Μπορούμε να αντλήσουμε διδάγματα από τις προηγούμενες μεγάλες κρίσεις του καπιταλισμού;
Ο Πάνος Γκαργκάνας δίνει απαντήσεις από τη δεκαετία του 1930 στο σήμερα.
Με ποια άλλη φάση της Ιστορίας θα συγκρίνατε αυτήν την οικονομική κρίση;
–Όλες οι προφανείς συγκρίσεις έχουν τα όριά τους. Η πανδημία της ισπανικής γρίπης 1918-19 ήταν λιγότερο αποδιοργανωτική οικονομικά επειδή οι οικονομίες ήταν λιγότερο αστικές και λιγότερο διασυνδεδεμένες. Η Μεγάλη Υφεση του 1929-33 και η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008-9 ήταν διαφορετικές επειδή ξεκίνησαν ως χρηματοοικονομικές κρίσεις πριν μολύνουν την πραγματική οικονομία. Αντιθέτως, αυτή η κρίση ξεκίνησε στην πραγματική πλευρά –με τον ιό και το lockdown– και τώρα θα εξαπλωθεί στη χρηματοοικονομική πλευρά. Οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι είναι διαφορετικοί επειδή στην πραγματικότητα αποτελούσαν αγώνα για την επιβίωση του έθνους. Αντιθέτως, αυτός είναι ένας αγώνας για την επιβίωση του ανθρώπου, κατά τον οποίο το έθνος το πιθανότερο είναι πως θα επιβιώσει. Προσωπικά λοιπόν βρίσκω τις ιστορικές συγκρίσεις χρήσιμες κυρίως για να επισημαίνει κανείς τι είναι διαφορετικό και όχι τι είναι το ίδιο.
Καθημερινή 17 Μάη 2020, συνέντευξη με τον Μπάρι Άιχενγκριν, καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας, πρώην ανώτερο σύμβουλο Πολιτικής στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.1
Η φιλελεύθερη πολιτική σκέψη προσπαθεί να βρει καταφύγιο στην «διαφορετικότητα» και το «πρωτοφανέρωτο» της κρίσης που συγκλονίζει τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Η Καθημερινή και ο καθηγητής Άιχενγκριν δεν είναι η εξαίρεση. Αντίστοιχο παράδειγμα διεθνούς εμβέλειας είναι η τοποθέτηση του Άνταμ Τουζ (γνωστού από το βιβλίο του για το Κραχ του 2008), ο οποίος έκανε ομιλία με τίτλο «Αυτή η κρίση είναι διαφορετική».2
Η αφετηρία της Αριστεράς είναι αλλιώτικη. Η μελέτη της ιστορικής εμπειρίας είναι πολύτιμη. Χρειάζεται να ανατρέξουμε στις προηγούμενες μεγάλες κρίσης του συστήματος, στις αιτίες τους, στις ταξικές συγκρούσεις που τις συνόδεψαν, στις στρατηγικές της Αριστεράς που δοκιμάστηκαν. Μόνο έτσι μπορούμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει γύρω μας και να αποκτήσουν νόημα και οι όποιες αλλαγές και διαφορές στον ίδιο τον καπιταλισμό, στην εργατική τάξη και στην Αριστερά. Μέσα από μια τέτοια διαδικασία μπορούμε να χαράξουμε αντιμετώπιση και προοπτική απέναντι στις νέες προκλήσεις του σήμερα. Πρέπει να γυρίσουμε πίσω και να σταθούμε στα διδάγματα της προηγούμενης μεγαλύτερης κρίσης στη δεκαετία του 1930 για να πάμε σήμερα μπροστά.
Τι φταίει για τις κρίσεις;
Οι αστοί οικονομολόγοι ακόμη ψάχνουν για να βρουν τι πήγε στραβά το 1929. Όπως έγραφε ο Κρις Χάρμαν:
«Η οικονομική βουτιά της δεκαετίας του 1930 ήταν με μεγάλη διαφορά η χειρότερη ύφεση που είχε γνωρίσει μέχρι τότε ο καπιταλισμός. Η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε στο μισό στις δυο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, τις ΗΠΑ και τη Γερμανία. Περίπου το ένα τρίτο των εργατών και στις δυο χώρες έμειναν άνεργοι. Εκείνο ήταν το ασύγκριτα πιο σημαντικό οικονομικό γεγονός του 20ου αιώνα. Κι’ όμως, η κατανόηση εκείνης της βουτιάς παραμένει το μεγάλο πρόβλημα της επίσημης οικονομικής επιστήμης. Ο Μπεν Μπερνάνκι, επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ επί προεδρίας Ομπάμα, θεωρείται ως ένας από τους βασικούς εμπειρογνώμονες πάνω σε αυτό το θέμα. Έχει βαφτίσει την αναζήτηση της εξήγησης ως το «Ιερό δισκοπότηρο» της οικονομικής επιστήμης- δηλαδή κάτι που το ψάχνεις και ποτέ δεν το βρίσκεις! Ο βραβευμένος με Νόμπελ στα οικονομικά Edward C Prescott το περιγράφει ως ”παθολογικό επεισόδιο που δεν επιδέχεται ερμηνεία από τα καθιερωμένα οικονομικά“. Ένα άλλο βραβείο Νόμπελ, ο Robert Lucas παραδέχεται ότι ”χρειάζεται πραγματική προσπάθεια της βούλησης για να ομολογήσουμε ότι δεν ξέρουμε τι στο διάολο συμβαίνει“».3
Αν μετά από σχεδόν ένα αιώνα επικρατεί τέτοια σύγχυση στα μυαλά των αστών, μπορούμε εύκολα να φανταστούμε τι έλεγαν τότε που ξέσπαγε εκείνη η τεράστια κρίση.
