Άρθρο
Η κοινωνική επανάσταση του 1821

Πηγαίνοντας για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση θα ακούσουμε ατέλειωτα εθνικά παραμύθια. 
Η Σταυρούλα Πανίδου θυμίζει τις κοινωνικές αλήθειες.

 

Στη δεκαετία του 1820 μια σειρά από επαναστάσεις ξαναπιάνουν το κομμένο νήμα των πολιτικών και κοινωνικών προτύπων που δημιούργησε η Γαλλική Επανάσταση του 1789. Μόνο μια απ’ αυτές τις επαναστάσεις θα κατορθώσει να μη σφαγιαστεί από την Ιερή Συμμαχία, τον αντεπαναστατικό μηχανισμό της ανίερης συμμαχίας των μεγαλοαστών και των μελών του Παλαιού status quo, στην προσπάθειά τους να μη ξαναβρεθούν μπροστά στο γιακωβίνικο «τέρας», δηλαδή μπροστά στην είσοδο των μαζών στην Ιστορία. Είναι η ελληνική επανάσταση του 18211 και είναι η μόνη νικηφόρα, γιατί έχει όλα όσα εκείνη την περίοδο μπορούσαν να κάνουν μιαν επανάσταση να νικήσει.

Η Επανάσταση του 1821 έγινε σε μια στιγμή που ο ελλαδικός χώρος είχε βυθιστεί σε μια οξύτατη οικονομική κρίση. Η ελληνική αστική τάξη ήταν κυρίαρχη οικονομικά, όπως και διοικητικά, στο χώρο των Βαλκανίων, της Ανατολικής Ευρώπης και της Μεσογείου, μέσα στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όμως από το 1800 οι οικονομικές δραστηριότητές της στον εφοπλιστικό τομέα (ναυτεμπόριο) μπαίνουν σε κρίση λόγω των ναπολεόντειων πολέμων και των αλλαγών που επήλθαν μετά τη λήξη τους.2 Η κρίση παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις και αγγίζει όλους τους τομείς της οικονομίας.

Η κρίση δημιούργησε τις επαναστατικές προοπτικές, γιατί κατέδειξε στην ελληνική αστική τάξη τα οικονομικά και πολιτικά αδιέξοδά της εντός του θεσμικού πλαισίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την αναγκαιότητα απόκτησης δικού της εθνικού κράτους. Ταυτόχρονα, όμως, έκανε σαφές ότι, οποιαδήποτε τέτοια προσπάθεια, θα πυροδοτούσε και άλλου τύπου συγκρούσεις, δηλαδή ταξικές, και μάλιστα όχι μόνον με τους παλιούς άρχοντες της περιοχής, τους κοτσαμπάσηδες. Η ανεργία, η οικονομική εξαθλίωση οδηγούσαν σε πολλές περιοχές του ελλαδικού χώρου σε λαϊκές εξεγέρσεις και πριν την επανάσταση και οι εξεγερμένοι διαδήλωναν ήδη κάτω από τη σημαία των οραμάτων της γαλλικής επανάστασης για το τέλος κάθε τυραννίας –στη Σάμο, μάλιστα, οι εξεγερμένοι το εξέφρασαν και με τ’ όνομά τους: «καρμανιόλοι». 

«Απ’ τα 1800 συναντάμε στην Ελλάδα δημοκρατικά κόμματα που δρουν στα πλαίσια της κοινοτικής αυτοδιοίκησης, στην Κοζάνη, στην Κέα, τη Σάμο... Στις συντεχνίες και τις συνεργατικές η κοινωνική πάλη διεξάγεται ανάμεσα σε μεγάλους και σε μικρούς μετόχους (Αμπελάκια). Η ίδια πάλη διεξάγεται ανάμεσα στις συντεχνίες και τους μεγαλέμπορους».3

