Αντέχουν οι ιδέες του Μαρξ; :
Ανιχνεύοντας μια σύγχρονη στρατηγική για την Αριστερά
Συλλογικό
202 σελίδες, Τιμή 10 ευρώ
Εκδόσεις Τόπος
Το ερώτημα που θέτει ο τίτλος αυτού του βιβλίου είναι καίριος. Ο Μαρξ ήταν, σύμφωνα με τα λόγια του Ενγκελς πάνω από το τάφο του νεκρού συντρόφου του το 1883, «πάνω απ’ όλα επαναστάτης» και οι ιδέες του είχαν στόχο να συνεισφέρουν στην πάλη της εργατικής τάξης για την ανατροπή του καπιταλισμού. Το 2018 στα 200 χρόνια από τη γέννηση του Μαρξ το Ερευνητικό Κέντρο ΜΑΧΩΜΕ πραγματοποίησε ένα συνέδριο του οποίου οι εισηγήσεις περιλαμβάνονται σε αυτή την έκδοση. Είναι πολύ θετικό το γεγονός ότι όλοι οι συμμετέχοντες στην έκδοση καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι ιδέες του Μαρξ πράγματι αντέχουν.
Όμως, το ερώτημα αν αντέχουν οι ιδέες του Μαρξ παραπέμπει αμέσως σε ένα δεύτερο: ποιες είναι αυτές οι ιδέες. Με άλλα λόγια αν υπάρχει μια γνήσια μαρξιστική παράδοση που μας βοηθάει και να εξηγήσουμε τον σημερινό κόσμο του 21ου αιώνα και να τον αλλάξουμε. Ή για να χρησιμοποιήσουμε τον υπότιτλο της έκδοσης, να «ανιχνεύσουμε» την «σύγχρονη στρατηγική για την Αριστερά».
Ο Ζαν Μπατού μας θυμίζει για παράδειγμα την πλευρά του έργου του Μαρξ για την «ανταγωνιστική σχέση της καπιταλιστικής παραγωγής με τους φυσικούς κύκλους». Στην εποχή της πανδημίας, της κλιματικής αλλαγής και της καταστροφής του περιβάλλοντος αυτή η υπενθύμιση είναι μια καλή αφετηρία για να επιβεβαιώσουμε την «επικαιρότητα του Μαρξ».
Ο Γιάννης Τόλιος θίγει το ζήτημα της «έντασης των ενδογενών αντιθέσεων του συστήματος». Η οικονομική κρίση που εντείνεται δραματικά δυο χρόνια μετά είναι πανηγυρική επιβεβαίωση του Μαρξ και σε αυτό το επίπεδο, αν και ο Γ. Τόλιος θίγει το ζήτημα φευγαλέα. Και βέβαια ζούμε στην περίοδο της όξυνσης των «γεωπολιτικών αντιθέσεων στο σύγχρονο ιμπεριαλισμό», ο τίτλος της εισήγησης του Π. Παπαπακωνσταντίνου, ο οποίος αναφέρεται στις «γόνιμες συνεισφορές» του Ντέηβιντ Χάρβεϊ και του Αλεξ Καλλίνικος.
Ωστόσο, δυο ζητήματα δεσπόζουν στο προβληματισμό των κειμένων της συλλογής. Η συζήτηση για το «κοινωνικό υποκείμενο», την εργατική τάξη και τη δύναμή της στο σύγχρονο καπιταλισμό. Αυτό είναι κεντρικό σημείο στην κληρονομιά του Μαρξ. Εχει δίκιο ο Γιώργος Μανιάτης όταν επισημαίνει ότι παρά τα άλματα στην εφαρμογή της τεχνολογίας στην παραγωγική διαδικασία: «το κέρδος βρίσκεται στην παραγωγή υπεραξίας δηλαδή στην εργασία του εργάτη, στην εκμετάλλευση και όχι στις αυτοματοποιημένες μηχανές». Όπως επίσης έχει δίκιο ο Ν. Λύτρας όταν υποστηρίζει ότι σε αντίθεση με προβλέψεις και αναλύσεις για «μικροαστικοποίηση» ζούμε σε μια εποχή μεγέθυνσης της εργατικής τάξης και «κοινωνικής πόλωσης».
