτ, που σκόπευε να πάει περπατώντας ως το Γκορακπούρ κοντά στα σύνορα με το Νεπάλ. ‘Ίσως στον κύριο Μόντι, όταν αποφάσισε να γίνει αυτό, να μην του είπε κανείς για εμάς. Ίσως να μην γνωρίζει ότι υπάρχουμε εμείς’. Εμείς σημαίνει περίπου 460 εκατομμύρια άνθρωποι».21
Σημειώσεις
1. Πέτρος Παπακωνσταντίνου, συνέντευξη με τον ινδό Υπουργό Εξωτερικών, Καθημερινή 2 Σεπτέμβρη 2006.
2. Καθημερινή 30 Οκτώβρη 2010, αναδημοσίευση από τον Economist.
3. Child Rights and you. (cru.org)
4. water.org/our-impact/india
5. “These are the world’s five biggest slums”, Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, bit.ly/BiggestSlums, Οκτώβρης 2016.
6. Vinay Lal, “Independent India”, στη σελίδα MANAS του UCLA, tinyurl.com/yc8rz8rp
7. Στο παρόν κείμενο δεν υπάρχει χώρος για ανάλυση της κάστας, αυτής της ιδιαίτερα ινδικής καταπίεσης. Τα πρώτα κεφάλαια του Nivedita Menon, Aditya Nigam, Power and Contestation, India Since 1989, Zed Books, 2007 είναι καλή εισαγωγή για το πώς επιβίωσε και δυνάμωσε ο ρόλος της κάστας μετά το 1947. Για μια ευρύτερη ανάλυση και σύνδεση μεταξύ κάστας και κοινωνικής τάξης, βλ. Chris Harman, “Caste and Class”, tinyurl.com/yc6yhu5m
8. Το επιχείρημα του Vivek Chibber στο βιβλίο Locked in Place, State-Building and late industrialization in India, Princeton University Press, 2003, είναι ότι οι καπιταλιστές δεν επέτρεψαν στο κράτος να πάρει πραγματικά το τιμόνι του σχεδιασμού και έτσι έβαλαν εμπόδια στην ανάπτυξη. Ο Χάρμαν επισημαίνειεπίσης ότι το σχετικά ειρηνικό πέρασμα από τους Βρετανούς στο Κογκρέσο σήμαινε πως τα κατεστημένα συμφέροντα στην ύπαιθρο έμειναν ανέγγιχτα.
9. V. Sridhar, “Chronicle of a strike”, Frontline, 15 Σεπτέμβρη 2001
10. Η φρίκη των χρόνων 1975-1977 αποτυπώνεται με ανάγλυφο τρόπο στο μυθιστόρημα του Ρόιντον Μίστρι, Μια Λεπτή Ισορροπία, (μτφ. Καίτη Οικονόμου, εκδόσεις Ενάλιος, 1998).
11. Για τις ρίζες της κρίσης του Κογκρέσου, βλ. Chris Harman, “India after the elections: a rough guide”, ISJ 103, καλοκαίρι 2004.
12. Raju Das, “India’s 2019 general election and the deepening of fascistic tendencies”, ISJ 164, Φθινόπωρο 2019.
13. “Απεργιακός σεισμός στην Ινδία”, Εργατική Αλληλεγγύη 26 Σεπτέμβρη 2012.
14. Achin Vanaik, “The Indian Catastrophe”, Jacobin 30 Μάη 2019.
15. Vinay Lal, “Women, Nonviolence, and Civil Resistance in India”, 2 Γενάρη 2020, tinyurl.com/y9eohtkc
16. Achin Vanaik, “Modi might have finally gone too far”, Jacobin 22 Δεκέμβρη 2019.
17. Syeda Hameed, “The brave women of Shaheen Bagh”, The Wire, 23 Δεκέμβρη 2019
18. Soumya Shankar, “Mourning and resistance in Kashmir after India revoked the state’s special status”, Intercept 14 Σεπτέμβρη 2019
19. Aditya Sarkar, “Nandigram and the deformations of the Indian Left”, ISJ 115, Καλοκαίρι 2007.
20. Menon&Nigam, σ. 106-111.
21. Arundhati Roy, “The pandemic is a portal”, FT 3 Απρίλη 2020.