Ο ίδιος ο «εθνικός» τους ιστορικός, ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, εξηγεί το πώς και ποιοι ξεκίνησαν την ελληνική επανάσταση: «Μετά την ειρήνην του 1815, επειδή εξέλιπον αι αφορμαί των δαψιλών κερδών, οι ναυτικοί όχλοι, οι αποταμιεύματα μη έχοντες, εδυσφόρουν επί τη αργία αυτών και απορία, ου μόνον εν Ύδρα, αλλά και εν Σπέτσαις. Εν Ύδρα δε επί τοσούτον αφηνίασαν, ώστε αυτοί πρώτοι εκήρυξαν την έναρξιν του αγώνος του 1821. Και όμως οι πρόκριτοι αμφοτέρων των νήσων, προϊσταμένου του περιφανούς Υδραίου Λαζάρου Κουντουριώτου, κατώρθωσαν δι’ όλης της Επαναστάσεως να πηδαλιουχήσωσιν... τα πλήθη δια μόνης της ηθικής επιρροής, ην ανέκαθεν εκτήσαντο, πολιτευθέντες προς τον λαόν ως πατέρες και αδελφοί και σύντροφοι».4 Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο Αντώνης Οικονόμου που ηγείται της επανάστασης στην Ύδρα και τις Σπέτσες, δολοφονείται το Δεκέμβρη του ’21 από τον πρόκριτο του Αιγίου Ανδρέα Λόντο.

Η ελληνική επανάσταση θα νικήσει ακριβώς γιατί θα γίνει μια επανάσταση όλων των καταπιεσμένων ενάντια στο σουλτάνο, τους προεστούς και την εκκλησία. Θα οργανωθεί από μια καρμποναρικού τύπου επαναστατική οργάνωση, τη Φιλική Εταιρεία, θα στηριχθεί μαζικά από οργανωμένους σε αντίστοιχες επαναστατικές οργανώσεις συμπαραστάτες από όλο τον κόσμο – είτε με φυσική παρουσία στην ίδια την επανάσταση πολυάριθμων εθελοντών είτε στις χώρες τους, όπου έστηναν κινήματα πολιτικής και οικονομικής συμπαράστασης, το γνωστό ως κίνημα του «Φιλελληνισμού».5

Οι επαναστάτες ηγέτες της, ο Αντώνης Οικονόμου, ο Γεώργιος Παπλωματάς αρχηγός των σαμιωτών καρμανιόλων, γνωστότερος με το συνωμοτικό του όνομα στη Φιλική Εταιρεία, Λυκούργος Λογοθέτης, ακόμη και αγράμματοι, πρώην κλέφτες, οπλαρχηγοί και νυν μέλη της Φιλικής, θα εμψυχώνουν τους εξεγερμένους με λόγους που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τη γιακωβίνικη ηγεσία της παρισινής εθνοφυλακής των αβράκωτων (sans - culottes). Θα φτάσει στο αποκορύφωμα της ταξικής σύγκρουσης με έναν δίχρονο εμφύλιο πόλεμο κατά τη διάρκειά της. Θα ψηφίσει το πιο πρωτοπόρο σύνταγμα της εποχής, το σύνταγμα της Τροιζήνας. Για όλους αυτούς τους λόγους, είναι η επανάσταση που θα μπορούσε να πραγματώσει αυτό που ο Ρήγας Φεραίος έβλεπε δυο δεκαετίες πριν: τη συστράτευση όλων των βαλκανικών λαών σ’ έναν κοινό αγώνα ενάντια σε κάθε είδους τυραννία.

Η αστική τάξη έπαιξε τελικά ηγετικό ρόλο στην επανάσταση, γιατί είχε ανάγκη για την ίδια της την ύπαρξη να αποκτήσει το δικό της εθνικό κέντρο. Όπως, όμως, όλες οι αστικές τάξεις στις δικές τους χώρες, έβλεπε έντρομη –και μαζί μ’ αυτήν οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής– την επέκταση των ταξικών συγκρούσεων και τη γενικευμένη εξέγερση σε όλα τα Βαλκάνια. Έτσι, μπροστά σ’ αυτό το φόβο, οι συμβιβασμοί της οδήγησαν στη δημιουργία ενός μικροσκοπικού κράτους, τα συντάγματα της επανάστασης πετάχτηκαν στα σκουπίδια και στη θέση τους εγκαθίδρυσαν την απόλυτη μοναρχία, φέρνοντας –μετά και τη «συμφωνία κυρίων» ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις ότι ο βασιλιάς δεν θα προερχόταν από τους δικούς τους βασιλικούς οίκους– τον ανήλικο γόνο μιας δευτεροκλασάτης δυναστείας, τον Όθωνα, για να κυβερνήσει ως «ελέω Θεού» μονάρχης.