«Ο πιο επιφανής νεοκλασικός οικονομολόγος της Αμερικής, ο Ίρβινγκ Φίσερ στις παραμονές του Κραχ της Γουόλ Στρητ είχε δηλώσει ότι ‘οι τιμές των μετοχών έχουν σταθεροποιηθεί μόνιμα σε υψηλά επίπεδα’. Στη Βρετανία ο Κέυνς είχε διαβεβαιώσει τους φοιτητές του ότι ‘δεν πρόκειται να δούμε νέο κραχ στη ζωή μας’….Η αρχική αντίδραση του επίσημου πολιτικού κόσμου και των συνοδοιπόρων τους στις οικονομικές επιστήμες ήταν να υποθέσουν ότι θα χρειαζόταν απλά να περιμένουν για λίγο καιρό μέχρι η ύφεση να αρχίσει να διορθώνεται από μόνη της. ‘Η ανάκαμψη έρχεται’ διαβεβαίωνε τον κόσμο ο πρόεδρος των ΗΠΑ Χέρμπερτ Χούβερ. Αλλά η ανάκαμψη δεν ήρθε το 1930, ούτε το 1931 ή το 1932».4
Μάλλον περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές βλέπουμε σε σχέση με το σήμερα, αν στη θέση του Χούβερ αναλογιστούμε τον Τραμπ (ή τον Μητσοτάκη). Δυστυχώς, όμως, οι αυταπάτες για τις μαγικές ικανότητες του συστήματος να «αυτορυθμίζεται» δεν περιορίστηκαν στους αστούς. Ο Χίλφερντινγκ που ήταν μια οικονομική αυθεντία με μαρξιστικές καταβολές στους κύκλους της Σοσιαλδημοκρατίας είχε διατυπώσει μια θεωρία περί «οργανωμένου καπιταλισμού» όπου εκτιμούσε ότι είχε εξαφανιστεί η αναρχία της αγοράς και η τάση προς την κρίση. Θα ήταν χρήσιμο να το θυμούνται αυτό όσοι και όσες τείνουν να αναπαράγουν θεωρίες περί ολοκληρωτικού καπιταλισμού σήμερα.
Τέτοιες αστοχίες δεν εμφανίστηκαν μόνο ανάμεσα στους σοσιαλδημοκράτες. Η επικράτηση του σταλινισμού είχε αντίστοιχες επιπτώσεις στο χώρο των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Μαρξιστές θεωρητικοί όπως ο Χένρικ Γκρόσμαν, συγγραφέας του βιβλίου «Ο νόμος της συσσώρευσης και η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος»5 βρέθηκαν στο περιθώριο, ενώ οι πιστές στη Μόσχα ηγεσίες των ΚΚ έγιναν ουρά των «Λαϊκών Μετώπων» και της Κεϋνσιανής διαχείρισης του καπιταλισμού με διαλυτικά αποτελέσματα για το εργατικό κίνημα. Θα ξαναγυρίσουμε σε αυτό παρακάτω, αλλά πρώτα χρειάζεται να σταθούμε στη σημασία της μαρξιστικής θεωρίας για την τάση του καπιταλισμού προς τις κρίσεις.
Η τεράστια κρίση της δεκαετίας του 1930 επιβεβαίωσε ότι αυτή η τάση δεν είχε ξεπεραστεί τότε. Είναι κρατούμενο να δούμε ότι αυτή η τάση δεν έχει ξεπεραστεί ούτε σήμερα και παραμένει η καλύτερη αφετηρία για να κατανοήσουμε τη σημερινή μακρόσυρτη κρίση. Οι αιτίες δεν βρίσκονται σε εξωγενείς παράγοντες, αλλά σε δομικά χαρακτηριστικά του συστήματος. Μια καλή σύνοψη βρίσκεται στο βιβλίο του Άλεξ Καλλίνικος «Η Αποκρυπτογράφηση του Κεφάλαιου».6 Όπως γράφαμε στην παρουσίασή του:
«Ο Καλλίνικος ομαδοποιεί τους παράγοντες που εντοπίζει ο Μαρξ ως στοιχεία που οδηγούν τον καπιταλισμό σε κρίσεις σε τρεις κατηγορίες: η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τα στοιχεία που ανοίγουν τη δυνατότητα να υπάρξουν κρίσεις (η διακοπή της κυκλοφορίας χρήμα-εμπόρευμα-χρήμα), η δεύτερη περιλαμβάνει τους παράγοντες που επηρεάζουν την πορεία των κρίσεων (η σχέση μισθών, ανεργίας και επενδύσεων) και η τρίτη τους αποφασιστικούς μηχανισμούς (πτώση του ποσοστού κέρδους και πανικός στις χρηματαγορές)».7
Η επιβολή καραντίνας σαν αντιμετώπιση του κορονοϊού είναι ένα επεισόδιο που ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Ξαφνικά τα εμπορεύματα δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν, ούτε καν το βασικό εμπόρευμα για τη λειτουργία του συστήματος δηλαδή η εργατική δύναμη. Με τους όρους του Μαρξ η αλυσίδα M-C-M΄σπάει, το χρήμα δεν μετατρέπεται σε παραγωγή εμπορεύματος και τα εμπορεύματα δεν μετατρέπονται σε περισσότερο χρήμα βγαίνοντας στην αγορά. Αλλά η κρίση δεν περιορίζεται σε αυτό το σπάσιμο.