Όμως, η διαπίστωση που διαπερνάει τα κείμενα είναι ότι αυτή η τάξη είναι στην καλύτερη περίπτωση «κοιμώμενος γίγαντας» ενώ ταυτόχρονα σημειώνεται «ενίσχυση των μηχανισμών ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης» (Τόλιος). Τον τόνο τον δίνουν τα «εμπόδια στην εκπλήρωση του ιστορικού της ρόλου» κι όχι οι συγκλονιστικοί αγώνες που εκτυλίσσονται διεθνώς. Έτσι φτάνει η «ένταξη στις γραμμές της εργατικής τάξης νέων δυνάμεων, κατά κανόνα με ελαστικές σχέσεις» (Α. Ζαφείρης) να αντιμετωπίζεται έμμεσα σαν βάρος κι όχι σαν «νέο αίμα» που δίνει μαχητικότητα και ζωντάνια, ανακαλύπτει τα συνδικάτα και την συλλογική πάλη.
Αυτό που βαραίνει σε αυτή την αντιμετώπιση εξακολουθεί να είναι η αμηχανία για την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των υπόλοιπων καθεστώτων του κρατικού καπιταλισμού. Αυτό είναι το δεύτερο ζήτημα που διατρέχει τα κείμενα της έκδοσης. Κι αυτή η αμηχανία δεν μπορεί να καλυφθεί για τον κόσμο της Αριστεράς με την εκτενή αναφορά στην εμπειρία της Κούβας απ’ τον Χοσέ Μαρτίνεζ. Πέρα από τις όποιες αντιρρήσεις και διαφωνίες για το κατά πόσο στην Κούβα συντελέστηκε μια σοσιαλιστική επανάσταση, ο οικονομικός και πολιτικός ρόλος της είναι πολύ μικρός για να αποτελέσει πραγματικό σημείο αναφοράς.
Ο Δημ. Καλτσώνης υποστηρίζει ότι οι «επαναστάσεις του 20ου αιώνα» ξεκίνησαν την οικοδόμηση νέου τύπου κρατικής εξουσίας και νέων παραγωγικών σχέσεων. Αλλά το μειονέκτημά τους ήταν ότι ξέσπασαν σε χώρες με «χαμηλό επίπεδο παραγωγικών δυνάμεων» και «χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των μαζών». Έτσι χάθηκε η «επαναστατική δημοκρατία» και αυτό έγινε η αιτία της κρίσης και της πτώσης αυτών των καθεστώτων.
Αυτή η ανάλυση πάσχει από ένα βασικό μειονέκτημα. Για τον Μαρξ η επανάσταση είναι ο τρόπος που η εργατική τάξη, γίνεται από κυριαρχούμενη ιδεολογικά τάξη, κυρίαρχη, αλλάζει τις ιδέες της και αναλαμβάνει να πλάσει όλη την κοινωνία με βάση την ικανοποίηση των αναγκών της. Η άποψη ότι οι «μάζες» ήταν «καθυστερημένες» γι’ αυτό χρειάστηκε να γεμίσουν το κενό κάποιοι «κυβερνώντες» είναι επιστροφή σε απόψεις, όπως του Μπλανκί, με τις οποίες συγκρούστηκε ο Μαρξ στην εποχή του. Για τον Μπλανκί «δικτατορία του προλεταριάτου» σήμαινε δικτατορία μιας φωτισμένης μειοψηφίας.
Ο Γ. Μανιάτης υπεκφεύγει το ζήτημα όταν λέει ότι πολλές φορές στην αριστερά γίνεται το λάθος να: «συγκρίνει τη σοβιετική πραγματικότητα με ένα ιδεατό πρότυπο, με τον σοσιαλισμό-ιδέα» κι ότι χρειάζεται αντίθετα να μελετηθεί: «ότι υπήρξε σαν ιστορική πραγματικότητα…δίχως την αγωνία του ορισμού της». Η ανατροπή των κατακτήσεων του Οκτώβρη από την σταλινική αντεπανάσταση και η στέρηση στοιχειωδών δικαιωμάτων από την εργατική τάξη δεν μπορεί να προσπερνιέται έτσι «δίχως αγωνία ορισμού».
Δεν πρόκειται για ιδεατά πρότυπα, αλλά για την ουσία της εναλλακτικής λύσης που θα προβάλει μια Αριστερά που επιμένει ότι οι ιδέες του Μαρξ αντέχουν απέναντι στο καπιταλισμό σήμερα. Χωρίς αυτή την πυξίδα ο κίνδυνος είναι να καταλήξουμε στην ωραιοποίηση της σημερινής Κίνας, μιας «συνεκτικής κοινωνίας» κατά τον Γκεόργκι Τσαγκόλοβ που υποτίθεται ότι συνδυάζει τα καλύτερα στοιχεία του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού!
Η συζήτηση για τη θεωρία και την στρατηγική επανέρχεται στον κόσμο των αγώνων και της Αριστεράς. Αυτή η έκδοση είναι σημάδι αυτής της επιστροφής και μια καλοδεχούμενη συμβολή έστω κι αν οι απαντήσεις που δίνει μένουν στα μισά του δρόμου.