Τα αδιέξοδα των συμβιβασμών της ελληνικής αστικής τάξης 

Παρόλο, όμως, που η απόλυτη μοναρχία ήταν αποτέλεσμα συμβιβασμών, αρχικά τουλάχιστον, φαινόταν ότι μπορεί να λειτουργήσει υπέρ της αστικής τάξης. Ότι, δημιουργώντας ένα συγκεντρωτικό κράτος, θα οδηγούσε στην εξάλειψη της τοπικής εξουσίας των κοτσαμπάσηδων και της κοσμικής εξουσίας της Εκκλησίας. Επίσης, καθώς ο Όθωνας ήταν επιλογή και των «προστατριών» Μεγάλων Δυνάμεων, η ελληνική άρχουσα τάξη έλπιζε καταρχάς σε δάνεια και κατά δεύτερον στην αμέριστη συνδρομή των ευρωπαϊκών κρατών για την προσάρτηση νέων εδαφών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Σε ελάχιστο χρόνο η αισιοδοξία αυτή κατέρρευσε. Ήδη στα 1835, ένα υπόμνημα προς τον Όθωνα από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη δείχνει την πίεση που είχε αρχίσει να αισθάνεται η αστική τάξη. Ο Τρικούπης, που είχε παραιτηθεί από την Πρωθυπουργία της χώρας μετά τις ισχυρές διαφωνίες του για τον τρόπο διακυβέρνησης των βαυαρών αντιβασιλέων, προειδοποιεί τον Όθωνα ότι τα τεράστια οικονομικά προβλήματα της χώρας προέρχονται από μια πολιτική που δεν συνάδει με την προώθηση των οικονομικών συμφερόντων της αστικής τάξης. Εκτός από τις επείγουσες οικονομικές αλλαγές, προϋπόθεση και για την έλευση του παροικιακού κεφαλαίου, ο Τρικούπης επιμένει και στο θέμα παραχώρησης συντάγματος, ως τον αναγκαίο όρο για να προληφθούν ταραχές αναπότρεπτες «….. οσάκις αφαιρώνται τα έθνη δικαιώματα, α συνήθισαν να κατέχωσιν ως αναφαίρετον δικαίωμα».6

Αφενός στο επίπεδο της εσωτερικής ανασυγκρότησης, οι φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις για την «ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας» δεν έρχονταν. Ο χρόνος μάλιστα πίεζε, καθώς η Οθωμανική αυτοκρατορία είχε προχωρήσει σε τέτοιες μεταρρυθμίσεις με το Τανζιμάτ του 1839, με αποτέλεσμα οι εκεί έλληνες αστοί να προτιμούν την Κωνσταντινούπολη ως κέντρο των δραστηριοτήτων τους από την Αθήνα. Από την άλλη, η «λύση - ανάσα» μέσω της εδαφικής επέκτασης του κράτους με τη βοήθεια των Μεγάλων Δυνάμεων αποδείχτηκε όνειρο απατηλό. Στην κρίση του Ανατολικού Ζητήματος που ξέσπασε στα 1839 – 1841 με τον τουρκοαιγυπτιακό πόλεμο, οι Μεγάλες Δυνάμεις, λόγω των δικών τους γεωπολιτικών συγκρούσεων, πήραν απερίφραστα το μέρος του σουλτάνου και απέκλεισαν στο ελληνικό κράτος οποιαδήποτε σκέψη για εδαφικές προσαρτήσεις.