Η έξοδος από το «ατύχημα» δεν είναι ούτε αυτόματη ούτε ομαλή, καθώς προκύπτουν ζητήματα για το πώς θα καλυφθούν οι ζημιές από τη διακοπή της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, ποιοι θα επωμιστούν τα βάρη, όχι μόνο ανάμεσα στις δυο βασικές τάξεις αλλά και ανάμεσα σε κλάδους και κύρια ανάμεσα σε επιχειρήσεις και τράπεζες. Το χρήμα δεν έχει μόνο τη μορφή κεφάλαιου που αναμένει να επενδυθεί αλλά και τη μορφή κερδοσκοπικού κεφάλαιου τοποθετημένου σε φούσκες που κινδυνεύουν να σκάσουν. Ο επόμενος γύρος επενδύσεων που απαιτείται για την επανέναρξη του συστήματος επηρεάζεται από όλους αυτούς τους παράγοντες, αλλά τελικά καθορίζεται από το ύψιστο κριτήριο, δηλαδή το προσδοκώμενο ποσοστό κέρδους. Η πτωτική τάση που επεσήμανε ο Μαρξ είναι το καθοριστικό στοιχείο για την έκβαση της κρίσης.
Αυτό το σχήμα μας βοηθάει να αποφύγουμε λοξοδρομήσεις:
«Μέσα από αυτή την επεξεργασία, ο Καλλίνικος πετυχαίνει δυο σημαντικά ξεκαθαρίσματα.
Το πρώτο αφορά τις αντιλήψεις που πιστεύουν ότι η κρίση έρχεται μέσα από την άνοδο των μισθών. Μια αντίληψη που έχει τις ρίζες της στον Ρικάρντο αλλά στη σύγχρονη εποχή έχει υιοθετηθεί από εργατίστικα ρεύματα της αριστεράς και ιδιαίτερα της αυτονομίας.
Το ξεκαθάρισμα ότι το επίπεδο των μισθών δεν αποτελεί την καθοριστική μεταβλητή είναι χρήσιμο και απέναντι στις κεϋνσιανές αντιλήψεις που βλέπουν το ξεπέρασμα της κρίσης μέσα από την αύξηση της ζήτησης. Όσο οι καπιταλιστές ελέγχουν τις αποφάσεις για τις επενδύσεις με κριτήριο το αναμενόμενο ποσοστό κέρδους, τα όποια κίνητρα μέσα από την αυξημένη ζήτηση πέφτουν σε τοίχο. Χρειαζόμαστε τη μαρξιστική κατανόηση της λογικής του καπιταλισμού για να υπερβούμε αυτό το φράγμα.
Ένα δεύτερο ξεκαθάρισμα στο οποίο επιμένει ο Καλλίνικος είναι η σχέση ανάμεσα στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και τα φαινόμενα της χρηματοπιστωτικής φούσκας. Πολλοί αναλυτές στέκονται στο δεύτερο σκέλος αυτής της σχέσης και το αναγορεύουν σε καθοριστικό ή φτάνουν ακόμη και να το ανεξαρτητοποιούν. Ιδιαίτερα μετά την κρίση του 2008 με τη χρεοκοπία της Λίμαν Μπράδερς, οι θεωρίες για financialisation (χρηματιστικοποίηση) γνωρίζουν άνθηση.
Η αποσύνδεση του ρόλου των τραπεζών από τη διαδικασία συσσώρευσης κερδών μέσα από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης στην παραγωγική διαδικασία μπορεί να ικανοποιεί το διαδεδομένο αίσθημα ενάντια στους τραπεζίτες ως αρπακτικά αλλά χάνει από τα μάτια της την πραγματική δυναμική του καπιταλισμού σαν σύστημα. Χωρίς ανάκαμψη της ευρύτερης κερδοφορίας μέσα από την παραγωγή, οι τραπεζίτες είναι ανίσχυροι».8
Στη δεκαετία του 1930 η κάμψη στην πραγματική παραγωγή προηγήθηκε από τη βουτιά στα Χρηματιστήρια και αυτή με τη σειρά της επιδείνωσε την οικονομική ύφεση, η οποία μετατράπηκε σε ένα μακρόσυρτο βάλτωμα μέχρι το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι μεγαλύτερος αλλά η δυναμική της κρίσης παραμένει ίδια: οι επενδύσεις στην πραγματική οικονομία δεν ανακάμπτουν λόγω πεσμένης προσδοκώμενης κερδοφορίας και έτσι η ανάκαμψη δεν έρχεται παρά τις αλλεπάλληλες διασώσεις του τραπεζικού συστήματος και τις ενέσεις φτηνού χρήματος στα χρηματιστήρια.
Εμπειρικά, η στασιμότητα των επενδύσεων ως καθοριστικό στοιχείο για την παράταση της κρίσης έχει γίνει πλέον πλατιά αποδεκτή. Αλλά τα αίτια αυτής της στασιμότητας εξακολουθούν να παραμένουν άγνωστα έξω από τη μαρξιστική παράδοση. Διαβάζουμε, παραδείγματος χάρη στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς:
«Στις ΗΠΑ σχεδόν το 90 τοις εκατό των μετοχών βρίσκονται στην κατοχή του πλουσιότερου 10 τοις εκατό των νοικοκυριών, σύμφωνα με στοιχεία της Fed. Όχι μόνο τα οφέλη από την άνοδο των χρηματαγορών κατευθύνονται προς τους πλουσιότερους, αλλά αυτός ο σύνδεσμος λειτουργεί προς δυο κατευθύνσεις. Η ανισότητα τροφοδοτεί την ιλιγγιώδη άνοδο των χρηματαγορών προκαλώντας φαύλο κύκλο. Το πλουσιότερο 11 τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 80 τοις εκατό του πλούτου, σύμφωνα με υπολογισμούς της Κρεντί Σουίς. Αυτό σημαίνει ότι οι πλούσιοι διαθέτουν ένα πλεόνασμα αποταμίευσης (υπάρχει όριο στο πόσα πολλά μπορούν να καταναλώσουν). Αυτή η ‘υπερπληθώρα αποταμιεύσεων’ είναι κεφάλαιο που αναζητεί τοποθέτηση. Αυτό το χρήμα πηγαίνει προς τις κεφαλαιαγορές της Αμερικής από όπου ιδανικά θα κατέληγε σε παραγωγικές επενδύσεις. Αλλά οι επενδύσεις των ΗΠΑ παραμένουν στάσιμες για λόγους που βρίσκονται υπό συζήτηση. Ίσως η καθυστέρηση σε νέες τεχνολογίες σημαίνει λιγότερες καλές επενδυτικές ευκαιρίες, ή τα ολιγοπώλια των βιομηχανιών έχουν γίνει τεμπέλικα, ή τα κίνητρα για τα διευθυντικά στελέχη ενθαρρύνουν τη διανομή μερισμάτων και την επαναγορά μετοχών αντί για τις επενδύσεις».9
Πραγματικά εντυπωσιακή περιγραφή, η οποία μάλιστα καταλήγει στην προειδοποίηση ότι τα πολιτικά προβλήματα από την αύξηση της κοινωνικής ανισότητας μπορεί να οδηγήσουν τους πλούσιους σε δυσάρεστες εκπλήξεις. Αλλά το επίμαχο σημείο παραμένει «υπό συζήτηση», αναπάντητο.
Το δίδαγμα του Μαρξ και της ιστορικής εμπειρίας από το 1930 παραμένει ατόφιο: χωρίς εργατικό έλεγχο πάνω στο πλεόνασμα και τις επενδύσεις, η απειλή των κρίσεων παραμένει πάνω από τα κεφάλια της κοινωνίας.
Μπορεί η εργατική τάξη;
Η τάση του καπιταλισμού να βυθίζεται σε κρίσεις δημιουργεί τεράστια προβλήματα για τις άρχουσες τάξεις. Αλλά αυτό δεν μεταφράζεται αυτόματα σε ευκαιρίες για τους από κάτω. Για την ακρίβεια, η εμφάνιση των κρίσεων συνοδεύεται από μεγάλα βάσανα για την εργατική τάξη.
Αυτό ήταν αλήθεια από την εποχή του Μαρξ. Όπως το γράφουν παρέα με τον ΄Ενγκελς στο Κομμουνιστκό Μανιφέστο «Στις κρίσεις ξεσπά μια κοινωνική επιδημία που σε κάθε άλλη προηγούμενη εποχή θα φαινόταν σαν παραλογισμός, η επιδημία της υπερπαραγωγής. Η κοινωνία ξαφνικά βρίσκεται πάλι πίσω σε κατάσταση στιγμιαίας βαρβαρότητας. Θα ‘λεγε κανείς ότι ένας λιμός, ένας γενικός καταστροφικός πόλεμος της έκοψε όλα τα μέσα ύπαρξης. H βιομηχανία, το εμπόριο φαίνονται εκμηδενισμένα». Ανεργία, φτώχεια και πείνα είναι οι πρώτοι καρποί της κρίσης για τους εργάτες και τις οικογένειές τους. Ο καπιταλισμός μέσα στην κρίση του χτυπούσε τον «ιστορικό νεκροθάφτη» του αλύπητα.