Η οικονομική κρίση ήταν προ των πυλών. Το 1841 οδηγήθηκε σε πτώχευση δεκαπλάσιος αριθμός εμπόρων από ό, τι όλα μαζί τα προηγούμενα χρόνια. Χρεοκοπούν ακόμη και μεγάλοι εμπορικοί οίκοι –ο Νεγρεπόντες, ο Ράλλης, ο Μεσυνέζης. Ταυτόχρονα, όσοι διέθεταν «καπιτάλια» βγήκαν πλουσιότεροι, αγοράζοντας εκποιούμενα ακίνητα και γη, κυρίως στην πρωτεύουσα (σ’ αυτό το real estate της εποχής οι πρωταγωνιστές είναι πασίγνωστοι: Σκουζές και στρατηγός Μακρυγιάννης, σύζυγος Κατίγκως το γένος Σκουζέ, Μπουρνάζος, Ζωγράφος, Παπαδιαμαντόπουλος και ούτω καθεξής). 

Όσο για τους αγρότες –μαζί μ’ αυτούς και οι δεκάδες χιλιάδες εξαθλιωμένοι πρόσφυγες του πολέμου– ήταν στην χειρότερη κατάσταση από ποτέ. Οι Εθνικές γαίες δεν τους μοιράστηκαν, γιατί υποθηκεύτηκαν για τα εθνικά δάνεια, οι δε υπερδιπλάσιοι σε σχέση με πριν φόροι που πλήρωναν στο νέο κράτος τους οδηγούσαν ακόμη και στο να ξαναπερνούν τα σύνορα –υπολογίζεται ότι 60.000 αγρότες επέστρεψαν αυτήν την περίοδο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, θεωρώντας ότι η εκεί αφαίμαξη και αυθαιρεσία ήταν μικρότερες από ό, τι στο κράτος που οι ίδιοι είχαν αγωνιστεί να δημιουργηθεί. 

Στα 1843 το κράτος καταρρέει από την οικονομική κρίση και οι Μεγάλες Δυνάμεις αρνούνται να εγγυηθούν για νέα δάνεια. Ο Όθωνας υπογράφει μαζί τους οικονομική συμφωνία για δραστικές περικοπές στις κρατικές δαπάνες (μαζικές απολύσεις υπαλλήλων, κατάργηση τομέων στοιχειώδους κοινωνικής πρόνοιας, πχ κλείσιμο των Υγειονομείων, μειώσεις μισθών κλπ).

Παρόλη, όμως, τη δεινή κατάσταση, η ηγεσία του πολιτικού κόσμου, ο Μαυροκορδάτος και ο Κωλέττης, επέμεναν στην τακτική της ήπιας συνδιαλλαγής αντί της σύγκρουσης με τον Όθωνα. Γι’ αυτό άλλωστε αποχωρούν εύσχημα στο εξωτερικό, όπου και παραμένουν καθ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης του 1843.

Το ελληνικό 1843 - 1848

Ήταν η Ευρώπη των Επαναστάσεων που ενέπνευσε τους μεταρρυθμιστές να αποτολμήσουν τη σύγκρουση με την απολυταρχία. Ήταν το συνολικό κλίμα της περιόδου που έσπρωχνε τα κατώτερα στελέχη των τριών πολιτικών κομμάτων να ξεπεράσουν την αδράνεια και τη λιποψυχία της ηγεσίας τους.

Από το 1830 και μετά γίνεται φανερό ότι τα απολυταρχικά καθεστώτα –καθεστώτα που από το 1815 οι μεγαλοαστικές ευρωπαϊκές τάξεις συναίνεσαν να ανέλθουν στην εξουσία για να εμποδίσουν και να πατάξουν κάθε επαναστατικό κίνημα– γίνονται πια τροχοπέδη στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, δηλαδή των ίδιων τους των συμφερόντων. Όμως, παρόλη τη δυσχέρεια που προκαλεί και στους ίδιους η κατάσταση αυτή, οι αστοί τρομάζουν με την ιδέα της επανάστασης για να ολοκληρώσουν τη ρήξη με την παλιά τάξη.

Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με τα εκατομμύρια των καταπιεσμένων. Το 1830 ο λαός του Παρισιού ξαναβγαίνει στους δρόμους και απαιτεί γνήσια δημοκρατία, έχοντας επικεφαλής δημοκρατικούς ηγέτες. Την ίδια χρονιά εξεγείρεται το Βέλγιο και κατακτά την ανεξαρτησία του. Στην Αγγλία, τη χώρα με τη μεγαλύτερη εργατική τάξη της εποχής, εξαναγκάζουν την πολιτική ηγεσία να παραχωρήσει τη «Μεγάλη Μεταρρύθμιση» του 1832. Ο Β. Ουγκό έγραφε το 1831 για «τον υπόκωφο ήχο της επανάστασης, (που ακούγεται) βαθιά ακόμη στη γη, να προχωράει κάτω από κάθε βασίλειο της Ευρώπης, μέσα στις υπόγειες στοές, ξεκινώντας από το κεντρικό φρέαρ του ορυχείου, το Παρίσι».

Κι έτσι ήταν. Η επαναστατική κινητικότητα της δεκαετίας του 1840 είναι χωρίς προηγούμενο. Ο συνδυασμός της οικονομικής κρίσης που έπληξε όλη την Ευρώπη το 1847 με τις διεκδικήσεις για εκδημοκρατισμό είναι οι κεντρικές αιτιάσεις των επαναστάσεων του 1848. Οι επαναστάσεις ξέσπασαν σχεδόν ταυτόχρονα στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία. Κι ήταν μόνο η αρχή. Σε ελάχιστο διάστημα, το επαναστατικό κύμα εξαπλώθηκε σχεδόν παντού. Είτε επρόκειτο για κινήματα που απέβλεπαν στη δημιουργία νέων εθνικών κρατών μέσα από τη διάλυση των μεγάλων αυτοκρατοριών, είτε για κινήματα πολιτικού εκδημοκρατισμού και καλυτέρευσης των συνθηκών ζωής, η λύση έμοιαζε κοινή: η ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης. Όπως το περιγράφει ο ιστορικός Eric Hobsbawm «Ποτέ ως τότε δεν υπήρξε κάτι πιο κοντινό στην ... παγκόσμια επανάσταση ... από αυτήν την αυθόρμητη και γενικευμένη συμμετοχή».

Σ’ αυτό το πλαίσιο θα εξελιχθούν τα γεγονότα του 1843 που θα φέρουν την πτώση της απολυταρχίας στην Ελλάδα και η συνέχειά τους, το 1848 και το 1862, που θα οδηγήσει στην εκθρόνιση του Όθωνα. Κι έτσι γίνεται κατανοητή η πολιτική σύγχυση στην οποία βρέθηκε η ελληνική αστική τάξη. Για να μπορέσει να μεταρρυθμιστεί το κράτος, έπρεπε να ρίξει την απολυταρχία. Η παραμικρή κινητοποίηση όμως εκείνη τη στιγμή μπορούσε να οδηγήσει σε καταστάσεις ανεξέλεγκτες. Η Ελλάδα μπορεί να μην είχε πολυάριθμο προλεταριάτο. Είχε όμως μεγάλες λαϊκές μάζες εξοργισμένες από την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα μετά την Επανάσταση του ’21, έτοιμες να ακολουθήσουν, για άλλη μια φορά, το παράδειγμα της Ευρώπης και να ξεχειλώσουν την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις της αστικής τάξης με τις δικές τους διεκδικήσεις.

Γι’ αυτό η λύση που επιλέχθηκε ήταν να στηριχθούν στο στρατό και σε κάποια «πρωτοπαλίκαρα», όπως στον Μακρυγιάννη από τους παλιούς οπλαρχηγούς και στον Καλλέργη, τον επικεφαλής του ιππικού της Αθήνας. Η συνωμοτική τακτική τους παρ’ ολίγο να κοστίσει την αποτυχία του εγχειρήματος, καθώς ο Όθωνας είχε μάθει το σχέδιο και είχε κηρύξει γενική επιφυλακή. Η πτώση όμως της απολυταρχίας ήταν τόσο ώριμο φρούτο, που μόνο η αναποφασιστικότητα των αστών τη στήριζε πια. Η κατάληψη των ανακτόρων ξημερώματα της 3ης του Σεπτέμβρη από το στρατό, με επικεφαλής τον Καλλέργη, έγινε με εκπληκτική ευκολία.