Αυτά τα φαινόμενα έγιναν χειρότερα στον εικοστό αιώνα. Η εργατική τάξη ήταν πολύ μεγαλύτερη στη δεκαετία του 1930 σε σύγκριση με την εποχή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Ανεργία για έναν στους τρεις εργάτες σήμαινε ανθρώπινη δυστυχία σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η εργατική τάξη είχε να αναμετρηθεί με νέες απειλές που είχαν προκύψει μέσα από τις αλλαγές στον ίδιο τον καπιταλισμό. Το πέρασμα στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του συστήματος είχε αναδείξει τη φρίκη των παγκοσμίων πολέμων και της φασιστικής απειλής.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η εργατική τάξη υπέφερε κάτω από τον συνδυασμό όλων αυτών των χτυπημάτων. Η ανεργία αντί να μειώνεται μεγάλωνε παντού. Στη Γερμανία οι Ναζί ήταν ήδη στην εξουσία από τον Γενάρη του 1933 και στη Γαλλία απειλούσαν να κάνουν το ίδιο φτάνοντας να οργανώνουν επιθέσεις για την κατάληψη της Βουλής. Ο αγώνας δρόμου προς ένα νέο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ξεκινήσει με τις Μεγάλες Δυνάμεις να περιχαρακώνουν τις οικονομίες τους και τις ζώνες επιρροής των νομισμάτων τους με προστατευτικά τείχη.
Η όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών αποτελεί άλλο ένα πεδίο όπου εμφανίζονται ομοιότητες με το σήμερα, σε πείσμα των αντιλήψεων ότι «η σημερινή κρίση είναι διαφορετική». Οι απειλές εμπορικών πολέμων ανάμεσα σε ΗΠΑ-Κίνα και ΕΕ έχουν το προηγούμενό τους σε αντίστοιχα φαινόμενα στη δεκαετία του 1930. Και τα χτυπήματα πάνω στην εργατική τάξη από τους εμπορικούς ανταγωνισμούς δεν ήταν μόνο οικονομικά. Όπως και σήμερα, ήταν και πολιτικά με την άνοδο του εθνικισμού να πιέζει τις εργατικές συνειδήσεις.
Εύκολα θα μπορούσε κανείς να μπει στον πειρασμό να περιγράψει την εργατική κατάσταση στις αρχές του 1934 ως απελπιστική. Σίγουρα θα το έκαναν όσοι σχολιαστές σήμερα βλέπουν την εργατική τάξη εξουθενωμένη από το συνδυασμό της νέας ύφεσης και της πανδημίας. Κι όμως, από τον Φλεβάρη του 1934 και μετά και ιδιαίτερα το καλοκαίρι του 1936 έχουμε μια εκρηκτική εμφάνιση του «ιστορικού νεκροθάφτη» στο προσκήνιο: στη Γαλλία η νίκη της Αριστεράς στις εκλογές οδηγεί στη μεγαλύτερη μέχρι τότε απεργιακή έκρηξη της ιστορίας, στην Ισπανία καταλήγει κυριολεκτικά σε πόλεμο ανάμεσα σε επανάσταση και αντεπανάσταση, στις ΗΠΑ έχουμε κύμα καταλήψεων των μεγαλύτερων εργοστάσιων του κόσμου.
Ένα από τα πιο σπουδαία κρατούμενα της ιστορικής εμπειρίας, λοιπόν, είναι ότι η εργατική τάξη μέσα στις πιο δύσκολες συνθήκες δεν σκύβει το κεφάλι. Αργά ή γρήγορα, η συσσωρευμένη οργή ξεσπάει ορμητικά και οδηγεί σε επαναστατικές καταστάσεις καθώς οι από πάνω μέσα στην κρίση δεν μπορούν να συνεχίσουν να κυβερνούν όπως παλιά ενώ οι από κάτω δείχνουν μαζικά ότι δεν θέλουν να συνεχίσουν όπως παλιά. Το πραγματικό ερώτημα δεν αφορά στις δυνατότητες της τάξης αλλά στην ικανότητα της Αριστεράς να αξιοποιήσει τέτοιες ευκαιρίες.
Η Αριστερά ποτέ δεν είναι ενιαία σε τέτοιες στιγμές. Φουντώνει μια τεράστια αντιπαράθεση γύρω από το πόσο μακριά θέλει και μπορεί να φτάσει η εργατική τάξη. Τα ρεφορμιστικά τμήματα έχουν ως μόνιμο μοτίβο ότι η εργατική τάξη δεν είναι έτοιμη να πάρει τον έλεγχο. Αξίζει να θυμηθούμε εδώ την αντιπαράθεση του Τρότσκι με τον Κάουτσκι πάνω ακριβώς στο ζήτημα του πως εκπαιδεύεται η τάξη.
«Ο Κάουτσκι θέτει το ερώτημα: ‘Θα αποφάσιζε ο Τρότσκι να ανέβει πάνω σε μια ατμομηχανή και να την ξεκινήσει πιστεύοντας ότι στη διάρκεια του ταξιδιού θα είχε το χρόνο να μάθει και να χειριστεί όσα χρειάζονται; Πρέπει κανείς να έχει αποκτήσει προηγουμένως τις κατάλληλες δεξιότητες που απαιτούνται για να οδηγεί ατμομηχανή πριν αποφασίσει να τη βάλει σε κίνηση. Αντίστοιχα, το προλεταριάτο θα έπρεπε πρώτα να έχει αποκτήσει τις απαραίτητες γνώσεις που το κάνουν ικανό να διευθύνει τη βιομηχανία ώστε να μπορεί να την ελέγξει’.