Η τελική ψήφιση του Συντάγματος έγινε στις 18 Μαρτίου του 1844. Ήταν ένα μετριοπαθές σύνταγμα, αποτέλεσμα για άλλη μια φορά πολλαπλών συμβιβασμών και υποχωρήσεων. Καθιέρωνε ως πολίτευμα τη συνταγματική μοναρχία αλλά άφηνε πολλές αρμοδιότητες στον βασιλιά. Καθιέρωνε, όμως, ταυτόχρονα, την καθολική –για τους άντρες– ψηφοφορία για πρώτη φορά παγκόσμια. Η καθολική ψηφοφορία ήταν ένα από τα βασικά αιτήματα των επαναστάσεων της περιόδου. Η ελληνική αστική τάξη βιάζεται να το παραχωρήσει, γιατί όπως λέει ένας αστός της εποχής, ο Π. Καλλιγάς, η καθολική ψηφοφορία ήταν το μέσο για να αποτραπεί εκείνη τη στιγμή η εμφάνιση στην Ελλάδα «του τέρατος του 1793».

Η περίοδος της απολυταρχίας έληξε, όμως μόνον στα χαρτιά και μάλιστα ανυπόγραφα. Ο Όθωνας αρνιόταν να επικυρώσει τη συνταγματική νομοθεσία και ειδικά το άρθρο 107, με το οποίο κατοχυρώνονταν τα πολιτικά δικαιώματα, η αναδιανομή της γης και η μείωση της φορολογίας των αγροτών, η ελευθερία του Τύπου και το συνταξιοδοτικό των απόρων βετεράνων του Εικοσιένα. Έτσι, ο δεύτερος γύρος δόθηκε λίγα χρόνια μετά, το 1848, κομμάτι της γενικευμένης έκρηξης. Τα δημοσιογραφικά αφιερώματα στον αντικυβερνητικό τύπο, ειδικά στις εφημερίδες «Καρτερία» και «Αιών», που είχαν υψηλή πανελλαδική κυκλοφορία και έξω από την Αθήνα, διαπνέονταν από τη φράση «αν οι Γάλλοι μπορούν να γκρεμίσουν τη διεφθαρμένη κυβέρνηση του Γκιζώτου, γιατί όχι και εμείς»;7

Γιατί όχι και εμείς;

Ξεκίνησε το Μάρτη με διαδηλώσεις στην Αθήνα που απαιτούσαν την εφαρμογή του συντάγματος και με αγροτικές εξεγέρσεις στη Στερεά και την Πελοπόννησο. Σύντομα η εξέγερση στη Φθιώτιδα πήρε μεγάλες διαστάσεις – 3.000 ένοπλοι αγρότες κατέλαβαν τη Λαμία στις 22 Απριλίου και κατευθύνονταν στις υπόλοιπες πόλεις της Στερεάς, την Υπάτη και τη Λιβαδειά. Στην Πελοπόννησο, στις 24 Απριλίου, οκτακόσιοι εξεγερμένοι αγρότες της Μεσσηνίας, με επικεφαλής τον αγωνιστή του ‘21 αγρότη Γιώργο Περρωτή, κατέλαβαν την Καλαμάτα και έδιωξαν τη χωροφυλακή και την επαρχιακή διοίκηση. Εκλέχθηκε τοπική συνέλευση από αγρότες, κτηνοτρόφους και κατώτερους υπαλλήλους, με πρώτο ζητούμενο την αναδιανομή της γης των προεστών και των μοναστηριών στους ακτήμονες. Μια μέρα μετά, ξεσηκωμένοι αγρότες της Κορινθίας μπήκαν στην Περαχώρα και στην Κόρινθο, απαιτώντας γη και δημοκρατία.

Κυβέρνηση και παλάτι, δια μέσου του φιλοκυβερνητικού τύπου, προσπαθούν να αποπροσανατολίσουν τον κόσμο με προβοκάτσια, μιλώντας για εισβολή «ληστών Τουρκαλβανών», «οργάνων του σουλτάνου» και «προδοτών». Τελικά, και καθώς διστάζουν να χρησιμοποιήσουν τον επίσημο στρατό, φοβούμενοι με ποιου μεριά θα πάει, στήνουν στρατιωτικά σώματα από άτακτους πλιατσικολόγους. Ασυντόνιστοι και χωρίς πολιτικό κέντρο, οι εξεγερμένοι θα ηττηθούν. Η επικράτηση των κυβερνητικών στη Ρούμελη ολοκληρώνεται μέσα σ’ ένα όργιο πλιάτσικου και τρομοκρατίας. Τουλάχιστον 1.200 εξεγερμένοι αγρότες κλείνονται στα κελιά των φυλακών της Λαμίας και της Χαλκίδας ως ύποπτοι για «τουρκοανταρτισμό». Το ίδιο τέλος θα έχει η εξέγερση και στην Πελοπόννησο.

Μπορεί η επανάσταση να μην εξαπλώθηκε στην Αθήνα και οι αγροτικές εξεγέρσεις να ηττήθηκαν –για τους ίδιους, επί της ουσίας, λόγους που ηττήθηκαν οι επαναστάσεις του 1848– όμως, τελικά, ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης αποφάσισε ότι έπρεπε να τελειώνει με πολιτικούς θεσμούς που έρχονταν εμπόδιο στην ανάπτυξή της. Παρότι δεν τέθηκε ζήτημα κατάργησης της βασιλείας –όπως άλλωστε και στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη– δρομολογείται μια συνταγματική μοναρχία που τον έλεγχο θα τον έχει το κοινοβούλιο και όχι τα ανάκτορα. Γι’ αυτό τα τρία πολιτικά κόμματα που υπήρχαν, το αγγλικό, το γαλλικό και το ρωσικό, ήταν πλέον ανεπαρκή για αυτούς τους στόχους. Έπαιξαν το ρόλο τους την προηγούμενη περίοδο, προσπαθώντας να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα –τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των παλιών αρχόντων με αυτά των αστών– να ισορροπήσουν τις σχέσεις με τις Μεγάλες Δυνάμεις και κυρίως να εμποδίσουν την πραγματοποίηση των λαϊκών διεκδικήσεων.8 

Έτσι, παρότι η εξέγερση στο Ναύπλιο στα 1862 –που δρομολογεί την εκθρόνιση του Όθωνα– υπήρξε προϊόν και βαθύτερων κοινωνικοπολιτικών αιτίων, το σπουδαιότερο αίτιό της ήταν ότι έπρεπε να τελειώνουν με το πολιτικό πλέγμα του Όθωνα και των γύρω από αυτόν, καθώς, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Σβορώνος, «όχι μόνο δεν ανταποκρινόταν στις πιο στοιχειώδεις ανάγκες του ελληνικού λαού αλλά και προσέκρουε στα συμφέροντα των ιθυνουσών τάξεων».9

Απαιτούνταν δραματικές αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα της βιωσιμότητας της αστικής οικονομίας. Από εκεί ξεκινά και η πολιτική διχογνωμία σχετικά με τη «Μεγάλη Ιδέα». Οικονομία στραμμένη στην πολεμική προσπάθεια για εδαφική επέκταση του κράτους ή στην προσπάθεια για υποδομές τέτοιες που το ελληνικό κράτος να αποτελέσει το εργαλείο προώθησης των συμφερόντων της εδώ αστικής τάξης και ταυτόχρονα να γίνει θελκτικό ως το εθνικό κέντρο του τεράστιου, ειδικά μετά το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου το 1856, παροικιακού κεφαλαίου;10

Ως γνωστόν, η ελληνική άρχουσα τάξη «έπαιξε μπάλα» και με τους δύο τρόπους και η οικονομία της θ’ αποτελέσει τελικά ένα ισχυρό παράδειγμα γιατί «(σ)τη δεκαετία του 1860 μια καινούρια λέξη προστέθηκε στο παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό λεξιλόγιο: ‘καπιταλισμός’».11 Αυτό, όμως, σήμαινε ότι η εργατική τάξη που ταρακούνησε συθέμελα την Ευρώπη στα μέσα του περασμένου αιώνα ήταν πια κι εδώ. Οι απεργίες που ξεσπούν στην Ερμούπολη της Σύρου το 1879 ήταν μόνον η αρχή.