Αυτή η διδακτική σύγκριση θα ήταν αντάξια ενός επαρχιακού παππά. Αλλά είναι ηλίθια. Πολύ πιο βάσιμο θα ήταν να πούμε ‘Θα τολμήσει ο Κάουτσκι να ανέβει στο άλογο πριν μάθει να κάθεται καλά στη σέλα και να οδηγεί το ζωντανό σε κάθε βήμα’; Έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι ο Κάουτσκι δεν θα έπαιρνε την απόφαση για ένα τέτοιο επικίνδυνο καθαρά μπολσεβίκικο εγχείρημα. Φοβόμαστε ότι, αποφεύγοντας το ρίσκο να ανέβει στο άλογο, ο Κάουτσκι θα είχε μεγάλες δυσκολίες να μάθει τα μυστικά της ιππασίας. Γιατί η βασική αντίληψη των Μπολσεβίκων είναι αυτή ακριβώς: μαθαίνεις να πορεύεσαι με το άλογο μόνο όταν βρίσκεσαι πάνω στο άλογο.
Τώρα, όσο αφορά στην ατμομηχανή… κανένας ποτέ δεν έμαθε να οδηγεί ατμομηχανή με το να κάθεται στο γραφείο του.(…) Είναι γεγονός ότι πάνω στην ατμομηχανή χρειάζεσαι εκπαίδευση από έναν παλιό οδηγό. Και για τα άλογα υπάρχουν σχολές ιππασίας. Αλλά στον τομέα του ελέγχου του κράτους δεν προκύπτουν τέτοιες τεχνητές συνθήκες. Η αστική τάξη δεν δημιουργεί ακαδημίες κρατικής διαχείρισης για το προλεταριάτο ούτε βάζει στη διάθεσή του για εξάσκηση το τιμόνι του κράτους».10
Η ατολμία του ρεφορμισμού να αφήσει το άλογο της εργατικής τάξης να καλπάσει και να το οδηγήσει στη νίκη είχε τραγικό κόστος στη δεκαετία του 1930. Αξίζει να θυμηθούμε την τραγική κατάληξη που είχε αυτή η αντιμετώπιση στην περίπτωση του Γαλλικού ΚΚ.
«Το μέγεθος της οικονομικής κρίσης τότε ήταν συγκρίσιμο με την ελληνική καταβαράθρωση σήμερα. Ανάμεσα στο 1928 και το 1934 η γαλλική οικονομία έχασε το 17% της βιομηχανικής παραγωγής της. Οι εργάτες αντιμετώπισαν μια μείωση στο μέσο εισόδημα κατά 30% από το 1929 ως το 1936. Η ανεργία εκτινάχτηκε.
Αντίστοιχα ήταν τα σημάδια της πολιτικής κρίσης. Ανάμεσα στον Νοέμβρη του 1929 και τον Ιούνη του 1936 εναλλάχτηκαν 17 κυβερνήσεις με μέση διάρκεια ζωής 4 μήνες και 21 μέρες η κάθε μια.
Το χειμώνα του 1934 οι φασίστες, αποθρασυμένοι από την άνοδο των Ναζί στη Γερμανία και από τα σκάνδαλα των κυβερνήσεων, επιχείρησαν να εισβάλουν στη Βουλή. Η ενωτική αντιφασιστική διαδήλωση που ακολούθησε και η Γενική Απεργία εκείνο το Φλεβάρη ήταν η απαρχή για κοινή δράση του Κομμουνιστικού και του Σοσιαλιστικού Κόμματος, σπάζοντας το σεχταρισμό της λεγόμενης «τρίτης περιόδου».
Η ανάκαμψη του εργατικού κινήματος και το ρεύμα προς τα αριστερά που διαμορφώθηκε οδήγησε σε σαρωτική νίκη του Λαϊκού Μετώπου στις εκλογές δυο χρόνια αργότερα. Πήρε το 57% των ψήφων με: 20% και 149 βουλευτές για το Σοσιαλιστικό Κόμμα, 15% και 72 για το ΚΚ, 14,55% και 110 για το κόμμα των Ριζοσπαστών και 7,5% και 35 έδρες για άλλες δυνάμεις της αριστεράς. Συνολικά 366 έδρες σε μια βουλή των 618.
Κι όμως, αυτή η ίδια βουλή του 1936 ήταν αυτή που το 1940 παρέδωσε την κυβέρνηση στον Πεταίν που εγκαθίδρυσε το καθεστώς του Βισύ σε συνεργασία με τους Ναζί. Πρόκειται ίσως για το πιο ακραίο παράδειγμα των αδιεξόδων του κοινοβουλευτισμού.