 

Παραπομπές – Σημειώσεις 

1. Το βιβλίο του Γ. Κορδάτου, Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, που πρωτοεκδίδεται το 1924, συνεχίζει να αποτελεί την απαραίτητη βάση για μια μαρξιστική προσέγγιση της Επανάστασης του ‘21

2. Β. Κρεμμυδάς, «Η οικονομική κρίση στον ελλαδικό χώρο στις αρχές του 19ου αιώνα και οι Επιπτώσεις της στην Επανάσταση του 1821», Μνήμων 6 (1976 -1977) 16-33 και του ίδιου «Προεπαναστατικές πραγματικότητες. Η οικονομική κρίση και η πορεία προς το Εικοσιένα», Μνήμων 24 (2002), σ. 71-84.

3. Ν. Σβορώνος, Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, Αθήνα 1976, σ. 62

4. Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία τον Ελληνικού έθνους, Ελευθερουδάκης, σ. 155

5. Για τη Φιλική Εταιρεία, τα κινήματα του καρμποναρισμού και τη σημασία της ελληνικής επανάστασης του ’21 στην ενδυνάμωσή τους (φιλελληνισμός) βλ. E. J. Hobsbawm, Η εποχή των Επαναστάσεων, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1990, σ. 158, 159, 164, 167, 173, 189, 190, 345

6. Ά. Λαμπίρη, «Ο Σπ. Τρικούπης εισηγείται στον Όθωνα την παραχώρηση Συντάγματος (ανέκδοτο υπόμνημα του 1835)», Μνήμων 6 (1976 - 1977)

7. Το βιβλίο του Τάσου Βουρνά, Το ελληνικό 1848 παραμένει η βασική ιστορική πηγή για τις εξεγέρσεις στην Ελλάδα το 1848, παρ’ όλες τις σταλινικού τύπου ιδεοληψίες του. 
Στο κλίμα του 1848 εντάσσονται και οι δυναμικές εξεγέρσεις στην Κεφαλονιά το 1848 και το 1849, με χαρακτηριστικά και αντιαποικιακού (ενάντια στην «αγγλοκρατία») αγώνα. 

8. Για τα ελληνικά κόμματα βλ. John A. Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1997 και H. Gunnar, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821 – 1936, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2008. Είναι οι μοναδικές άξιες λόγου ιστορικές μελέτες για τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, καθώς, εκτός από την πληθώρα των στοιχείων τους, καταρρίπτουν τις επιδερμικές αναλύσεις τύπου «ξενοκίνητα /υπόδουλα κόμματα», κόμματα πελατειακών σχέσεων κλπ.

9. Ν. Σβορώνος, ό.π., σ. 79

10. Ν. Σβορώνος, ό.π., σ. 89, «Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο και τη Συνθήκη του Παρισιού ….(ο)ι ελληνικές παροικίες των Βαλκανίων συνεχίζουν να κατέχουν την πρώτη θέση στην οικονομία των παραπάνω χωρών. Στο Δούναβη δύο χιλιάδες πλοία (σε σύνολο τριών χιλιάδων) έπλεαν μ’ ελληνική σημαία. Το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου του Ευξείνου Πόντου διεξαγόταν από Έλληνες εγκατεστημένους στη Ρωσία ... Απ’ το 1841 το ελληνικό ναυτικό αντιπροσωπεύει το τρίτο του συνολικού εμπορίου της Αλεξανδρείας... Οι Έλληνες μπόρεσαν να επωφεληθούν από τις μεγάλες επιχειρήσεις των Άγγλων στην Τουρκία (σιδηροδρόμους, τηλεγραφικές γραμμές) και να συμμετάσχουν σ’ αυτές. Από το 1860 κυρίως σημειώνεται η επιρροή τους ως τραπεζιτών και σαν εταίρων των αγγλικών οίκων στις αγορές της Εγγύς Ανατολής».

11. Μ’ αυτή τη φράση ξεκινά ο E. J. Hobsbaum το βιβλίο του Η Εποχή του Κεφαλαίου 1848-1875, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1994