Πώς έγινε αυτή η επαίσχυντη ανατροπή; Το Λαϊκό Μέτωπο προδόθηκε από τους ίδιους τους συμμάχους του. Η πρώτη κυβέρνησή του είχε επικεφαλής τον Σοσιαλιστή Λεόν Μπλουμ και κράτησε ένα χρόνο. Αντιμέτωπη με ένα κύμα καταλήψεων που ξεσήκωσε ο ενθουσιασμός μετά τη νίκη στις εκλογές του 1936, εκείνη η κυβέρνηση παραχώρησε αυξήσεις στους μισθούς, καθιέρωσε το 40ωρο, το δικαίωμα στην άδεια και τις συλλογικές συμβάσεις. Όμως στη συνέχεια, κάτω από τις πιέσεις των εργοδοτών και της «χαμένης ανταγωνιστικότητας» της γαλλικής οικονομίας, προχώρησε σε υποτίμηση του φράγκου κατά 25% και ο πληθωρισμός ανέβηκε κατά 50% μέχρι τα τέλη του 1937.
Τον Ιούνη του 1937 πρωθυπουργός ανέλαβε ο Camille Chautemps, στέλεχος των Ριζοσπαστών, υπουργός του Μπλουμ στην προηγούμενη κυβέρνηση και παλιός πρωθυπουργός που με τη σειρά του παρέδωσε την πρωθυπουργία στον Εντουάρ Νταλαντιέ τον Απρίλη του 1938 με τις ψήφους όλων των συμμάχων του Λαϊκού Μετώπου. Ο Νταλαντιέ ήταν επίσης ιστορικό στέλεχος των Ριζοσπαστών, πρώην πρωθυπουργός και υπουργός Άμυνας όλα τα χρόνια από το 1936 μέχρι το 1940. Η δική του πρωθυπουργία άνοιξε τον πιο δεξιό κατήφορο και κατέληξε στη διάλυση του Λαϊκού Μετώπου το φθινόπωρο του 1938. Τον Νοέμβρη του 1938 έκανε υπουργό Οικονομικών τον Πολ Ρεϊμόντ, έναν δεξιό πολιτικό, ο οποίος κατάργησε το 40ωρο λέγοντας: ”Πιστεύετε ότι στη σημερινή Ευρώπη η Γαλλία μπορεί να διατηρήσει το βιοτικό της επίπεδο, να ξοδεύει 25.000 εκατομμύρια φράγκα για εξοπλισμούς και ταυτόχρονα να μην δουλεύει δυο μέρες τη βδομάδα;“ (αναφέρεται από τον Alistair Horne, στο βιβλίο “To lose a battle – France 1940”, Penguin books, σελ. 135).
Το Κομμουνιστικό Κόμμα αντέδρασε, τα συνδικάτα κήρυξαν απεργία αλλά οι εργατικές αντιστάσεις είχαν πλέον μειωθεί. Η απογοήτευση από τις συνεχείς υποχωρήσεις ήταν τεράστια. Την επόμενη χρονιά, μετά την υπογραφή του Συμφώνου Χίτλερ-Στάλιν, ο Νταλαντιέ έβγαλε το ΚΚ εκτός νόμου τον Σεπτέμβρη του 1939. Οι αστοί σύμμαχοι του Λαϊκού Μετώπου είχαν γυρίσει 180 μοίρες και κυνηγούσαν τους κομμουνιστές! Ήταν η επιβεβαίωση της περιβόητης ρήσης του Τρότσκι για τα διανύσματα στην πολιτική: οι (κοινωνικές και πολιτικές) δυνάμεις δεν αθροίζονται όταν οι κατευθύνσεις τους είναι διαφορετικές.
Η εργατική τάξη δεν είναι ”κουρδιστό πορτοκάλι“ για να ακολουθεί πειθήνια κάθε στροφή και κάθε υποχώρηση. Είναι πρωταγωνιστής της ταξικής πάλης. Η αξία μιας αριστερής ηγεσίας και μιας αριστερής στρατηγικής κρίνεται από την ικανότητά της να πιάνει το σφυγμό της τάξης και να της ανοίγει ορίζοντες».11
Δυστυχώς, το μοτίβο της «ανέτοιμης» εργατικής τάξης εξακολουθεί να επαναλαμβάνεται στις μέρες μας, όχι μόνο από ρεφορμιστικές ηγεσίες αλλά και από τμήματα της υπόλοιπης αριστεράς. Προφανώς το μεγάλο παράδειγμα είναι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που το καλοκαίρι του 2015 προτίμησε τον συμβιβασμό αντί να εμπιστευτεί το ορμητικό ποτάμι που είχε δώσει μάχες ενάντια στα Μνημόνια, είχε φέρει την ίδια στην κυβέρνηση και το ΟΧΙ σε σαρωτική νίκη στο δημοψήφισμα εκείνου του καλοκαιριού.
Ωστόσο, η αντίληψη ότι η εργατική τάξη σήμερα δεν διαθέτει τις κατάλληλες πρωτοπορίες ώστε να συγκροτήσει επαναστατική αριστερά, κυκλοφορεί και κάνει ζημιά και στο χώρο της «άλλης αριστεράς». Στις ΗΠΑ είδαμε να διαλύεται η ISO, μια οργάνωση αυτού του χώρου, λίγο πριν ξεσπάσει το φανταστικό κίνημα που συγκλονίζει όλο τον κόσμο με τον ξεσηκωμό ενάντια στα ρατσιστικά εγκλήματα του καπιταλισμού. Χειρότερη στιγμή για αυτοδιάλυση δύσκολα μπορεί να βρει κανείς. Πρόκειται για αντίφαση που έχει τις ρίζες της ακριβώς σε αντιλήψεις υποτίμησης του ρόλου που παίζουν οι οργανωμένοι επαναστάτες. Απέναντι σε μια οπορτουνιστική ηγεσία του ISO (η οποία από τη μια μεριά στην Ελλάδα υποστήριζε τον εισοδισμό στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά ταυτόχρονα στις ΗΠΑ είχε σεχταριστική στάση απέναντι στον Σάντερς και προσπαθούσε γραφειοκρατικά να ελέγξει αυτές τις αντινομίες) αναπτύχθηκε ένα ρεύμα που θεωρητικοποιούσε τη διάλυση ως λύση.
Σύμφωνα με αυτές τις απόψεις, οι προσπάθειες οικοδόμησης επαναστατικής οργάνωσης καταλήγουν σε αδιέξοδο επειδή οι αριστεροί αγωνιστές θα έπρεπε «να ενεργοποιούνται μέσα σε πλατιά δράση στο εργατικό κίνημα ώστε να ανασυγκροτήσουν την πρωτοπορία της εργατικής τάξης που υπήρχε στις δεκαετίες του 1920 και του 1930, αλλά η οποία διαλύθηκε από την ιστορία».12
Τι να πρωτοθαυμάσει κανένας! Την ισοπέδωση της ιστορίας που από τότε έπαψε να παράγει εργατικές πρωτοπορίες; Άραγε πώς κατάφερε χωρίς πρωτοπόρους αγωνιστές η εργατική τάξη να φτάσει στα κινήματα της Αντίστασης ενάντια στη ναζιστική κατοχή στη δεκαετία του 1940; Ποιοι βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή τον Μάη του ‘68, πώς έγινε το Πολυτεχνείο στην Ελλάδα, η Επανάσταση με τα Γαρύφαλλα στην Πορτογαλία; Και πιο κοντά στις μέρες μας, δεν υπήρχαν άραγε εργατικές πρωτοπορίες στην Αραβική Άνοιξη, στο αντιπολεμικό κίνημα, στο Occupy Wall Street, στο Black lives matter πριν φτάσουμε στις εκρήξεις του 2019-20 από το Λίβανο ως τη Χιλή και τώρα τις ΗΠΑ;
Η ιστορική εμπειρία επιμένει ότι η εργατική τάξη επιχειρεί ξανά και ξανά την έφοδο στους ουρανούς αναδεικνύοντας μέσα από τους κόλπους της πρωτοπορίες που μαθαίνουν στη δράση πώς να ξεσηκώνουν την τάξη τους. Επιμένει, επίσης, ότι η προσπάθεια να συγκροτηθούν αυτές οι πρωτοπορίες σε επαναστατικό κόμμα κάνει τη διαφορά ανάμεσα στο προχώρημα και το πισωγύρισμα. Το σημείο όπου βρισκόμαστε σήμερα δεν είναι η ώρα για να ξεχάσουμε αυτή την κληρονομιά, αντίθετα είναι η ώρα για να την αξιοποιήσουμε καλύτερα από κάθε άλλη φορά.
Σημειώσεις
1. https://www.kathimerini.gr/1078546/article/proswpa/synentey3eis/mpari-aixengkrin-sthn-k-anakamyh-sto-sxhma-ths-nike-meta-thn-pandhmia
2. Adam Tooze On How This Crisis Is Different
https://www.youtube.com/watch?v=p4agSnRo52k. Βλέπε επίσης Bloomberg Markets and Finance This crisis is different https://www.rolandberger.com/en/Point-of-View/Point-of-View-Details_65664.html
3. Chris Harman, The slump of the 1930s and the crisis today, International Socialism Journal 121, winter 2009, http://isj.org.uk/the-slump-of-the-1930s-and-the-crisis-today/
4. Κρις Χάρμαν, Καπιταλισμός Ζόμπι, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο 2011, σελ.191
5. Henryk Grossman, The Law of Accumulation and the Breakdown of Capitalism”, London, Pluto Press 1992. Για τη συμβολή του Γκρόσμαν βλέπε Χάρμαν, ό.π. σελ΄. 105-107.
6. Άλεξ Καλλίνικος, Η αποκρυπτογράφηση του Κεφάλαιου, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, 2016
7. Πάνος Γκαργκάνας, Μια αποκρυπτογράφηση που δεν τελειώνει ποτέ, Σοσιαλισμός από τα κάτω 119, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2016 https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=929
8. Στο ίδιο
9. Robert Armstrong, Rising markets and inequality grow from the same root, Financial Times, 9 June 2020. https://www.ft.com/content/a25bf8b6-a962-11ea-a766-7c300513fe47
10. Leon Trotsky, Terrorism and communism, https://www.marxists.org/archive/trotsky/1920/terrcomm/ch07.htm
11. Πάνος Γκαργκάνας, ‘Από την κρίση στην κυβέρνηση της Αριστεράς’- τα όρια μιας στρατηγικής, Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο 104, Μάης-Ιούνης 2014 https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=141
12. Paul Le Blanc, Pathways for building a revolutionary party, McNally’s argument, International Socialism Journal 164, Autumn 2019, http://isj.org.uk/pathways-for-building-a-revolutionary-party/